Τα παιδιά που αγνοούνται ακόμα και σήμερα αλλά και αυτοί που κατάφεραν να επιζήσουν και σήμερα, ως μεσήλικες πλέον, κουβαλούν τ α τραύματα του πολέμου και τον πόνο της απώλειας στην ψυχή τους
Είναι εύκολο να ανιχνεύσει κάποιος τα σημάδια που αφήνει ο πόλεμος. Χορταριασμένα μνήματα, ερείπια, απομεινάρια φονικών σιδερικών και διάχυτο το αίσθημα της απορίας. Γιατί;
Αυτό το «γιατί;» ίσως να μπορεί να εκλογικευτεί και να βρει απαντήσεις στο πέρασμα του χρόνου, όταν ο πόνος γίνεται σκυτάλη που χάνεται μαζί με αυτούς που τον βίωσαν ως πρωταγωνιστές, θύτες ή θύματα. Και ας μη γελιόμαστε, τα θύματα ενός πολέμου δεν είναι μόνο αυτοί που έφυγαν, δεν είναι αυτοί που έζησαν με την απώλεια, δεν είναι αυτοί που ξυπνούν από τις εκρήξεις της φρίκης στον μονίμως ταραγμένο ύπνο τους.Και αυτοί που γνώρισαν έτσι τη ζωή; Αυτοί που πριν γνωρίσουν το χάδι γνώρισαν τον θάνατο; Αυτοί που αναγκάστηκαν να συνειδητοποιήσουν πως η καπνισμένη κάνη ενός όπλου είναι ο «νόμος»;
Αυτοί. Τα παιδιά του πολέμου, που σήμερα, αν κατάφεραν να επιβιώσουν, είναι μεσήλικες, φορτωμένοι με μια ζωή που δεν επέλεξαν να τη ζήσουν με τον τρόπο που τους επιβλήθηκε.
Είναι και τα παιδιά που κάπου χάθηκαν… αγνοούμενα μέχρι σήμερα, αν τα απομεινάρια τους δεν βρέθηκαν σε κάποιον ομαδικό τάφο.
Αυτό τον «θρίαμβο» θα γιορτάσουν, για ακόμα μια φορά, την ερχόμενη Τετάρτη στο ψευδοκράτος με παρελάσεις και μεγαλόστομα αφηγήματα για την «ειρηνευτική επιχείρηση» της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974.
Η πιπίλα του Αντρέα
Το 2015 είχαν περάσει 41 χρόνια από την εισβολή. Τόσα χρόνια όσα κεριά θα έσβηνε στα γενέθλιά του ο Ανδρέας Κυριακού. Είχε γεννηθεί λίγο πριν από την εισβολή του 1974 και δεν είχε προλάβει να κάνει τα πρώτα του βήματα. Δεν είχε καν αντιληφθεί τη ζεστασιά της αγκαλιάς της γυναίκας που τον έφερε στον κόσμο και του πατέρα που δεν πρόλαβε να αποτυπώσει στη μνήμη το πρόσωπό του.
Ηταν εκείνο το καλοκαίρι που η μυρωδιά του θανάτου κάλυπτε ολόκληρη την Κύπρο και το διψασμένο από την αναβροχιά χώμα ποτιζόταν με αίμα. Τότε «χάθηκε» ο Αντρέας, μόλις 6 μηνών, για να βρεθεί μετά από τέσσερις δεκαετίες θαμμένος πλάι στη μητέρα την γιαγιά και τις θείες του Στο στόμα και η πιπίλα για να υπενθυμίζει το μέγεθος του εγκλήματος και τη βαρβαρότητα των φονιάδων.
Ο Αντρέας βρέθηκε, χάθηκαν οι ελπίδες και οι αμφιβολίες, έστω και αν κανείς δεν υπήρχε πια να περιμένει. Στον ομαδικό τάφο βρέθηκαν τα λείψανα της -25χρονης τότε- μητέρας του Αγγελικής της 46χρονης γιαγιάς του Ελένης και των θείων της Θεμιστούλας, 21 ετών, η οποία ήταν έγκυος, Μάρως, 19 ετών, και Σούλας, 11 ετών. Ο θάνατος τους βρήκε στα χωράφια έξω από το χωριό τους στο Τραχώνι Κυθραίας κατά τη δεύτερη φάση της εισβολής. Η γιαγιά κρατούσε ακόμα στο χέρι το κλειδί του σπιτιού, στο οποίο δεν θα ξαναγύριζε κανείς πλέον. Ετρεχαν να σωθούν όταν έμαθαν ότι οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό. Αοπλοι άνθρωποι και ο Αντρέας στα χέρια της μητέρας του κοντοστάθηκαν για να βοηθήσουν κάποιον τραυματία που είχε χτυπηθεί από πολυβόλο τεθωρακισμένου του τουρκικού στρατού. Ακούστηκε μια έκρηξη από βλήμα όλμου και δεν υπήρξε κανείς για να πει την ιστορία για 41 χρόνια. Μίλησε ο ομαδικός τάφος και ο Αντρέας «ενηλικιώθηκε» σε μια στιγμή. Μια στιγμή όσο περίπου ήταν και η ζωή του.
Ξεγέλασαν τον θάνατο με τον θάνατο
Ο Πέτρος και ο Κώστας Σουππουρής ήταν 10 και 8 χρόνων. Ηταν Δεκαπενταύγουστος του 1974 και οι Τούρκοι βρίσκονταν ήδη στην Κύπρο. Επικρατούσε η ανήσυχη ηρεμία της εκεχειρίας, η οποία όπως αποδείχθηκε ήταν απλώς μια ανάπαυλα ανασύνταξης των δυνάμεων εισβολής, για να συνεχίσουν με τον «Αττίλα» δύο την πορεία τους για κατάληψη των εδαφών που είχε θέσει ως στόχους το τουρκικό γενικό επιτελείο.
Στο χωριό Παλαίκυθρο ο τρόμος σκέπασε τα λιγοστά σπίτια, καθώς οι ψίθυροι για δολοφονίες, βιασμούς και λεηλασίες στα κοντινά χωριά δεν άφηναν περιθώρια εφησυχασμού.
Ο Αντρέας και η Αρετή Σουππουρή έμειναν στο χωριό μαζί με τα παιδιά τους, έχοντας την ψευδαίσθηση πως οι Τουρκοκύπριοι συγχωριανοί τους δεν θα επέτρεπαν στους Τούρκους στρατιώτες να διαπράξουν αγριότητες, παρόμοιες με αυτές που είχαν κάνει σε άλλα αμιγώς ελληνοκυπριακά χωριά. Κι όμως… οι Τουρκοκύπριοι ξεπέρασαν σε αγριότητα και δολοφονική μανία τους στρατιώτες από την Ανατολία.
Στις 17 Αυγούστου 1974 στο σπίτι της οικογένειας μαζεύτηκαν 23 άτομα δίνοντας κουράγιο ο ένας στον άλλον. Πολλά μικρά παιδιά που δεν είχαν συνειδητοποιήσει το εύρος της καταστροφής και το μέγεθος του κινδύνου. Ισως και να μην είχαν αντιληφθεί πλήρως αυτό που συνέβαινε στον τόπο τους.
Ο Πέτρος και ο Κώστας εκείνη την ημέρα έπαψαν να είναι παιδιά. Εχασαν τους δυο γονείς τους και τρία αδέλφια τους. Ολοι βρέθηκαν σε ομαδικό τάφο, εκτός από τον αδελφό τους, τον 9χρονο Γιάννη, που μάλλον οι Τούρκοι έθαψαν κάπου αλλού.
Ο Πέτρος Σουππουρής θυμάται: «Ηρθαν στο σπίτι μας 3-4 τέσσερις νεαροί Τουρκοκύπριοι. Μπήκαν μέσα φωνάζοντας και άρχισαν να βρίζουν και να μας βγάζουν έξω έναν-έναν». Ο Πέτρος μαζί με τον αδελφό του Γιάννη βγήκαν τελευταίοι. Πρώτα βγήκε η οικογένεια Λιασή που είχε βρει καταφύγιο στο σπίτι. Μόλις βγήκαν ακούστηκε ο ξερός κρότος μια ριπής. Στη συνέχεια βγήκε ο πατέρας, η μητέρα του και ένα-ένα, τα αδέλφια του και ο ίδιος. Ο 8χρονος Κώστας, όταν άκουσε τους πυροβολισμούς, βγήκε από την πίσω πόρτα και πήγε και κρύφτηκε στο σπίτι της γιαγιάς του.
Ο Πέτρος μόλις βγήκε από την πόρτα μαζί με τον 9χρονο Γιάννη είδε τα πτώματα των υπολοίπων στο έδαφος. Μέχρι να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, δέχθηκε μια ριπή και έπεσε δίπλα στον αδελφό του. Θυμάται: «Οταν μας πυροβόλησαν εγώ κι ο Γιάννης πέσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον. Εγώ είχα τραυματιστεί και ο Γιάννης είχε ένα τραύμα από σφαίρα στο μάτι και δεν θυμάμαι να κινείται. Αργότερα ένας φίλος μου μού είπε ότι τον είχε δει να αναπνέει». Ο Πέτρος είχε δεχθεί τρεις σφαίρες αλλά ζούσε. Από τότε ζει έχοντας στη μνήμη του ότι δίπλα του κείτονταν τα άψυχα κορμιά του πατέρα του και της μάνας του και των τριών αδελφών του, 9, 7 και 3 ετών.
Νεκρό μέσα στις λάσπες και τη λίμνη από το αίμα ήταν και το 12μηνο βρέφος της οικογένειας Λιασή. Η μόνη που γλίτωσε ήταν μια συγχωριανή που κρατούσε στα χέρια της το 10μηνο μωρό της. Η γυναίκα αυτή μετά την εισβολή έφυγε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα που ουδέποτε μίλησε για εκείνη τη μέρα. Ο Πέτρος και ο Κώστας Σουππουρής, που σώθηκαν από τη σφαγή, έγιναν στόχος των Τούρκων γιατί ήταν αυτόπτες μάρτυρες ενός φοβερού εγκλήματος. Κατάφεραν ωστόσο να προσεγγίσουν άνδρες των Ηνωμένων Εθνών και έτσι γλίτωσαν τον θάνατο. Τα δύο αδέλφια αντάμωσαν και μεταφέρθηκαν από τον ΟΗΕ στις ελεύθερες περιοχές όπου μεγάλωσαν με τους θείους τους.
Πάνω στη βιασμένη μητέρα του
Αυτά που έχει περιγράψει στη Τουρκοκύπρια δημοσιογράφο Σεβγκιούλ Ουλουντάγ ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες των όσων συνέβησαν εκείνες τις μέρες του 1974 στο Παλαίκυθρο είναι τέτοια που η λέξη «αηδία» δεν αρκεί για την περιγραφή του δολοφονικού αμόκ Τουρκοκυπρίων εναντίον συγχωριανών τους. Εγραψε η Ουλουντάγκ: «Σε ένα σπίτι ήταν μια γυναίκα με ένα παιδί. Το παιδί το είχαν πυροβολήσει στην κοιλιά και η μητέρα που το κρατούσε ήταν πεθαμένη. Υπήρχε μια άλλη γυναίκα που ήταν πληγωμένη στο πόδι. Μάθαμε αργότερα ότι το ένα της πόδι ήταν ανάπηρο και την πυροβόλησαν στο γερό της πόδι».
Στο χωριό βρήκαν και ένα παιδί που είχε επιζήσει αν και ήταν τραυματισμένο: «Το παιδί πήγε στο υπνοδωμάτιο. Στο κρεβάτι ήταν μια γυναίκα εντελώς γυμνή... Το παιδί πήδηξε πάνω της, σκεπάζοντάς τη με το σώμα του και φωνάζοντας “Μάνα μου!”. Την είχαν πυροβολήσει στα γεννητικά της όργανα και το παιδί προσπαθούσε να σταματήσει το αίμα με βαμβάκι. Την είχαν βιάσει και πυροβολήσει. Αργότερα αυτός που τη βίασε μας καυχιόταν ότι “και τους βίασα και τους σκότωσα”. Μέσα στο σπίτι ήταν ένα νεαρό κορίτσι σε μια πολυθρόνα, μισόγυμνο. Την είχαν σκοτώσει και εκείνη».
Ο Χρηστάκης εξαφανίστηκε
Hταν ένα παιδί μόλις 5 ετών. Δεν ήξερε ούτε από ειρήνη, ούτε από πόλεμο. Ο Χρηστάκης Γεωργίου προσπάθησε να κρυφτεί κάτω από το τραπέζι του σπιτιού όταν μπήκαν οι Τούρκοι και άρχισαν να σκοτώνουν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Ενας στρατιώτης βγαίνοντας από το σπίτι είδε τον 5χρονο κάτω από το τραπέζι και γύρισε το αυτόματο προς το μέρος του και τον πυροβόλησε στα πόδια. Η μητέρα του μικρού έτρεξε και τον σκέπασε με κουβέρτες και τον πήγε σε ένα πρόχειρο ιατρείο που είχαν στήσει οι Τούρκοι. Ο Χρηστάκης έπρεπε να χειρουργηθεί και η μητέρα περιμένοντας αποκοιμήθηκε.
Οταν ξύπνησε είδε το κρεβάτι του παιδιού άδειο και κανείς δεν μπορούσε να της πει τι έγινε με τον Χρηστάκη. Εκτοτε παραμένει αγνοούμενος, όπως αγνοούμενος είναι και ο πατέρας του, ο οποίος είχε συλληφθεί και ήταν αιχμάλωτος. Σε ένα τραγικό παιχνίδι της ζωής, ο τότε Τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς, το 1975, είχε διαβεβαιώσει τον Γλαύκο Κληρίδη ότι ο μικρός Χρηστάκης ζούσε και λόγω κάποιων προβλημάτων είχε μεταφερθεί και νοσηλευόταν σε νοσοκομείο στην Τουρκία. Μάλιστα είχε προσφερθεί να διευθετήσει τη μετάβαση της μητέρας Μυροφόρας Γεωργίου στη Τουρκία για να συναντηθεί με το παιδί της.
Τρεις μέρες αργότερα, όμως, οι Τουρκοκύπριοι πήραν πίσω τη διαβεβαίωση Ντενκτάς ισχυριζόμενοι ότι επρόκειτο για παρεξήγηση και δεν έχουν καμία πληροφορία για τη τύχη του παιδιού.
Ο πίνακας των παιδιών της προσφυγιάς
Ο τηλεοπτικός σταθμός ΑNT1 (Κύπρου) πριν από λίγα χρόνια είχε φέρει στο φως μια ξεχασμένη ιστορία του 1974, μέσα από τα μάτια δύο παιδιών που έτυχε να φωτογραφηθούν στις σκηνές που στήθηκαν για τους πρόσφυγες.
Ο Βασίλης Γιωργάλας εκείνες τις δύσκολες μέρες προσπάθησε να σώσει με όποιον τρόπο μπορούσε την οικογένεια του. Κατάφερε να καταλήξει στο Δασάκι της Αχνας, λίγο έξω από την Αμμόχωστο, με την ελπίδα ότι σύντομα θα τέλειωνε η συμφορά και θα επέστρεφε σπίτι του στο Μαραθόβουνο.
Ο Παναγιώτης και ο Κυριάκος ήταν τότε 5 και 3 ετών και βγήκαν από τη σκηνή μετά από μια καταιγίδα ώστε να μπορέσει η μητέρα τους να στεγνώσει τα λιγοστά τους υπάρχοντα.
Από τον προσφυγικό καταυλισμό πέρασαν κάποιοι δημοσιογράφοι από τη Βρετανία και ζήτησαν να φωτογραφίσουν τα δύο αδέλφια, καθώς στο βλέμμα τους είχε αποτυπωθεί όλη η δυστυχία της προσφυγιάς και της απώλειας.
Ο Παναγιώτης χρόνια μετά είχε πει στον ΑΝΤ1: «Ημασταν 15 άτομα μέσα στο αυτοκίνητο, στριμωγμένοι σαν σαρδέλες. Δεν ξέρω γιατί αλλά περάσαμε μέσα από την πόλη της Αμμοχώστου. Γυρνούσα το κεφάλι πίσω και έβλεπα από το τζάμι τις φωτιές, άκουγα τα αεροπλάνα και τους βομβαρδισμούς. Καταστρεφόντουσαν τα πάντα. Ηταν ό,τι πιο τρομακτικό είδα στη ζωή μου. Θυμάμαι, επίσης, που με τον αδελφό μου λέγαμε συνέχεια στη μητέρα μας πως δεν θέλαμε γάλα. Σκεφτόμασταν πως αν πίναμε και εμείς γάλα, ίσως να μην έφτανε για τα άλλα παιδιά. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ζήτησαν να φωτογραφίσουν εμάς και όχι τα άλλα παιδάκια που ήταν εκεί. Δεν ξέρω γιατί. Το 1986 έγινε μια έκθεση ζωγραφικής αφιερωμένη στο 1974 και στην τουρκική εισβολή.
Ενας ζωγράφος που είδε τη φωτογραφία και τον συγκίνησε, την αποτύπωσε με πινέλο και χρώμα στον καμβά του. Αντικρίζοντας τον πίνακα, συγκινηθήκαμε πάρα πολύ και τον αγοράσαμε μαζί με τον αδελφό μου. Βάζω τη θέση μου στη θέση της μάνας και του πατέρα μου. Με δυο μικρά παιδιά να μην ξέρουν πού να πάνε, τι θα μας συμβεί. Να παλεύουν καθημερινά μέσα στη δυστυχία και στον πόνο που προκαλεί ο πόλεμος. Μακάρι να μη ζήσει κανείς μας ποτέ ξανά τέτοια δυστυχία».
Αυτό το «γιατί;» ίσως να μπορεί να εκλογικευτεί και να βρει απαντήσεις στο πέρασμα του χρόνου, όταν ο πόνος γίνεται σκυτάλη που χάνεται μαζί με αυτούς που τον βίωσαν ως πρωταγωνιστές, θύτες ή θύματα. Και ας μη γελιόμαστε, τα θύματα ενός πολέμου δεν είναι μόνο αυτοί που έφυγαν, δεν είναι αυτοί που έζησαν με την απώλεια, δεν είναι αυτοί που ξυπνούν από τις εκρήξεις της φρίκης στον μονίμως ταραγμένο ύπνο τους.Και αυτοί που γνώρισαν έτσι τη ζωή; Αυτοί που πριν γνωρίσουν το χάδι γνώρισαν τον θάνατο; Αυτοί που αναγκάστηκαν να συνειδητοποιήσουν πως η καπνισμένη κάνη ενός όπλου είναι ο «νόμος»;
Αυτοί. Τα παιδιά του πολέμου, που σήμερα, αν κατάφεραν να επιβιώσουν, είναι μεσήλικες, φορτωμένοι με μια ζωή που δεν επέλεξαν να τη ζήσουν με τον τρόπο που τους επιβλήθηκε.
Είναι και τα παιδιά που κάπου χάθηκαν… αγνοούμενα μέχρι σήμερα, αν τα απομεινάρια τους δεν βρέθηκαν σε κάποιον ομαδικό τάφο.
Αυτό τον «θρίαμβο» θα γιορτάσουν, για ακόμα μια φορά, την ερχόμενη Τετάρτη στο ψευδοκράτος με παρελάσεις και μεγαλόστομα αφηγήματα για την «ειρηνευτική επιχείρηση» της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974.
Η πιπίλα του Αντρέα
Το 2015 είχαν περάσει 41 χρόνια από την εισβολή. Τόσα χρόνια όσα κεριά θα έσβηνε στα γενέθλιά του ο Ανδρέας Κυριακού. Είχε γεννηθεί λίγο πριν από την εισβολή του 1974 και δεν είχε προλάβει να κάνει τα πρώτα του βήματα. Δεν είχε καν αντιληφθεί τη ζεστασιά της αγκαλιάς της γυναίκας που τον έφερε στον κόσμο και του πατέρα που δεν πρόλαβε να αποτυπώσει στη μνήμη το πρόσωπό του.
Ηταν εκείνο το καλοκαίρι που η μυρωδιά του θανάτου κάλυπτε ολόκληρη την Κύπρο και το διψασμένο από την αναβροχιά χώμα ποτιζόταν με αίμα. Τότε «χάθηκε» ο Αντρέας, μόλις 6 μηνών, για να βρεθεί μετά από τέσσερις δεκαετίες θαμμένος πλάι στη μητέρα την γιαγιά και τις θείες του Στο στόμα και η πιπίλα για να υπενθυμίζει το μέγεθος του εγκλήματος και τη βαρβαρότητα των φονιάδων.
Ο Αντρέας βρέθηκε, χάθηκαν οι ελπίδες και οι αμφιβολίες, έστω και αν κανείς δεν υπήρχε πια να περιμένει. Στον ομαδικό τάφο βρέθηκαν τα λείψανα της -25χρονης τότε- μητέρας του Αγγελικής της 46χρονης γιαγιάς του Ελένης και των θείων της Θεμιστούλας, 21 ετών, η οποία ήταν έγκυος, Μάρως, 19 ετών, και Σούλας, 11 ετών. Ο θάνατος τους βρήκε στα χωράφια έξω από το χωριό τους στο Τραχώνι Κυθραίας κατά τη δεύτερη φάση της εισβολής. Η γιαγιά κρατούσε ακόμα στο χέρι το κλειδί του σπιτιού, στο οποίο δεν θα ξαναγύριζε κανείς πλέον. Ετρεχαν να σωθούν όταν έμαθαν ότι οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό. Αοπλοι άνθρωποι και ο Αντρέας στα χέρια της μητέρας του κοντοστάθηκαν για να βοηθήσουν κάποιον τραυματία που είχε χτυπηθεί από πολυβόλο τεθωρακισμένου του τουρκικού στρατού. Ακούστηκε μια έκρηξη από βλήμα όλμου και δεν υπήρξε κανείς για να πει την ιστορία για 41 χρόνια. Μίλησε ο ομαδικός τάφος και ο Αντρέας «ενηλικιώθηκε» σε μια στιγμή. Μια στιγμή όσο περίπου ήταν και η ζωή του.
Ξεγέλασαν τον θάνατο με τον θάνατο
Ο Πέτρος και ο Κώστας Σουππουρής ήταν 10 και 8 χρόνων. Ηταν Δεκαπενταύγουστος του 1974 και οι Τούρκοι βρίσκονταν ήδη στην Κύπρο. Επικρατούσε η ανήσυχη ηρεμία της εκεχειρίας, η οποία όπως αποδείχθηκε ήταν απλώς μια ανάπαυλα ανασύνταξης των δυνάμεων εισβολής, για να συνεχίσουν με τον «Αττίλα» δύο την πορεία τους για κατάληψη των εδαφών που είχε θέσει ως στόχους το τουρκικό γενικό επιτελείο.
Στο χωριό Παλαίκυθρο ο τρόμος σκέπασε τα λιγοστά σπίτια, καθώς οι ψίθυροι για δολοφονίες, βιασμούς και λεηλασίες στα κοντινά χωριά δεν άφηναν περιθώρια εφησυχασμού.
Ο Αντρέας και η Αρετή Σουππουρή έμειναν στο χωριό μαζί με τα παιδιά τους, έχοντας την ψευδαίσθηση πως οι Τουρκοκύπριοι συγχωριανοί τους δεν θα επέτρεπαν στους Τούρκους στρατιώτες να διαπράξουν αγριότητες, παρόμοιες με αυτές που είχαν κάνει σε άλλα αμιγώς ελληνοκυπριακά χωριά. Κι όμως… οι Τουρκοκύπριοι ξεπέρασαν σε αγριότητα και δολοφονική μανία τους στρατιώτες από την Ανατολία.
Στις 17 Αυγούστου 1974 στο σπίτι της οικογένειας μαζεύτηκαν 23 άτομα δίνοντας κουράγιο ο ένας στον άλλον. Πολλά μικρά παιδιά που δεν είχαν συνειδητοποιήσει το εύρος της καταστροφής και το μέγεθος του κινδύνου. Ισως και να μην είχαν αντιληφθεί πλήρως αυτό που συνέβαινε στον τόπο τους.
Ο Πέτρος και ο Κώστας εκείνη την ημέρα έπαψαν να είναι παιδιά. Εχασαν τους δυο γονείς τους και τρία αδέλφια τους. Ολοι βρέθηκαν σε ομαδικό τάφο, εκτός από τον αδελφό τους, τον 9χρονο Γιάννη, που μάλλον οι Τούρκοι έθαψαν κάπου αλλού.
Ο Πέτρος Σουππουρής θυμάται: «Ηρθαν στο σπίτι μας 3-4 τέσσερις νεαροί Τουρκοκύπριοι. Μπήκαν μέσα φωνάζοντας και άρχισαν να βρίζουν και να μας βγάζουν έξω έναν-έναν». Ο Πέτρος μαζί με τον αδελφό του Γιάννη βγήκαν τελευταίοι. Πρώτα βγήκε η οικογένεια Λιασή που είχε βρει καταφύγιο στο σπίτι. Μόλις βγήκαν ακούστηκε ο ξερός κρότος μια ριπής. Στη συνέχεια βγήκε ο πατέρας, η μητέρα του και ένα-ένα, τα αδέλφια του και ο ίδιος. Ο 8χρονος Κώστας, όταν άκουσε τους πυροβολισμούς, βγήκε από την πίσω πόρτα και πήγε και κρύφτηκε στο σπίτι της γιαγιάς του.
Ο Πέτρος μόλις βγήκε από την πόρτα μαζί με τον 9χρονο Γιάννη είδε τα πτώματα των υπολοίπων στο έδαφος. Μέχρι να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, δέχθηκε μια ριπή και έπεσε δίπλα στον αδελφό του. Θυμάται: «Οταν μας πυροβόλησαν εγώ κι ο Γιάννης πέσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον. Εγώ είχα τραυματιστεί και ο Γιάννης είχε ένα τραύμα από σφαίρα στο μάτι και δεν θυμάμαι να κινείται. Αργότερα ένας φίλος μου μού είπε ότι τον είχε δει να αναπνέει». Ο Πέτρος είχε δεχθεί τρεις σφαίρες αλλά ζούσε. Από τότε ζει έχοντας στη μνήμη του ότι δίπλα του κείτονταν τα άψυχα κορμιά του πατέρα του και της μάνας του και των τριών αδελφών του, 9, 7 και 3 ετών.
Νεκρό μέσα στις λάσπες και τη λίμνη από το αίμα ήταν και το 12μηνο βρέφος της οικογένειας Λιασή. Η μόνη που γλίτωσε ήταν μια συγχωριανή που κρατούσε στα χέρια της το 10μηνο μωρό της. Η γυναίκα αυτή μετά την εισβολή έφυγε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα που ουδέποτε μίλησε για εκείνη τη μέρα. Ο Πέτρος και ο Κώστας Σουππουρής, που σώθηκαν από τη σφαγή, έγιναν στόχος των Τούρκων γιατί ήταν αυτόπτες μάρτυρες ενός φοβερού εγκλήματος. Κατάφεραν ωστόσο να προσεγγίσουν άνδρες των Ηνωμένων Εθνών και έτσι γλίτωσαν τον θάνατο. Τα δύο αδέλφια αντάμωσαν και μεταφέρθηκαν από τον ΟΗΕ στις ελεύθερες περιοχές όπου μεγάλωσαν με τους θείους τους.
Πάνω στη βιασμένη μητέρα του
Αυτά που έχει περιγράψει στη Τουρκοκύπρια δημοσιογράφο Σεβγκιούλ Ουλουντάγ ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες των όσων συνέβησαν εκείνες τις μέρες του 1974 στο Παλαίκυθρο είναι τέτοια που η λέξη «αηδία» δεν αρκεί για την περιγραφή του δολοφονικού αμόκ Τουρκοκυπρίων εναντίον συγχωριανών τους. Εγραψε η Ουλουντάγκ: «Σε ένα σπίτι ήταν μια γυναίκα με ένα παιδί. Το παιδί το είχαν πυροβολήσει στην κοιλιά και η μητέρα που το κρατούσε ήταν πεθαμένη. Υπήρχε μια άλλη γυναίκα που ήταν πληγωμένη στο πόδι. Μάθαμε αργότερα ότι το ένα της πόδι ήταν ανάπηρο και την πυροβόλησαν στο γερό της πόδι».
Στο χωριό βρήκαν και ένα παιδί που είχε επιζήσει αν και ήταν τραυματισμένο: «Το παιδί πήγε στο υπνοδωμάτιο. Στο κρεβάτι ήταν μια γυναίκα εντελώς γυμνή... Το παιδί πήδηξε πάνω της, σκεπάζοντάς τη με το σώμα του και φωνάζοντας “Μάνα μου!”. Την είχαν πυροβολήσει στα γεννητικά της όργανα και το παιδί προσπαθούσε να σταματήσει το αίμα με βαμβάκι. Την είχαν βιάσει και πυροβολήσει. Αργότερα αυτός που τη βίασε μας καυχιόταν ότι “και τους βίασα και τους σκότωσα”. Μέσα στο σπίτι ήταν ένα νεαρό κορίτσι σε μια πολυθρόνα, μισόγυμνο. Την είχαν σκοτώσει και εκείνη».
Ο Χρηστάκης εξαφανίστηκε
Hταν ένα παιδί μόλις 5 ετών. Δεν ήξερε ούτε από ειρήνη, ούτε από πόλεμο. Ο Χρηστάκης Γεωργίου προσπάθησε να κρυφτεί κάτω από το τραπέζι του σπιτιού όταν μπήκαν οι Τούρκοι και άρχισαν να σκοτώνουν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Ενας στρατιώτης βγαίνοντας από το σπίτι είδε τον 5χρονο κάτω από το τραπέζι και γύρισε το αυτόματο προς το μέρος του και τον πυροβόλησε στα πόδια. Η μητέρα του μικρού έτρεξε και τον σκέπασε με κουβέρτες και τον πήγε σε ένα πρόχειρο ιατρείο που είχαν στήσει οι Τούρκοι. Ο Χρηστάκης έπρεπε να χειρουργηθεί και η μητέρα περιμένοντας αποκοιμήθηκε.
Οταν ξύπνησε είδε το κρεβάτι του παιδιού άδειο και κανείς δεν μπορούσε να της πει τι έγινε με τον Χρηστάκη. Εκτοτε παραμένει αγνοούμενος, όπως αγνοούμενος είναι και ο πατέρας του, ο οποίος είχε συλληφθεί και ήταν αιχμάλωτος. Σε ένα τραγικό παιχνίδι της ζωής, ο τότε Τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς, το 1975, είχε διαβεβαιώσει τον Γλαύκο Κληρίδη ότι ο μικρός Χρηστάκης ζούσε και λόγω κάποιων προβλημάτων είχε μεταφερθεί και νοσηλευόταν σε νοσοκομείο στην Τουρκία. Μάλιστα είχε προσφερθεί να διευθετήσει τη μετάβαση της μητέρας Μυροφόρας Γεωργίου στη Τουρκία για να συναντηθεί με το παιδί της.
Τρεις μέρες αργότερα, όμως, οι Τουρκοκύπριοι πήραν πίσω τη διαβεβαίωση Ντενκτάς ισχυριζόμενοι ότι επρόκειτο για παρεξήγηση και δεν έχουν καμία πληροφορία για τη τύχη του παιδιού.
Ο πίνακας των παιδιών της προσφυγιάς
Ο τηλεοπτικός σταθμός ΑNT1 (Κύπρου) πριν από λίγα χρόνια είχε φέρει στο φως μια ξεχασμένη ιστορία του 1974, μέσα από τα μάτια δύο παιδιών που έτυχε να φωτογραφηθούν στις σκηνές που στήθηκαν για τους πρόσφυγες.
Ο Βασίλης Γιωργάλας εκείνες τις δύσκολες μέρες προσπάθησε να σώσει με όποιον τρόπο μπορούσε την οικογένεια του. Κατάφερε να καταλήξει στο Δασάκι της Αχνας, λίγο έξω από την Αμμόχωστο, με την ελπίδα ότι σύντομα θα τέλειωνε η συμφορά και θα επέστρεφε σπίτι του στο Μαραθόβουνο.
Ο Παναγιώτης και ο Κυριάκος ήταν τότε 5 και 3 ετών και βγήκαν από τη σκηνή μετά από μια καταιγίδα ώστε να μπορέσει η μητέρα τους να στεγνώσει τα λιγοστά τους υπάρχοντα.
Από τον προσφυγικό καταυλισμό πέρασαν κάποιοι δημοσιογράφοι από τη Βρετανία και ζήτησαν να φωτογραφίσουν τα δύο αδέλφια, καθώς στο βλέμμα τους είχε αποτυπωθεί όλη η δυστυχία της προσφυγιάς και της απώλειας.
Ο Παναγιώτης χρόνια μετά είχε πει στον ΑΝΤ1: «Ημασταν 15 άτομα μέσα στο αυτοκίνητο, στριμωγμένοι σαν σαρδέλες. Δεν ξέρω γιατί αλλά περάσαμε μέσα από την πόλη της Αμμοχώστου. Γυρνούσα το κεφάλι πίσω και έβλεπα από το τζάμι τις φωτιές, άκουγα τα αεροπλάνα και τους βομβαρδισμούς. Καταστρεφόντουσαν τα πάντα. Ηταν ό,τι πιο τρομακτικό είδα στη ζωή μου. Θυμάμαι, επίσης, που με τον αδελφό μου λέγαμε συνέχεια στη μητέρα μας πως δεν θέλαμε γάλα. Σκεφτόμασταν πως αν πίναμε και εμείς γάλα, ίσως να μην έφτανε για τα άλλα παιδιά. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ζήτησαν να φωτογραφίσουν εμάς και όχι τα άλλα παιδάκια που ήταν εκεί. Δεν ξέρω γιατί. Το 1986 έγινε μια έκθεση ζωγραφικής αφιερωμένη στο 1974 και στην τουρκική εισβολή.
Ενας ζωγράφος που είδε τη φωτογραφία και τον συγκίνησε, την αποτύπωσε με πινέλο και χρώμα στον καμβά του. Αντικρίζοντας τον πίνακα, συγκινηθήκαμε πάρα πολύ και τον αγοράσαμε μαζί με τον αδελφό μου. Βάζω τη θέση μου στη θέση της μάνας και του πατέρα μου. Με δυο μικρά παιδιά να μην ξέρουν πού να πάνε, τι θα μας συμβεί. Να παλεύουν καθημερινά μέσα στη δυστυχία και στον πόνο που προκαλεί ο πόλεμος. Μακάρι να μη ζήσει κανείς μας ποτέ ξανά τέτοια δυστυχία».