Εἶμαι μάχιμος δάσκαλος καὶ μὲ ἐνδιαφέρει, πρωτίστως, τὸ τί παιδεία προσφέρουμε στὰ παιδιὰ τοῦ λαοῦ μας. Φέτος 200 χρόνια μετὰ τὴν Εὐλογημένη Ἐπανάσταση τοῦ ’21, εἶναι μία λαμπρὴ εὐκαιρία νὰ σηκωθοῦμε λίγο ψηλότερα, νὰ ἀρωματίσουμε τοὺς μαθητές μας μὲ τὴν εὐωδία τῶν ἡρώων. Μαύρισε, φαρμακώθηκε ἡ ψυχὴ τῶν παιδιῶν ἐδῶ καὶ ἕνα χρόνο μὲ τοὺς ἐγκλεισμούς, τὶς ἀπειλές, τὶς βλοσυρὲς μάσκες, τοὺς θανάτους, τὴν οἰκονομικὴ φρίκη. Ἂς μπεῖ καὶ λίγο φῶς στὰ σπίτια καὶ τὰ σχολεῖα. Ὄχι γιὰ νὰ κρυβόμαστε ὑποκριτικά, ἀλλὰ γιατί ὁ νοῦς τῶν μικρῶν μαθητῶν δὲν χωράει τὸ κακό, δὲν μπορεῖ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία φράση τοῦ συρμοῦ, νὰ τὸ διαχειριστεῖ. Γνωρίζω ἀπὸ τὴν ἐμπειρία μου πόσο «θεραπευτικὴ» εἶναι ἡ διδασκαλία ποὺ στηρίζεται σὲ κείμενα βιωματικά, ποὺ ἀναδεικνύουν τὸ πνευματικὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς ἢ τῆς ἐπετείου. Ἕνα ὑπουργεῖο, ὄντως ἐθνικῆς παιδείας, θὰ εἶχε ἑτοιμάσει ἤδη καὶ θὰ τὸ διαμοιράζαμε στοὺς μαθητές μας, ἕνα ἀνθολόγιο-ἀφιέρωμα στὸν βίο καὶ πολιτεία τῶν ἐλευθερωτῶν μας. Νὰ κλείναμε, γιὰ ἕνα ἑξάμηνο, τὰ βαρετὰ καὶ φλύαρα, ἄχρηστα καὶ ἀντιπαιδαγωγικὰ βιβλία τους καὶ νὰ διδάσκαμε, ναί! καὶ ὡς γλωσσικὸ μάθημα, λόγια καὶ φράσεις τοῦ Κολοκοτρώνη συνοδευόμενα ἀπὸ τὴν μάχη στὰ Δερβενάκια. Λόγια τοῦ Καραϊσκάκη μαζὶ μὲ τὴν ἐποποιία στὴν Ἀράχωβα. Τοῦ ἀντρειωμένου «Δυσσέα», ὅταν πολιορκοῦσε τὴν Ἀκρόπολη. Τοῦ «Ρήγα» οἱ στοχασμοὶ καὶ «συλλογισμοὶ» γιὰ τὴν ἐλευθερία.
Μιλᾶμε γιὰ τὴν ἀμώμητο πίστη μας. Τί πιὸ ὡραῖο νὰ μάθει καὶ νὰ κρατήσει ὁλοζωῆς στὴν μνήμη του, τὸ μικρὸ παιδί, τὸ παράδειγμα τοῦ Γέρου τοῦ Μοριά.
Γράφει ὁ μεγάλος δάσκαλος τοῦ Γένους μας, Κωνσταντίνος Οἰκονόμου ο εξ Οἰκονόμων, για τήν πίστη τοῦ Κολοκοτρώνη:
«Χρόνια πολλα πριν τὸν εὕρει ὁ θάνατος, τὸν πρόβλεπε, κι ετοίμαζε την ψυχή του και μετανοούσε. Φιλιώτανε, μὲ τοὺς παλιοὺς ἐχθρούς του, μὲ κάθε ἄνθρωπο πού ‘χε ψυχραθει. Γι’ αυτό το σκοπό έκαμε τελευταία και ταξίδι στὰ νησιά, καὶ στὸ Μοριά, κι ἀντάμωσε τοὺς παλιοὺς συναγωνιστές, φίλους, γνωρίμους του κι ἐχθρούς του, καὶ συγχώρεσε καὶ συγχωρέθηκε. Καὶ χαιρέτησε τον τόπο του για τελευταια φορα. Συχνά εξομολογιότανε καὶ μεταλάβαινε. Αὐτὸ τὸ ’κάμε καὶ τὴν τελευταία Μεγάλη Σαρακοστή, πριν πεθάνει». Θέλουμε νὰ ἀναδείξουμε ὅτι ὁ ἀγώνας ἦταν ἐθνικός, ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἀγωνίζονται. Ὅτι καὶ ἡ προδομένη Μακεδονία μας συμμετεῖχε. Νά, τὸ ἱστορικὸ παράδειγμα, ποὺ θὰ συγκινήσει τοὺς μαθητές.
Η περίφημη Καρατάσαινα, γυναίκα καὶ μάνα ἡρώων. Συνελήφθη, κατὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Νάουσας, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1822 καὶ ὁδηγήθηκε, μαζὶ μὲ πλῆθος αἰχμάλωτα γυναικόπαιδα στὴν Θεσσαλονίκη. Πιέστηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἀρνήθηκε. «Γι’ αὐτό», γράφει ὁ αὐτόπτης Γάλλος Πουκεβὶλ στὴν ἱστορία του «ἐβύθισαν ἐντὸς σάκκου, τὸν ὁποῖον εἶχαν γεμίσει μὲ ὄφεις, τὴν σύζυγο τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Καρατάσου. Ὁ Ἀβδοὺλ Λουμποὺτ ἤλπιζεν ὅτι ὁ θάνατός της, θὰ ἐπήρχετο κατόπιν φρικτῶν πόνων καὶ βασάνων. Ἀλλὰ αἱ πληγαὶ πλήθους ἐχιδνῶν ἔχυσαν τόσον δηλητήριον εἰς τὰς φλέβας τῆς μάρτυρος, ὥστε περιέπεσεν εἰς λήθαργον καὶ ἀπέθανεν ἀνωδύνως, λυτρωθεῖσα οὕτω τῶν δημίων της, ὑπὲρ τῶν ὁποίων δὲν ἔπαυσεν νὰ προσεύχεται θερμῶς, ἐπικαλούμενη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας μέχρι τῆς τελευταίας ὥρας. Οὕτως ἀπέθνησκον αἱ χριστιαναὶ γυναῖκες».
Νὰ διδάξουμε τί σημαίνει Ἕλληνας πολιτικός. Ὅτι τοῦτος ὁ τόπος δὲν μπορεῖ νὰ ἀναστηθεῖ, γιατί, μετὰ τὸν Καποδίστρια, καταντήσαμε, κατὰ τὸν Μακρυγιάννη, «κοπέλια τῶν ξένων». «...Ὁ γιατρός του, τοῦ εἶπε νὰ βελτιώσει λίγο τὴν τροφή του, ἦταν ἐπείγουσα ἀνάγκη γιὰ τὴν ὑγεία του. Κι ἐκείνος ἀπήντησε ἀποφασιστικά: Τότε μοναχα θὰ βελτιώσω τὴν τροφή μου, ὄταν θά εἶμαι βέβαιος οτι δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα Ἑλληνόπουλο πού νὰ πεινάει ...».
Εἴμαστε σὲ βαθὺ σκοτάδι. Ἀλλὰ τὸ βαθὺ σκοτάδι προμηνύει τὴν αὐγή. Ξημερώνει, ποὺ θὰ πεῖ ἡμερώνει, καλοσυνεύει ὁ Θεὸς τὴν πλάση του. Ξέρουμε, ἐμεῖς οἱ Ρωμιοί, τὸν δρόμο γιὰ νὰ βγοῦμε στὸ ξέφωτο. Καὶ αὐτό μᾶς τὸ δίδαξαν ἐκεῖνοι, οἱ μεταξένιοι ἥρωές μας. Νά, τί μᾶς κανοναρχοῦν, ἀπὸ τὴν «ἄκρα σιωπή» τους.
«Μεσολόγγι. Ἦταν πρωί, Σάββατο τοῦ Λαζάρου, 10 Ἀπριλίου τοῦ 1826, ὅταν συγκροτήθηκε τὸ ἀθάνατο ἐκεῖνο συμβούλιο ἀποφάσεως. Ἦταν ἕνα συμβούλιο θανάτου. Οἱ καπεταναῖοι εἶχαν ἀναλάβει νὰ διερευνήσουν, μὲ ἀνιχνευτὲς τὴν ὕπαρξη μυστικοῦ δρόμου-διόδων γιὰ ἀκίνδυνο πέρασμα τῶν Ἐλεύθερων Πολιορκημένων στὴν ἐλευθερία. Κανένας ὅμως δὲν ἔφερε ἐλπιδοφόρα πληροφορία. Οἱ λόγχες καὶ οἱ στενωποὶ φυλάγονταν ἄγρυπνα ἀπὸ τοὺς Μωχαμετάνους. Γενικὴ ἦταν ἡ κατήφεια καὶ ἡ σιωπηλὴ θλίψη. Τὴν σιωπὴ τῆς στιγμῆς ἔσπασε ἡ βροντώδης καὶ σταθερὴ φωνὴ τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Φρουρᾶς, τοῦ Θανάση Ραζηκότσικα.
- Ὑπάρχει δρόμος ὠρέ!
- Ποιὸς εἶναι, στρατηγέ, καὶ δὲν τὸν λὲς τόση ὥρα; Διαμαρτυρήθηκαν ὅλοι οἱ παριστάμενοι.
- Εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ, φωνάζει».
Μόνο ἂν βαδίσουμε τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀναστηθοῦμε, θὰ ἐλευθερωθοῦμε ὡς λαὸς καὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί...
Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος- Κιλκὶς