«… Ο Ιερός Χρυσόστομος ητο υιος σπουδαίου στρατιωτικοῦ –παίζει ῥόλο ἡ κληρονομικότης– ὁ Ἰωάννης κληρονόμησε τὸ ἀγωνιστικὸ πνεῦμα. Δώδεκα χρόνια ἐργάστηκε στὴν Ἀντιόχεια. Ἀλλὰ κάποια μέρα, χωρὶς αὐτὸς νὰ ξέρῃ τίποτε, μία αὐτοκρατορικὴ ἅμαξα τὸν ἅρπαξε βιαίως καὶ τὸν πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολι. Εἶχε χηρεύσει ὁ θρόνος· ἦταν ἐποχὴ ποὺ ὁ λαὸς εἶχε λόγο στὴν ἐκλογὴ τῶν ἐπισκόπων καὶ ὅλοι ζητοῦσαν αὐτόν. Ἔτσι ὁ Ἀρκάδιος ἔφερε στὸ θρόνο τὸ Χρυσόστομο. Ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης δὲν ἦταν ὁ ψευτοευγενὴς ποὺ λέει καλημέρα καὶ στὸν ἄγγελο καὶ στὸν διάβολο· δὲν ἦταν ὁ τύπος ποὺ συμβιβάζεται εὔκολα· εἶδε ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικὸς ὀργανισμὸς εἶνε γεμᾶτος πύον καὶ καρκινώματα, πῆρε τὴ μάχαιρα καὶ σὰν ἰατρὸς ἔκανε χειρουργικὴ ἐπέμβασι ἐναντίον τῆς κακοηθείας καὶ τῆς διαφθορᾶς.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὰ μοναστήρια ἄδειασαν· καλόγεροι νεώτατοι, ἀντὶ νὰ προσεύχωνται, κατέβηκαν στὴν πόλι, ἔπιασαν σχέσεις μὲ πλουσίους καὶ ἄρχοντες, καὶ τὸ χειρότερο συγκατοικοῦσαν μὲ καλογριές· ἦταν τὸ διαβόητο σκάνδαλο τῶν «συνεισάκτων». Ὁ Χρυσόστομος, ἁγνὸς ἀσκητής, δίνει ἐντολή, ὅλοι αὐτοὶ νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πόλι. Δὲν ἦταν εὔκολο, εἶχαν ῥιζώσει. Ἐκεῖνος ὅμως πολέμησε τὴ διαφθορὰ καὶ ἀκολασία τῶν μοναχῶν. Ἔδωσε ἀκόμη μάχη ἐναντίον τῆς πλεονεξίας καὶ τῆς πολυτελείας πλουσίων ἀλλὰ καὶ κληρικῶν ποὺ ντύνονταν στὸ μετάξι. Ἀπηγόρευσε στοὺς ῥασοφόρους νὰ κυκλοφοροῦν ἔτσι, κι ὁ ἴδιος ἔδιωξε ἀπ ̓ τὸ ἐπισκοπεῖο ἀκριβὰ ἔπιπλα, τάπητες, καταπετάσματα. Ἀρκέστηκε σ ̓ ἕνα ἁπλὸ κρεβάτι κ ̓ ἕνα λιτὸ πιάτο τροφῆς.
Διέταξε νὰ ἐκποιηθῇ ὅ,τι πολυτελὲς καὶ τὰ χρήματα νὰ διατεθοῦν γιὰ τοὺς ἐνδεεῖς.Ὑπερασπίστηκε τοὺς φτωχούς. Ὅταν κάποτε ἔγινε σεισμὸς στὴν Κωνσταντινούπολι κ ̓ ἔτρεμαν ὅλοι σὰν τὰ φύλλα καὶ ἡ αὐτοκράτειρα Εὐδοξία ἔπεσε καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεό, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα καὶ εἶπε· Θέλετε νὰ σᾶς πῶ τὴν ἀλήθεια; Χθὲς σείστηκαν τὰ πάντα. Ἂν μὲ ρωτήσετε ποιός ἦταν ἡ αἰτία, σᾶς λέω· τὰ ἀνάκτορα, οἱ ἄδικοι πλούσιοι, οἱ ἄσπλαχνοι πλεονέκτες! ἐξ αἰτίας τους ὁ Θεὸς σείει τὸ Βόσπορο. Κι ἂν πάλι μὲ ρωτήσετε ποιός μᾶς ἔσωσε, σᾶς ἀπαντῶ· οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ ἄσημοι, χάριν αὐτῶν σωθήκαμε· μποροῦσε ὁ «ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται» (Ψαλμ.103,32) νὰ κουνήσῃ λίγο ἀκόμα τὴ γῆ καὶ νὰ μὴ μείνῃ τίποτε· σ ̓ αὐτοὺς χρωστᾶμε τὴ ζωή μας. Μᾶς ἔσεισε γιὰ τὴν ἀσπλαχνία τῶν πλουσίων, καὶ μᾶς ἔσωσε γιὰ τὴν ἀρετὴ τῶν φτωχῶν. Ἀλλὰ δὲν εἶπα τὸ σπουδαιότερο.
Ὁ μεγάλος ἀγώνας τοῦ Χρυσοστόμου ἦταν γιὰ κάθαρσι τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ φαύλους κληρικούς. Ἔμαθε, ὅτι στὴν Ἔφεσο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας γίνεται χριστεμπόριο· πουλᾶνε ἱερὰ σκεύη, μάρμαρα, ἱερὰ μυστήρια, τὴ θεία κοινωνία. Ζήτησε γι ̓ αὐτὰ ἔγγραφη καταγγελία. Ὅταν τὴν ἔλαβε, χωρὶς ἀναβολὴ μπαίνει σὲ πλοῖο ἐν καιρῷ χειμῶνος, ταξιδεύει μὲ κίνδυνο καὶ φτάνει Δεκέμβριο μῆνα στὴν Ἔφεσο. Ἀποβιβάζεται καὶ ἀρχίζει τὸ δύσκολο ἔργο. Στήνει δικαστήριο, κάνει ἀνακρίσεις, οἱ κατηγορίες ἀποδεικνύονται ἀληθινές· καὶ τότε μέσα σὲ μία μέρα καθαιρεῖ ὡς σιμωνιακοὺς 13 ἐ πισκόπους! Ὁ λαὸς τοῦ ζητεῖ διάδοχο ἀρχιεπίσκοπο στὴν Ἔφεσο· ὁ Χρυσόστομος πηγαίνει καὶ βρίσκει ἕναν ἀσκητὴ ποὺ νήστευε καὶ προσευχόταν, τὸν παίρνει μὲ τὴ βία, τὸν παρουσιάζει στοὺς πιστούς, καὶ τότε καὶ οἱ πέτρες φώναξαν «ἄξιος». Ἔτσι, μὲ τέτοιους ἀγῶνες, πάει μπροστὰ ἡ Ἐκκλησία. Ἐπιστρέφοντας περνάει καὶ ἀπὸ τὴ Νικομήδεια. Ἐκεῖ ἕνας ἐπίσκοπος, ὁ Γερόντιος (390-400 μ.Χ.), ἔκανε τὸ μάγο! καὶ διὰ τῆς μαγείας καὶ τῆς ἀστρολογίας ἀπατοῦσε τὸ λαό. Κατόπιν ἐξετάσεως καὶ κανονικῆς διαδικασίας τὸν κα-θαιρεῖ καὶ αὐτόν. Τέλος, μετὰ ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴ μακρὰ καὶ δύσκολη ἀποστολή, ἐπιστρέφει στὴν Κωνσταντινούπολι κατάκοπος. Στὸ διάστημα ὅμως τῆς ἑπτάμηνης ἀπουσίας του οἱ ῥαδιοῦργοι θριάμβευσαν. Κι ὅταν ἐπανῆλθε, βλέπει τὰ πνεύματα ἀλλοιωμένα· ἄνθρωποι ποὺ τὸν σέβονταν μεταστράφηκαν, τ ̓ ἀνάκτορα ὑπέκυψαν σὲ αὐλοκόλακες. Αὐτοί, κυρίως ὅσοι θίγονταν (οἱ καθῃρημένοι, συγγενεῖς καὶ φίλοι τους), ἀντιδροῦσαν μὲ δολοφονικὲς διαθέσεις (πετοῦσαν ξύλα, γίνονταν ἐπεισόδια). Ἀλλὰ στὸ πλευρὸ τοῦ ἱεράρχου ἦταν ὁ πιστὸς λαός, ἕτοιμος νὰ τὸν ὑπερασπιστῇ. Γι ̓ αὐτὸ στρατιῶτες τὸν συνέλαβαν κρυφά, τὸν ὡδήγησαν στὴν παραλία τοῦ Βοσπόρου καὶ τὸν πέρασαν ἀπέναντι μὲ βάρκα. Τὴ νύχτα αὐτὴ οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἔκλεισαν μάτι· ζητοῦσαν τὸν ποιμένα, φώναζαν, ἔβαλαν φωτιές… Ἀλλ ̓ ἐνῷ αὐτὸς ἦταν ἤδη μακριά, ἔγινε σεισμός, σείστηκαν τὰ ἀνάκτορα, οἱ βασιλεῖς φοβήθηκαν καὶ μετανοημένοι τὸν ἐπανέφεραν στὸ θρόνο του. Ἦταν ἕνας θρίαμβος.
Μὰ δὲν κράτησε πολύ. Γιατὶ ὁ Χρυσόστομος δὲν ὑποχώρησε, συνέχισε τὸν ἀγῶνα, καὶ σὲ λίγο ἀκούστηκε πάλι ἡ φωνὴ ῥαδιούργων ἐπισκόπων· Νὰ φύγῃ ὁ Χρυσόστομος! Καὶ τελικὰ αὐτοὶ ἐπικράτησαν.
Δὲν τὸν νίκησαν τὰ ἀνάκτορα καὶ ἡ Εὐδοξία, τὸν νίκησαν οἱ κακοὶ ἐπίσκοποι. Μαζεύτηκαν σὲ σύνοδο λῃστρικὴ παρὰ τὴν Δρῦν(403 μ.Χ.) ἑβδομήντα ἐγκολπιοφόροι μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Θεόφιλο Ἀλεξανδρείας, ἔστησαν κατηγορητήριο μὲ 29 κατηγορίες(!) καὶ ἀποφάσισαν νὰ καθαιρεθῇ. Τέλος στρατιῶτες περικύκλωσαν τὴν ἀρχιεπισκοπὴ καί, γιὰ νὰ μὴ χυθῇ αἷμα, ὁ Χρυσόστομος παραδόθηκε καὶ ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν πίσω πόρτα, δεύτερη φορὰ γιὰ τὴν ἐξορία, ὅπου θὰ κοιμηθῇ μαρτυρικῶς. Γι ̓ αυτὸ ἔγραψε ἐκεῖνα τὰ βαρειὰ λόγια· «Οὐδὲν δέ δοικα (=τίποτα δὲν φοβήθηκα) ὡς τοὺς ἐπισκό- πους, πλὴν ὀλίγων»(ἐπιστ. πρὸς Ὀλυμ π. ΙΔ ́, δ ́·P.G. 52,617).
Τί νὰ προσθέσω; τὰ δάκρυα καὶ τὸ θρῆνο τοῦ λαοῦ; τὴν ἐξορία ποὺ διῄρκεσε δύο χρόνια(406-407 μ.Χ.); τὶς ταλαιπωρίες καὶ τὰ βάσανα ἑ νὸς ἀσθενοῦς 52 ἐτῶν; Ὅταν ἔφτασε στὰ Κόμανα, ἕνα ἐρημικὸ χωριὸ στὰ σύνορα τῆς Ἀρμενίας κοντὰ στὸ Ἀραράτ, ἔπεσε νὰ κοιμηθῇ, κατάκοπος κ ̓ ἐγκαταλελειμμένος ἀπ ̓ ὅλους ὁ ἡρωικὸς ἱεράρχης, ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὁ τάφος τοῦ ἱερομάρτυρος Βασιλίσκου ἐπισκόπου Κομάνων. Στὸν ὕπνο του ἐμφανίζεται ὁ ἅγιος Βασιλίσκος καὶ τοῦ λέει· «Θάρρος, ἀδελφέ Ἰωάννη, γιατὶ αὔριο θά ̓μαστε μαζί». Τὴν ἑπομένη ἡμέρα, ἀδύναμος νὰ συνεχίσῃ τὴν πορεία, γύρισε στὸ ναὸ τοῦ ἁγίου, κοινώνησε γιὰ τελευταία φορὰ καὶ ἔκλεισε τὰ μάτια του μὲ τὰ λόγια «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
* * *
Ἐάν, ἀγαπητοί μου, δὲν γίνονταν ἀγῶνες, ἐπίσκοποι θὰ ἦταν· στὴν Καισάρεια ὄχι ὁ Βασίλειος ἀλλὰ ὁ Τυάνων Ἄνθιμος, στὴν Κωσταντινούπολι ὄχι ὁ Γρηγόριος ἀλλὰ ὁ Μάξιμος ὁ κυνικός, καὶ στὸ θρόνο τοῦ Χρυσοστόμου κάποιος τοῦ Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας.
Μία σκέψι θὰ κάνω καὶ τελειώνω. Κάντε μιὰ ὑπόθεσι· ἐὰν ζοῦσαν στὶς ἡμέρες μας οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, τί θὰ ἔκαναν; θὰ συμμαχοῦσαν, ἀσκηταὶ αὐτοὶ καὶ ἀκτήμονες, μὲ τοὺς πλουσίους καὶ ἰσχυροὺς καὶ κοσμικόφρονες; Ἁμαρτωλοὶ ποῦ φύγωμεν!
Ὁ Βασίλειος θὰ ἔλεγε «Καθαρίστε τὴν Ἐκκλησία».
Ὁ Γρηγόριος θὰ ἔψαλλε τὰ θρηνωδέστερα ποιήματά του γιὰ τὴ σημερινὴ κατάντια. Καὶ ὁ Χρυσόστομος θὰ καθαιροῦσε περισσότερους ἀπὸ ὅσους καθῄρεσε τότε. Ἐδῶ δὲν χρειάζεται οἶκτος. Ἡ Ἐκκλησία μας νοσεῖ βαρύτατα, δὲν θεραπεύεται παθολογικῶς, πρέπει νὰ μπῇ στὸ χειρουργεῖο καὶ νὰ γίνῃ ἀποκοπὴ σεσηπότων μελῶν. Δυστυχῶς δὲν ὑπάρχουν σήμερα Χρυσόστομοι, Γρηγόριοι καὶ Βασίλειοι. Μανάδες ποὺ μ ̓ ἀκοῦτε, δουλέψτε στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν σας, νὰ μᾶς δώσετε νέους Χρυσοστόμους καὶ νέους Βασιλείους καὶ νέους Γρηγορίους. Οἱ λίγοι καλοὶ ἐπίσκοποι ποὺ ὑπάρχουν δειλιάζουν, δὲν ἔχουν σθένος νὰ συγκρουσθοῦν.Τρέμουν μήπως καθαιρεθοῦν ἀπὸ τοὺς κακούς. Λησμονοῦν, ὅτι μία τέτοια καθαίρεσις εἶνε τίτλος τιμῆς. Καθῃρημένος πέθανε ὁ Χρυσόστο μος, ἀλλὰ ἡ δόξα του μένει αἰωνία. Χίλιες φορὲς νὰ καθαιρεθῶ ἀπὸ τέτοιους ἐπισκόπους καὶ νὰ πάω στὴν ἔρημο νὰ κλαίω τ ̓ ἁμαρτήματά μου, παρὰ νὰ μένω συμβιβασμένος μὲ τὴν κακοήθεια καὶ τὴ διαφθορά.
Οἱ θεῖοι πατέρες ἀγωνίστηκαν. Σήμερα οἱ κληρικοὶ δὲν ἔχουν φρόνημα ἀγωνιστικό. Τί μέλλει γενέσθαι; Ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν Ἐκκλησία πέφτει στὸ λαό. Ἀδελφοί μου! ἀγωνιστήκαμε, θ ̓ ἀγωνιστοῦ -με καὶ πάλι· μὲ τὰ ὅπλα τοῦ φωτός, μὲ ἐπιμονὴ καὶ σταθερότητα, μέχρι ἐσχάτων, μὲ σύνθημα «Ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι περὶ τῆς ἀληθείας, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ»(Σ. Σειρ. 4,28).
Ὡς πρὸς ἐμένα –δὲν γνωρίζω τί μὲ περιμένει (ἔρημος, ἐξορία, θάνατος)– δὲν παραδίδω τὰ ὅπλα· θ ̓ ἀγωνισθῶ μέχρι τέλους, γιὰ νὰ δοῦμε μία Ἐκκλησία ὑψηλὴ καὶ ἁγία. Μ ̓ ἐνθουσιάζει ὅτι, στὸν τίμιο ἀγῶνα τῆς καθάρσεως τῶν ἱερῶν θυσιαστηρίων, θὰ ἔχουμε ἀπὸ τὰ οὐράνια τὴν εὐλογία τοῦ μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν γιὰ μία ζῶσα καὶ ἐλευθέρα Ἐκκλησία· ἀμήν
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος