Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς (Β)

 

Ἑρμηνεία τῆς Ἀποστολικῆς περικοπῆς ἀπό τόν Ἱερό Χρυσόστόμο (Πράξ. 2,1-11)
Μέρος Δεύτερο

Αλλά ας δούμε από την αρχή τα λεχθέντα· «ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον (:γέμισε όλο το σπίτι)», λέει. Η πνοή έγινε όπως η κολυμπήθρα του ύδατος. Αυτή ήταν απόδειξη της αφθονίας και της σφοδρότητας. Πουθενά δεν έχει γίνει παρόμοιο στους προφήτες, αλλά τότε μεν κατά τον τρόπο αυτό έγινε σε εκείνους, στους προφήτες όμως διαφορετικά.

Διότι στον Ιεζεκιήλ γίνεται κεφάλαιο βιβλίου, και τρώει εκείνα τα οποία επρόκειτο να κηρύττει: «Καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ χεὶρ ἐκτεταμένη πρός με, καὶ ἐν αὐτῇ κεφαλὶς βιβλίου· καὶ ἀνείλησεν αὐτὴν ἐνώπιόν μου, καὶ ἦν ἐν αὐτῇ γεγραμμένα τὰ ἔμπροσθεν καὶ τὰ ὄπισθεν, καὶ ἐγέγραπτο ἐπ᾿ αὐτὴν θρῆνος καὶ μέλος καὶ οὐαί. καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, τὸ στόμα σου φάγεται, καὶ ἡ κοιλία σου πλησθήσεται τῆς κεφαλίδος ταύτης τῆς δεδομένης εἰς σέ. καὶ ἔφαγον αὐτήν, καὶ ἐγένετο ἐν τῷ στόματί μου ὡς μέλι γλυκάζον (:και είδα και ιδού, ένα χέρι απλωμένο προς εμένα, που κρατούσε μία μεμβράνη, τμήμα ενός βιβλίου. Ξεδίπλωσε αυτήν ενώπιόν μου και είδα ότι ήταν γραμμένη από μέσα και απέξω. Το περιεχόμενο της μεμβράνης ήσαν θρήνοι, θλιβερά μοιρολόγια και ταλανισμοί. Και μου είπε: “υιέ ανθρώπου, θα φας αυτό και η καρδιά σου και η διάνοιά σου, το εσωτερικό σου όλο, θα χορτάσει και θα γεμίσει με την μεμβράνη αυτήν, που εγώ σου δίνω”. Πράγματι έφαγα αυτήν και, καθώς έτρωγα, αισθάνθηκα στο στόμα μου γλυκύτητα σαν μέλι)» [Ιεζ. 3,3]. 
Άλλοτε πάλι σε κάποια άλλη χρονική στιγμή το χέρι του Θεού αγγίζει την γλώσσα και άλλου προφήτη, του Ιερεμία: «καὶ ἐξέτεινε Κύριος τὴν χεῖρα αὐτοῦ πρός με καὶ ἥψατο τοῦ στόματός μου, καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἰδοὺ δέδωκα τοὺς λόγους μου εἰς τὸ στόμα σου (:ο Κύριος άπλωσε τότε την χείρα Του προς εμένα, άγγιξε το στόμα μου και μου είπε: “Ιδού εγώ έχω δώσει στο στόμα σου τους λόγους μου”)» [Ιερ. 1,9]. Εδώ όμως κατέρχεται αυτό το ίδιο το Πνεύμα το Άγιο. Με τον τρόπο αυτό γίνεται φανερό ότι είναι ομότιμο προς τον Πατέρα και τον Υιό. 
Και πάλι σε άλλο σημείο αλλιώς: «Θρῆνος καὶ μέλος καὶ οὐαί (:το περιεχόμενο της μεμβράνης ήσαν θρήνοι, θλιβερά μοιρολόγια και ταλανισμοί)» [Ιεζ. 2,9-10]. Σε εκείνους βέβαια δικαιολογημένα δίνεται σε μορφή βιβλίου· διότι χρειάζονταν ακόμα σε αυτούς παραδείγματα. Προς ένα έθνος μόνο εκείνοι οι προφήτες είχαν να απευθύνονται και προς τους οικείους τους· αυτοί όμως πλέον προς όλη την οικουμένη, και προς εκείνους που ποτέ δεν γνώρισαν. Και ο Ελισσαίος με τη μηλωτή (:το εξωτερικό ένδυμα) του Ηλία λαμβάνει την χάρη: «Καὶ ὕψωσε τὴν μηλωτὴν Ἠλιού, ἣ ἔπεσεν ἐπάνωθεν Ἑλισαιέ, καὶ ἐπέστρεψεν Ἑλισαιὲ καὶ ἔστη ἐπὶ τοῦ χείλους τοῦ Ἰορδάνου· καὶ ἔλαβε τὴν μηλωτὴν Ἠλιού, ἣ ἔπεσεν ἐπάνωθεν αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξε τὸ ὕδωρ καὶ οὐ διέστη· καὶ εἶπε· ποῦ ὁ Θεὸς Ἠλιοὺ ἀφφώ; καὶ ἐπάταξε τὰ ὕδατα, καὶ διεῤῥάγησαν ἔνθα καὶ ἔνθα, καὶ διέβη Ἑλισαιέ (:Ο Ελισαίος σήκωσε από κάτω τη μηλωτή του Ηλία, η οποία έπεσε από επάνω ψηλά και επέστρεφε έχοντας τη μηλωτή. Στάθηκε στην όχθη του Ιορδάνη. Πήρε τη μηλωτή του Ηλία, η οποία έπεσε σε αυτόν, χτύπησε το ύδωρ, αλλά εκείνο δεν διαιρέθηκε, όπως προηγουμένως. Ο Ελισσαίος είπε τότε: “Πού είναι ο Θεός του Ηλία, πού είναι;” Κατόπιν όμως χτύπησε πάλι τα νερά και εκείνα χωρίστηκαν στα δύο, από εδώ και από εκεί και ο Ελισαίος διέβη τον Ιορδάνη ποταμό)» [Δ΄ Βασ. 2,13-14]. 
Άλλος πάλι κατά τα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης λαμβάνει τη θεία χάρη με έλαιο, και πιο συγκεκριμένα ο Δαβίδ: «Καὶ ἔλαβε Σαμουὴλ τὸ κέρας τοῦ ἐλαίου καὶ ἔχρισεν αὐτὸ ἐν μέσῳ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, καὶ ἐφήλατο πνεῦμα Κυρίου ἐπὶ Δαυὶδ ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ἐπάνω. καὶ ἀνέστη Σαμουὴλ καὶ ἀπῆλθεν εἰς Ἀρμαθαίμ (:και ο Σαμουήλ πήρε το δοχείο με το έλαιο και από όλους τους άλλους αδελφούς, αυτόν έχρισε ως βασιλιά. Από την ημέρα εκείνη και έπειτα Πνεύμα Κυρίου πλημμύρισε τον Δαυίδ και τον καθοδηγούσε. Κατόπιν αυτών ο Σαμουήλ σηκώθηκε και αναχώρησε για την πατρίδα του την Αρμαθαίμ)» [Α΄ Βασ. 16,13]. Ο Μωυσής καλείται με άλλον τρόπο, με την φωτιά της βάτου: «ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἐν πυρὶ φλογὸς ἐκ τοῦ βάτου, καὶ ὁρᾷ ὅτι ὁ βάτος καίεται πυρί, ὁ δὲ βάτος οὐ κατεκαίετο (:εκεί φανερώθηκε προς αυτόν άγγελος Κυρίου με μορφή φλόγας πυρός, η οποία εξερχόταν από την βάτο. Παραδόξως η βάτος εκείνη φλεγόταν αλλά δεν κατακαιγόταν)» [Έξοδ. 3,2]. Εδώ όμως όχι κατά τον ίδιο τρόπο, αλλά εδώ η ίδια η φωτιά κάθισε επάνω τους. 
Και γιατί δεν φάνηκε φωτιά να γεμίζει την οικία; Διότι θα εκπλήσσονταν. Αλλά φανερώνει ότι αυτό είναι εκείνο. Διότι μην προσέχεις το λεγόμενο «και είδαν με τα μάτια τους να διαμοιράζονται σε αυτούς γλώσσες», αλλά τη φράση «σαν τις φλόγες της φωτιάς». Τέτοια φωτιά μπορεί να ανάψει άπειρη ξυλεία. Και καλά είπε «διαμεριζόμεναι (:να διαμοιράζονται)». Διότι προέρχονταν από μια ρίζα, για να μάθεις ότι είναι ενέργεια, η οποία απεστάλη από τον Παράκλητο. Και κοίταξε και εκείνους ότι αποδείχτηκαν άξιοι και τότε καταξιώθηκαν το Πνεύμα· όπως δηλαδή και ο Δαυίδ· διότι όπως φερόταν στα ποίμνια, κατά τον ίδιο τρόπο φέρθηκε και μετά την νίκη και τον θρίαμβο, για να φανερωθεί η καθαρή πίστη αυτού. 
Κοίταξε πάλι τον Μωυσή και αυτός να καταφρονεί τα βασίλεια: «Καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς τὸν Θεόν· τίς εἰμι ἐγώ, ὅτι πορεύσομαι πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου, καὶ ὅτι ἐξάξω τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου; (:απάντησε ο Μωυσής στον Θεό: “Ποιος είμαι εγώ, Κύριε, ώστε να μεταβώ προς τον Φαραώ, τον βασιλιά της Αιγύπτου και να βγάλω τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο;”)» [Έξοδ. 3,11] και ύστερα από σαράντα έτη να αναλαμβάνει την καθοδήγηση του λαού. Δες επίσης τον Σαμουήλ να ανατρέφεται μέσα στον ναό «καὶ ὁ λύχνος τοῦ Θεοῦ πρὶν ἐπισκευασθῆναι, καὶ Σαμουὴλ ἐκάθευδεν ἐν τῷ ναῷ, οὗ ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ (:ήταν η ώρα, κατά την οποία η επτάφωτη λυχνία έκαιγε ακόμη, ενώ ο Σαμουήλ κοιμόταν σε κάποιο άκρο του ναού, εντός του οποίου υπήρχε η Κιβωτός του Θεού)» [Α΄ Βασ. 3,3]· δες ακόμη τον Ελισσαίο να τα αφήνει όλα: «καὶ κατέλιπεν Ἑλισαιὲ τὰς βόας καὶ κατέδραμεν ὀπίσω Ἠλιοὺ καὶ εἶπε· καταφιλήσω τὸν πατέρα μου καὶ ἀκολουθήσω ὀπίσω σου· καὶ εἶπεν Ἠλιού· ἀνάστρεφε, ὅτι πεποίηκά σοι. καὶ ἀνεβόησεν Ἠλιού, καὶ εἶπεν· οἴμοι, Κύριε, ὁ μάρτυς τῆς χήρας, μεθ᾿ ἧς ἐγὼ κατοικῶ μετ᾿ αὐτῆς, σὺ κεκάκωκας τοῦ θανατῶσαι τὸν υἱὸν αὐτῆς (:και ο Ελισαίος αμέσως εγκατέλειψε τα βόδια του και έτρεξε πίσω από τον Ηλία και του είπε· “επίτρεψέ μου να μεταβώ, για να αποχαιρετήσω και να καταφιλήσω τον πατέρα μου και έπειτα θα σε ακολουθήσω”. Και ο Ηλίας του είπε: “πήγαινε και γύρισε πάλι, διότι σε έχω καταστήσει προφήτη”)» [Γ΄ Βασ. 19,20]· πρόσεξε επίσης αντίστοιχα και τον Ιεζεκιήλ. 
Και ότι έτσι συνέβαινε, είναι φανερό και από τα μετέπειτα· διότι και αυτοί εγκατέλειψαν όλα τα δικά τους. Γι’ αυτό λαμβάνουν το Άγιο Πνεύμα τότε, όταν απέδειξαν την δική τους αρετή. Έμαθαν και την ανθρώπινη αδυναμία με εκείνα τα οποία έπαθαν· έμαθαν ότι δεν κατόρθωσαν αυτά τυχαία. Έτσι και ο Σαούλ αφού προηγουμένως επιβεβαιώθηκε ότι είναι αγαθός, έλαβε κατόπιν το άγιο Πνεύμα. Αλλά έτσι, όπως δηλαδή οι μαθητές έλαβαν το Άγιο Πνεύμα κανένας, ούτε ο μεγαλύτερος από τους προφήτες, ο Μωυσής δεν έλαβε το Άγιο Πνεύμα· διότι εκείνος όταν έπρεπε άλλοι να λάβουν την χάρη του αγίου Πνεύματος, ελαττωνόταν αυτός. 
Εδώ όμως δεν συνέβαινε έτσι, αλλά όπως ακριβώς συμβαίνει στη φωτιά, όσους λύχνους και αν ανάψει κάποιος δεν ελαττώνει καθόλου τη φωτιά, έτσι και με τους αποστόλους συνέβαινε τότε· διότι και με την φωτιά, όχι μόνο την αφθονία της χάριτος φανέρωνε, αλλά ο καθένας λάμβανε ολόκληρη πηγή Πνεύματος· όπως ακριβώς δηλαδή και ο Χριστός είπε, ότι όσοι πιστεύουν σε Αυτόν θα έχουν πηγή ύδατος που θα αναβλύζει σε ζωή αιώνια: «Ὃς δι᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον (:Εκείνος όμως που θα πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάσει ποτέ στον αιώνα˙ αλλά το νερό που θα του δώσω θα μεταβληθεί μέσα του σε πηγή νερού που δεν θα στερεύει, αλλά θα αναβλύζει και θα αναπηδά και θα τρέχει πάντοτε για να του μεταγγίζει ζωή αιώνια)» [Ιω. 4,14]. 
Και πολύ λογικά. Διότι δεν απήλθαν οι μαθητές του Κυρίου για να συζητήσουν με τον Φαραώ, όπως θα έκανε ο Μωυσής, αλλά απήλθαν για να παλέψουν με τον ίδιο τον διάβολο. Και μάλιστα το πλέον θαυμαστό, ότι όταν αποστέλλονταν, δεν έφεραν αντίρρηση, ούτε είπαν ότι έχουν αδύνατη φωνή και ότι είναι βραδύγλωσσοι. Διότι ο Μωυσής σε αυτό εκπαίδευσε αυτούς. Δεν είπαν ότι είναι νεώτεροι. Διότι ό Ιερεμίας σωφρόνισε αυτούς: «καὶ εἶπα· ὦ δέσποτα Κύριε, ἰδοὺ οὐκ ἐπίσταμαι λαλεῖν, ὅτι νεώτερος ἐγώ εἰμι (:και εγώ είπα τότε: “Ω Δέσποτα και Κύριε, δεν είμαι ικανός για το έργο αυτό, διότι ιδού, δεν γνωρίζω να ομιλώ· είμαι άλλωστε και μικρός κατά την ηλικία”)» [Ιερ. 1,6]. 
Αν και άκουσαν πολλά φοβερά, και πολύ μεγαλύτερα από εκείνους ότι θα αναλάμβαναν, όμως φοβούνταν να έχουν αντιρρήσεις. Από αυτό είναι φανερό ότι και άγγελοι φωτός ήταν, και των άνω πραγμάτων υπηρέτες. Και σε εκείνους μεν κανένας από τον ουρανό δεν φαίνεται, διότι επιδιώκουν ακόμα τα γήινα· στους μαθητές όμως, επειδή ανήλθε άνθρωπος άνω [:ο Ιερός Χρυσόστομος εννοεί εδώ την με ανθρώπινο αλλά και θεωμένο ταυτόχρονα σώμα Ανάληψη του Κυρίου Ιησού Χριστού], και το Πνεύμα εκ των άνω φέρεται, «ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας (:μια βοή σαν φύσημα σφοδρού ανέμου)». Με αυτό φανερώνεται ότι τίποτα δεν θα μπορέσει να αντισταθεί σε αυτούς, αλλά όπως το χώμα διασκορπίζεται από τον άνεμο, έτσι και αυτοί θα διασκορπίσουν τους αντίθετους. 
«Και γέμισε όλο το σπίτι». Το σπίτι ήταν σύμβολο του κόσμου. «Και κάθισε στον καθένα από αυτούς και συγκεντρώθηκε το πλήθος και ήταν όλοι κατάπληκτοι». Βλέπεις την ευλάβεια αυτών και πώς δεν αποφαίνονται αμέσως, αλλά βρίσκονται σε απορία; Και εκείνοι οι αγνώμονες αποφαίνονται λέγοντας ότι «έχουν πιει πολύ μούστο». Επειδή επιτρεπόταν σε αυτούς να εμφανίζονται στον ναό σύμφωνα με τον νόμο τρεις φορές τον χρόνο, γι’ αυτό κατοικούσαν εκεί άνδρες ευλαβείς από όλα τα έθνη. 
Πρόσεχε από εδώ τον συγγραφέα ότι δεν τους κολακεύει. Διότι δεν είπε ότι απεφάνθησαν, αλλά τι; «Όταν έγινε η βοή αυτή συγκεντρώθηκε το πλήθος και ήταν όλοι κατάπληκτοι». Δικαιολογημένα. Διότι νόμιζαν ότι η υπόθεση θα τελείωνε γι’ αυτούς με το τίμημα που επιχειρήθηκε εναντίον του Χριστού. Και εξάλλου και η θλίψη της συνείδησης συγκλόνισε τις ψυχές τους, ενώ η σφαγή βρισκόταν ακόμα στα χέρια τους και τα πάντα φόβιζαν αυτούς. 
«Δεν ήταν όλοι αυτοί που μιλούν Γαλιλαίοι;». Καλά είπε έτσι· διότι ομολογούνταν ότι ήταν Γαλιλαίοι. Έτσι τρόμαζε αυτούς ο ήχος, διότι και το μεγαλύτερο μέρος της οικουμένης, αφίχθηκε εδώ. Αυτό ενδυνάμωνε τους ίδιους τους αποστόλους, διότι δεν γνώριζαν να μιλούν ποτέ πριν Παρθικά, αλλά μάθαιναν τότε από εκείνους να μιλούν. Και μνημονεύει εχθρικά σε αυτούς έθνη, Κρήτες, Άραβες, Αιγύπτιους, Πέρσες, φανερώνοντας ότι θα υπερισχύσουν σε όλους αυτούς. 
Και ενώ οι Ιουδαίοι ήταν στην αιχμαλωσία, ήταν επόμενο να παρευρίσκονται μαζί με αυτούς πολλοί από διάφορα έθνη κατά εκείνο τον καιρό ή ότι και προς τα έθνη ήδη είχαν διασπαρεί οι δογματικές διδασκαλίες. Και γι’ αυτό πολλοί και από τα έθνη παραβρίσκονται εκεί, όπως τους μνημόνευσε προηγουμένως. Από παντού λοιπόν είναι αναντίρρητη η μαρτυρία από πολίτες, από τους ξένους, από τους προσήλυτους. «Ακούμε να ομιλούν στις δικές μας γλώσσες για τα μεγαλεία του Θεού». Διότι δεν μιλούσαν απλώς, αλλά έλεγαν μερικά αξιοθαύμαστα. Δικαιολογημένα λοιπόν απορούσαν. Διότι ποτέ δεν συνέβηκε κάτι παρόμοιο. Πρόσεχε την ευγνωμοσύνη των ανθρώπων. 
«Και εκπλήσσονταν όλοι και απορούσαν και έλεγαν· «τι άραγε να σημαίνει αυτό; άλλοι ειρωνεύονταν και έλεγαν ότι έχουν πιει πολύ μούστο». Πω, πω αναισχυντία! Αφού γι’ αυτό ειρωνεύονταν. Και τι το θαυμαστό; Αφού βέβαια και τον ίδιο τον Κύριο, όταν έδιωχνε τους δαίμονες έλεγαν ότι έχει δαιμόνια [Ιω.8,48: «ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· οὐ καλῶς λέγομεν ἡμεῖς ὅτι Σαμαρείτης εἶ σὺ καὶ δαιμόνιον ἔχεις; (:Ύστερα λοιπόν από τον έλεγχο που τους έκανε, Του αποκρίθηκαν οι Ιουδαίοι: “Αφού τόσο περιφρονητικά εκφράζεσαι για τους Ισραηλίτες, καλά δεν λέμε εμείς ότι είσαι Σαμαρείτης και ότι έχεις δαιμόνιο, από το οποίο εμπνέεσαι την τρελή αυτή ιδέα που έχεις για τον εαυτό σου;”)»]. Διότι όπου υπάρχει αναισχυντία, ένα μόνο ζητεί, να πει οτιδήποτε· όχι για να πει κάποιο πράγμα λογικό, αλλά απλώς να πει οτιδήποτε. «Έχουν πιει πολύ μούστο». Βεβαιότατα· διότι άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονταν σε τόσους κινδύνους και για τα έσχατα έτρεμαν και βρίσκονταν σε τόση λύπη, τέτοια τολμούν να λένε. Και πρόσεχε· επειδή αυτό ήταν απίθανο και επειδή παραλογίζονταν με όσα άκουγαν και δεν μπορούσαν να τα ερμηνεύσουν επειδή είχαν κακή προαίρεση, και έδειχναν ότι τάχα μέθυσαν, το καθετί που λένε, με την ποιότητα το χρωματίζουν και λένε: «έχουν πιει πολύ μούστο». 
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ, 
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος