από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα
[Στον Αββά Βησσαριωνα και στον κάθε “εν οπαίς της γης” εγκαταβιώντα πολίτη της ερήμου προς μέθεξιν Θεού]
“Την ευχή σου Γέροντα!”, είπε ο επικεφαλής της συντροφιάς μπαίνοντας στο μικρό αρχονταρίκι της Σκήτης. 'Του Θεού παιδιά μου!” απάντησε ο υπέργηρος μοναχός με τη μακριά πάλλευκη γενειάδα του.
Μετά το φιλόξενο τρατάρισμα της ομάδας των επισκεπτών, πέντε απομάχων στρατιωτικών από τα Τρίκαλα, άρχισε η συζήτηση με τον σοφό, εμφορούμενο Αγίου Πνεύματος καλύτερα, Γέροντα. Η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από το αιώνια άλυτο, για τους περισσοτέρους των κοσμικών, θέμα: “ανθρώπινες σχέσεις”. Σε μια αποστροφή του λόγου του, κι ενώ ο Γέροντας υπογράμμιζε τη σημασία της αγάπης ακόμη και προς τους εχθρούς, κάποιος από τους επισκέπτες αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό με κάποιον, συγγενή του ή γνωστό του, δεν έχει και τόση σημασία, που πάντοτε έδειχνε απόμακρος, μάλλον κλειστός τύπος, χωρίς όρεξη για ομιλίες, που απόφευγε γενικότερα τις ανθρώπινες επαφές, ίσως σαν κανέναν απ΄αυτούς που συνηθίσαμε εμείς οι “καθώς πρέπει”, οι “κοινωνικοί”, να αποκαλούμε εμφατικά “μονόχνωτο”. Μάλιστα πρόσθεσε ότι ακόμη κι όταν τον καλημέριζε ή προσπαθούσε να του πιάσει κουβέντα, εκείνος, είτε τον απέφευγε, είτε του απαντούσε μονολεκτικά κι εν συνεχεια έσπευδε να εξαφανιστεί! “Αφού δεν του έκανα κανένα κακό, γιατί να συμπεριφέρεται έτσι; Και να σκεφθείς ότι θεωρείται και άνθρωπος της Εκκλησίας...!” κατέληξε ο προσκυνητής. Τότε ο Γέροντας αποφάσισε να διηγηθεί μια ιστορία, για να “απαντήσει” στην απορία-ερώτημα του απόστρατου αλλά και των υπόλοιπων της ομήγυρης που έτειναν τα “πνευματικά τους ώτα”, όπως ένα σμάρι μέλισσες γύρω απο ευωδιαστά λουλούδια.
“Κάποτε παιδιά μου, πριν ντυθώ το αγγελικό σχήμα”, άρχισε αργά ο Γέροντας να μιλάει, καρφώνοντας το βλέμμα του κάπου μακριά, σαν να έβλεπε ξανά τα διηγώμενα, “όταν ήμουν ακόμη δόκιμος, υποτακτικός στο μακαριστό γέρο-Βαρνάβα απ΄την Αγια-Αικατερίνη στο Σινά, πηγαίναμε δυο-τρεις φορές το χρόνο να ανάψουμε τα καντήλια σ΄ενα ξωκκλήσι της Μονής, αυτό του Αγίου Βασιλείου, σχεδόν μια μέρα δρόμο μακριά. Στην πορεία μας, κάτω από τον καυτό ήλιο της ερήμου του Θεοβάδιστου Όρους,......... Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΒΙΝΤΕΟ