Ακάθιστος Ύμνος
Ακάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.
Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε οίκος ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα), και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας.
Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και είναι εμπλουτισμένος από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.
Κατά το έτος 626 μ.Χ., και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με το βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση, δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι αμυνόμενοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
Στις 8 Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».
Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼνἐν γνώσει»), με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο, στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.
Σύμφωνα, όμως, με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673 μ.Χ.), Λέοντος του Ισαύρου (717 - 718 μ.Χ.) και Μιχαήλ Γ΄ (860 μ.Χ.). Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο, η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.
Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (βλέπε 9 Σεπτεμβρίου), που συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Σε αυτήν συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος». Επομένως, η χρονολογία σύγκλησής της, το 431 μ.Χ., αποτελεί μία σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα. Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626 μ.Χ.
Η παράδοση, όμως, αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα μ.Χ., Ρωμανό τον Μελωδό (βλέπε 1 Οκτωβρίου). Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό. Ακόμη, σε κώδικα του 13ου αιώνα μ.Χ. υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα μ.Χ., η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.
Όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές, που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά στοιχεία μετά την εποχή του Ρωμανού. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι πλησίασε τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι, δε, ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728 μ.Χ., που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626 μ.Χ., στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.
Επιπλέον υπάρχουν και άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου. Η μία εκδοχή αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715 - 730 μ.Χ.) (βλέπε 12 Μαΐου), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της από τους Άραβες το 718 μ.Χ., επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός, ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 μ.Χ. από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου.
Η άλλη εκδοχή που υποστηρίζεται βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά τον Μελωδό (βλέπε 14 Οκτωβρίου), ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718 μ.Χ., καθώς απεβίωσε το 752 ή 754 μ.Χ.
Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο, τον ιερό Φώτιο (βλέπε 6 Φεβρουαρίου), τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τον Γεώργιο Πισίδη, και άλλους, που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα.
Βέβαιο, είναι πάντως, ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού (676 - 749 μ.Χ.) (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου (βλέπε 3 Απριλίου).
Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.
Οι πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.
Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.
Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).
Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενορία και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, υπάρχουν και άλλα λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου. Η ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την πρεσβεία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, σε ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακαθίστου.
Ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέθηκε με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, προφανώς, εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου. Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη γιορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεορτίων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του Ακαθίστου, τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδας. Το βράδυ της Παρασκευής και το Σάββατο είναι μέρες που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες μέρες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο γιορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, μετατίθενται οι γιορτές της εβδομάδας. Σύμφωνα με ορισμένα Τυπικά, ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν πέντε μέρες πριν τη γιορτή του Ευαγγελισμού και κατά άλλα τον όρθρο της μέρας της γιορτής.
Ἄγγελος πρωτοστάτης,
οὐρανόθεν ἐπέμφθη,
εἰπεῖν τῇ Θεοτόκω τὸ Χαῖρε·
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ,
σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο,
κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δ' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Βλέπουσα ἡ Ἁγία,
ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ,
φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως·
τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς,
δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται·
ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως,
τὴν κύησιν πὼς λέγεις κράζων·
Ἀλληλούια.
Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι,
ἡ Παρθένος ζητοῦσα,
ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα·
ἐκ λαγόνων ἁγνῶν,
υἷον πῶς ἔσται τεχθῆναι δυνατόν;
λέξον μοι.
Πρὸς ἥν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ,
πλὴν κραυγάζων οὕτω·
Χαῖρε, βουλῆς ἀπορρήτου μύστις,
χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον,
χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός,
χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα,
χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.
Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα,
χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν,
Χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Δύναμις τοῦ Ὑψίστου,
ἐπεσκίασε τότε,
πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω·
καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν,
ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι,
τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν,
ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως·
Ἀλληλούια.
Ἔχουσα θεοδόχον,
ἡ Παρθένος τὴν μήτραν,
ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ.
Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθὺς ἐπιγνόν,
τὸν ταύτης ἀσπασμὸν ἔχαιρε,
καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν,
ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμάραντου κλῆμα,
χαῖρε, καρποῦ ἀκήρατου κτῆμα.
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον,
χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἠμῶν φύουσα,
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν,
χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις,
χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα,
χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία,
χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων,
λογισμῶν ἀμφιβόλων,
ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη·
πρὸς τὴν ἄγαμόν σὲ θεωρῶν,
καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε·
μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν,
ἐκ Πνεύματος Ἁγίου,
ἔφη·
Ἀλληλούια.
Ἤκουσαν oἱ ποιμένες,
τῶν Ἀγγέλων ὑμνούντων,
τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν·
καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα,
θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον,
ἐν γαστρὶ τῆς Μαρίας βοσκηθέντα,
ἥν ὑμνοῦντες εἶπον·
Χαῖρε, Ἀμνοῦ καὶ Ποιμένος Μῆτερ,
χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων.
Χαῖρε, ἀοράτων ἐχθρῶν ἀμυντήριον,
χαῖρε, Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον.
Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῇ,
χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα,
χαῖρε, τῶν Ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος.
Χαῖρε, στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα,
χαῖρε, λαμπρὸν τῆς Χάριτος γνώρισμα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγυμνώθη ὁ Ἅδης,
χαῖρε, δι' ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Θεοδρόμον ἀστέρα,
θεωρήσαντες Μάγοι,
τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ·
καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν,
δι' αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν Ἄνακτα,
καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον,
ἐχάρησαν αὐτῷ βοῶντες·
Ἀλληλούια.
Ἴδον παῖδες Χαλδαίων,
ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου,
τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους·
καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν,
εἰ καὶ δούλου μορφὴν ἔλαβεν,
ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι,
καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ·
Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ,
χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας.
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα,
χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα.
Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς,
χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν.
Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας,
χαῖρε, ἢ τοῦ βορβόρου ρυομένη τῶν ἔργων.
Χαῖρε πυρὸς προσκύνησιν παύσασα,
χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάττουσα.
Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης,
χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Κήρυκες θεοφόροι,
γεγονότες οἱ Μάγοι,
ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα,
ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμόν,
καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν,
ἀφέντες τὸν Ἡρώδην ὡς ληρώδη,
μὴ εἰδότα ψάλλειν·
Ἀλληλούια.
Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ,
φωτισμὸν ἀληθείας ἐδίωξας,
τοῦ ψεύδους τὸ σκότος·
τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης Σωτήρ,
μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκεν,
οἱ τούτων δὲ ρυσθέντες,
ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων,
χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων.
Χαῖρε, τὴν ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα,
χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὴν δόξαν ἐλεγξασα.
Χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν,
χαῖρε, πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψῶντας τὴν ζωὴν.
Χαῖρε, πύρινε στῦλε ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει,
χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.
Χαῖρε, τροφὴ τοῦ μάνα διάδοχε,
χαῖρε, τρυφῆς ἁγίας διάκονε.
Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας,
χαῖρε, ἐξ ἧς ρέει μέλι καὶ γάλα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Μέλλοντος Συμεῶνος,
τοῦ παρόντος αἰῶνος,
μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος,
ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ,
ἀλλ' ἐγνώσθης τούτω καὶ Θεὸς τέλειος·
διόπερ ἐξεπλάγη σου τὴν ἄρρητον σοφίαν,
κράζων·
Ἀλληλούια.
Νέαν ἔδειξε κτίσιν,
ἐμφανίσας ὁ Κτίστης,
ἡμῖν τοῖς ὑπ' αὐτοῦ γενομένοις·
ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός,
καὶ φυλάξας ταύτην,
ὥσπερ ἦν ἄφθορον,
ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες,
ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες·
Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας,
χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.
Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα,
χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα.
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί,
χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ' οὗ σκέπονται πολλοί.
Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις,
χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις,
χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.
Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παρρησίας,
χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ξένον τόκον ἰδόντες,
ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες·
διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεός,
ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος·
βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος,
τοὺς αὐτῷ βοώντας·
Ἀλληλούια.
Ὅλως ἦν ἐν τοῖς κάτω,
καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν,
ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος·
συγκατάβασις γὰρ θεϊκή,
οὐ μετάβασις τοπικὴ γέγονε,
καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου,
ἀκουούσης ταῦτα·
Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα,
χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.
Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα,
χαῖρε, τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα.
Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ,
χαῖρε, οἴκημα πανάριστον τοῦ ἐπὶ τῶν Σεραφείμ.
Χαῖρε, ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγαγοῦσα,
χαῖρε, ἡ παρθενίαν καὶ λοχείαν ζευγνῦσα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐλύθη παράβασις,
χαῖρε, δι' ἧς ἠνοίχθη παράδεισος.
Χαῖρε, ἡ κλεὶς τῆς Χριστοῦ βασιλείας,
χαῖρε, ἐλπὶς ἀγαθῶν αἰωνίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων,
κατεπλάγη τὸ μέγα,
τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον·
τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς Θεόν,
ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον,
ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα,
ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.
Ρήτορας πολυφθόγγους,
ὡς ἰχθύας ἀφώνους,
ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε·
ἀποροῦσι γὰρ λέγειν,
τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις,
καὶ τεκεῖν ἴσχυσας·
ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον,
χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.
Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα,
χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.
Χαῖρε, ὅτὶ ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί,
χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα,
χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα,
χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.
Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι,
χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον,
ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ,
πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε·
καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεός,
δι' ἡμᾶς ἐφάνη καθ' ἡμᾶς ἄνθρωπος·
ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας,
ὡς Θεὸς ἀκούει·
Ἀλληλούια.
Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων,
Θεοτόκε Παρθένε,
καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων.
Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,
κατεσκεύασέ σε ποιητής, Ἄχραντε,
οἰκήσας ἐν τῇ μήτρα σου,
καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·
Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας,
χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτήριας.
Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως,
χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς,
χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.
Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα,
χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.
Χαῖρε, παστάς ἀσπόρου νυμφεύσεως,
χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων,
χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται,
συνεκτείνεσθαι σπεύδων,
τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς,
ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε,
οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον,
ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν·
Ἀλληλούια.
Φωτοδόχον λαμπάδα,
τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν,
ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον·
τὸ γὰρ ἄυλον ἅπτουσα φῶς,
ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας,
αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα,
κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·
Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,
χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα,
χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν,
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν.
Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον,
χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ρύπον.
Χαῖρε, λουτὴρ ἔκπλυνων συνείδησιν,
χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.
Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας,
χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Χάριν δοῦναι θελήσας,
ὀφλημάτων ἀρχαίων,
ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων,
ἐπεδήμησε δι’ἑαυτοῦ,
πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ Χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον,
ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.
Ψάλλοντές σου τὸν τόκον,
ἀνυμνοῦμέν σε πάντες,
ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε.
Ἐν τῇ σῇ γὰρ οὶκήσας γαστρί,
ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος,
ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοὶ πάντας·
Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου,
χαῖρε, Ἁγία ἁγίων μείζων.
Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι,
χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.
Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν,
χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος,
χαῖρε, τῆς Βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγείρονται τρόπαια,
χαῖρε, δι' ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.
Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία,
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὦ πανύμνητε Μῆτερ,
ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων,
ἁγιώτατον Λόγον·
δεξαμένη γὰρ τὴν νῦν προσφοράν,
ἀπὸ πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας,
καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,
τοὺς σοὶ βοῶντας·
Ἀλληλούια.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ ἐπέστη, ὁ ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμω· ὁ κλίνας ἐν καταβάσει τοὺς οὐρανούς, χωρεῑται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοι· Ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζων σοι· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε· ἀλλ' ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοί· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.
Μεγαλυνάριον
Ὕμνοις ἐν αΰπνοις οἱ εὐσεβεῖς, ἀκαθίστῳ στάσει, ἀνυμνοῦμεν πανευλαβῶς, τὴν πρὸς τὸν λαόν σου, θερμήν σου προστασίαν, Παρθένε Θεοτόκε, ἡμῶν βοήθεια.
Οἱ Ἅγιοι Ἄγαβος, Ἀσύγκριτος, Ἑρμῆς, Ἡρωδίων Ἐπίσκοπος, Ροῦφος καὶ Φλέγων οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τῶν Ἑβδομήντα
Eις τον Άγαβον.
Ψυχὴν Ἀγάβου τοῦ Προφηταποστόλου,
Ὁ ψυχοσώστης προσκαλεῖται Δεσπότης.
Eις τον Φλέγοντα.
Σβέσας πλάνης φλέγουσαν ὁ Φλέγων φλόγα,
Οὓς Δαυῒδ εἶπε, πῦρ φλέγον, βλέπει Νόας.
Eις τον Pούφον.
Παῦλος καλεῖ σε, Ῥοῦφ', Ἀπόστολος μέγας.
Ἐκλεκτὸν ὄντως· ὢ ἐπαίνου ἀξίου!
Eις τον Aσύγκριτον.
Ἀσύγκριτον δὲ πᾶς ἐπαινέσει μάλα.
Τοῦτον γὰρ ἠσπάσατο Παύλου τὸ στόμα.
Ὀγδοάτῃ μετέβησαν Ἀπόστολοι, ἀγγελέες τε.
Ὁ Ἀπόστολος Ἄγαβος, ὁ Προφήτης, εἶναι γνωστὸς ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Προφήτευσε περὶ τῆς συλλήψεως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ὁποίου πῆρε τὴ ζώνη καὶ ἀφοῦ ἔδεσε μὲ αὐτὴν τὰ χέρια του καὶ τὰ πόδια του, εἶπε τὰ ἑξῆς προφητικὰ λόγια: «Αὐτὰ λέγει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸν ἄνδρα στὸν ὁποῖο ἀνήκει αὐτὴ ἡ ζώνη θὰ τὸν δέσουν στὰ Ἱεροσόλυμα οἱ Ἰουδαῖοι, ἔτσι ὅπως εἶμαι τώρα ἐγὼ δεμένος καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στὰ χέρια τῶν εἰδωλολατρῶν Ρωμαίων». Ὁ ἴδιος προφήτευσε καὶ περὶ τοῦ μεγάλου λιμοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ.
Ἀργότερα ὁ Ἀπόστολος Ἄγαβος κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο σὲ διάφορα μέρη καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἀπόστολος Ἀσύγκριτος, Ἐπίσκοπος Ὑρκανίας ἢ Ὀρκανίας, πρὸς τὸν ὁποῖο πέμπει ἀσπασμὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴ Ρώμη, τελειώθηκε μαρτυρικά.
Ὁ Ἀπόστολος Ἑρμῆς ἔγινε Ἐπίσκοπος Δαλματίας († 8 Μαρτίου) καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἀπόστολος Ἡρωδίων ἀνῆκε στὸν κύκλο τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου. Ἀκολουθώντας τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους βοηθοῦσε αὐτοὺς στὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, προσφέροντας ὑπηρεσίες σὲ ὅλους καὶ ὑποτασσόμενος ὡς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔλεγε ὅτι αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ εἶναι πρῶτος σὲ ὅλους, ἂς εἶναι ὑπηρέτης ὅλων καὶ διάκονος αὐτῶν.
Στὴν συνέχεια χειροτονήθηκε ἀπὸ αὐτοὺς Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Νέων Πατρῶν καὶ ὁδήγησε στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου πολλοὺς Ἐθνικούς. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι τὸν φθόνησαν, συναθροίστηκαν ἐναντίων του μαζὶ μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν βασάνισαν ἀνηλεῶς. Τοῦ συνέτριψαν τὸ στόμα μὲ πέτρες καὶ τοῦ κτύπησαν τὴν κεφαλὴ πάνω σὲ ξύλα. Στὴν συνέχεια οἱ παράνομοι, ὡς ἄγριοι καὶ αἱμοβόροι κυνηγοί, τὸν κατάσφαξαν μὲ μαχαίρι. Ἔτσι παρέδωσε τὴν μακάρια ψυχή του στὸν Κύριο, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ὁποίου ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο.
Ὁ Ἀπόστολος Ροῦφος, ποὺ καὶ αὐτὸν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὸν μνημονεύει στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή του, ἔγινε Ἐπίσκοπος στὴν πόλη τῶν Θηβῶν τῆς Ἑλλάδος καὶ τελειώθηκε μαρτυρικὰ τὸ ἔτος 64 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Νέρωνος.
Ὁμοίως δὲ καὶ ὁ Ἀπόστολος Φλέγων, Ἐπίσκοπος Μαραθῶνος, τελειώθηκε μαρτυρικά.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ἑξάριθμος χορός, τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, ὑμνείσθω ἱερῶς, μελῳδίαις ᾀσμάτων, Ἑρμᾶς καὶ Ἀσύγκριτος, Ἡρωδίων καὶ Ἄγαβος, σὺν τῷ Φλέγωντι, καὶ τῷ θεόφρονι Ῥούφῳ· τὴν Τριάδα γάρ, διηνεκῶς δυσωποῦσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ὡς μύσται Χριστοῦ, καὶ Ἀποστόλων σύσκηνοι, ἐν πάσῃ τῇ γῇ, τὴν τούτου συγκατάβασιν, Μαθηταὶ ἑξάριθμοι, ὡς λαμπὰς ἑξάφωτος φάναντες, ἐλύσατε σκότος δεινόν, πυρσεύοντες πᾶσιν,ἀληθείας τὸ φῶς.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς θεογνωσίας ὑφηγηταί, καὶ τῶν ἀπορρήτων, οἰκονόμοι καὶ πορθμευταί, ἑξὰς ἡ θεόφρων, τῶν θείων Ἀποστόλων, ἐδείχθησαν τῷ κόσμῳ, οὓς μεγαλύνομεν.
Σε αρκετά συναξάρια, μαζί με τους παραπάνω αποστόλους εορτάζονται και οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα Ερμής και Ηρωδίων.
Eις τον Ηρωδίων
Εὐαγγελίου τὸν καλὸν δραμὼν δρόμον,
Ἡρῳδίων κάλλιστον ἤρατο στέφος.
Eις τον Ερμή
Ἑρμῇ θανόντι τῷ μαθητῇ Κυρίου,
Ἑρμῷον ἔμπνουν ἐκ λόγων ἀναγλύφῳ.
Ο Απόστολος Ερμής έγινε Επίσκοπος Δαλματίας (τιμάται 5 Nοεμβρίου και 8 Mαρτίου) και κοιμήθηκε με ειρήνη.
Ο Απόστολος Ηρωδίων (τιμάται 10 Nοεμβρίου και 28 Mαρτίου) ανήκε στον κύκλο των Εβδομήκοντα Αποστόλων του Κυρίου. Ακολουθώντας τους Αγίους Αποστόλους βοηθούσε αυτούς στο κήρυγμα του Χριστού, προσφέροντας υπηρεσίες σε όλους και υποτασσόμενος ως μαθητής του Χριστού, που έλεγε ότι αυτός που θέλει να είναι πρώτος σε όλους, ας είναι υπηρέτης όλων και διάκονος αυτών. Στην συνέχεια χειροτονήθηκε από αυτούς Επίσκοπος της πόλεως των Νέων Πατρών και οδήγησε στην αλήθεια του Ευαγγελίου πολλούς Εθνικούς. Επειδή όμως οι Ιουδαίοι τον φθόνησαν, συναθροίστηκαν εναντίων του μαζί με τους ειδωλολάτρες, τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν ανηλεώς. Του συνέτριψαν το στόμα με πέτρες και του κτύπησαν την κεφαλή πάνω σε ξύλα. Στην συνέχεια οι παράνομοι, ως άγριοι και αιμοβόροι κυνηγοί, τον κατάσφαξαν με μαχαίρι. Έτσι παρέδωσε την μακάρια ψυχή του στον Κύριο, για την αγάπη του Οποίου υπέστη μαρτυρικό θάνατο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ἐξάριθμος χορός, τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, ὑμνείσθω ἱερῶς, μελωδίαις ᾀσμάτων, Ἐρμᾶς καὶ Ἀσύγκριτος, Ἠρωδίων καὶ Ἄγαβος, σὺν τῷ Φλέγωντι, καὶ τῷ θεόφρονι Ρούφω, τὴν Τριάδα γάρ, διηνεκῶς δυσωπούσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ὡς μύσται Χριστοῦ, καὶ Ἀποστόλων σύσκηνοι, ἐν πάσῃ τῇ γῇ, τὴν τούτου συγκατάβασιν, Μαθηταί ἑξάριθμοι, ὡς λαμπάς ἑξάφωτος φάναντες, ἐλύσατε σκότος δεινόν, πυρσεύοντες πᾶσιν, ἀληθείας τὸ φῶς.
Ὁ Ἅγιος Κελεστίνος πάπας Ρώμης
Τὸ χάσμα καὶ σὲ παμμάκαρ, Κελεστῖνε,
Χοροῦ διιστᾷ μὴ μεμακαρισμένου.
Ὁ Ἅγιος Κελεστίνος γεννήθηκε στὴ Ρώμη καὶ ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Πρίσκος. Ἔζησε κατὰ τὴν περίοδο τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.) καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, ὡς διάκονος, διακρίθηκε γιὰ τὴν εὐσέβεια, τὴ μόρφωσή του καὶ τὶς ἀρετές του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πάπα Βονιφατίου, τὸ ἔτος 422 μ.Χ., ἀνῆλθε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ρώμης.
Ἔχοντας κατορθώσει συνέπεια λόγου καὶ ζωῆς, φανέρωσε τὸν ἑαυτό του σεβάσμιο σὲ ὅλους καὶ ἀξιοθαύμαστο. Παράλληλα ἀγωνίσθηκε μὲ ἐξαιρετικὸ τρόπο γιὰ τὴν ἀποτύπωση τῶν ὀρθῶν δογμάτων καὶ τὴν καταπολέμηση τῶν αἱρετικῶν. Μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας καταδίκασε τὸ Νεστοριανισμὸ καὶ ἀναθεμάτισε τὸν αἱρετικὸ Νεστόριο, τὸν ὁποῖο οἱ Πατέρες τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπομάκρυναν καὶ καθαίρεσαν, ἐπειδὴ βλασφημοῦσε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὁ Ἅγιος ἐργάσθηκε, ἐπίσης, γιὰ τὴν ἀναίρεση τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Πελαγιανισμοῦ στὴ Μεγάλη Βρετανία καὶ ἱεραποστολικὰ γιὰ τὸν εὐαγγελισμὸ τῶν κατοίκων τῆς Ἰρλανδίας.
Ὁ Ἅγιος Κελεστίνος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 431 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Παυσίλυπος ὁ Μάρτυρας
O Παυσίλυπος γης λιπών παροικίαν,
Eις παυσίλυπον έρχεται κατοικίαν.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Παυσίλυπος ἢ Παυσολύπιος, ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ παράνομου καὶ ἀσεβοῦς βασιλέως Ἀδριανοῦ (117 – 138 μ.Χ.). Γεννήθηκε στὴ Ρώμη καὶ καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ καὶ πλούσια οἰκογένεια. Ὅταν ἔγινε γνωστὸ ὅτι πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ διδάσκει τὸ Ὄνομά Του, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν βασιλέα. Καὶ ἀφοῦ παρουσιάσθηκε σὲ αὐτόν, ἐρωτήθηκε ἂν ὁμολογεῖ Αὐτὸν ὡς Θεό. Ὁ Ἅγιος μὲ παρρησία κήρυξε Αὐτὸν ὡς ἀληθινὸ Θεὸ καὶ δημιουργὸ τοῦ παντός.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ παραδόθηκε στὸν Ἔπαρχο τῆς Εὐρώπης, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν ραβδίσουν τριακόσιες φορὲς χωρὶς ἔλεος. Ὁ Μάρτυς ἀνέχθηκε τὸ βασανιστήριο καὶ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ δὲν ὑπάκουσε, δέθηκε καὶ ὁδηγήθηκε πρὸς ἀποκεφαλισμό. Στὸν δρόμο ὅμως, ἀφοῦ ἔσπασε τὰ δεσμά, ξέφυγε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες καὶ ἔτσι λυτρώθηκε ἀπὸ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ σώθηκε, στάθηκε σὲ κάποιο τόπο καὶ προσευχήθηκε στὸν Θεό. Ἐκεῖ παρέδωσε τὴν μαρτυρικὴ ψυχή του μὲ ἀγάπη στὸν Κύριο, ἀπολαμβάνοντας στέφανο ἀμάραντο καὶ ζωὴ ἀθάνατη.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ὁ ναύκληρος
Πλεύσας θάλασσαν εν πυρί την του βίου,
Nαύκληρ’ έφθασας εις γαληνούς λιμένας.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης ὁ ναύκληρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κῶ. Ἐξισλαμίσθηκε διὰ τῆς βίας περιτμηθεὶς ὑπὸ τῶν Τούρκων. Ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι εἶχε περιτμηθεῖ καὶ ἐνδυθεῖ μὲ τουρκικὰ ἐνδύματα, αἰσθάνθηκε μεγάλη λύπη καὶ ἀφοῦ ἔβγαλε τὰ ἐνδύματα αὐτά, ζοῦσε ὅπως καὶ πρότερα χριστιανικὸ βίο. Τότε οἱ Τοῦρκοι συνέλαβαν τὸν Μάρτυρα καὶ ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν ἀνηλεῶς, τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή.
Προσπαθώντας δὲ νὰ τὸν ἐπαναφέρουν στὴν πίστη τους, δέχονταν τὴν ὁμολογία αὐτοῦ, ποὺ ἔλεγε: «Ἐγὼ πιστεύω στὸν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ Αὐτὸν ὁμολογῶ ὡς Θεὸ ἀληθινὸ ἐξ ὅλης μου τῆς ψυχῆς καὶ καρδίας. Τὴν δὲ ἰδική σας θρησκεία τὴν ἀποστρέφομαι καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑπομείνω ὅσα βάσανα καὶ ἂν μοῦ δώσετε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μου».
Βλέποντας οἱ βασανιστὲς τὴν ἀμετάθετη γνώμη καὶ ἀκλόνητη πίστη τοῦ Μάρτυρα, τὸν προσήγαγαν στὸν κριτή, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν χτυπήσουν καὶ στὴν συνέχεια νὰ τὸν κάψουν ζωντανό. Ἔτσι μαρτύρησε ὁ ἀθλητὴς Ἰωάννης, τὸ ἔτος 1669 καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν μισθαποδότη Κύριο τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Κῶ ὑπάρχων, ταύτην εὔφρανας, τῇ σῇ ἀθλήσει, Ἰωάννη Νεομάρτυς πανεύφημε· τῶν Ἀθλητῶν γὰρ ζηλώσας τὰ σκάμματα, διὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Μαρτυρίου ἤνυσας, ἀνδρειοφρόνως τὸν δρόμον, καὶ ὡς θῦμα τέθυσαι, διὰ πυρὸς τῷ Σωτῆρι· ὅθεν σε, ὁ Ἀθλοθέτης τῆς ἄνω δόξης, μέτοχον, καὶ κληρονόμον ἔδειξε Μάρτυς· Ὃν δυσώπει Ἰωάννη, ἡμῖν δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Νεομάρτυς τοῦ Ἰησοῦ, τῆς Κῶ θεῖος γόνος, καὶ μεσίτης πρὸς τὸν Θεόν, μάκαρ Ἰωάννη, ὁ θάνατος ἀνδρείως, διὰ πυρὸς ἐνέγκας ὑπὲρ τοῦ Κτίστου σου.
Ὁ Ἅγιος Νήφων ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Νόβγκοροντ
Ὁ Ἅγιος Νήφων γεννήθηκε στὴ Ρωσία καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἡγουμένου Τιμοθέου. Μοναδικὸ μέλημά του εἶχε τὸ στολισμὸ τῆς ψυχῆς του μὲ τὶς ἀρετές, γι’ αὐτὸ κοπίαζε στὴ νηστεία, τὴν ἀγρυπνία, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση.
Ἡ φήμη τῆς θεοφιλοῦς πολιτείας του δὲν ἄργησε νὰ ξεπεράσει τὰ ὅρια τῆς Λαύρας. Ἔτσι, ὅταν τὸ ἔτος 1130 ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Νόβγκοροντ Ἅγιος Ἰωάννης († 7 Σεπτεμβρίου) παραιτήθηκε γιὰ νὰ ἐφησυχάσει σὲ μοναστήρι, ὁ Ἅγιος Νήφων ἐξελέγη διάδοχός του.
Μόλις ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του φρόντισε γιὰ τὴν ἀνέγερση ἱερῶν ναῶν καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ἱερὸ ζῆλο στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Πολλὲς φορὲς ἐπενέβη εἰρηνευτικὰ στὶς διενέξεις τῶν ἀρχόντων τῆς περιοχῆς, ποὺ τότε βρίσκονταν σὲ συνεχεῖς διαμάχες καὶ ἐμφύλιους πολέμους, πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ λαοῦ καὶ ὠφέλεια τῶν ψυχῶν τους.
Κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ποιμαντορίας τοῦ Ἁγίου Νήφωνος οἱ κάτοικοι τοῦ Νόβγκοροντ ἐπαναστάτησαν καὶ ἔδιωξαν τὸν ἡγεμόνα τους Βσέβοβλοντ Μστισλάβιτς, καλώντας στὴν θέση του τὸν Σβιατοσλάβο Ὀλέγκοβιτς. Ὁ Σβιατοσλάβος, μόλις ἀνέλαβε τὴν ἡγεμονία, θέλησε νὰ συνάψει παράνομο γάμο. Ὁ Ἐπίσκοπος Νήφων, ὄχι μόνο ἀρνήθηκε νὰ τὸν τελέσει, ἀλλὰ ἀπαγόρευσε καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἱερεῖς τῆς Ἐπισκοπῆς του νὰ ἐπευλογήσουν τὴν παρανομία.
Ὁ ἡγεμόνας ὅμως δὲν ἄλλαξε διάθεση. Ἐξανάγκασε κάποιους ἱερεῖς, ποὺ εἶχε φέρει μαζί του ὅταν ἦλθε στὸ Νόβγκοροντ, νὰ τελέσουν τὸ μυστήριο. Ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Νήφων δὲν ἔπαυσε νὰ στηλιτεύει μὲ παρρησία τὸν Σβιατοσλάβο.
Ἰδιαίτερα ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ μέριμνα τοῦ Ἁγίου Νήφωνος γιὰ τὴ διατήρηση τῆς κανονικῆς ἐξαρτήσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
Ὅταν γιὰ ἄγνωστους λόγους ὁ Μητροπολίτης Κιέβου Μιχαήλ, ἀναχώρησε γιὰ τὸ Βυζάντιο, ὁ ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου Ἰζιασλάβος Μστισλάβιτς, υἱὸς τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος Μστισλάβου Βλαντιμίροβιτς, συγκάλεσε Σύνοδο τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων καὶ τοὺς πρότεινε νὰ ἐκλέξουν Μητροπολίτη τὸν μοναχὸ Κλήμεντα (Σμολιάτιτς) τὸν Φιλόσοφο, χωρὶς τὴν ἔγκριση καὶ εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Στὴ θέληση τοῦ ἰσχυροῦ ἡγεμόνος ὑπέκυψαν τὰ περισσότερα μέλη τῆς Συνόδου. Ὁ Ἅγιος Νήφων δὲν συμφωνοῦσε μὲ κανένα τρόπο, οὔτε ἀνεγνώρισε στὴ συνέχεια τὴν ἐκλογὴ καὶ χειροτονία τοῦ Κλήμεντος. Ὁ Ἰζιασλάβος τότε ἀπαγόρευσε στὸν Ἅγιο νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἐπισκοπή του καὶ τὸν περιόρισε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων.
Ὡστόσο τὸν ἑπόμενο χρόνο ὁ ἡγεμόνας τῆς Σουζδαλίας Γεώργιος ὁ Μονομάχος κατέλαβε τὸ Κίεβο, ἔδιωξε τὸν Ἰζιασλάβο καὶ ἐλευθέρωσε τὸν Ἅγιο Νήφωνα. Ὁ δίκαιος Ἱεράρχης ἐπέστρεψε μὲ τιμὲς στὸ Νόβγκοροντ.
Ὁ Ἅγιος Νήφων, λίγο πρὶν τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του, εἶδε σὲ ὅραμα τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο τῶν Σπηλαίων. Δεκατρεῖς ἡμέρες μετά, τὸ Σάββατο τῆς Διακαινησίμου τοῦ ἔτους 1156, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων, δίπλα στὰ ἄλλα ἱερὰ λείψανα τῶν κεκοιμημένων Πατέρων.
Άγιος Ιωάννης ο Κουλικάς
Ο Νεομάρτυρας αυτός, ήταν άνθρωπος πολύ φρόνιμος και ζηλωτής. Κάποια μέρα όμως, είχε έντονη συζήτηση για την πίστη με τους Τούρκους. Αυτοί από φθόνο, τον κατηγόρησαν στον κριτή, ότι δήθεν έβρισε την μουσουλμανική θρησκεία. Ο κριτής πρότεινε στον Ιωάννη να αρνηθεί τον Χριστό και να γίνει μουσουλμάνος για ν' αποφύγει τον θάνατο. Ο Ιωάννης αποκρίθηκε θαρραλέα, ότι δεν αρνείται τον Χριστό και αν μύριους θανάτους υποστεί. Τότε ο κριτής διέταξε και τον έριξαν μέσα σε τσιγγέλια (γάντσους), όπου ο Νεομάρτυρας βρήκε φρικτό αλλά ένδοξο τέλος στις 8 Απριλίου 1564 μ.Χ.
Το Μ. Ευχολόγιο στη σελίδα 442 αναφέρει τη μνήμη του μάρτυρος την 8η και 18η Απριλίου, στη δε σελ. 470 την 1η Απριλίου (1564 μ.Χ.). Οι δε Σ. Εύστρατιάδης και Αγ. Νικόδημος Αγιορείτης, αναφέρουν την μνήμη του κατά την 18η Απριλίου. Επομένως υπάρχει πρόβλημα όσον αφορά την ήμερα του μαρτυρίου του.
Ὁ Ἅγιος Ἀμάνδος
Ὁ Ἅγιος Ἀμάνδος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Κόμο τῆς Ἰταλίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 440 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Ἰανουάριος, Μαξίμη καὶ Μακαρία οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰανουάριος, Μαξίμη καὶ Μακαρία μαρτύρησαν στὴν Ἀφρική.
Ὁ Ἅγιος Περπέτουος
Ὁ Ἅγιος Περπέτουος καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια συγκλητικῶν καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς γαλλικῆς πόλεως τῆς Τουρώνης τὸ ἔτος 460 μ.Χ. Μεγάλωσε καὶ καλλώπισε τὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου, στὸν ὁποῖο καὶ ἐνταφιάσθηκε. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 490 μ.Χ.
Όσιος Ρούφος εν τη Λαύρα του Κιέβου ασκήσαντος
Ο Όσιος Ρούφος έζησε τον 14ο αιώνα μ.Χ. Διακρίθηκε για την υπακοή του και δοξάστηκε σαν λάτρης της εργασίας και της νηστείας.
Σύναξη της Παναγίας της Θεοσκέπαστης στην Άνδρο
Κάτασπρη και μεγαλόπρεπη υψώνεται κοντά στο όμορφο λιμάνι η Εκκλησιά της Παναγίας της Θεοσκέπαστης, που γιορτάζει του Ακαθίστου Ύμνου.
Σύμφωνα με την παράδοση ένα φουρτουνιασμένο βράδυ η εικόνα της Παναγίας ερχόταν από το πέλαγος προς την ακρογιαλιά με ένα παράξενο φώς. Άνθρωποι του νησιού ακολούθησαν το φώς που τους οδήγησε σε μια μικρή σπηλιά. Έκπληκτοι, μέσα στην σπηλιά, πάνω σε φύκια, είδαν την εικόνα της Παναγίας. Την προσκύνησαν και την μετέφεραν στο παρεκκλήσι του Αγίου Αθανασίου. Την άλλη μέρα όμως η εικόνα γύρισε στην σπηλιά της! Έτσι, οι νησιώτες αποφάσισαν να χτίσουν Ναό πάνω από την σπηλιά. Οι εργασίες για την ανέγερση του ναού έγιναν με γοργούς ρυθμούς και η Εκκλησιά ήταν σχεδόν έτοιμη σε ελάχιστο χρόνο. Έλειπε όμως η σκεπή, γιατί δεν υπήρχε ξυλεία. Η ίδια η Παναγία φρόντισε γι’ αυτό.
Ένα καράβι φορτωμένο με ξυλεία κινδύνευσε ανοιχτά στο πέλαγος έξω από την Άνδρο. Ο καπετάνιος μαζί με τους ναυτικούς παρακαλούσαν την Παναγία να τους σώσει από τον επικείμενο κίνδυνο. Φωτισμένος ο καραβοκύρης έριξε την ξυλεία στη θάλασσα. Έτσι το πλοίο σώθηκε. Η ξυλεία σιγά σιγά βγήκε στην ακτή κοντά στην σπηλιά, για να σκεπάσουν οι μάστορες την ξεσκέπαστη Εκκλησία. Επειδή η ξυλεία βρέθηκε αναπάντεχα και μάλιστα στην ώρα της, πραγματικά θεόσταλτη, η Εκκλησία της Παναγίας ονομάστηκε «Θεοσκέπαστη». Ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Σύρου.
Σύναξη της Παναγίας της Ακαθής στην Σχοινούσα
Το όνομα «Ακαθή» υπάρχει σχεδόν μόνο στη Σχινούσα και προέρχεται από μία
εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται εκεί. Της Παναγίας της Ακαθής, όπως
την λένε. Και λέγεται έτσι, επειδή είναι από τις λίγες εικόνες που ο
Χριστός αντί να τον κρατά αγκαλιά η Παναγία, στέκει όρθιος μπροστά της.
Δηλαδή Ακάθιστος.
Η εικόνα αυτή πήγε στη Σχινούσα από τη Σαντορίνη, που κι εκεί βρέθηκε με θαυματουργικό τρόπο.
Μια γυναίκα, κάτοικος της Σαντορίνης, άκουγε κατά καιρούς από ένα συγκεκριμένο σημείο του σπιτιού της χτυπήματα στον τοίχο. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλά δεν έδωσε ως φαίνεται και την πρέπουσα σημασία.
Ένα βράδυ λοιπόν είδε ένα όνειρο. Της παρουσιάστηκε μια γυναίκα και της είπε ότι είναι η Παναγία η Ακαθή και γιορτάζει του Ακαθίστου. Να σκάψει της είπε στο σημείο που ακούει το κτύπημα.Έσκαψε λοιπόν η γυναίκα αυτή και βρήκε ένα κούφωμα και μέσα την εικόνα μαζί με ένα καντηλάκι και σταμνάκι με λάδι.
Την εποχή εκείνη η Σαντορίνη ήταν πολύ φτωχό νησί και οι κάτοικοί της τα έφερναν πολύ δύσκολα βόλτα. Ακούγοντας λοιπόν στο χωριό για την θαυματουργή εικόνα έτρεχαν όλοι να προσκυνήσουν και κάτι άφηναν στη γυναίκα. Άλλος λίγο λάδι, άλλο κάποια λεφτά. Με τον τρόπο αυτό ζούσε τώρα η γυναίκα που βρήκε την εικόνα καλύτερα.
Κάποτε σκέφθηκε να πάρει την εικόνα και να τη φέρει στα γύρω νησιά και ο κόσμος που προσκυνούσε άφηνε τον οβολό του. Πήγε λοιπόν σε κάποια περιοδεία της και στη Σχινούσα και επειδή εκεί την καλοδέχτηκαν και της έδωσαν ίσως και κάποια δουλειά — το νησάκι ήταν εύφορο και υπήρχε δουλειά για όλους — αποφάσισε να εγκατασταθεί.
Την εικόνα την είχε πάντα στο σπίτι της και κατά κάποιο τρόπο την εκμεταλλευόταν. Σε κάποια επίσκεψή του όμως εκεί ο Σεβασμιώτατος Θήρας Γαβριήλ δεν του άρεσε αυτή η εκμετάλλευση που γινόταν. Έκαμε λοιπόν τις απαιτούμενες ενέργειες και η εικόνα μεταφέρθηκε στην ενορία του νησιού που ήταν αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Σήμερα η εκκλησία γιορτάζει την Παρασκευή του Ακαθίστου και γίνεται μεγάλη πανήγυρις.
Η εικόνα αυτή πήγε στη Σχινούσα από τη Σαντορίνη, που κι εκεί βρέθηκε με θαυματουργικό τρόπο.
Μια γυναίκα, κάτοικος της Σαντορίνης, άκουγε κατά καιρούς από ένα συγκεκριμένο σημείο του σπιτιού της χτυπήματα στον τοίχο. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλά δεν έδωσε ως φαίνεται και την πρέπουσα σημασία.
Ένα βράδυ λοιπόν είδε ένα όνειρο. Της παρουσιάστηκε μια γυναίκα και της είπε ότι είναι η Παναγία η Ακαθή και γιορτάζει του Ακαθίστου. Να σκάψει της είπε στο σημείο που ακούει το κτύπημα.Έσκαψε λοιπόν η γυναίκα αυτή και βρήκε ένα κούφωμα και μέσα την εικόνα μαζί με ένα καντηλάκι και σταμνάκι με λάδι.
Την εποχή εκείνη η Σαντορίνη ήταν πολύ φτωχό νησί και οι κάτοικοί της τα έφερναν πολύ δύσκολα βόλτα. Ακούγοντας λοιπόν στο χωριό για την θαυματουργή εικόνα έτρεχαν όλοι να προσκυνήσουν και κάτι άφηναν στη γυναίκα. Άλλος λίγο λάδι, άλλο κάποια λεφτά. Με τον τρόπο αυτό ζούσε τώρα η γυναίκα που βρήκε την εικόνα καλύτερα.
Κάποτε σκέφθηκε να πάρει την εικόνα και να τη φέρει στα γύρω νησιά και ο κόσμος που προσκυνούσε άφηνε τον οβολό του. Πήγε λοιπόν σε κάποια περιοδεία της και στη Σχινούσα και επειδή εκεί την καλοδέχτηκαν και της έδωσαν ίσως και κάποια δουλειά — το νησάκι ήταν εύφορο και υπήρχε δουλειά για όλους — αποφάσισε να εγκατασταθεί.
Την εικόνα την είχε πάντα στο σπίτι της και κατά κάποιο τρόπο την εκμεταλλευόταν. Σε κάποια επίσκεψή του όμως εκεί ο Σεβασμιώτατος Θήρας Γαβριήλ δεν του άρεσε αυτή η εκμετάλλευση που γινόταν. Έκαμε λοιπόν τις απαιτούμενες ενέργειες και η εικόνα μεταφέρθηκε στην ενορία του νησιού που ήταν αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Σήμερα η εκκλησία γιορτάζει την Παρασκευή του Ακαθίστου και γίνεται μεγάλη πανήγυρις.
Σύναξη της Παναγίας της Πλατσανής στην Οία της Σαντορίνης
Ο Ιερός Ναός της Παναγίας της Πλατσανής είναι αφιερωμένος στον Ακάθιστο Ύμνο της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Το έτος 626 μ.Χ. αμέτρητες ορδές Αράβων και Περσών περικύκλωσαν την Κωνσταντινούπολη, όμως οι ελάχιστοι υπερασπιστές της ενθαρρυνόμενοι από τον Πατριάρχη Σέργιο και βοηθούμενοι από την Παναγία, κατόρθωσαν να αποκρούσουν τους επιδρομείς. Ύστερα από τη νίκη αυτή όλοι οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης συγκεντρώθηκαν στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, και όλη τη νύκτα έψαλαν τον Ακάθιστο Ύμνο ευχαριστώντας Την για την Προστασία της πόλεως. Οι εκκλησιαζόμενοι όλη τη νύκτα έψαλαν χωρίς να καθίσουν, γι αυτό και ο ύμνος ονομάστηκε «Ακάθιστος».
αρχικά ο Ιερός Ναός της Παναγίας της Πλατσανής ήταν κτισμένος στην άκρη του χωριού μέσα στο κάστρο, εκεί που σήμερα όλοι οι επισκέπτες της Σαντορίνης μαζεύονται καθημερινά για να απολαύσουν το καταπληκτικό ηλιοβασίλεμα της Οίας. Με τον καταστροφικό σεισμό όμως της 9ης Ιουλίου 1956 μ.Χ. ο Ναός γκρεμίστηκε και επειδή το έδαφος στο σημείο αυτό δεν είναι σταθερό η εκκλησία ξανακτίστηκε στο κέντρο του χωριού.
Η παράδοση αναφέρει ότι η εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται στο τέμπλο βρέθηκε στη θάλασσα. Κάποιος ψαράς την ώρα που ψάρευε είδε καταμεσής στο πέλαγος ένα φως που έμοιαζε με αναμένο καντήλι. Πηγαίνοντας κοντά είδε την εικόνα της Παναγίας η οποία όμως όσο την πλησίαζε απομακρυνόταν. Τότε ειδοποίησε τους ιερείς και τους κατοίκους του χωριού οι οποίοι με δεήσεις και παρακλήσεις, με θυμιάματα και λαμπάδες κατέβηκαν στον αιγιαλό και με ευλάβεια μεγάλη μετέφεραν την εικόνα σε εκκλησία του χωριού. Την άλλη μέρα όταν πήγε να ανάψει τα καντήλια ο ιερέας δεν βρήκε στο Ναό τη νεοφανή εικόνα. Ύστερα από έρευνες αρκετών ωρών η εικόνα βρέθηκε στα τείχη του κάστρου απ’ όπου μεταφέρθηκε πάλι στο Ναό. Αλλά και πάλι την επόμενη μέρα οι κάτοικοι τη βρήκαν στο κάστρο, τη μετέφεραν ξανά στο Ναό και έτσι ακολούθησε πολλές φορές η μεταφορά μέχρι που οι κάτοικοι αποφάσισαν να συνεισφέρουν όλοι για να κτιστεί η εκκλησία στο μέρος όπου η ίδια η Παναγία είχε διαλέξει για να βλέπει τις θάλασσες από όπου είχε έρθει και για να ευλογεί τα ιστιοφόρα που ξεκινούσαν να φύγουν για τα μακρινά τους ταξίδια. Το όνομα «Πλατσανή» της το έδωσαν από το θόρυβο «πλατς - πλατς» που έκαναν τα κύματα όταν κτυπούσαν την εικόνα στη θάλασσα όπου βρέθηκε.
Όλα τα Ιερά σκεύη είναι αφιερώματα ευσεβών Οιατών, κυρίως ναυτικών, για να τους προστατεύει στα ταξίδια τους. Τα περισσότερα από αυτά προέρχονται από την Ορθόδοξη Ρωσία, όπου με τα ιστιοφόρα τους μετέφεραν το φημισμένο κρασί της Σαντορίνης. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο. Υπάρχει πάνω σ’ αυτό η χρονολογία 1820 μ.Χ. η οποία όμως είναι πιθανόν η χρονολογία επιχρύσωσής του, γιατί η κατασκευή του τοποθετείται από τους ειδικούς πολύ παλαιότερα. Η Αγιογράφηση του ναού έγινε σε τρία στάδια από Θηραίους αγιογράφους.
Το έτος 626 μ.Χ. αμέτρητες ορδές Αράβων και Περσών περικύκλωσαν την Κωνσταντινούπολη, όμως οι ελάχιστοι υπερασπιστές της ενθαρρυνόμενοι από τον Πατριάρχη Σέργιο και βοηθούμενοι από την Παναγία, κατόρθωσαν να αποκρούσουν τους επιδρομείς. Ύστερα από τη νίκη αυτή όλοι οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης συγκεντρώθηκαν στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, και όλη τη νύκτα έψαλαν τον Ακάθιστο Ύμνο ευχαριστώντας Την για την Προστασία της πόλεως. Οι εκκλησιαζόμενοι όλη τη νύκτα έψαλαν χωρίς να καθίσουν, γι αυτό και ο ύμνος ονομάστηκε «Ακάθιστος».
αρχικά ο Ιερός Ναός της Παναγίας της Πλατσανής ήταν κτισμένος στην άκρη του χωριού μέσα στο κάστρο, εκεί που σήμερα όλοι οι επισκέπτες της Σαντορίνης μαζεύονται καθημερινά για να απολαύσουν το καταπληκτικό ηλιοβασίλεμα της Οίας. Με τον καταστροφικό σεισμό όμως της 9ης Ιουλίου 1956 μ.Χ. ο Ναός γκρεμίστηκε και επειδή το έδαφος στο σημείο αυτό δεν είναι σταθερό η εκκλησία ξανακτίστηκε στο κέντρο του χωριού.
Η παράδοση αναφέρει ότι η εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται στο τέμπλο βρέθηκε στη θάλασσα. Κάποιος ψαράς την ώρα που ψάρευε είδε καταμεσής στο πέλαγος ένα φως που έμοιαζε με αναμένο καντήλι. Πηγαίνοντας κοντά είδε την εικόνα της Παναγίας η οποία όμως όσο την πλησίαζε απομακρυνόταν. Τότε ειδοποίησε τους ιερείς και τους κατοίκους του χωριού οι οποίοι με δεήσεις και παρακλήσεις, με θυμιάματα και λαμπάδες κατέβηκαν στον αιγιαλό και με ευλάβεια μεγάλη μετέφεραν την εικόνα σε εκκλησία του χωριού. Την άλλη μέρα όταν πήγε να ανάψει τα καντήλια ο ιερέας δεν βρήκε στο Ναό τη νεοφανή εικόνα. Ύστερα από έρευνες αρκετών ωρών η εικόνα βρέθηκε στα τείχη του κάστρου απ’ όπου μεταφέρθηκε πάλι στο Ναό. Αλλά και πάλι την επόμενη μέρα οι κάτοικοι τη βρήκαν στο κάστρο, τη μετέφεραν ξανά στο Ναό και έτσι ακολούθησε πολλές φορές η μεταφορά μέχρι που οι κάτοικοι αποφάσισαν να συνεισφέρουν όλοι για να κτιστεί η εκκλησία στο μέρος όπου η ίδια η Παναγία είχε διαλέξει για να βλέπει τις θάλασσες από όπου είχε έρθει και για να ευλογεί τα ιστιοφόρα που ξεκινούσαν να φύγουν για τα μακρινά τους ταξίδια. Το όνομα «Πλατσανή» της το έδωσαν από το θόρυβο «πλατς - πλατς» που έκαναν τα κύματα όταν κτυπούσαν την εικόνα στη θάλασσα όπου βρέθηκε.
Όλα τα Ιερά σκεύη είναι αφιερώματα ευσεβών Οιατών, κυρίως ναυτικών, για να τους προστατεύει στα ταξίδια τους. Τα περισσότερα από αυτά προέρχονται από την Ορθόδοξη Ρωσία, όπου με τα ιστιοφόρα τους μετέφεραν το φημισμένο κρασί της Σαντορίνης. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο. Υπάρχει πάνω σ’ αυτό η χρονολογία 1820 μ.Χ. η οποία όμως είναι πιθανόν η χρονολογία επιχρύσωσής του, γιατί η κατασκευή του τοποθετείται από τους ειδικούς πολύ παλαιότερα. Η Αγιογράφηση του ναού έγινε σε τρία στάδια από Θηραίους αγιογράφους.
Σύναξη της Παναγίας «Ρόδον Αμάραντον» στον Πειραιά
Το αρχικό ιδιόκτητο εκκλησάκι
Ο σημερινός ενοριακός Ναός
Το αρχικό ιδιόκτητο εκκλησάκι
Ο σημερινός ενοριακός Ναός
Η ιστορία της ενορίας Παναγίας «Ρόδον Αμάραντον» Πειραϊκής, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των παλαιών κατοίκων της περιοχής, αρχίζει περίπου το έτος 1890 μ.Χ., όταν κάποιος ψαράς ανέσυρε μία παλαιά εικόνα από τα βράχια της Πειραϊκής η οποία εικόνιζε την Παναγία να κρατά τον Χριστό, καθήμενο σε παιδική ηλικία, κρατώντας στο χέρι ένα «Ρόδον». Το γεγονός έγινε αμέσως γνωστό στην περιοχή. Μια ευλαβής οικογένεια, ονομαζόμενη Κατσαρού, έχοντας την επιθυμία να προσφέρει «οίκον» προς στέγαση της εικόνας της Παναγίας, με ιδία πρωτοβουλία έκτισε ιδιωτικό παρεκκλήσιο με το όνομα Παναγία «Ρόδον Αμάραντον». Εκεί στεγάσθηκε η παλαιά αυτή εικόνα και λατρεύθηκε από τους κατοίκους της περιοχής.
Πέρασαν τα χρόνια, ολοένα και περισσότερος κόσμος συνέρεε στην περιοχή και υπήρξε ανάγκη να δημιουργηθεί ενορία που θα δεχθεί τους πιστούς. Μέχρι τότε, η ευρύτερη περιοχή του Πειραιά υπήγετο εκκλησιαστικά στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Το πρόβλημα διευθετήθηκε με τη δωρεά της οικογένειας Κουτσοδόντη η οποία διέθεσε το οικόπεδο για να κτισθεί σε πρώτη μορφή (ο ισόγειος) ο Ιερός Ναός και να δημιουργηθεί η νέα ενορία. Στα επόμενα έτη απαιτήθηκαν αγώνες, και κατεβλήθησαν κόποι και θυσίες για να δοθεί η άδεια κάτι το οποίο επετεύχθει επι δημαρχίας Σκυλίτση.
Το 1973 μ.Χ., ο μακαριστός Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ Χρυσόστομος ο Α΄ τέλεσε τα θυρανοίξια του νέου Ιερού Ναού και τον παρέδωσε προς λατρεία στους ενορίτες πιστούς. Λίγο πριν τα θυρανοίξια, δια Αρχιερατικού γράμματος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, έγινε και επισήμως ενορία ξεχωριστή, η ενορία της Παναγίας Ρόδο Αμάραντο.
Ο πρώτος Ιερός Ναός λειτουργεί κανονικά μέχρι το έτος 1983 μ.Χ. όταν αποφασίζεται από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο να οικοδομηθεί νέος, λαμπρότερος και μεγαλύτερος Ναός πάνω από το ισόγειο. Στο διάστημα αυτό, έχουν διακονήσει αρκετοί ιερείς που έδωσαν ο καθένας την προσωπική του σφραγίδα για την αποπεράτωση, την καλή λειτουργία και ευταξία του οίκου του Θεού: ο αείμνηστος π. Αντώνιος, ο π. Μάξιμος, μετέπειτα Μητροπολίτης Σερρών, ο π. Μιχαήλ Βασιλάκης, ο π. Χαράλαμπος Πετρόγγονας, ο π. Ευάγγελος Μισαργόπουλος, ο π. Ιάκωβος Φραγκιαδάκης, ο αείμνηστος π. Στέφανος Μιχαηλίδης, ο π. Αντώνιος Βάλβης, ο π. Γερμανός Αδραχτάς, ο π. Βενέδικτος, ο οποίος και εργάσθηκε επιμελώς για την ανέγερση του ισογείου του Ναού αλλά και του νέου μεγαλύτερου Ναού. Το έργο για την αποπεράτωση του Ναού όπως αυτός υπάρχει σήμερα διήρκεσε 2 έτη. Προϊστάμενος του Ναού κατά τα έτη αυτά και μέχρι σήμερα είναι ο π. Μιχαήλ Χαλάς με συνεφημέριο τον π. Ιωάννη Μαυροκουκουλάκη.
Το 1986 μ.Χ., ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ. Καλλίνικος τελεί τα θυρανοίξια και εγκαίνια του νέου λαμπρού Ιερού Ναού της Παναγίας «Ρόδον Αμάραντον», που εορτάζει κάθε χρόνο στον Ακάθιστο Ύμνο.
Το ισόγειο παρεκκλήσιο του Ναού μετονομάστηκε σε «Ταξιάρχη Μιχαήλ της Σύμης» και πανηγυρίζει στις 9 Νοεμβρίου. (Η μετονομασία έγινε διότι ο Ταξιάρχης Μιχαήλ της Σύμης τιμάται ιδιαιτέρως από τους Συμιακούς πολλοί εκ των οποίων διαβιούν στην περιοχή της Πειραϊκής).
Πέρασαν τα χρόνια, ολοένα και περισσότερος κόσμος συνέρεε στην περιοχή και υπήρξε ανάγκη να δημιουργηθεί ενορία που θα δεχθεί τους πιστούς. Μέχρι τότε, η ευρύτερη περιοχή του Πειραιά υπήγετο εκκλησιαστικά στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Το πρόβλημα διευθετήθηκε με τη δωρεά της οικογένειας Κουτσοδόντη η οποία διέθεσε το οικόπεδο για να κτισθεί σε πρώτη μορφή (ο ισόγειος) ο Ιερός Ναός και να δημιουργηθεί η νέα ενορία. Στα επόμενα έτη απαιτήθηκαν αγώνες, και κατεβλήθησαν κόποι και θυσίες για να δοθεί η άδεια κάτι το οποίο επετεύχθει επι δημαρχίας Σκυλίτση.
Το 1973 μ.Χ., ο μακαριστός Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ Χρυσόστομος ο Α΄ τέλεσε τα θυρανοίξια του νέου Ιερού Ναού και τον παρέδωσε προς λατρεία στους ενορίτες πιστούς. Λίγο πριν τα θυρανοίξια, δια Αρχιερατικού γράμματος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, έγινε και επισήμως ενορία ξεχωριστή, η ενορία της Παναγίας Ρόδο Αμάραντο.
Ο πρώτος Ιερός Ναός λειτουργεί κανονικά μέχρι το έτος 1983 μ.Χ. όταν αποφασίζεται από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο να οικοδομηθεί νέος, λαμπρότερος και μεγαλύτερος Ναός πάνω από το ισόγειο. Στο διάστημα αυτό, έχουν διακονήσει αρκετοί ιερείς που έδωσαν ο καθένας την προσωπική του σφραγίδα για την αποπεράτωση, την καλή λειτουργία και ευταξία του οίκου του Θεού: ο αείμνηστος π. Αντώνιος, ο π. Μάξιμος, μετέπειτα Μητροπολίτης Σερρών, ο π. Μιχαήλ Βασιλάκης, ο π. Χαράλαμπος Πετρόγγονας, ο π. Ευάγγελος Μισαργόπουλος, ο π. Ιάκωβος Φραγκιαδάκης, ο αείμνηστος π. Στέφανος Μιχαηλίδης, ο π. Αντώνιος Βάλβης, ο π. Γερμανός Αδραχτάς, ο π. Βενέδικτος, ο οποίος και εργάσθηκε επιμελώς για την ανέγερση του ισογείου του Ναού αλλά και του νέου μεγαλύτερου Ναού. Το έργο για την αποπεράτωση του Ναού όπως αυτός υπάρχει σήμερα διήρκεσε 2 έτη. Προϊστάμενος του Ναού κατά τα έτη αυτά και μέχρι σήμερα είναι ο π. Μιχαήλ Χαλάς με συνεφημέριο τον π. Ιωάννη Μαυροκουκουλάκη.
Το 1986 μ.Χ., ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ. Καλλίνικος τελεί τα θυρανοίξια και εγκαίνια του νέου λαμπρού Ιερού Ναού της Παναγίας «Ρόδον Αμάραντον», που εορτάζει κάθε χρόνο στον Ακάθιστο Ύμνο.
Το ισόγειο παρεκκλήσιο του Ναού μετονομάστηκε σε «Ταξιάρχη Μιχαήλ της Σύμης» και πανηγυρίζει στις 9 Νοεμβρίου. (Η μετονομασία έγινε διότι ο Ταξιάρχης Μιχαήλ της Σύμης τιμάται ιδιαιτέρως από τους Συμιακούς πολλοί εκ των οποίων διαβιούν στην περιοχή της Πειραϊκής).
«Πᾶνος»