ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκᾶ 13,10-17]
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
σχετικὰ μὲ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς Ι΄ Λουκᾶ μὲ θέμα:
«Η ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΑ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΣ
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 7-12-1986] [Β168]
Κάποτε, ἀγαπητοί μου, ὁ Κύριος βρέθηκε σὲ μία Συναγωγὴ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ὅπου καὶ δίδαξε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος, ἦτο καὶ μία γυναῖκα ραχητικὴ καὶ μὴ δυναμένη κἂν νὰ ἀνορθώσει τὸ κεφάλι της. Τὴν εἶδε ὁ Κύριος καὶ τῆς λέγει: «Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου». Καὶ ἔθεσε τὰ χέρια Του ἐπάνω της καὶ ἀμέσως ἡ γυναῖκα ἐκείνη ἀνορθώθηκε.
Ὁ ἀρχισυνάγωγος φθόνησε τὸν Ἰησοῦ καὶ δῆθεν γεμᾶτος ἀπὸ ἀγανάκτηση, ὅτι τάχα Σάββατο ἔγινε ἡ θεραπεία, στρέφεται πρὸς τὸν ὄχλο καὶ ζητᾷ νὰ μὴν προσέρχεται σὲ ἡμέρα Σαββάτου καὶ νὰ θεραπεύονται τὴν ἡμέρα αὐτήν, διότι ὁ νόμος ἔλεγε ὅτι ἦτο ἀργία. Καὶ τότε ὁ Κύριος στρέφεται πρὸς αὐτὸν καὶ τὸν ἀποκαλεῖ «ὑποκριτή», λέγοντάς του: «Ὁ καθένας ἀπό σᾶς τὸ Σάββατο δὲν ποτίζει τὸ βόδι του ἢ τὸ ὑποζύγιό του; Αὐτὴν λοιπὸν ἡ γυναῖκα, ποὺ εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ ὁ σατανᾶς τὴν ἔδεσε δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια, δὲν ἔπρεπε νὰ λυθεῖ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια της τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;».
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, τὸ γεγονὸς τῆς συγκυπτούσης ἐκείνης γυναικὸς σ᾿ ἐκείνη τὴν Συναγωγή, γίνεται ἕνα σύμβολο. Σύμβολο τῆς συγκυπτούσης ἀνθρωπότητος. Πράγματι, ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει πολλὲς ὁμοιότητες μὲ τὴ συγκύπτουσα ἐκείνη γυναῖκα ποὺ θεράπευσε ὁ Κύριος. Ὅταν ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἔκανε σωματικὰ ὄρθιο. Εἶναι τὸ μόνο ὅν μέσα στὴ Δημιουργία ποὺ ἔχει φυσικὴ στάση ὄρθια. Ὅλα τὰ ἄλλα ζῶα καὶ τὰ θηλαστικὰ κυρίως, ποὺ εἶναι κοντινὰ στὸν ἄνθρωπο, καὶ αὐτὰ ὅλα περιπατοῦν μὲ τὰ τέσσερα. Δὲν εἶναι φυσικὴ ἡ θέσις τῆς μαϊμοῦς νὰ περπατάει μὲ τὰ δυό της· μὲ τὰ τέσσερα. Ἡ μαϊμοῦ εἶναι ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ζῶο. Ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι μαϊμοῦ πάντοτε. Δὲν ἔχει καμία σχέση ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ μαϊμοῦ. Ὁ ἄνθρωπος μόνος ἐπλάσθῃ ὄρθιος. Καὶ ἐπλάσθῃ ὄρθιος ὄχι μόνο σωματικά, ἀλλὰ καὶ πνευματικὰ ὄρθιος· ἔχοντας ὀρθὸ φρόνημα, λογική, μὲ ἀνδρεία βούληση καὶ μὲ ὑγιὲς συναίσθημα. Ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν ὄρθιά του στάση, μποροῦσε νὰ ἀτενίζει τὸν οὐρανό, ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ ὁ Δημιουργός του. Ἔρχεται ὅμως ὁ διάβολος, ὁ μισόκαλος, αὐτὸς ὁ ὁποῖος μισεῖ τὸ καλό, μισεῖ τὸ ὡραῖο, ἔρχεται καὶ ὑποβάλλει τὴν ἁμαρτία στὸν ἄνθρωπο, ποὺ τελικὰ ὁ ἄνθρωπος, ὑπὸ τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς καὶ τῆς ἁμαρτίας, συγκύπτει καὶ πίπτει καὶ ἠθικὰ καὶ ὀντολογικά. Ἔκτοτε, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἠθικὰ πεπτωκώς, ὁ ἠθικὰ πεσμένος, ἀλλὰ καὶ ὁ ὀντολογικὰ θνήσκων. Μὴν ξεχνᾶτε ὅτι ὁ ἄνθρωπος παραβαίνοντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, πίπτει μὲ τὸν θάνατον. Καὶ γίνεται -ἀπὸ τὸ «πίπτω»- γίνεται πτῶμα. Ἔτσι λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ὄρθιος γίνεται ὁριζόντιος· γιατί εἶναι πεσμένος.
Ἀκόμα ὁ διάβολος καθιστὰ ταπεινωμένο τὸν ἄνθρωπο, μὲ γήινο φρόνημα καὶ ὑλιστικό. Νὰ κοιτάζει πιὰ ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὰ κάτω, ὄχι πρὸς τὸν οὐρανό. Ἡ βούλησή του γίνεται χαλαρὴ καὶ ἀνίσχυρη. Καὶ τὸ συναίσθημά του γίνεται νοσηρό. Μιὰ συγκεφαλαίωση αὐτῆς τῆς καταστάσεως τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ εἰδωλολατρία καὶ ὁ χαμερπὴς βίος. Σᾶς εἶπα, συγκεφαλαίωση εἶναι· διότι τί εἶναι ἡ εἰδωλολατρία παρὰ μιὰ στροφὴ πρὸς τὴν κτίση καὶ δὲν βλέπει ὁ ἄνθρωπος παραπέρα ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ τὸν περιβάλλει. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τίποτα παραπέρα· γιατί εἶναι τυφλὸς πιά, ἢ καλύτερα, εἶναι συγκύπτων. Καὶ δὲν βλέπει πιὰ τὸν Δημιουργό του, ἀλλὰ βλέπει μόνον τὸ περιβάλλον του. Κι ἐκεῖ, μυωπάζουσα ἡ νόησή του, δὲν βλέπει παρὰ μόνο ἐκεῖνο ποὺ βλέπει. Καὶ δέχεται μόνον ἐκεῖνο ποὺ ἀντιλαμβάνεται. Κι ἔτσι ἔχοντας μέσα του ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀνάγκη ἔμφυτη νὰ στραφεῖ πρὸς τὸν Δημιουργό του, δηλαδὴ τὸ λεγόμενο θρησκευτικὸ αἴσθημα, στρέφεται πρὸς τὴν κτίση καὶ εἰδωλολατρεῖ. Ἀλλὰ ἡ εἰδωλολατρία ἔχει μιὰ βαριὰ συνέπεια: τὸν χαμερπῆ βίο.
Ἄν θέλετε νὰ δοῦμε αὐτὰ τὰ δύο φαινόμενα, θὰ τὰ διαβάσουμε στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς. Καὶ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, δὲν διστάζει νὰ κάνει τολμηρὴ καὶ ρεαλιστικὴ περιγραφὴ καὶ νὰ πεῖ: Ὁ «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε». Πλασμένος μὲ τιμή, δὲν τὸ κατενόησε. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς «παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς», ὅπως λέγει ἕνας ψαλμικὸς στίχος [Ψαλμ 48,13]. Ὄχι, ὄχι! Δὲν «παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς». Ὄχι. Κάτι παρακάτω.
Κι ἐκεῖ λέγει τολμηρά, ὅτι ἡ ἀσύνετη καρδιά τους, ὁ ἀσύνετος νοῦς τους, ἐπειδὴ δὲν λάτρευσαν τὸν Θεό, ἀλλὰ τὴν κτίση, «παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς πάθη ἀτιμίας». Τί; «Ἂρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι» -ὁ τίτλος «ἀνὴρ» εἶναι τιμητικός,- ἐνῶ ὁ τίτλος «ἀρσενικὸς» εἶναι ὑποτιμητικός. «Αἵ τε γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν»... -καὶ οἱ «θηλυκές»· δὲν λέει οἱ «γυναῖκες»- τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ κάνουν. Δηλαδὴ ἡ ὁμοφυλοφιλία· ποὺ δὲν ὑπάρχει οὔτε στὰ ζῶα. Γιατί; Γιατί ἄφησαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, λάτρεψαν τὴν κτίση, ποὺ εἶναι ἡ λατρεία τοῦ σατανᾶ, γιατί πίσω ἀπὸ τὴν κτίση εἶναι ὁ διάβολος καὶ ὁ ἄνθρωπος μετὰ σύρεται σὲ χαμερπῆ βίο. Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ἀρχαίου κόσμου, τοῦ μακρὰν τοῦ Θεοῦ· ὅπως τὸν κατήντησε τὸν κόσμο ὁ διάβολος, ἀγαπητοί μου.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Θεὸς καταράστηκε τὸν ὄφιν, τὸν διάβολο, τὸν ἀρχαῖο ὄφιν, ποὺ λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, τὸν σατανᾶ, τον ἀντικείμενο, μὲ τὸ σχῆμα τοῦ φιδιοῦ. Νά, λέγει ὁ Θεὸς ὅτι νὰ τρώγει χῶμα σὲ ὅλη του τὴ ζωή. «Καὶ γῆν φαγῇ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου» (Γέν. 3,14): «Νὰ τρῶς χῶμα σὲ ὅλη σου τὴ ζωή». Τί θὰ πεῖ «νὰ τρῶς χῶμα σὲ ὅλη σου τὴ ζωή;». Νὰ εἶσαι πάντοτε στραμμένος πρὸς τὴν ὕλη, πρὸς τὴν χαμέρπεια. Καὶ τὸ χειρότερο, ὅτι αὐτὸ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς κατάρας του ὁ διάβολος, τὸ ὑποβάλλει τώρα στὸν ἄνθρωπο, μὲ τὴν ὑλιστικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς. Καὶ τὸν κάνει τώρα τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δὲν πῆρε τέτοια κατάρα ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν πῆρε κἂν κατάρα ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος πῆρε μόνο κατάρα ἐν τῇ ἐκτελέσει τοῦ ἔργου του, δηλαδὴ ἐνῶ θὰ ἐργάζεται τὴν γῆ, ἐν τῷ ἔργῳ, ἐν τὴ ἐπιτελέσει καὶ ὄχι σ᾿ αὐτὴν τὴν ἴδια τὴ γῆ, στὰ χέρια του, στὴν ὕπαρξή του. Καὶ τώρα ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, βόσκει γῆ, βόσκει χῶμα. Εἶναι πιὰ ὁ ἄνθρωπος ὑλιστικός.
Ἔτσι ἡ ἀνθρωπότητα ἔγινε πράγματι συγκύπτουσα. Οἱ ἐκφράσεις τοῦ Λουκᾶ στὴν σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή, πρὸς ἐκείνη τὴν συγκύπτουσα γυναῖκα, ποὺ εἶπε ὁ Κύριος, ἔχουν ὡς ἑξῆς: ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτὴ εἶχε «πνεῦμα ἀσθενείας»· δηλαδὴ πονηρὸ πνεῦμα, ποὺ προκαλοῦσε αὐτὴν τὴν πτώση -αὐτὸ θὰ πεῖ «πνεῦμα ἀσθενείας»-· «ἣν (:τὴν ὁποία) ἔδησεν -κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου- ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη (:18 ὁλόκληρα χρόνια)», «καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές (:καὶ μὴ δυναμένη νὰ σηκώσει τὴ ράχη της καὶ τὸ κεφάλι της ὁλότελα)». Αὐτὰ ὅλα δείχνουν ὅτι ὁ διάβολος εἶχε δεμένη ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, ποὺ ἦτο ἀδύνατο ἡ ἀνθρωπότητα, διὰ ἰδίων μέσων, νὰ ἐλευθερωθεῖ.
Ἔρχεται ὅμως ὁ Χριστός, ὁ Κύριός μας καὶ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν δέσμευση τοῦ διαβόλου. Μᾶς λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν πρώτη του ἐπιστολή: «Εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α΄καθολικὴ ἐπιστολὴ Ἰωάννου: 3,8). «Γι᾿ αὐτό», λέγει, «φανερώθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· γιὰ νὰ λύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου». Καὶ «ἔργα τοῦ διαβόλου», σᾶς τὸ εἶπα τί εἶναι. Εἶναι ἡ εἰδωλολατρία, σὰν ἀσθένεια τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐφεξῆς μία ροπὴ νὰ εἰδωλολατρεῖ. Προσέξτε. Μιὰ ροπὴ νὰ εἰδωλολατρεῖ. Εἶναι μιὰ μόνιμη ἀρρώστια. Προσέξτε. Ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ στὴν ἔρημο παίρνει τὴν ἐντολὴ νὰ ἀγνιστεῖ καὶ νὰ περιμένει τὸν νόμο. Πόσο νὰ περιμένει; 800 χρόνια; 40 ἡμέρες! Μόνο. Καὶ δὲν ἔχει ὑπομονή. Καὶ εἰδωλολατρεῖ! Λατρεύοντας ἐκεῖνο τὸ χρυσὸ μοσχάρι. Εἶναι καταπληκτικό, ἀγαπητοί μου. Ἦρθε ὁ Χριστιανισμὸς στὴν Εὐρώπη, στὴν Ἑλλάδα, ξαπλώθηκε στὸν λεγόμενο «δυτικὸ κόσμο». Συμπλέχτηκε μαζὶ μὲ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἡ εἰδωλολατρία. Πόσα τέτοια στοιχεῖα εἰδωλολατρικὰ σέρνομε μέσα στὴ ζωή μας, τὴν λεγομένη «Χριστιανική»; Ρέπει ὁ ἄνθρωπος, ρέπει, εἶναι ἡ παλιὰ ἀρρώστια, ρέπει πρὸς τὴν εἰδωλολατρία.
Ἡ εἰδωλολατρία λοιπὸν εἶναι ἔργο τοῦ διαβόλου. Καὶ εἶναι ἡ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς. Εἶναι καὶ ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματος. Εἶναι καὶ ὁ θάνατος. Αὐτὰ εἶναι τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου. Δὲν θὰ πέθαινε ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν δὲν ἁμάρτανε. Κατὰ τὴ ρητὴ μάλιστα προειδοποίηση τοῦ Θεοῦ.
Καὶ πῶς λύει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου τώρα ὁ Χριστός; Πρῶτον. Ἀνορθώνει τὸν ἄνθρωπο ἠθικὰ καὶ πνευματικά, μὲ τὸν νέο τρόπο ζωῆς ποὺ φέρει στὸν κόσμο αὐτόν· καὶ ποὺ εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὸν Θεὸ καὶ ἡ ὑπακοὴ σὲ Αὐτόν. Παίρνει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος καὶ γίνεται πνευματοφόρος. Δεύτερον. Ἀνορθώνει καὶ σωματικὰ τὸν ἄνθρωπο, μὲ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Μὴν τὸ ξεχνᾶτε αὐτό: ὅτι κεντρικὸ σημεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Ἀδελφοί μου, ἂν δὲν τὸ πιστεύετε, συγκρίνατέ το, αὐτὸ ποὺ δὲν πιστεύετε, μὲ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ποὺ λέγει «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», ὅπως λέει ὁ πατὴρ Ἰουστῖνος Πόποβιτς, «νὰ συγκρίνεις καὶ νὰ δεῖς κατὰ πόσο εἶσαι Χριστιανός». Ἄν δὲν πιστεύεις ὅτι θὰ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί, δὲν εἶσαι Χριστιανός. Γιατί ἀποτελεῖ κεντρικὸ σημεῖο τῆς πίστεως. Κεντρικὸ σημεῖο. Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν.
Ἔτσι λοιπόν, θὰ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί. Τί θὰ πεῖ «θὰ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί»; Ἀπὸ τὸ ἀνά + ἳστημι, ἀνίστημι. Θὰ ξανασταθῶ στὰ πόδια μου. Αὐτὸ τὸ σῶμα ποὺ ἔφαγε ὁ τάφος. Ἔπεσα, γιατί ἔγινα νεκρός. Νεκρός, αὐτὸ ποὺ λέμε «θάνατος». Αὐτὸ τὸ σῶμα, ποὺ τό ᾿φαγε ὁ θάνατος, ὁ τάφος, ἡ φωτιά, τὰ σκουλήκια, τὰ ψάρια, οἱ βόμβες... αὐτὸ τὸ ἴδιο σῶμα. Εἶναι δυνατὸς ὁ Θεός. Θὰ ἀναστηθεῖ. Καὶ θὰ ξανασταθεῖ στὰ πόδια του. Ἄν μοῦ πεῖτε: «ἀνοησίες», θὰ μείνετε μὲ τὴν ἀνοησία σας. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ καθαρός, ὁ ἀτόφιος, ὁ γνήσιος. Θὰ σταθεῖ πάλι μὲ τὰ πόδια του. Αὐτὸ θὰ πεῖ «ἀνάστασις». Ἀπὸ τὸ «ἀνίστημι». Αὐτὸ εἶναι ἔργο καθαρὰ τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος ἐδῶ, ἂν ἔπρεπε νὰ συνοψίσουμε αὐτὲς τίς δύο θέσεις: «Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου». «Εἶσαι ἐλεύθερη ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀσθένειά σου, ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀδυναμία σου. Εἶσαι ἐλεύθερη. Δηλαδὴ δὲν εἶσαι πιὰ ἐκεῖνο ποὺ ἤσουν». Ὦ συγκύπτουσα ἀνθρωπότητα, σοῦ λέει ὁ Κύριός σου, ὁ Δημιουργός σου, ποὺ σὲ ἀναδημιουργεῖ: «Ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου».
Καὶ ἕνα τρίτο. Ἐπιθέτει ὁ Κύριος τὰ χέρια Του ἐπάνω σε αὐτὴν τὴν γυναῖκα. «Καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας Αὐτοῦ». Γιατί; Καὶ κατ᾿ ἐπέκταση, κατ᾿ ἐπέκταση, στὴν ἀνθρωπότητα. Γιὰ νὰ δώσει χαρίσματα· τὸ μέγιστο τῶν ὁποίων χαρισμάτων εἶναι ἡ υἱοθεσία. Γιατί μὲ τὴν υἱοθεσία ὁ ἄνθρωπος κληρονομεῖ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἀγαπητοί μου, ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ποὺ ὁ Κύριος θεράπευσε τὴν συγκύπτουσα γυναῖκα, εἶναι μιὰ ξεχωριστὴ μέρα. Τὸ Σάββατο εἶναι ἡ ἑβδόμη ἡμέρα· ποὺ ὁ Θεὸς ἀνεπαύθῃ. Σάββατο θὰ πεῖ ἀνάπαυσις. Ἑβραϊκά. Δηλαδὴ τί θὰ πεῖ «ἀνεπαύθη ὁ Θεός»; Δὲν ὑπάρχει κόπωση, γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ ὁ Θεός. Σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν δημιουργεῖ πλέον τίποτε καινούριο. Δὲν ὑπάρχει συμπληρωματικὴ δημιουργία, οὔτε ἕνα ἄτομο τῆς ὕλης. Οὐδεμία συμπληρωματικὴ δημιουργία δὲν ὑπάρχει.
Μέσα σὲ αὐτὴν ὅμως τὴν ἕβδομη ἡμέρα, ὁ Θεὸς δὲν δημιουργεῖ κάτι καινούριο, ἀλλὰ ἐργάζεται ὅμως ἕνα σπουδαιότατο ἔργο. Τὴν πρόνοια καὶ τὴν κυβέρνηση τοῦ παντός. Ἐργάζεται ἀκόμα, μέσα σὲ αὐτὴ τὴν ἕβδομη ἡμέρα, ἡ ὁποία ξέρετε ποιά εἶναι; Ἀπὸ τότε ποὺ ἐπλάσθῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ τελείωσε ἡ δημιουργία του... ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθῃ τὴν ἕκτη ἡμέρα, δηλαδὴ ἐκεῖ τελειώνει ἡ μεγάλη χρονικὴ περίοδος τῆς ἕκτης ἡμέρας. Καὶ ἀρχίζει ἡ 7η ἡμέρα. Αὐτὴν τὴν ἡμέρα ποὺ διερχόμεθα, ποὺ διάγουμε, δηλαδὴ ἀπὸ τότε ποὺ τελείωσε ἡ δημιουργία τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, μέχρι σήμερα, εἴμαστε μέσα στὴν ἕβδομη ἡμέρα. Εἶναι αὐτὴ ἡ 7η ἡμέρα. Ζοῦμε στὴν 7η ἡμέρα. Μὴν τὸ ξεχνοῦμε. Μέσα σὲ αὐτὸν τὸν χρόνο, τώρα ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀναδημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο, τὸν πεσμένο ἀπὸ τὸν διάβολο ἄνθρωπο, τὸν ἀναδημιουργεῖ προπαντὸς μὲ τὴν Ἐνανθρώπησή Του.
Ὅταν κατηγορεῖται, ἐπὶ παραδείγματι, ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ὅτι ἐργάζεται τὸ Σάββατο, ὅπως καὶ πλάγια τὸν κατηγόρησε καὶ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ὅτι τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου ἐπιτέλεσε αὐτὸ τὸ ἔργον, ὁ Κύριος ἀπήντησε καὶ ἀπαντοῦσε: «Ὁ πατὴρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι»: Ὁ Πατέρας μου μέχρι τώρα ἐργάζεται, κι ἐγὼ ἐργάζομαι. Ὄχι ἐργάζεται γιὰ κάτι καινούριο. Δηλαδὴ γιὰ νὰ προσθέσει κάτι στὴν Δημιουργία. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναδημιουργήσει τὴν παλαιωθεῖσα Δημιουργία. Καὶ προπαντὸς τὸν παλαιωμένο ἄνθρωπο. Καὶ τὸν ἀναδημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο, μὲ τοὺς μεγάλους σταθμοὺς τοῦ δικοῦ Του βίου. Ἐνανθρώπησις, Σταύρωσις, Ἀνάστασις, Ἀνάληψις· ποὺ εἶναι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, «τὰ ποιητικὰ τῆς σωτηρίας μας».
Τὴν ἑβδόμη ἡμέρα ὁ Χριστὸς ἀναπαύτηκε στὸν τάφο· ποὺ εἶναι ὁ ἀληθὴς σαββατισμὸς καὶ ἡ ἀληθινὴ ἀνάπαυσις, γιὰ νὰ περάσει τώρα ὁ Χριστός, μὲ τὴν ἀνθρωπίνη Του, ἐννοεῖται, φύση, αὐτὴ ποὺ προσέλαβε ἀπό μᾶς, γιὰ νὰ περάσει στὴν ὀγδόη ἡμέρα· ποὺ εἶναι ἡ ἀτέρμων αἰωνιότης καὶ ποὺ προβάλλεται ἡ ἀνθρώπινή Του φύσῃ, ὄχι θεία, ἡ ἀνθρώπινή Του φύσις ἀληθινὰ ἡ καινὴ κτίσις. Ἡ καινούρια Δημιουργία. Καὶ αὐτὴ ἡ καινὴ κτίσις εἶναι τὸ ἀναστημένο Του σῶμα· ποὺ «θάνατος αὐτοῦ», ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «οὐκέτι κυριεύει» [Ρωμ 6,9]. Δὲν ξανακυριεύεται πιὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ «μία τῶν Σαββάτων». Ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Ἡ Κυριακή. Αὐτὴ τώρα εἶναι ἡ ὀγδόη ἡμέρα. Λέγεται ὀγδόη γιατί ἔχομε ἐπανάληψη τῆς ἑβδομάδος. Ἀφήνομε τὴν ἑβδόμη καὶ πᾶμε πάλι πρὸς τὴν πρώτη ἡμέρα. Καὶ αὐτὴ ἡ πρώτη, γι᾿ αὐτὸ λέγεται «ἡ μία τῶν Σαββάτων». «Σάββατο» θὰ πεῖ ἑβδομάδα, καὶ εἶναι αὐτὴ ἡ καινούρια ἡμέρα, ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, ἡ Κυριακή. Εἶναι ἡ αἰωνιότητα. Εἶναι ὁ χρόνος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Γι᾿ αὐτό, ἀγαπητοί μου, ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ δοξολογεῖ πάντοτε τὸν Κύριο, πάντοτε, γιὰ ὅλα αὐτά, ἰδιαίτερα ὅμως τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Ἀγαπητοί μου, ἂς θυμηθοῦμε πάλι τὴν συγκύπτουσα ἐκείνη γυναῖκα, μέσα στὴ Συναγωγή. Ἡ γυναῖκα αὐτὴ εἶχε κάποια σπουδαῖα γνωρίσματα· ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἐφαίνετο νὰ ἦτο εὐσεβής· γιατί διαφορετικὰ ὁ Κύριος, θεραπεύοντάς την, θὰ τῆς ἔλεγε «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Δέν τῆς τὸ εἶπε αὐτό. Δὲν τῆς εἶπε «σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου». Ὥστε νὰ εἶναι αἰτία αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς κακοπαθείας της οἱ ἁμαρτίες της. Νὰ τὸ ξέρετε αὐτό, ἀγαπητοί μου. Καθένας ποὺ πάσχει, δὲν εἶναι πάντοτε ἀποτέλεσμα τῶν ἁμαρτιῶν του. Νὰ τὸ γνωρίζουμε αὐτό. Ἀκόμα, δὲν ζητᾷ ἀπὸ αὐτὴν οὔτε κἂν τὴν πίστη· διότι ὅταν τὴν ἀπολύει, δὲν τῆς λέγει: «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». Καθόλου· διότι ἔβλεπε ὁ Κύριος τὴν ἐσωτερική της διάθεση, ὅτι εἶχε ἤδη πιστέψει στὸν Κύριο.
Ἀκόμα, τὴν ἀποκαλεῖ «θυγατέρα τοῦ Ἀβραὰμ» καὶ ὄχι τοῦ Ἀδάμ. Καὶ αὐτὸ εἶναι χαρακτηριστικό. Διότι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: «Τὴν οὐ μᾶλλον διὰ τὸ γένος, ὅσον διὰ τὴν πίστιν Ἀβραὰμ οὔσαν θυγατέρα»: ὅτι δὲν ἦταν θυγατέρα γιὰ τὸ γένος ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, ἀλλὰ γιὰ τὴν πίστη. Ὅπως κι ὁ καθένας ποὺ πιστεύει εἰς τὸν Χριστό, εἶναι παιδὶ τοῦ Ἀβραάμ. Ὄχι ἐξ αἵματος· ἀλλὰ διότι ἔχει κοινὸ γνώρισμα τὴν πίστη. Οἱ Ἑβραῖοι εἶναι μόνον σαρκικὰ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ. Ὄχι ὅμως ὅτι εἶναι καὶ ἀπὸ τὴν πίστη. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: «Ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἀβραάμ σᾶς κατηγορεῖ στὸν Θεό· διότι ἂν εἴσαστε γνήσια παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ εἶναι ὁ Πατριάρχης τῆς πίστεως, θὰ γνωρίζατε Ποιός εἶμαι. Θὰ γνωρίζατε τὴν φωνή μου. Νὰ σᾶς πῶ ποιοὶ εἴσαστε», λέει ὁ Κύριος, «παιδιὰ τοῦ σατανᾶ, τοῦ διαβόλου εἴσαστε· καὶ ὄχι τοῦ Ἀβραάμ». Ἡ γυναῖκα αὐτὴ λοιπόν, δὲν ἦταν κἂν παιδί, ἀπόγονος τοῦ Ἀδάμ. Ἀλλὰ ἦτο παιδὶ τοῦ Ἀβραάμ. Εἶχε δηλαδὴ πίστη. Οὐσιαστικὰ ὁ Κύριος πλέκει ἐγκώμιο στὴ γυναῖκα αὐτήν.
Κι ἀκόμη μὴν ξεχνᾶμε ὅτι παρὰ τὴν τρομερὴ παραμόρφωσή της, δὲν παρέλειπε νὰ πηγαίνει κατὰ Σάββατον στὴν Συναγωγή, γιὰ νὰ ὑμνεῖ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀκούει τὸν λόγο τὸν δικό Του. Καὶ αὐτή της ἡ ἐπιμέλεια ἀμείφθηκε. Ἐκεῖνο τὸ Σάββατο, μοναδικὴ φορά, ἴσως πρώτη καὶ τελευταία φορά, στὴν παγκόσμια Ἱστορία, ἐκεῖνο τὸ Σάββατο, εἶχε ἐπισκεφθεῖ ἐκείνη τὴν τοπικὴ Συναγωγή, αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Ὁ Γιαχβέ· ποὺ ἐνηνθρώπησε. Καὶ ἦρθε σὲ ἐκείνη τὴν Συναγωγή. Καὶ ἀμείφτηκε μὲ τὸ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Ἡ γυναῖκα αὐτή, δὲν ζήτησε, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὸν Κύριον κἂν νὰ θεραπευθεῖ! Πῆγε νὰ ἀκούσει μόνο τὸν λόγο Του. Ἀλλὰ ὁ Κύριος τὴν κάλεσε γιὰ νὰ τὴν θεραπεύσει· διότι μὲ ὑπομονὴ ὑπέφερε τὴν δοκιμασία της. Ἦτο γυναῖκα πίστεως, ἀρετῆς, ὑπομονῆς, ἐπιμονῆς, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐδικαιώθῃ.
Ἔτσι, ἀγαπητοί, ἀπὸ τὴ μιὰ ἡ συγκύπτουσα γυναῖκα, σὰν σύμβολο τῆς συγκυπτούσης ἀνθρωπότητος, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ ἴδια ἡ συγκύπτουσα αὐτὴ γυναῖκα τῆς Συναγωγῆς, δείχνουν ὅτι μοναδικὸς ἰατρὸς καὶ ἐλευθερωτὴς εἶναι ὁ Χριστός, καὶ μόνον ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτὸ δικαιολογημένα, ὅπως σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸν ἐπίλογο αὐτοῦ τοῦ θαύματος ὅτι «Πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ». Γι᾿ αὐτὸ κι ἐμεῖς ἂς δοξάζουμε τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ ποὺ μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 341.mp3
• Ἀπομαγνητοφώνηση διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κυρίου Ἀθανασίου Κ.