Γράφει ο Δημήτριος Νικ. Δασκαλάκης, Δικηγόρος Αθηνών
«Περισσότερο φοβούμαι τα δικά μας σφάλματα παρά των εχθρών τα σχέδια»
Θουκιδίδου Ιστορίαι Α 144, Επιτάφιος Περικλέους
«Η πτώση της Κωνσταντινούπολης για το Έθνος μας, δεν είχε τέτοια σημασία, όπως αυτή η έξοδος του Ελληνισμού από ολόκληρη την Ανατολή. Ένα φοβερό πράμα…».
Διδώ Σωτηρίου
Το παρόν άρθρο είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής και αφιερώνεται στην μνήμη των χιλιάδων Ελλήνων στρατιωτών και προσφύγων που σκοτώθηκαν κατά την μικρασιατική εποποιία, αφήνοντας τα κόκκαλά τους στην ιερά αιματοβαμμένη Ιωνική γη.
Φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ανείπωτη μικρασιατική καταστροφή που συγκλόνισε ολόκληρο τον Ελληνισμό, σημαδεύοντας ανεξίτηλα για πολλές δεκαετίες την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας και πληγώνει μέχρι σήμερα τις καρδιές όλων των Ελλήνων.
Η μικρασιατική καταστροφή του 1922 συνιστά αναντίρρητα την μεγαλύτερη εθνική τραγωδία στην Ιστορία του νεότερου Ελληνικού Κράτους. Ο απόηχος του σπαραγμού για την τραγική απώλεια της Ιωνικής γης που φθάνει έως σήμερα, κρατά ζωντανή την Ιστορική Μνήμη για τις θλίψεις, τα δεινά και τα βάσανα που υπέστη ο μαρτυρικός Μικρασιατικός Ελληνισμός από την τουρκική θηριωδία.
Ο βίαιος ξεριζωμός του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας που σημειώθηκε υπό τις δραματικές συνθήκες των σφαγών, πυρπολήσεων και λεηλασιών αποτελεί κορυφαίο ιστορικό γεγονός στην εθνική ζωή των Ελλήνων, γιατί όχι μόνο θέτει οριστικά ταφόπλακα στο όνειρο της «Μεγάλης Ιδέας», αλλά κυρίως επειδή τερματίζει άδοξα την μακραίωνη παρουσία μας στα Μικρασιατικά παράλια.
Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές η παρουσία του Ελληνισμού στην Μικρά Ασία καταγράφεται τουλάχιστον από την 2η χιλιετηρίδα π.Χ., καθώς ειδικά στα μικρασιατικά παράλια εγκαταστάθηκαν από πολύ νωρίς διάφορα ελληνικά φύλα (Ίωνες, Αιολείς, Δωριείς), ιδρύοντας σημαντικότατες αποικίες που αποτέλεσαν στο διάβα των αιώνων μεγάλα διοικητικά, οικονομικά, εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα της Μεσογείου. Σπουδαιότερες από αυτές τις αποικίες υπήρξαν η Σμύρνη, η Μίλητος, η Έφεσος, η Φώκαια και άλλες.
Στην Διάσκεψη των Νικητών στο Παρίσι τον Φεβρουάριο του 1919, κατατέθηκε από την Ελληνική Αντιπροσωπεία υπόμνημα που απευθυνόταν προς στο Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο, με το οποίο επιδιωκόταν η αναγνώριση των εθνικών μας αξιώσεων στα μικρασιατικά εδάφη που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού, καθόσον σύμφωνα με τα στοιχεία της ελληνικής πλευράς στην Μικρά Ασία διαβιούσαν 1.694.000 Έλληνες, ενώ στην περιοχή της Θράκης και της Κωνσταντινούπολής διαβιούσαν επιπλέον περίπου 731.000.
Στο πλαίσιο της παραπαίουσας φεουδαρχικής Αυτοκρατορίας οι ελληνικές κοινότητες διακρίνονταν για το υψηλό μορφωτικό τους επίπεδο και για την οικονομική τους ευμάρεια, αποτελώντας την μεσαία και ανώτερη κοινωνική τάξη του Οθωμανικού Κράτους και προξενώντας παράλληλα τον φθόνο των Νεότουρκων1. Ο Ελληνισμός της Ανατολίας κυριαρχούσε εμπορικά, οικονομικά και πολιτισμικά, διατηρώντας ακέραιη την ορθόδοξη και εθνική του συνείδηση μέσα σε ένα συχνά εχθρικό και αφιλόξενο περιβάλλον.
Έχουν γραφτεί δεκάδες βιβλία που διασώζουν την ιστορική μνήμη περιγράφοντας με ζωηρά χρώματα την πρωτοφανή σε έκταση εθνική συμφορά της Μικρασιατικής Καταστροφής, επιχειρώντας να αποδώσουν (στο μέτρο του δυνατού) την αγωνία, τον θρήνο, και την οδύνη για την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου, την πυρπόληση της κοσμοπολίτικης Σμύρνης από τους Τούρκους, τον μαρτυρικό θάνατο του μετέπειτα Αγίου Εθνοϊερομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης2, τις σφαγές, τους βασανισμούς, τους βιασμούς και τις φρικαλεότητες που διέπραξαν οι αιμοσταγείς κεμαλικές ορδές εις βάρος τόσο των Ελλήνων στρατιωτών, όσο και του άμαχου ελληνικού πληθυσμού.
Τα βιβλία που περιγράφουν το δράμα του ξεριζωμού και της προσφυγιάς του Μικρασιατικού Ελληνισμού έχουν γραφεί από διακεκριμένους Έλληνες και ξένους ιστορικούς αλλά και από πολιτικά και στρατιωτικά πρόσωπα που υπήρξαν πρωταγωνιστές των συγκλονιστικών γεγονότων της κατάρρευσης του Μετώπου, τα οποία διαφωτίζουν (στο μέτρο που υπηρετείται η αμερόληπτη ιστορική αλήθεια) τα πολιτικοοικονομικά και στρατιωτικά αίτια της ταπεινωτικής ήττας ενός περήφανου και αξιόμαχου (αλλά πολιτικά προδομένου) ελληνικού στρατού που οδήγησε στην εξαφάνιση της μακραίωνης παρουσίας του Ελληνισμού από την Μικρασιατική γη.
Το παρόν άρθρο φιλοδοξεί να αναδείξει μια άγνωστη στο ευρύ κοινό και μικρή σε τοπική έκταση αλλά μεγαλειώδη σε σημασία νίκη των Ελλήνων Ευζώνων, που επιτεύχθηκε υπό την εμπνευσμένη και ηρωική καθοδήγηση του συνταγματάρχη Νικολάου Πλαστήρα3 και υπήρξε καθοριστική για την σωτηρία ολοκλήρου του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος.
Στις 13 Αυγούστου (παλαιό ημερολόγιο) του 1922 στην πόλη του Αφιόν Καραχισάρ εκδηλώθηκε η καλά προετοιμασμένη και σχεδιασμένη επίθεση του τουρκικού στρατού, υπό την διοίκηση και εποπτεία του Κεμάλ Ατατούρκ, εναντίον ενός ηθικά παρηκμασμένου ελληνικού στρατού που βρισκόταν –μετά την καταστροφική και εθνικά εγκληματική προέλαση προς τον Σαγγάριο– σε κατάσταση απειθαρχίας, αποσυντονισμού και ημιδιάλυσης, περιμένοντας μοιρολατρικά την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου.
Το Σαλιχλή ήταν κωμόπολη που απείχε 96 χιλιόμετρα ανατολικά της Σμύρνης και αποτελούσε σημαντικό συγκοινωνιακό και σιδηροδρομικό κόμβο που συνδεόταν σιδηροδρομικώς με το λιμάνι της Σμύρνης. Ως εκ τούτου, ο έλεγχος της πόλης είτε από τις ελληνικές είτε από τις τουρκικές δυνάμεις αποκτούσε μεγάλη στρατηγική σημασία για την εξέλιξη του μικρασιατικού πολέμου.
Οι τουρκικές δυνάμεις διατάχθηκαν να προελάσουν προς το Σαλιχλή, με σκοπό να καταλάβουν το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης και να αποκόψουν την υποχώρηση του διαλυμένου στο Αφιόν Καραχισάρ ελληνικού στρατού.
Η Διοίκηση της Στρατιάς Σμύρνης εκδίδει κατεπείγουσα διαταγή, σύμφωνα με την οποία ελληνικά στρατιωτικά τμήματα πρέπει να προωθηθούν εγκαίρως προς το Σαλιχλή, κρατώντας ανοιχτή την σιδηροδρομική γραμμή, ώστε να διευκολυνθεί η υποχώρηση των αποδιοργανωμένων μεραρχιών, καθώς και η φυγή των προσφύγων της Φιλαδέλφειας που συνέρρεαν στην πόλη σε ατελείωτα καραβάνια.
Το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων με μερικές άλλες στρατιωτικές μονάδες συναπάρτιζαν το Απόσπασμα Πλαστήρα, το οποίο στάθμευε λίγο έξω από την Φιλαδέλφεια και ήταν το μόνο αξιόμαχο και συντεταγμένο τμήμα του Ελληνικού Στρατού που θα μπορούσε να φέρει σε αίσιο πέρας την κρίσιμη αποστολή, προκειμένου το Σαλιχλή να παραμείνει υπό ελληνική διοίκηση και κατοχή.
Πρωταρχικό μέλημα της ελληνικής στρατιωτικής διοίκησης ήταν να παραμείνει ελεύθερος ο σιδηροδρομικός δίαυλος επικοινωνίας που συνέδεε το Σαλιχλή με την Σμύρνη, ώστε να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη μεταφορά των υποχωρούντων ελληνικών τμημάτων και των προσφυγικών πληθυσμών, πριν προλάβουν οι δυνάμεις του τουρκικού στρατού να τον καταλάβουν.
Την νύχτα όμως της 23ης Αυγούστου 1922 δύο μεραρχίες του τουρκικού ιππικού, εκμεταλλευόμενες την αδράνεια της ελληνικής ταξιαρχίας ιππικού, βρήκαν την ευκαιρία να διεισδύσουν στην πόλη από βορρά προς τον νότο, καταλαμβάνοντας καίριες θέσεις απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Ενώπιον αυτής της τραγικής κατάστασης, ο Πλαστήρας αποφασίζει να αμυνθεί με κάθε δυνατό μέσο, επιχειρώντας να αναχαιτίσει την τουρκική προέλαση.
Το Σαλιχλή έπρεπε πάση θυσία να ανακαταληφθεί και να απωθηθούν οι τουρκικές δυνάμεις, ώστε να φυγαδευτούν με σχετική ασφάλεια οι καταπονημένες μεραρχίες που υποχωρούσαν προς την Σμύρνη αλλά και να διασωθούν τα χιλιάδες γυναικόπαιδα που κατέφθαναν αλαφιασμένα από την μικρασιατική ενδοχώρα καθώς τελούσαν υπό την άμεση απειλή των τουρκικών ωμοτήτων.
Ο συγγραφέας και ιστορικός Σέφης Αναστασάκος στο τρίτομο έργο του «Ο Πλαστήρας και η εποχή του», περιγράφει την επική μάχη του Σαλιχλή ως εξής:
«Άρχισε μία σκληρή αναμέτρηση μέσα στην πόλη, μεταξύ των τσολιάδων του 5/42 και μιας μονάδας ιππικού, με τους Τούρκους Ιππείς και τους άτακτους. Στην πρώτη φάση, οι Τούρκοι κυριάρχησαν στην πόλη, αφού είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο ένα τάγμα του 5/42. Στην συνέχεια, στις επικές οδομαχίες μπήκαν ορμητικά και οι τσολιάδες των δύο άλλων ταγμάτων, που ήταν ακόμη έξω από την πόλη, οπότε μεταβλήθηκε ο συσχετισμός δυνάμεων. Οι τσολιάδες καθοδηγούμενοι προσωπικά από τον Πλαστήρα –που και ο ίδιος πολεμούσε με το πιστόλι στο χέρι–, σιγά αλλά σταθερά, απωθούσαν τους Τούρκους. Μετά από σκληρές οδομαχίες, η έκβαση της αναμέτρησης παρέμεινε ακόμα αμφίρροπη.
Σε μία από τις αρχικές συγκρούσεις, διαδόθηκε η φήμη ότι ο Μαύρος Καβαλάρης σκοτώθηκε και προς στιγμήν επικράτησε σύγχυση. Πράγματι, σε κάποια στιγμή που με τους τσολιάδες του επιχειρούσε με έφοδο ν' απωθήσει τους Τούρκους, τραυματίστηκε ελαφρά, αλλά ο ίδιος δεν εγκατέλειψε τη μάχη.
Οι αξιωματικοί όμως του 5/42, παρά την αβάσιμη, όπως αποδείχτηκε, πληροφορία, συνέχιζαν με πείσμα τις οδομαχίες, ανατρέποντας τις θέσεις των Τούρκων σε οχυρωμένες κατοικίες και πυκνοκατοικημένες συνοικίες. Η σύντομη διάψευση της φήμης αυτής έδωσε νέα επιθετική ορμή στους τσολιάδες, που τώρα είχαν να αντιμετωπίσουν και νέες τουρκικές ενισχύσεις, που κατέφθαναν ολοένα στην πόλη. Ο Πλαστήρας και οι άνδρες του βρέθηκαν τώρα μεταξύ δύο πυρών, χωρίς να διαθέτουν και εφεδρείες, γιατί όλοι έπαιρναν μέρος στις οδομαχίες.
Το Σαλιχλή, όμως, έπρεπε να ανακαταληφθεί με κάθε κόστος και το λάθος της Ταξιαρχίας ιππικού έπρεπε να διορθωθεί εκ των ενόντων. Σε αντίθετη περίπτωση, αν συνεχιζόταν ο έλεγχος της πόλης απ' τους Τούρκους, αυτό θα οδηγούσε σε εγκλωβισμό των υποχωρούντων τμημάτων της Στρατιάς, την αιχμαλωσία τους, αλλά και την ανελέητη σφαγή χιλιάδων καταδιωκόμενων.
Ήδη, οι πληροφορίες από παντού μιλούσαν για ομαδικές σφαγές αθώων ανθρώπων, γυναικόπαιδων στα χωριά και στις πόλεις αδιακρίτως, όπου έμπαινε ο τουρκικός στρατός και ιδιαίτερα οι άτακτοι Τσέτες.
Οι πιο αδίστακτοι από αυτούς προέβαιναν σε ομαδικούς βιασμούς και επιδίδονταν στην αρπαγή χριστιανικών περιουσιών, καθώς και σε εκτέλεση των ιδιοκτητών, που έβλεπαν τα σπίτια τους να ληστεύονται και να καίγονται. Οι πρωτοφανείς αυτές θηριωδίες και αγριότητες των Τούρκων σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού δεν εκδηλώνονταν βέβαια τώρα για πρώτη φορά. Από τις αρχές του αιώνα, είχε ήδη αρχίσει συστηματική γενοκτονία σε βάρος του ελληνικού χριστιανικού στοιχείου, στο πλαίσιο της πολιτικής εθνοκάθαρσης των Νεότουρκων.
Η μάχη στο Σαλιχλή κράτησε όλη τη νύχτα και το 5/42 και οι έμπειροι και πειθαρχημένοι τσολιάδες απωθούσαν τις τουρκικές δυνάμεις, οι οποίες αγωνίζονταν να κρατηθούν μέσα στην πόλη. Στη φάση αυτή, κατά το σχέδιο, θα έπρεπε να εμφανιστεί το ελληνικό ιππικό ώστε να πλευροκοπήσει τους Τούρκους. Αυτό όμως δεν έγινε και οι τσολιάδες είχαν τώρα ν' αντιμετωπίσουν και τις τουρκικές εφεδρείες.
Το πρωί της άλλης ημέρας, ο Πλαστήρας ήλεγχε το Σαλιχλή μετά από μάχες σπίτι με σπίτι και οι αμαξοστοιχίες, η μία πίσω από την άλλη, μετέφεραν πλέον με ασφάλεια τις μονάδες της Στρατιάς με κατεύθυνση το λιμάνι του Τσεσμέ και τους χιλιάδες πρόσφυγες προς τη Σμύρνη»4.
Μετά από επικό ηρωικό αγώνα και το πνεύμα αυτοθυσίας και αυταπάρνησης που επέδειξαν οι τσολιάδες του Αποσπάσματος Πλαστήρα, η Νίκη στεφάνωσε τα ελληνικά όπλα. Ο ελληνικός στρατός μετά από σκληρή αναμέτρηση κατόρθωσε να επιβληθεί των υπέρτερων τουρκικών δυνάμεων, διατηρώντας ανοικτή την σιδηροδρομική γραμμή Σαλιχλή-Σμύρνης.
Υπό τα δεδομένα αυτά, αν οι Τούρκοι είχαν κατορθώσει να ελέγξουν μέχρι τέλους το σιδηροδρομικό σταθμό του Σαλιχλή, θα ματαίωναν την ασφαλή υποχώρηση των ελληνικών μεραρχιών, γεγονός που θα οδηγούσε στην αιχμαλωσία ολόκληρης της Στρατιάς, καθώς είχε προηγηθεί νωρίτερα η παράδοση των κύριων τμημάτων του Α΄ και Β΄ Σώματος Στρατού.
Παράλληλα, θα καθίστατο ανέφικτη η φυγή και η σωτηρία χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων που εγκατέλειπαν μαζικά τις πατρογονικές τους εστίες, προκειμένου να λυτρωθούν από τις μαζικές σφαγές, τις βιαιοπραγίες και τους εξανδραποδισμούς των Τσετών, του τακτικού τουρκικού στρατού και των φανατικών μωαμεθανών πολιτών.
Η περίτρανη αυτή νίκη του Ελληνικού στρατού που επιτεύχθηκε χάρη στην ηρωική, αποφασιστική και στιβαρή ηγεσία του συνταγματάρχη Πλαστήρα, παραμένει εν πολλοίς άγνωστη μεταξύ των Ελλήνων, μολονότι χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες και Μικρασιάτες πρόσφυγες διεσώθησαν από τον εγκλωβισμό, την περικύκλωση και τον βέβαιο θάνατο.
Δεν διέλαθε όμως της προσοχής του μεγάλου σφαγέα του Μικρασιατικού και Ποντιακού Ελληνισμού Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος αναγνωρίζοντας την ηρωική και ανεκτίμητη προσφορά του Πλαστήρα καθ’ όλη την διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας δήλωσε τα εξής:
«Ο Πλαστήρας είναι άξιος κάθε τιμής και εγώ ως εχθρός έχω καθήκον να ομολογήσω πρώτος την μεγάλη αξία του αντιπάλου μου. Ο Πλαστήρας δεν έσωσε μόνο την τιμή των Ελληνικών όπλων, έσωσε ακόμη και την Ελλάδα, η οποία χωρίς την πατριωτική επέμβασή του θα ήταν τελείως κατεστραμμένη».
Δυστυχώς, όμως, παρατηρείται σήμερα, ειδικά μεταξύ των νέων ανθρώπων, άμβλυνση της εθνικής τους συνείδησης, γεγονός που, αν δεν αντιμετωπιστεί, θα οδηγήσει στην ιστορική λήθη της Μικρασιατικής Καταστροφής που συνετάραξε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο.
Οι εκδηλώσεις μνήμης περιορίζονται σε θεατρικά και μουσικοχορευτικά δρώμενα που αποσιωπούν τον πόνο της προσφυγιάς, τον θρήνο και την οδύνη για τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από την πατρογονική του εστία, καλλιεργώντας μια ανάλαφρη, επιδερμική και επιφανειακή ιστορική σχέση με τα δραματικά γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Και ένας λαός που ξεχνά την Ιστορία του, θα υποχρεωθεί μοιραία να την ξαναζήσει στην πολύ χειρότερη εκδοχή της, ώστε να την ξαναθυμηθεί.
Όμως, η μακραίωνη και αδιάλειπτη παρουσία των Ελλήνων στην γη της Ιωνίας για σχεδόν 3000 χρόνια δεν είναι δυνατόν να ξεριζωθεί, αφού έχει γαλουχήσει με θύμησες, τραγούδια, αφηγήσεις παλαιοτέρων, σμυρναίικες συνταγές μαγειρικής και τοπωνύμια την «ματωμένη ψυχή» του Μικρασιατικού Ελληνισμού, που μεταλαμπαδεύτηκε στην «Παλαιά Ελλάδα», σφραγίζοντας ανεξάλειπτα την Ιστορική Μνήμη του Έθνους.
Ολόκληρη η Ανατολία των Αγίων και των Ηρώων λαχταρά να ακούσει ξανά τον ήχο της καμπάνας, να μυρίσει την ευωδία του θυμιάματος, να περιφέρει στα χωριά και στις κωμοπόλεις τον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής, ενώ η Αγία Φωτεινή και ο Άγιος Βουκόλος5 (Πολιούχος πρώτος Επίσκοπος Σμύρνης) περιμένουν καρτερικά την ώρα που θα λάβουν ξανά την περίοπτη θέση την οποία κατείχαν στις ψυχές των ευλαβών Μικρασιατών.
Ας κρατήσουμε όλοι στα μύχια της ψυχής μας ζωντανή την ελπίδα να σιγοκαίει προσδοκώντας με ειλικρινή θέρμη ότι η αλησμόνητη Μικρασιατική γη θα ξαναγίνει, με το Θέλημα του Θεού, η αγαπημένη μας πατρίδα, του Μύθου και του Θρύλου!
Εξάλλου, ας είμαστε ρεαλιστές, ας επιδιώκουμε το αδύνατο!
(*) Η μάχη του Στάλινγκραντ (από 17 Ιουλίου 1942 μέχρι τις 2 Φεβρουαρίου 1943) υπήρξε η φονικότερη και η κρισιμότερη (για το Ανατολικό Μέτωπο) στρατιωτική αναμέτρηση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μεταξύ των Ρώσων και των Γερμανών που έληξε με την επικράτηση των πρώτων. Προκάλεσε τρομακτικές απώλειες σε έμψυχο υλικό και στις δύο πλευρές των εμπολέμων. Υπολογίζονται σε πάνω από 1.500.000 οι νεκροί και οι αγνοούμενοι του πολέμου. Το κύριο χαρακτηριστικό της μάχης του Στάλινγκραντ ήταν ότι εξελίχθηκε σε ανηλεείς οδομαχίες εντός του αστικού ιστού της πόλης, από δρόμο σε δρόμο και από σπίτι σε σπίτι. Έχει καθιερωθεί να χαρακτηρίζεται «ως μάχη του Στάλινγκραντ» κάθε πολεμική σύγκρουση που λαμβάνει χώρα εντός κατοικημένης περιοχής.
Ο Γάλλος δημοσιογράφος και ιστορικός Ρενέ Πυώ (Rene Puaux) που είχε επισκεφθεί την Σμύρνη, ως απεσταλμένος της γαλλικής εφημερίδας «Le temps» περιγράφει στο βιβλίο του «Ο θάνατος της Σμύρνης» τον μαρτυρικό θάνατο του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου ως εξής:
«Μία γαλλική περίπολος από είκοσι άνδρες, τους οποίους συνόδευα μαζί με έναν άλλο πολιτοφύλακα, κατευθύνθηκε αμέσως στη Μητρόπολη, με σκοπό να πειστεί ο Μητροπολίτης να έρθει και να παραμείνει στην εκκλησία της Sacre-Coeur ή στο Γαλλικό Προξενείο. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος δεν δέχθηκε, λέγοντας ότι ως καλός ποιμένας είχε χρέος να μείνει κοντά στο ποίμνιό του. Ο όχλος άρπαξε χωρίς χρονοτριβή το Μητροπολίτη και τον οδήγησε λίγο πιο πέρα, μπροστά στο κομμωτήριο του Ιsmail, ενός Ιταλού προστατευόμενου, εκεί σταμάτησαν και τον έντυσαν με μία άσπρη μπλούζα που πήραν από τον κομμωτή. Άρχισαν αμέσως να τον κτυπούν λυσσασμένα με γροθιές και με ξύλα και να τον φτύνουν στο πρόσωπο, του τρύπησαν με μαχαιριές το σώμα, του ξερίζωσαν τη γενειάδα, του έβγαλαν τα μάτια, του έκοψαν τη μύτη και τα αυτιά. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε τα γεγονότα μέχρι τη σκηνή που περιγράψαμε. Οι άνδρες που την αποτελούσαν (επρόκειτο για ναύτες), είχαν βγει έξω από τα ρούχα τους, έτρεμαν χωρίς υπερβολή από την αγανάκτηση και ήθελαν να επέμβουν. Ο επικεφαλής, όμως, αξιωματικός, με το περίστροφο στο χέρι, ακολουθούσε τις διαταγές που τους είχαν δοθεί και τους εμπόδισε να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση. Στη συνέχεια δεν είδαμε πια τον Μητροπολίτη, που τον αποτελείωσαν σε μικρή απόσταση πιο πέρα». (Ρενέ Πυώ [Rene Puaux], «Ο θάνατος της Σμύρνης», Εκδόσεις Ειρμός, σελ. 57-58).