«…λαλούμεν ελληνιστί, βουλγαριστί, βλαχιστί, αλβανιστί αλλ’ ουδέν ήττον εσμέν άπαντες Έλληνες και ουδενί επιτρέπομεν ν’ αμφισβητεί προς ημάς τούτο»
του Χρήστου Μαχαιρίδη
Η ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε, με την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, και την υπερψήφισή της από το ελληνικό κοινοβούλιο, τον γεωγραφικό προσδιορισμό Βόρεια Μακεδονία, ως ονομασία του εκκολαπτόμενου κρατιδίου στα βόρεια σύνορα της χώρας μας, υποτιμώντας το γεγονός ότι τη διαφοροποίηση των όρων «γεωγραφική» και «ιστορική» Μακεδονία την επέβαλαν οι Βούλγαροι εθνικιστές μετά το βουλγαρικό εκκλησιαστικό σχίσμα του 1870. Οι Βούλγαροι θέτοντας την ιστορική Μακεδονία στην κλίνη του Προκρούστη, προέκτειναν τα όριά της βόρεια των Σκοπίων για να εξυπηρετήσουν τις επιδιώξεις τους, προετοιμάζοντας άθελά τους, το έδαφος για την επινόηση από τον Τίτο του «μακεδονικού» έθνους το 1944.
"Sponsored links"
Από έγκριτους νομικούς και καθηγητές γεωπολιτικής θεωρίας και στρατηγικής αμφισβητείται ωστόσο η εγκυρότητά της Συμφωνίας των Πρεσπών. Τα ιστορικά-διπλωματικά σημεία ακυρότητας της Συμφωνίας, που επικαλούνται, είναι τα εξής:
«Πρώτον, η δημιουργία των Σκοπίων παραβιάζει το Πρωτόκολλον των Αθηνών, την Ελληνο-Σερβική Συμφωνία και το Οριοθετικόν Πρακτικόν Βενιζέλου – Πάσιτς του 1913.
Δεύτερον, η ύπαρξη και δημιουργία των Σκοπίων κινείται εις απολύτως αντίθετον τροχιάν από τα οριζόμενα από τη Συνθήκη Βουκουρεστίου 1913. Εκ της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913, αλλά και άλλων ιστορικών γεγονότων, ουδαμώς προκύπτει η ύπαρξη κρατικής οντότητος μεταξύ των ελληνοσερβικών συνόρων υπό την επωνυμίαν «Μακεδονία».
Τρίτον, τα σύνορα των Σκοπίων με την Ελλάδα δεν έχουν τη δέουσα νομική κατοχύρωση.
Ο Έλληνας σλαυόφωνος πρωταγωνιστής του Μακεδονικού Αγώνα, Καπετάν Κώττας Χρήστου (Κωνσταντίνος Χρήστου).
Πέμπτον, η οιαδήποτε νομιμοποίηση ή αναγνώριση ή ονομασία, όπως και τα όρια των συνόρων του εκ τεχνηματικής κρατογενέσεως προκύψαντος αυτού κρατιδίου, πρέπει να καθορισθούν μέσω Βαλκανικού Συμφώνου, με την υπογραφή Σερβίας και Ελλάδος και την προσυπογραφή του από τα Σκόπια».
Οι Γραικομάνοι
Η Ελλάδα φαίνεται να συνεχίζει την εθνική της ύπνωση και να αδιαφορεί για τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας των Σκοπίων. Το επίθετο γραικομάνος είναι μάλλον άγνωστο στην πλειονότητα των Ελλήνων αλλά μόνο άγνωστο δεν ήταν προς τα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου όταν ένοπλα σώματα Γραικομάνων υπό την ηγεσία του καπετάν Κώττα Χρήστου έδρασαν κατά των Οθωμανών κατακτητών και των Βούλγαρων κομιτατζήδων πριν καν ακόμα τα εθελοντικά σώματα των ελληνόφωνων Μακεδονομάχων σπεύσουν στην αμφισβητούμενη από τους Βούλγαρους μακεδονική γη. Οι Γραικομάνοι, δηλαδή «εκείνοι που έχουν μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα», είναι σλαυόφωνοι Μακεδόνες ελληνικής καταγωγής και συνείδησης. Η προπαγάνδα ότι οι Γραικομάνοι δεν είναι Έλληνες, αλλά ότι αποτελούν ξεχωριστό έθνος, είναι δημιούργημα των Σοβιετικών την περίοδο του μεσοπολέμου, απολύτως ευθυγραμμισμένο με την τσαρική γεωπολιτική του πανσλαυισμού. Την ελληνική συνείδηση των Γραικομάνων μαρτυρεί το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι στα «σλαυομακεδόνικα»:
Να Γκραντάτς Πούκαϊα,
"Sponsored links"
να Γκουμέντσα σλούσαϊα.
Γκ’ρτσοι αντάρτσοι φ’ρλια,
Μπουγκάρτσκι κούτσινια πάγκιατ.
Μόμιτε σε σμέια
πισκέσιε να Γκ’ρτσιτε.
Γκ’ρτσιτε σε μόλια:
Μπουγκάριν ντα ζακόλια,
Μπουγκάριν ντα ζακόλια,
Κρ’φτα ντα μα πία,
Κρ’φτα ντα μα πία,
ζέμια Γκ’ρτσια ντα ισμία.
Που στα ελληνικά μεταφράζεται:
Στο Γκαντάτσι (κορυφή του Πάικου) πυροβολούσαν,
στη Γουμένισσα ακούγαν.
Έλληνες αντάρτες ρίχναν,
Βουλγάρικα σκυλιά πέφταν.
Τα κορίτσια κουβαλούσαν
δώρα στους Έλληνες.
Τους Έλληνες (αντάρτες) παρακαλούσαν:
Βούλγαρο να σφάζαν,
Βούλγαρο να σφάζαν,
το αίμα του να πίναν,
το αίμα του να πίναν,
την Ελληνική γη να καθαρίζαν.
Ένοπλο σώμα Ελλήνων εθελοντών Μακεδονομάχων.
Ο Γραικομάνος οπλαρχηγός, Κώττας Χρήστου (Κωνσταντίνος Χρήστου), ο οποίος πρωταγωνίστησε στον Μακεδονικό αγώνα, δεν ήξερε λέξη ελληνικά. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να πολεμήσει και να πεθάνει ως Έλληνας. Στις αρχές του 1901, όταν στην πόλη της Καστοριάς είχε αφιχθεί ο νέος μητροπολίτης, Γερμανός Καραβαγγέλης, οι Βούλγαροι εθνικιστές της ΕΜΕΟ είχαν ήδη προχωρήσει σε βίαιες πράξεις κατά των ελληνικών πληθυσμών της Βορειοδυτικής Μακεδονίας με αθρόες δολοφονίες ιερέων, προκρίτων και δασκάλων. Η δολοφονία του δάσκαλου Βασίλειου Μελεγγάνου, δασκάλου στη Σέτομα (Κεφαλάρι), την εποχή εκείνη, είχε τρομοκρατήσει τους ελληνικούς πληθυσμούς και άρχισαν να εγκαταλείπουν μαζικά τα χωριά της υπαίθρου και να συσσωρεύονται ως πρόσφυγες στην πόλη της Καστοριάς. Οι Έλληνες μετά τις προτροπές του καπετάν Κώττα που περιόδευε στα χωριά της υπαίθρου άρχισαν σταδιακά να δηλώνουν φανερά τα εθνικά τους αισθήματα και αυτό, είχε από τη μία τονώσει το ελληνικό φρόνημα, αλλά από την άλλη, είχε προκαλέσει την μήνιν των Βουλγάρων. Ο Κώττας την εποχή εκείνη θεωρούνταν, όπως διαπίστωσε και ο Γερμανός Καραβαγγέλης, «προστάτης των Ορθοδόξων και το φόβητρο των Βουλγάρων» και είχε καλλιεργήσει το κλίμα ώστε να δημιουργηθούν οι πρώτοι αντιστασιακοί πυρήνες.
Στις αρχές του 1903 ο Κώττας Χρήστου βρίσκονταν στην περιοχή Καστοριάς προκειμένου να αναζητήσει πόρους για τη συντήρηση των πολυάριθμων αντάρτικων σωμάτων. Το ελληνικό κράτος και η Μητρόπολη Καστοριάς ήταν τότε ιδιαίτερα φειδωλοί στις οικονομικές ενισχύσεις και γι‘ αυτό το λόγο ο Κώττας ήλθε σε επαφή με τους Αλβανούς μπέηδες της Καστοριάς που τον συνέδραμαν οικονομικά με αντάλλαγμα την προστασία των αλβανικών οικογενειών της περιοχής. Στη συνέχεια μετέβη στις Πρέσπες, όπου προχώρησε σε αναδιοργάνωση του σώματός του. Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1903, ο Κώττας συγκρούστηκε με τμήμα οθωμανικού στρατού κοντά στο Λουμπόινο (Βόρεια Μακεδονία) των Πρεσπών.
Στις αρχές του 1904, ο Κώττας Χρήστου με τους οπλαρχηγούς Νικόλαο Πύρζα, Παύλο Κύρου, Γεώργιο Κολίτση, Σίμο Ιωαννίδη, τους συντρόφους του Βασίλειο Ράμμο από την Όστιμα και Ηλία Γκαδούτση από το Ζέλοβο και τον μεγαλέμπορο του Μοναστηρίου και ιδρυτή της Εσωτερικής Οργάνωσης Μοναστηρίου Σπυρίδωνα Δούμα, μετέβησαν στην Αθήνα για να καταστρώσουν από κοινού με τους αξιωματικούς, την επίσημη έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα. Εκεί, ο Στέφανος Δραγούμης μεσολάβησε, ώστε ο διάδοχος Κωνσταντίνος να συναντήσει τον Κώττα Χρήστου. Ο καπετάν Κώττας εξέθεσε στον διάδοχο Κωνσταντίνο την κρίσιμη κατάσταση του Ελληνισμού της Βορειοδυτικής Μακεδονίας και ζήτησε την αρωγή του ελληνικού κράτους.Η συνάντηση αυτή, τον Ιανουάριο του 1904, είχε ως αποτέλεσμα την επίσημη εμπλοκή του ελληνικού κράτους στην υπόθεση της Μακεδονίας. Πράγματι, στα τέλη Φεβρουαρίου του 1904, πραγματοποίησε την πρώτη του περιοδεία στη Μακεδονία, ο αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, Παύλος Μελάς, με τους Αλ. Κοντούλη, Αν. Παπούλα και Γ. Κολοκοτρώνη.
Ο καπετάν Κώτας Χρήστου ενσάρκωσε για την περίοδο 1901 – 1904 τον πρωτοπόρο Έλληνα σλαυόφωνο μαχητή που κυριάρχησε στο προσκήνιο της νεώτερης ελληνικής ιστορίας στο μεταίχμιο δύο κρίσιμων αιώνων, όπως επισημαίνει και ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος.Ξεκίνησε τη δράση του από τη Μακεδονική Επανάσταση του 1896 και μετά την αποτυχία της, ελλείψει οποιασδήποτε βοήθειας από τις επίσημες ελληνικές αρχές (κράτος, εκκλησία) ακολούθησε ανεξάρτητη δράση. Ειλικρινής υποστηρικτής της Ελληνοβουλγαρικής συνεργασίας για τη Μακεδονία, (συνήθιζε να λέει: ας σκοτώσουμε πρώτα την αρκούδα και για το τομάρι είναι εύκολο να το μοιράσουμε), συμμετείχε αρχικά σε πολλαπλές κοινές επιχειρήσεις με την ΕΜΕΟ, αλλά διαχώρισε τη θέση του όταν η βουλγαρική οργάνωση έθεσε ως προτεραιότητα την εκκαθάριση των Ελλήνων. Στη συνέχεια αποδύθηκε σε σκληρό αγώνα κατά του Βουλγαρικού κομιτάτου και ιδιαίτερα κατά κομιτατζήδων που επιδίδονταν σε αγριότητες σε βάρος Ελλήνων αλλά και άλλων χριστιανών. Ήδη από το 1901 αποτελούσε τον κυριότερο εχθρό των Βουλγάρων στη Βορειοδυτική Μακεδονία. Η ηγετική του παρουσία στην περιοχή και η μεγάλη επιρροή που ασκούσε σε μεγάλους πληθυσμούς, τον κατέστησαν το βασικό εκφραστή της ελληνικής ιδέας στην περιοχή και διατήρησε άσβεστη την ελπίδα των Ελλήνων κατοίκων ανυψώνοντας το ηθικό τους σε περιόδους που η βουλγαρική τρομοκρατία ήταν ολοκληρωτική. Έτσι, όταν το 1901 μπόρεσε να εδραιωθεί εξασφαλίζοντας την υποστήριξη της Μητρόπολης Καστοριάς, αλλά και του ελληνικού κράτους, μέσω του προξενείου του Μοναστηρίου, αντιμετώπισε το Βουλγαρικό κομιτάτο επί ίσοις όροις και μπόρεσε να ασκήσει την προσωπική του πολιτική επιλογή που ήταν η εξεύρεση κοινού πλαισίου δράσης μεταξύ όλων των χριστιανών.
Όταν το 1905 συνελήφθη και οι Οθωμανοί κατακτητές τον οδήγησαν στην κρεμάλα, στην πλατεία Ατ Παζάρ της πόλης του Μοναστηρίου, ο καπετάν Κώττας απαίτησε να του λύσουν τα χέρια, ανέβηκε μόνος του στο ικρίωμα και αφού φώναξε για τελευταία φορά στα σλαυομακέδονικα «Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια!» (Ζήτω η Ελλάδα), κλώτσησε μόνος του το υποπόδιο, και κρεμάστηκε.
………………………………………………………………………………
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για τη σύνταξη του κειμένου ανακτήθηκαν πληροφορίες από τη σχετική βιβλιογραφία, το αρχείο του συγγραφέα, το διαδίκτυο, και από τις πρόσφατες δηλώσεις του Ιωάννη Μάζη, καθηγητή Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.