Ἡ Ἁγία Βαρβάρα ἡ Μεγαλομάρτυς
Ξίφει πατὴρ θύσας σε, Μάρτυς Βαρβάρα,
Ὑπῆρξεν ἄλλος Ἀβραὰμ διαβόλου.
Βαρβάρα ἀμφὶ τετάρτῃ χερσὶ τοκῆος ἐτμήθη.
Η Αγία Βαρβάρα έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Μαξιμιανού (286 - 305 μ.Χ.) και ήταν κόρη του ειδωλολάτρη Διοσκόρου ο οποίος ήταν από τους πιο πλούσιους ειδωλολάτρες της Ηλιουπόλεως.
Ο πατέρας της λόγω της σωματικής ωραιότητας της Αγίας, την φύλαγε κλεισμένη εντός πύργου. Δεν γνωρίζουμε που διδάχθηκε τις χριστιανικές αλήθειες, καθώς ο πατέρας της ήταν φανατικός ειδωλολάτρης, λόγος για τον οποίο άλλωστε προσπάθησε να κρατήσει κρυφή την πίστη της στον Τριαδικό Θεό. Ένα τυχαίο περιστατικό, όμως, την πρόδωσε. Ο πατέρας της πληροφορήθηκε από τεχνίτες ότι η Αγία ζήτησε να τις ανοίξουν τρία παράθυρα στον πύργο όπου ήταν έγκλειστη, στο όνομα της Αγίας Τριάδος και, έτσι, βεβαιώθηκε ότι η κόρη του είχε γίνει Χριστιανή.
Εξοργίσθηκε τόσο που την κυνήγησε εντός του πύργου με το ξίφος του για να την φονεύσει. Η Αγία κατέφυγε στα όρη, αλλά ο πατέρας της την συνέλαβε και την παρέδωσε στον τοπικό άρχοντα, Μαρκιανό, κατηγορώντας την για την πίστη της. Όταν ανακρίθηκε, ομολόγησε με παρρησία την πίστη της στον Χριστό και καθύβρισε τα είδωλα. Μετά από φρικτά βασανιστήρια, διεπομπέφθη γυμνή στην πόλη και τέλος σφαγιάσθηκε από τον ίδιο τον πατέρα της. Την στιγμή όμως που είχε αποτελειώσει το έγκλημά του, έπεσε νεκρός χτυπημένος από κεραυνό κατά θεία δίκη.
Η σύναξη της Αγίας ετελείτο στο μαρτύριο αυτής, στον Βασιλίσκο πλησίον της αγίας Ζηναΐδος.
Τα Λείψανα της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας διαφυλάχθηκαν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι τον 11ο αιώνα μ.Χ.., οπότε ένα μέρος τους μεταφέρθηκε στη Βενετία, όταν Δόγης ήταν Ο Πέτρος Β’ Orseol (991 – 1009 μ.Χ.). Τα Λείψανα μεταφέρθηκαν από την Πριγκίπισσα Μαρία Αργυροπούλα, η οποία νυμφεύθηκε τον γιό του Δόγη Πρίγκιπα Ιωάννη. (Σύμφωνα με μέρος των πηγών - Ιωάννη τον Διάκονο και Ανδρέα Δάνδολο - η Μαρία ήταν ανιψιά ή και αδελφή των Αυτοκρατόρων Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου και Κωνσταντίνου Η’, όμως το πλέον πιθανό είναι να ήταν μία από τις αδελφές του μελλοντικού Αυτοκράτορα Ρωμανού Γ’).
Ο Πριγκιπικός Γάμος ευλογήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, με παρανύμφους τους Αυτοκράτορες. Μάλιστα η παραμονή του ζεύγους στη Βασιλεύουσσα παρατάθηκε μέχρι το 1004 μ.Χ. (εκεί γεννήθηκε και το πρώτο παιδί τους).
Στη Βενετία τα Λείψανα της Μεγαλομάρτυρος κατατέθηκαν στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Μάρκου. Ο Ιωάννης πέθανε από πανώλη στη Βενετία, το 1009 μ.Χ. Μετά τον θάνατό του δύο αδέλφια του, ο Επίσκοπος του Τορτσέλλο Όρσο και η Φιληκίτη, Ηγουμένη της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου επίσης στο Τορτσέλλο, πέτυχαν την μεταφορά των Λειψάνων στη Μονή αυτή, όπου παρέμειναν μέχρι τον 18ο αιώνα μ.Χ.
Τα Λείψανα μεταφέρθηκαν και πάλι στο Ναό του Αγίου Μάρκου κατά την περίοδο των Ναπολεοντίων Πολέμων, όπου και σήμερα φυλάσσονται. Πάντως μέρος τους παρέμεινε και στη Μονή του Τορτσέλλο. Δεν είναι γνωστό πότε και κάτω από ποιες συνθήκες η Κάρα της Αγίας μεταφέρθηκε στο Μοντεκοτίνι της Ιταλίας, όπου σήμερα φυλάσσεται, όπως και το μέρος των Λειψάνων που φυλάσσεται στο Ρωμαιοκαθολικό Ναό του Ριέτι.
Επίσης, κατά το 12ο αιώνα μ.Χ., μέρος υπολοίπων λειψάνων της Αγίας μεταφέρθηκαν από την Κωνσταντινούπολη στο Μοναστήρι του Αγίου Μιχαήλ με τους Χρυσούς Τρούλους στο Κίεβο, όπου παρέμειναν ως το 1930 μ.Χ., όταν μεταφέρθηκαν εκ νέου στον Καθεδρικό Ναό του Αγ. Βλαδίμηρου στην ίδια πόλη.
Την 1η Ιουνίου 2003 μ.Χ., μετά από ενέργειες του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου προς την Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή της Βενετίας και τον Επίσκοπό της Άγγελο Scolla, δόθηκε μέρος των Λειψάνων της Αγίας στην Εκκλησία της Ελλάδος. Το Λείψανο παραλήφθηκε με τις δέουσες τιμές από τον Γενικό Διευθυντή της Αποστολικής Διακονίας Επίσκοπο Φαναρίου Αγαθάγγελο και κατατέθηκε στο ομώνυμο Προσκύνημα του Δήμου Αγίας Βαρβάρας Αττικής.
Η Αγία Βαρβάρα θεωρείται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σ΄ άλλες Χώρες Αγία προστάτις πυροβολικού. Στην Ελλάδα καθιερώθηκε ως Προστάτις του όπλου αυτού το 1828 μ.Χ. όπου και αναφέρεται η πρώτη σχετική τελετή με δοξολογία και παράθεση στη συνέχεια γεύματος όπου έλαβαν μέρος αξιωματικοί και οπλίτες πυρβολητές.
Στη Ορθόδοξη εικονογραφία η Αγία Βαρβάρα ζωγραφίζεται πολλές φορές μ’ ένα ποτήριο στο χέρι όντας προστάτιδα ενάντια στο αιφνίδιο θάνατο και μη θέλοντας να στερηθούν οι ετοιμοθάνατοι την θεία κοινωνία. Συχνά τη συναντούμε κοντά σ΄ έναν πύργο (με τρία παράθυρα) ή κρατώντας ένα βιβλίο (για τους ετοιμοθάνατους) ή ένα κλαδί φοίνικα.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’.
Βαρβάραν τὴν Ἁγίαν τιμήσωμεν· ἐχθροῦ γὰρ τὰς παγίδας συνέτριψε, καὶ ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐξ αὐτῶν, βοηθείᾳ καὶ ὅπλῳ τοῦ Σταυροῦ ἡ πάνσεμνος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς Τριάδος τὴν δόξαν ἀνακηρύττουσα, ἐν τῷ λουτρῷ τρεῖς θυρίδας ὑπεσημήνω σοφῶς, κοινωνίαν πατρικὴν λιποῦσα πάνσεμνε, ὅθεν ἠγώνισαι λαμπρῶς, ὡς παρθένος εὐκλεής, Βαρβάρα Μεγαλομάρτυς. Ἀλλὰ μὴ παύση πρεσβεύειν, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῷ ἐν Τριάδι εὐσεβῶς ὑμνουμένῳ, ἀκολουθήσασα σεμνὴ Ἀθληφόρε, τὰ τῶν εἰδωλων ἔλιπες σεβάσματα· μέσον δὲ τοῦ σκάμματος, ἐναθλοῦσα Βάρβαρα, τυράννων οὐ κατέπτηξας, ἀπειλὰς ἀνδρειόφρον, μεγαλοφώνως μέλπουσα ἀεί, Τριάδα σέβω τὴν μίαν θεότητα.
Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἐν τῇ ἀθλήσει σου, πάντας ἐξέπληξας, ὅτι ὑπέμεινας, τὰς τῶν τυράννων πληγάς, δεσμὰ, βασάνους, φυλακάς, Βαρβάρα παναοίδιμε· Ὅθεν καὶ τὸν στέφανον, ὁ Θεός σοι δεδώρηται, ὅνπερ ἐπεπόθησας, ψυχικῶς καὶ προσέδραμες· αὐτὸς καὶ τὰς ἰάσεις παρέχει, πᾶσι τοῖς πίστει προσιοῦσί σοι.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὸν νυμφίον σου Χριστὸν ἀγαπήσασα, τὴν λαμπάδα σου φαιδρῶς εὐτρεπίσασα, ταῖς ἀρεταῖς διέλαμψας Πανεύφημε· ὅθεν εἰσελήλυθας, σὺν αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους, τὸ στέφος τῆς ἀθλήσεως, παρ' αὐτοῦ δεξαμένη, ἀλλ' ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, τοὺς ἐκτελοῦντας Βαρβάρα τὴν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὴν νυμφευθεῖσαν τῷ Χριστῷ διὰ τοῦ μαρτυρίου, Βαρβάραν συνελθόντες τιμήσωμεν ἀξίως, ὅπως αὐτῆς ταῖς προσευχαῖς λύμης ψυχοφθόρου λυτρωθέντες, καὶ λοιμοῦ, σεισμοῦ τε καὶ καταπτώσεως, τὸν βίον ἐν εἰρήνῃ διέλθωμεν, καταξιωθέντες μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων, τῶν ἀπ' αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων, διάγειν ἐν φωτί, καὶ μέλπειν ἀξίως, ἐθαυμάστωσας Σῶτερ τὰ σὰ ἐλέη πᾶσι τοῖς πίστει ὁμολογοῦσι, Τριάδα σέβω τὴν μίαν θεότητα.
Μεγαλυνάριον
Πατέρα λιποῦσα τὂν δυσσεβῆ, ἐδείχθης θυγάτηρ, Βασιλέως τῶν οὐρανῶν, ὑπὲρ οὗ προθύμως, ἀθλήσασα Βαρβάρα, λυτροῦσαι πάσης νόσου, τοὺς προσιόντας σοι.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τον θείον κοσμήτορα της Χριστού Εκκλησίας πάντες Ιωάννην Δαμασκηνόν ύμνοις συν τη θεία σεπτή καλλιπαρθένω Βαρβάρα επαξίως ανευφημήσωμεν.
Εξοργίσθηκε τόσο που την κυνήγησε εντός του πύργου με το ξίφος του για να την φονεύσει. Η Αγία κατέφυγε στα όρη, αλλά ο πατέρας της την συνέλαβε και την παρέδωσε στον τοπικό άρχοντα, Μαρκιανό, κατηγορώντας την για την πίστη της. Όταν ανακρίθηκε, ομολόγησε με παρρησία την πίστη της στον Χριστό και καθύβρισε τα είδωλα. Μετά από φρικτά βασανιστήρια, διεπομπέφθη γυμνή στην πόλη και τέλος σφαγιάσθηκε από τον ίδιο τον πατέρα της. Την στιγμή όμως που είχε αποτελειώσει το έγκλημά του, έπεσε νεκρός χτυπημένος από κεραυνό κατά θεία δίκη.
Η σύναξη της Αγίας ετελείτο στο μαρτύριο αυτής, στον Βασιλίσκο πλησίον της αγίας Ζηναΐδος.
Τα Λείψανα της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας διαφυλάχθηκαν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι τον 11ο αιώνα μ.Χ.., οπότε ένα μέρος τους μεταφέρθηκε στη Βενετία, όταν Δόγης ήταν Ο Πέτρος Β’ Orseol (991 – 1009 μ.Χ.). Τα Λείψανα μεταφέρθηκαν από την Πριγκίπισσα Μαρία Αργυροπούλα, η οποία νυμφεύθηκε τον γιό του Δόγη Πρίγκιπα Ιωάννη. (Σύμφωνα με μέρος των πηγών - Ιωάννη τον Διάκονο και Ανδρέα Δάνδολο - η Μαρία ήταν ανιψιά ή και αδελφή των Αυτοκρατόρων Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου και Κωνσταντίνου Η’, όμως το πλέον πιθανό είναι να ήταν μία από τις αδελφές του μελλοντικού Αυτοκράτορα Ρωμανού Γ’).
Ο Πριγκιπικός Γάμος ευλογήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, με παρανύμφους τους Αυτοκράτορες. Μάλιστα η παραμονή του ζεύγους στη Βασιλεύουσσα παρατάθηκε μέχρι το 1004 μ.Χ. (εκεί γεννήθηκε και το πρώτο παιδί τους).
Στη Βενετία τα Λείψανα της Μεγαλομάρτυρος κατατέθηκαν στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Μάρκου. Ο Ιωάννης πέθανε από πανώλη στη Βενετία, το 1009 μ.Χ. Μετά τον θάνατό του δύο αδέλφια του, ο Επίσκοπος του Τορτσέλλο Όρσο και η Φιληκίτη, Ηγουμένη της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου επίσης στο Τορτσέλλο, πέτυχαν την μεταφορά των Λειψάνων στη Μονή αυτή, όπου παρέμειναν μέχρι τον 18ο αιώνα μ.Χ.
Τα Λείψανα μεταφέρθηκαν και πάλι στο Ναό του Αγίου Μάρκου κατά την περίοδο των Ναπολεοντίων Πολέμων, όπου και σήμερα φυλάσσονται. Πάντως μέρος τους παρέμεινε και στη Μονή του Τορτσέλλο. Δεν είναι γνωστό πότε και κάτω από ποιες συνθήκες η Κάρα της Αγίας μεταφέρθηκε στο Μοντεκοτίνι της Ιταλίας, όπου σήμερα φυλάσσεται, όπως και το μέρος των Λειψάνων που φυλάσσεται στο Ρωμαιοκαθολικό Ναό του Ριέτι.
Επίσης, κατά το 12ο αιώνα μ.Χ., μέρος υπολοίπων λειψάνων της Αγίας μεταφέρθηκαν από την Κωνσταντινούπολη στο Μοναστήρι του Αγίου Μιχαήλ με τους Χρυσούς Τρούλους στο Κίεβο, όπου παρέμειναν ως το 1930 μ.Χ., όταν μεταφέρθηκαν εκ νέου στον Καθεδρικό Ναό του Αγ. Βλαδίμηρου στην ίδια πόλη.
Την 1η Ιουνίου 2003 μ.Χ., μετά από ενέργειες του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου προς την Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή της Βενετίας και τον Επίσκοπό της Άγγελο Scolla, δόθηκε μέρος των Λειψάνων της Αγίας στην Εκκλησία της Ελλάδος. Το Λείψανο παραλήφθηκε με τις δέουσες τιμές από τον Γενικό Διευθυντή της Αποστολικής Διακονίας Επίσκοπο Φαναρίου Αγαθάγγελο και κατατέθηκε στο ομώνυμο Προσκύνημα του Δήμου Αγίας Βαρβάρας Αττικής.
Η Αγία Βαρβάρα θεωρείται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σ΄ άλλες Χώρες Αγία προστάτις πυροβολικού. Στην Ελλάδα καθιερώθηκε ως Προστάτις του όπλου αυτού το 1828 μ.Χ. όπου και αναφέρεται η πρώτη σχετική τελετή με δοξολογία και παράθεση στη συνέχεια γεύματος όπου έλαβαν μέρος αξιωματικοί και οπλίτες πυρβολητές.
Στη Ορθόδοξη εικονογραφία η Αγία Βαρβάρα ζωγραφίζεται πολλές φορές μ’ ένα ποτήριο στο χέρι όντας προστάτιδα ενάντια στο αιφνίδιο θάνατο και μη θέλοντας να στερηθούν οι ετοιμοθάνατοι την θεία κοινωνία. Συχνά τη συναντούμε κοντά σ΄ έναν πύργο (με τρία παράθυρα) ή κρατώντας ένα βιβλίο (για τους ετοιμοθάνατους) ή ένα κλαδί φοίνικα.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’.
Βαρβάραν τὴν Ἁγίαν τιμήσωμεν· ἐχθροῦ γὰρ τὰς παγίδας συνέτριψε, καὶ ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐξ αὐτῶν, βοηθείᾳ καὶ ὅπλῳ τοῦ Σταυροῦ ἡ πάνσεμνος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς Τριάδος τὴν δόξαν ἀνακηρύττουσα, ἐν τῷ λουτρῷ τρεῖς θυρίδας ὑπεσημήνω σοφῶς, κοινωνίαν πατρικὴν λιποῦσα πάνσεμνε, ὅθεν ἠγώνισαι λαμπρῶς, ὡς παρθένος εὐκλεής, Βαρβάρα Μεγαλομάρτυς. Ἀλλὰ μὴ παύση πρεσβεύειν, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῷ ἐν Τριάδι εὐσεβῶς ὑμνουμένῳ, ἀκολουθήσασα σεμνὴ Ἀθληφόρε, τὰ τῶν εἰδωλων ἔλιπες σεβάσματα· μέσον δὲ τοῦ σκάμματος, ἐναθλοῦσα Βάρβαρα, τυράννων οὐ κατέπτηξας, ἀπειλὰς ἀνδρειόφρον, μεγαλοφώνως μέλπουσα ἀεί, Τριάδα σέβω τὴν μίαν θεότητα.
Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἐν τῇ ἀθλήσει σου, πάντας ἐξέπληξας, ὅτι ὑπέμεινας, τὰς τῶν τυράννων πληγάς, δεσμὰ, βασάνους, φυλακάς, Βαρβάρα παναοίδιμε· Ὅθεν καὶ τὸν στέφανον, ὁ Θεός σοι δεδώρηται, ὅνπερ ἐπεπόθησας, ψυχικῶς καὶ προσέδραμες· αὐτὸς καὶ τὰς ἰάσεις παρέχει, πᾶσι τοῖς πίστει προσιοῦσί σοι.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὸν νυμφίον σου Χριστὸν ἀγαπήσασα, τὴν λαμπάδα σου φαιδρῶς εὐτρεπίσασα, ταῖς ἀρεταῖς διέλαμψας Πανεύφημε· ὅθεν εἰσελήλυθας, σὺν αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους, τὸ στέφος τῆς ἀθλήσεως, παρ' αὐτοῦ δεξαμένη, ἀλλ' ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, τοὺς ἐκτελοῦντας Βαρβάρα τὴν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὴν νυμφευθεῖσαν τῷ Χριστῷ διὰ τοῦ μαρτυρίου, Βαρβάραν συνελθόντες τιμήσωμεν ἀξίως, ὅπως αὐτῆς ταῖς προσευχαῖς λύμης ψυχοφθόρου λυτρωθέντες, καὶ λοιμοῦ, σεισμοῦ τε καὶ καταπτώσεως, τὸν βίον ἐν εἰρήνῃ διέλθωμεν, καταξιωθέντες μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων, τῶν ἀπ' αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων, διάγειν ἐν φωτί, καὶ μέλπειν ἀξίως, ἐθαυμάστωσας Σῶτερ τὰ σὰ ἐλέη πᾶσι τοῖς πίστει ὁμολογοῦσι, Τριάδα σέβω τὴν μίαν θεότητα.
Μεγαλυνάριον
Πατέρα λιποῦσα τὂν δυσσεβῆ, ἐδείχθης θυγάτηρ, Βασιλέως τῶν οὐρανῶν, ὑπὲρ οὗ προθύμως, ἀθλήσασα Βαρβάρα, λυτροῦσαι πάσης νόσου, τοὺς προσιόντας σοι.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τον θείον κοσμήτορα της Χριστού Εκκλησίας πάντες Ιωάννην Δαμασκηνόν ύμνοις συν τη θεία σεπτή καλλιπαρθένω Βαρβάρα επαξίως ανευφημήσωμεν.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός
Πλήσας μελῶν γῆν ἡδέων Ἰωάννης,
Κἂν οὐρανοῖς ἄνεισι συνθεῖναι μέλη.
Διαπρεπέστατος θεολόγος και ποιητής του 8ου αιώνα μ.Χ. και μέγας πατήρ της Εκκλησίας. Γεννήθηκε στη Δαμασκό στα τέλη του 7ου αιώνα μ.Χ. και έτυχε επιμελημένης αγωγής από τον πατέρα του Σέργιο, που ήταν υπουργός οικονομικών του άραβα χαλίφη Αβδούλ Μελίκ του Α’. Δάσκαλός του ήταν κάποιος πολυμαθής και ευσεβέστατος μοναχός, που ονομαζόταν Κοσμάς και ήταν από τη Σικελία. Ο Σικελός μοναχός πράγματι, εκπαίδευσε τον Ιωάννη και τον θετό του αδελφό Κοσμά τον Μελωδό (βλέπε 14 Οκτωβρίου), άριστα σ' όλους τους κλάδους της γνώσης.
Όταν πέθανε ο Σέργιος, ο γιός του Ιωάννης διορίστηκε, χωρίς να το θέλει, πρωτοσύμβουλος του χαλίφη Βελιδά (705 - 715 μ.Χ.). Αργότερα, όταν ο χαλίφης Ομάρ ο Β' εξήγειρε διωγμό κατά των χριστιανών, ο Ιωάννης μαζί με τον θετό του αδελφό Κοσμά (τον έπειτα επίσκοπο Μαϊουμά), έφυγαν από τη Δαμασκό και πήγαν στην Ιερουσαλήμ. Εκεί ο Ιωάννης έγινε μοναχός στην περίφημη Μονή του αγίου Σάββα, όπου έμεινε σ' όλη του τη ζωή, μελετώντας και συγγράφοντας.
Στο διωγμό κατά των αγίων εικόνων, επί Λέοντος του Ισαύρου (726 μ.Χ.), πήρε ενεργό μέρος και εξαπέλυσε κατά του ασεβούς αυτοκράτορα, τους τρεις γνωστούς λόγους υπέρ των αγίων εικόνων, πράγμα που θορύβησε τον Λέοντα. Αναφέρεται ότι ο Λέων διέταξε να μιμηθούν την γραφή του Δαμασκηνού και να στείλουν στο Χαλίφη πλαστή επιστολή του, με την οποία να φαίνεται ότι αυτός προσέφερε τη Δαμασκό στους Βυζαντινούς. Ο Χαλίφης πείστηκε και του έκοψε το δεξί χέρι. Το βράδυ έστειλε μεσίτες ο Ιωάννης στο βάρβαρο παρακαλώντας να του χαρίσει το κομμένο χέρι για να το θάψει. Ο Σαρακηνός συμφώνησε και του έδωσε το χέρι. Ο Άγιος το πήρε το πήγε στο ναό, που είχε στο σπίτι του. Έπεσε κάτω μπροστά στη αγία εικόνα της Θεομήτορος και προσευχόμενος με δάκρυα έλεγε:
«Δέσποινα Πάναγνε Μήτερ, η τον Θεόν μου τεκούσα,
δια της θείας εικόνας η δεξιά μου εκόπη.
Ουκ αγνοείς την αιτίαν, δι' ην εμάνη ο Λέων
Προφθασον, τοίνυν, ως τάχος και ιασαί μου την χείρα.
Η δεξιά του Υψίστου, η από Σου σαρκωθείσα,
Πολλάς ποιεί τας δυνάμεις δια της Σης μεσιτείας.
Την δεξιάν μου ταύτην και νυν ιασάτω λιταίς σου.
Ως αν, Σους ύμνους, ους δοίης και του εκ Σου σαρκωθέντος.
Εν ρυθμικαίς αρμονίαις συγγράψηται, Θεοτόκε,
Και συνεργός χρηματίση της Ορθοδόξου λατρείας,
Δύνασαι γαρ όσα αν θέλης, ως του Θεού Μητηρ ούσα»
Λέγοντας αυτά ο Ιωάννης αποκοιμήθηκε και βλέπει την αγία εικόνα της Αειπαρθένου και του λέγει: «Γιατρεύτηκε το χέρι σου και μη λυπάσαι πλέον γι' αυτό. Κάνε τώρα αυτό γραφίδα γραμματέως όπως μου υποσχέθηκες».
Τότε ξύπνησε ο Άγιος και βλέποντας το χέρι του θεραπευμένο, δοξολογούσε και ευχαριστούσε τον Κύριο και την Άχραντη Μητέρα του. Έψαλλε όλη την νύκτα λέγοντας: «Η δεξιά σου χειρ, Κύριε, εν ισχύι δεδόξασται η δεξιά σου την θραυσθείσαν μου δεξιάν εθεράπευσε. Δια της δεξιάς μου ταύτης θέλεις θρυμματίσει και συντρίψει τους υπεναντίους εικονοθραύστας».
Ο Ιωάννης κατανάλωσε όλη του τη ζωή για τη δόξα της Εκκλησίας και άφησε σε μας θησαυρούς ανυπολόγιστης αξίας. Έζησε με οσιότητα πάνω από εκατό χρόνια και κοιμήθηκε ειρηνικά το 749 μ.Χ. Τάφηκε στη Μονή του Αγίου Σάββα. Χάρη στην ευγλωττία του ονομάσθηκε και «Χρυσορρόας», ενώ για το πλούσιο μουσικό του έργο ονομάστηκε «Μαΐστωρ της μουσικής».
Συγγραφικό έργο
Ο Ιωάννης μας παρέδωσε πλουσιότατο έργο σε όλους τους τομείς της Θεολογίας. Αφιερωμένος στη συχνή μελέτη της Πατερικής Παράδοσης και της ελληνικής φιλοσοφίας κατέγραψε άνετα τον πλούτο της εμπειρίας του. Οι κριτικοί σήμερα αρνούνται την πρωτοτυπία , αλλά αυτό δεν αφορά σε όλα τα έργα του. Εκείνο που δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί είναι η αυστηρότητα στη μέθοδο και τη διαίρεση. Η υπεροχή του συστηματικού στοιχείου έναντι του πρωτοτύπου, υπήρξε αυστηρή στην επιλογή, η οποία εναρμονιζόταν άριστα και προς την αντίστοιχη αξίωση της Εκκλησίας.
Τα έργα διακρίνονται σε δογματικά, αντιρρητικά, απολογητικά, ηθικά, ομιλίες, ερμηνευτικά, αγιολογικά και υμνογραφικά.
I) Δογματικά
α) το σπουδαιότερο δογματικό σύγγραμμα είναι η τριλογία «Πηγή γνώσεως». Διαιρείται σε τρία μέρη, όπου αναπτύσσονται οι φιλοσοφικές προϋποθέσεις, οι παρεκκλίσεις των αιρέσεων και τα δόγματα της Εκκλησίας. Το πρώτο μέρος ονομάζεται «Φιλοσοφικά Κεφάλαια» και αποτελεί φιλοσοφική εισαγωγή στη χριστιανική θεολογία. Στο μέρος «Περί τῶν αἱρέσεων» εξετάζονται σύντομα εκατό αιρέσεις σε εκατό κεφάλαια. Το τρίτο μέρος είναι η «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως», το οποίο διαιρείται σε εκατό κεφάλαια και αποτελεί σύστημα δογματικής θεολογίας της Ορθοδοξίας. Γράφοντας το έργο αυτό ο Ιωάννης, όπλισε τους υπερασπιστές της τιμής των εικόνων με ένα ισχυρό όπλο στον αγώνα με τους αντιπάλους τους· όπλο που τους έλειπε κατά την έναρξη της Εικονομαχίας. Εδώ θέλει να προσφέρει εκκλησιαστικό και όχι προσωπικό δογματικό σύστημα. Από τους Πατέρες κυριαρχεί ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ακολουθούν οι Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Διονύσιος Αρεοπαγίτης κ.ά.
β) «Λίβελλος περί ὀρθοῦ φρονήματος». Ανακεφαλαιώνει τα θεμελιώδη δόγματα της Ορθοδοξίας με βάση το Σύμβολο της Πίστεως.
γ) «Εἰσαγωγή δογμάτων στοιχειώδης». Εξετάζει τους βασικούς όρους και τις κύριες διακρίσεις της χριστιανικής δογματικής.
δ) «Περί τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων» (αμφιβαλλόμενο).
II) Ἀντιρρητικά.
Σώζονται δύο πραγματείες εναντίον των Νεστοριανών, τρεις εναντίον των Μονοφυσιτών και εναντίον του Μονοθελητισμού. Οι περίφημες τρεις πραγματείες «Περί εἰκόνων» απετέλεσαν την πιο πολύτιμη πηγή των εικονοφίλων για την υπεράσπιση των ι. εικόνων. Γράφθηκαν σταδιακά στην πρώτη φάση της Εικονομαχίας και, συγκεκριμένα, από το 726 μ.Χ. ως το 731 μ.Χ.
Εξετάζουν με μετριοπάθεια το πρόβλημα, δίδοντας το ορθό νόημα στη χρήση των εικόνων. Στο έργο αυτό παρουσιάζεται κατά τρόπο και η πολιτική του Λέοντα Γ’ για το θέμα.
III) Ἀπολογητικά.
α) «Διάλογος κατά Μανιχαίων», ο οποίος είναι ερωταποκρίσεις ενός ορθοδόξου με οπαδό της παλιάς αίρεσης των Μανιχαίων.
β) Στο «Διάλεξις χριστιανοῦ καί σαρακηνοῦ» γίνεται λόγος για την αιτία του καλού και του κακού.
IV) Ἠθικά.
α) «Ἱερά παράλληλα». Είναι μια ογκώδης ανθολογία Βιβλικών και Πατερικών χωρίων, η οποία αναφέρε-ται στο θρησκευτικό και ηθικό βίο.
β) «Περί τῶν ἁγίων νηστειῶν πρός Κομητᾶν». Εξετάζει το θέμα της διάρκειας της νηστείας της Τεσσαρακοστής.
V) Ὁμιλίες.
Μία «Εἰς τό Γενέσιον » και τρεις «Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου». Ακόμη «Εἰς τήν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου», «Εἰς τήν ξηρανθεῖσαν συκῆν» και «Εἰς τό Μέγα Σάββατον». Τέλος, οι ψευδεπίγαφες ομιλίες είναι πολυάριθμες.
VI) Ἑρμηνευτικά. Η ενασχόληση του Δαμασκηνού με την ερμηνεία των Γραφών υπήρξε περιορισμένη. Έχουμε μόνο την ερμηνεία «Εἰς τάς ἐπιστολάς τοῦ Παύλου», που αποτελεί επιτομή της εκτενούς ομιλητικής ερμηνείας του Ιωάννου Χρυσοστόμου.
VII) Ἁγιολογικά.
α) «Ἐγκώμιον εἰς Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον».
β) «Ἐγκώμιον εἰς τήν ἁγίαν Βαρβάραν».
γ) «Μαρτύριον τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης».
δ) Ο «Βίος Βαρλαάμ καί Ἰωάσαφ» είναι το σπουδαιότερο αγιογραφικό κείμενο του Ιωάννη, διότι γνώρισε μεγάλη διάδοση ως διήγημα.
VIII) Ὑμνογραφικά.
Ο Δαμασκηνός είναι επίσης ένας από τους σπουδαιότερους μελωδούς της Εκκλησίας. Το ποιητικό του έργο θεωρείται από τα σημαντικότερα στην ορθόδοξη υμνογραφική παράδοση. Είναι ένας από τους εισηγητές του ποιητικού είδους των Κανόνων. Σώζονται 90 Κανόνες του, από τους οποίους οι 14 έχουν συμπεριληφθεί στα λειτουργικά βιβλία. Περίφημος είναι ο «Κανών εἰς τό ἅγιον Πάσχα» και το υμνογραφικό τμήμα των Κυριακών στο βιβλίο της Παρακλητικής· γνωστό ως Ὀχτώηχος της Κυριακής. Οι ύμνοι του επηρέασαν τους μεταγενέστερους ποιητές και απετέλεσαν τον πυρήνα των ακολουθιών της εβδομάδος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν καλλικέλαδον, καὶ λιγυραῖς μολπαῖς, κατακηλοῦσάν τε, καὶ ἀγλαΐζουσαν, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, εὔλαλον ἀηδόνα, δεῦτε εὐφημήσωμεν, Ἰωάννην τὸν πάνσοφον, τὸν Δαμασκηνὸν πιστοί, ὑμνογράφων τὸν πρύτανιν· τὸν ἔμπλεων, ἁπάσης γενόμενον, θείας καὶ κοσμικῆς σοφίας.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον ὄργανον, τῆς Ἐκκλησίας, λύρα εὔσωμος, τῆς εὐσεβείας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη πανεύφημε ὅθεν πυρσεύεις τοῦ κόσμου τὰ πέρατα, ταὶς τῶν σοφῶν σου δογμάτων ἑλλάμψεσι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Δαμάσας πολλοῖς, ἱδρῶσι τῆς ἀσκήσεως, τὸ σῶμα τὸ σόν, εἰς ὕψος οὐράνιον, εὐπετῶς ἀνέδραμες, ὅπου μέλη θεῖά σοι δίδονται, ἃ τρανῶς ἐμελῴδησας, τοῖς φίλοις Κυρίου Πάτερ Ὅσιε.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἡδύφωνος Αὐλός, μεγαλόφωνος Σάλπιγξ, Κιθάρα μελουργός, λιγυρὰ θεία Λύρα, Κινύρα παναρμόνιος, μουσικώτατον Ὄργανον, ἐμπνεόμενον, τοῦ Παρακλήτου ταῖς αὔραις, ἀναδέδειξαι, ὦ Ἰωάννη καὶ θέλγεις, ἡμῶν τὰ νοήματα.
Μεγαλυνάριον
Τον θείον κοσμήτορα της Χριστού Εκκλησίας πάντες Ιωάννην Δαμασκηνόν ύμνοις συν τη θεία σεπτή καλλιπαρθένω Βαρβάρα επαξίως ανευφημήσωμεν.
Όταν πέθανε ο Σέργιος, ο γιός του Ιωάννης διορίστηκε, χωρίς να το θέλει, πρωτοσύμβουλος του χαλίφη Βελιδά (705 - 715 μ.Χ.). Αργότερα, όταν ο χαλίφης Ομάρ ο Β' εξήγειρε διωγμό κατά των χριστιανών, ο Ιωάννης μαζί με τον θετό του αδελφό Κοσμά (τον έπειτα επίσκοπο Μαϊουμά), έφυγαν από τη Δαμασκό και πήγαν στην Ιερουσαλήμ. Εκεί ο Ιωάννης έγινε μοναχός στην περίφημη Μονή του αγίου Σάββα, όπου έμεινε σ' όλη του τη ζωή, μελετώντας και συγγράφοντας.
Στο διωγμό κατά των αγίων εικόνων, επί Λέοντος του Ισαύρου (726 μ.Χ.), πήρε ενεργό μέρος και εξαπέλυσε κατά του ασεβούς αυτοκράτορα, τους τρεις γνωστούς λόγους υπέρ των αγίων εικόνων, πράγμα που θορύβησε τον Λέοντα. Αναφέρεται ότι ο Λέων διέταξε να μιμηθούν την γραφή του Δαμασκηνού και να στείλουν στο Χαλίφη πλαστή επιστολή του, με την οποία να φαίνεται ότι αυτός προσέφερε τη Δαμασκό στους Βυζαντινούς. Ο Χαλίφης πείστηκε και του έκοψε το δεξί χέρι. Το βράδυ έστειλε μεσίτες ο Ιωάννης στο βάρβαρο παρακαλώντας να του χαρίσει το κομμένο χέρι για να το θάψει. Ο Σαρακηνός συμφώνησε και του έδωσε το χέρι. Ο Άγιος το πήρε το πήγε στο ναό, που είχε στο σπίτι του. Έπεσε κάτω μπροστά στη αγία εικόνα της Θεομήτορος και προσευχόμενος με δάκρυα έλεγε:
«Δέσποινα Πάναγνε Μήτερ, η τον Θεόν μου τεκούσα,
δια της θείας εικόνας η δεξιά μου εκόπη.
Ουκ αγνοείς την αιτίαν, δι' ην εμάνη ο Λέων
Προφθασον, τοίνυν, ως τάχος και ιασαί μου την χείρα.
Η δεξιά του Υψίστου, η από Σου σαρκωθείσα,
Πολλάς ποιεί τας δυνάμεις δια της Σης μεσιτείας.
Την δεξιάν μου ταύτην και νυν ιασάτω λιταίς σου.
Ως αν, Σους ύμνους, ους δοίης και του εκ Σου σαρκωθέντος.
Εν ρυθμικαίς αρμονίαις συγγράψηται, Θεοτόκε,
Και συνεργός χρηματίση της Ορθοδόξου λατρείας,
Δύνασαι γαρ όσα αν θέλης, ως του Θεού Μητηρ ούσα»
Λέγοντας αυτά ο Ιωάννης αποκοιμήθηκε και βλέπει την αγία εικόνα της Αειπαρθένου και του λέγει: «Γιατρεύτηκε το χέρι σου και μη λυπάσαι πλέον γι' αυτό. Κάνε τώρα αυτό γραφίδα γραμματέως όπως μου υποσχέθηκες».
Τότε ξύπνησε ο Άγιος και βλέποντας το χέρι του θεραπευμένο, δοξολογούσε και ευχαριστούσε τον Κύριο και την Άχραντη Μητέρα του. Έψαλλε όλη την νύκτα λέγοντας: «Η δεξιά σου χειρ, Κύριε, εν ισχύι δεδόξασται η δεξιά σου την θραυσθείσαν μου δεξιάν εθεράπευσε. Δια της δεξιάς μου ταύτης θέλεις θρυμματίσει και συντρίψει τους υπεναντίους εικονοθραύστας».
Ο Ιωάννης κατανάλωσε όλη του τη ζωή για τη δόξα της Εκκλησίας και άφησε σε μας θησαυρούς ανυπολόγιστης αξίας. Έζησε με οσιότητα πάνω από εκατό χρόνια και κοιμήθηκε ειρηνικά το 749 μ.Χ. Τάφηκε στη Μονή του Αγίου Σάββα. Χάρη στην ευγλωττία του ονομάσθηκε και «Χρυσορρόας», ενώ για το πλούσιο μουσικό του έργο ονομάστηκε «Μαΐστωρ της μουσικής».
Συγγραφικό έργο
Ο Ιωάννης μας παρέδωσε πλουσιότατο έργο σε όλους τους τομείς της Θεολογίας. Αφιερωμένος στη συχνή μελέτη της Πατερικής Παράδοσης και της ελληνικής φιλοσοφίας κατέγραψε άνετα τον πλούτο της εμπειρίας του. Οι κριτικοί σήμερα αρνούνται την πρωτοτυπία , αλλά αυτό δεν αφορά σε όλα τα έργα του. Εκείνο που δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί είναι η αυστηρότητα στη μέθοδο και τη διαίρεση. Η υπεροχή του συστηματικού στοιχείου έναντι του πρωτοτύπου, υπήρξε αυστηρή στην επιλογή, η οποία εναρμονιζόταν άριστα και προς την αντίστοιχη αξίωση της Εκκλησίας.
Τα έργα διακρίνονται σε δογματικά, αντιρρητικά, απολογητικά, ηθικά, ομιλίες, ερμηνευτικά, αγιολογικά και υμνογραφικά.
I) Δογματικά
α) το σπουδαιότερο δογματικό σύγγραμμα είναι η τριλογία «Πηγή γνώσεως». Διαιρείται σε τρία μέρη, όπου αναπτύσσονται οι φιλοσοφικές προϋποθέσεις, οι παρεκκλίσεις των αιρέσεων και τα δόγματα της Εκκλησίας. Το πρώτο μέρος ονομάζεται «Φιλοσοφικά Κεφάλαια» και αποτελεί φιλοσοφική εισαγωγή στη χριστιανική θεολογία. Στο μέρος «Περί τῶν αἱρέσεων» εξετάζονται σύντομα εκατό αιρέσεις σε εκατό κεφάλαια. Το τρίτο μέρος είναι η «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως», το οποίο διαιρείται σε εκατό κεφάλαια και αποτελεί σύστημα δογματικής θεολογίας της Ορθοδοξίας. Γράφοντας το έργο αυτό ο Ιωάννης, όπλισε τους υπερασπιστές της τιμής των εικόνων με ένα ισχυρό όπλο στον αγώνα με τους αντιπάλους τους· όπλο που τους έλειπε κατά την έναρξη της Εικονομαχίας. Εδώ θέλει να προσφέρει εκκλησιαστικό και όχι προσωπικό δογματικό σύστημα. Από τους Πατέρες κυριαρχεί ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ακολουθούν οι Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Διονύσιος Αρεοπαγίτης κ.ά.
β) «Λίβελλος περί ὀρθοῦ φρονήματος». Ανακεφαλαιώνει τα θεμελιώδη δόγματα της Ορθοδοξίας με βάση το Σύμβολο της Πίστεως.
γ) «Εἰσαγωγή δογμάτων στοιχειώδης». Εξετάζει τους βασικούς όρους και τις κύριες διακρίσεις της χριστιανικής δογματικής.
δ) «Περί τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων» (αμφιβαλλόμενο).
II) Ἀντιρρητικά.
Σώζονται δύο πραγματείες εναντίον των Νεστοριανών, τρεις εναντίον των Μονοφυσιτών και εναντίον του Μονοθελητισμού. Οι περίφημες τρεις πραγματείες «Περί εἰκόνων» απετέλεσαν την πιο πολύτιμη πηγή των εικονοφίλων για την υπεράσπιση των ι. εικόνων. Γράφθηκαν σταδιακά στην πρώτη φάση της Εικονομαχίας και, συγκεκριμένα, από το 726 μ.Χ. ως το 731 μ.Χ.
Εξετάζουν με μετριοπάθεια το πρόβλημα, δίδοντας το ορθό νόημα στη χρήση των εικόνων. Στο έργο αυτό παρουσιάζεται κατά τρόπο και η πολιτική του Λέοντα Γ’ για το θέμα.
III) Ἀπολογητικά.
α) «Διάλογος κατά Μανιχαίων», ο οποίος είναι ερωταποκρίσεις ενός ορθοδόξου με οπαδό της παλιάς αίρεσης των Μανιχαίων.
β) Στο «Διάλεξις χριστιανοῦ καί σαρακηνοῦ» γίνεται λόγος για την αιτία του καλού και του κακού.
IV) Ἠθικά.
α) «Ἱερά παράλληλα». Είναι μια ογκώδης ανθολογία Βιβλικών και Πατερικών χωρίων, η οποία αναφέρε-ται στο θρησκευτικό και ηθικό βίο.
β) «Περί τῶν ἁγίων νηστειῶν πρός Κομητᾶν». Εξετάζει το θέμα της διάρκειας της νηστείας της Τεσσαρακοστής.
V) Ὁμιλίες.
Μία «Εἰς τό Γενέσιον » και τρεις «Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου». Ακόμη «Εἰς τήν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου», «Εἰς τήν ξηρανθεῖσαν συκῆν» και «Εἰς τό Μέγα Σάββατον». Τέλος, οι ψευδεπίγαφες ομιλίες είναι πολυάριθμες.
VI) Ἑρμηνευτικά. Η ενασχόληση του Δαμασκηνού με την ερμηνεία των Γραφών υπήρξε περιορισμένη. Έχουμε μόνο την ερμηνεία «Εἰς τάς ἐπιστολάς τοῦ Παύλου», που αποτελεί επιτομή της εκτενούς ομιλητικής ερμηνείας του Ιωάννου Χρυσοστόμου.
VII) Ἁγιολογικά.
α) «Ἐγκώμιον εἰς Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον».
β) «Ἐγκώμιον εἰς τήν ἁγίαν Βαρβάραν».
γ) «Μαρτύριον τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης».
δ) Ο «Βίος Βαρλαάμ καί Ἰωάσαφ» είναι το σπουδαιότερο αγιογραφικό κείμενο του Ιωάννη, διότι γνώρισε μεγάλη διάδοση ως διήγημα.
VIII) Ὑμνογραφικά.
Ο Δαμασκηνός είναι επίσης ένας από τους σπουδαιότερους μελωδούς της Εκκλησίας. Το ποιητικό του έργο θεωρείται από τα σημαντικότερα στην ορθόδοξη υμνογραφική παράδοση. Είναι ένας από τους εισηγητές του ποιητικού είδους των Κανόνων. Σώζονται 90 Κανόνες του, από τους οποίους οι 14 έχουν συμπεριληφθεί στα λειτουργικά βιβλία. Περίφημος είναι ο «Κανών εἰς τό ἅγιον Πάσχα» και το υμνογραφικό τμήμα των Κυριακών στο βιβλίο της Παρακλητικής· γνωστό ως Ὀχτώηχος της Κυριακής. Οι ύμνοι του επηρέασαν τους μεταγενέστερους ποιητές και απετέλεσαν τον πυρήνα των ακολουθιών της εβδομάδος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν καλλικέλαδον, καὶ λιγυραῖς μολπαῖς, κατακηλοῦσάν τε, καὶ ἀγλαΐζουσαν, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, εὔλαλον ἀηδόνα, δεῦτε εὐφημήσωμεν, Ἰωάννην τὸν πάνσοφον, τὸν Δαμασκηνὸν πιστοί, ὑμνογράφων τὸν πρύτανιν· τὸν ἔμπλεων, ἁπάσης γενόμενον, θείας καὶ κοσμικῆς σοφίας.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον ὄργανον, τῆς Ἐκκλησίας, λύρα εὔσωμος, τῆς εὐσεβείας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη πανεύφημε ὅθεν πυρσεύεις τοῦ κόσμου τὰ πέρατα, ταὶς τῶν σοφῶν σου δογμάτων ἑλλάμψεσι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Δαμάσας πολλοῖς, ἱδρῶσι τῆς ἀσκήσεως, τὸ σῶμα τὸ σόν, εἰς ὕψος οὐράνιον, εὐπετῶς ἀνέδραμες, ὅπου μέλη θεῖά σοι δίδονται, ἃ τρανῶς ἐμελῴδησας, τοῖς φίλοις Κυρίου Πάτερ Ὅσιε.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἡδύφωνος Αὐλός, μεγαλόφωνος Σάλπιγξ, Κιθάρα μελουργός, λιγυρὰ θεία Λύρα, Κινύρα παναρμόνιος, μουσικώτατον Ὄργανον, ἐμπνεόμενον, τοῦ Παρακλήτου ταῖς αὔραις, ἀναδέδειξαι, ὦ Ἰωάννη καὶ θέλγεις, ἡμῶν τὰ νοήματα.
Μεγαλυνάριον
Τον θείον κοσμήτορα της Χριστού Εκκλησίας πάντες Ιωάννην Δαμασκηνόν ύμνοις συν τη θεία σεπτή καλλιπαρθένω Βαρβάρα επαξίως ανευφημήσωμεν.
Ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ ὁ Νέος Ἱερομάρτυρας
Ὁ γῆς Σεραφεὶμ Θετταλῶν φὺς ὡς κλάδος,
Θεῷ Λόγῳ πρόσεισι ῥείθροις αἱμάτων.
Απήρεν εκ γης, και Σεραφείμ τοις άνω,
Θρόνος Σεραφείμ, Κυρίου όπως γένη
Φαίδιμο Αρχιερήα, λάβε Τριάς αμφί Τετάρτη.
Ο Άγιος Σεραφείμ γεννήθηκε στο χωριό Μπεζούλια της επαρχίας Αγράφων και ανατράφηκε κατά Χριστόν από τους θεοσεβείς γονείς του, Σωφρόνιο και Μαρία. Αγάπησε τη μοναχική ζωή και πήγε στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου, την επονομαζόμενη Κορώνα ή Κρύα Βρύση και επιδόθηκε στην άσκηση της αρετής. Διακρίθηκε για την άσκησή του και έγινε ηγούμενος της Μονής.
Αργότερα χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Φαναριού και Νεοχωρίου.
Κατηγορήθηκε ότι πήρε μέρος στην επανάσταση του Διονυσίου Φιλοσόφου (βλέπε 10 Οκτωβρίου), συνελήφθη από τους Τούρκους, που μάταια προσπάθησαν να τον εξισλαμίσουν.
Εξαγριωμένοι οι Τούρκοι μπροστά στη σταθερότητα της πίστης του ιερομάρτυρα, υπέβαλαν σ' αυτόν φρικτά βασανιστήρια, τα οποία μεγάλωναν, εφ' όσον ο Σεραφείμ διαρκώς αρνιόταν να προδώσει την ελληνοχριστιανική πίστη του. Αφού του έκοψαν τη μύτη και επανειλημμένα τον παρουσίασαν στον κριτή, αρνούμενος να αλλαξοπιστήσει, τον εκτέλεσαν στις 4 Δεκεμβρίου 1601 μ.Χ. με σουβλισμό και κατ' άλλους με απαγχονισμό.
O σοφολογιώτατος διδάσκαλος Xριστοφόρος Προδρομίτης συνέθεσε για τον Άγιο Σεραφείμ οκτωήχους Kανόνες, προσόμοιά και ιδιόμελα, τα οποία τυπώθηκαν μαζί με την Aκολουθία του.
Η τιμία κεφαλή του Αγίου Σεραφείμ, η οποία εναποτέθηκε στη Μονή της Κρύας Βρύσης, όπου είχε μονάσει ο Άγιος, παρά τις κακοποιήσεις και τις κακουχίες που υπέστει, αποτελεί ένα διαρκές θαύμα του Θεού, αφού «περιβάλλεται από το δέρμα, το οποίο σε μερικά μέρη έχει αποσπαστεί από τους πιστούς, για φυλαχτό και φέρει τα σημάδια του μαρτυρίου· ενώ το αριστερό μάτι του Αγίου είναι γαλήνια κλεισμένο, το δεξί φέρει εμφανή τα ίχνη κακοποιήσεων, καθώς επίσης εμφανέστατα φαίνεται και η αποκοπή της μύτης!». (Αρχιμανδρίτη Μακαρίου Τόγκα, «Η Ιερά Μονή Παναγίας Κορώνας - Βίος και Πολιτεία του Αγίου του Χριστού Νέου Ιερομάρτυρος Σεραφείμ, Αρχιεπισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου, του Θαυματουργού (+ 1601)»· και «Ακολουθία...»· έκδοση Ι. Μητροπόλεως Καστορίας 2001).
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγράφων τὸν γόνον, Φαναριοῦ τὸν πρόεδρον, καὶ Μονῆς Κορώνῃς τὸ κλέος Σεραφεὶμ εὐφημήσωμεν ἀθλήσας γὰρ λαμπρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, θαυμάτων ἐπομβρίζει δωρεᾶς καὶ λυτρούται νοσημάτων φθοροποιῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'.
Οσίως τον βίον σου διεκπεράσας σοφέ, ποδήρει κεκόσμησαι ιεροσύνης φαιδρώς, Σεραφείμ αξιάγαστε` όθεν δικαιοσύνης τον χιτώνα φορέσας, νυν εν αγαλλιάσει, τω Χριστώ συναγάλλη, πρεσβεύων υπέρ πάντων ημών των ευφημούντων σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Τὴν ἐν σαρκὶ ζωήν.
Τοῦ Ἀρχιποίμενος λαμπρὸν ἀπαύγασμα καί τοῦ ποιμνίου σου στῦλος καὶ καύχημα, θύτης καὶ θῦμα τοῦ Χριστοῦ ἐξέλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ. ᾿Εν τοῖς μαρτυρίοις σου ᾿Εκκλησίαν ἐκόσμησας, Γένος χειμαζόμενον δαψιλῶς εὐηργέτησας· ὅθεν, Σεραφεὶμ ἱερώτατε, ἱκέτευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν Ἀγράφων κόσμημα καὶ Φαναρίου τὸν λύχνον, τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα, Ἀρχιερέων τὸ κλέος, πρόφθασον ταῖς σαῖς δεήσεσι, ἀθλοφόρε. Σύντριψον τὰς τοῦ ἀλάστορος μεθοδείας, ἵν’ εὐφροσύνως γεραίρομεν τῇ σῇ ἀθλήσει, Σεραφεὶμ ἀξιάγαστε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας τὸν ἀστέρα τὸν νεόφωτον καὶ Φαναρίου τὸν ποιμένα τὸν θεόκριτον Ἀνυμνήσωμεν ἐν ᾄσμασι θεοφθόγγοις· Ἀνατείλας γὰρ ἐσχάτως δι’ ἀθλήσεως καταυγάζει Ὀρθοδόξων τὰ πληρώματα, Χαίροις λέγοντα, Σεραφεὶμ ἀξιάγαστε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ήχος β'. Τα άνω ζητών.
Θυσία Θεώ προσάγων την αναίμακτον, ως ων ιερεύς της χάριτος πανένδοξε, εν οικείοις ύστερον σε αυτόν ιερεύσας αίμασι` διά τούτο διπλοίς εκ Θεού στεφάνοις, εστέφθης εις την άνω ζωήν.
Κάθισμα
Ήχος α'. Τον τάφον Σου Σωτήρ.
Ευφραίνου η κρηπίς, ιερεών ιδού γαρ, επέφανεν ημίν Σεραφείμ του γενναίου, η ένδοξος άθλησις, τους πιστούς καταυγάζουσα` όθεν σκίρτησον μετά ποιμένων βοώσα` δόξα αίνεσις, συ των Μαρτύρων υπάρχεις, Χριστέ ο Θεός ημών.
Ὁ Οἶκος
Ο υποφήτης των του Θεού μεγάλων μυστηρίων, το σκεύος το της εκλογής, Παύλος ο θεηγόρος, τον μέγαν διαγράφων Αρχιερέα Ιησούν, τον κατά την τάξιν Μελχισεδέκ τας θυσίας εκτελούντα` τοιούτος φησίν έπρεπεν ημίν Αρχιερεύς, όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών, και υψηλότερος των ουρανών γενόμενος. Ταύτας ουν τας ιερατικάς αρετάς, ας ο Ιησούς φύσει εν εαυτώ είχε, τοις Μαθηταίς αυτού μετέδωκεν` εκ του πληρώματος γαρ αυτού, ημείς πάντες ελάβομεν` διό και τον Ιερομάρτυρα Αυτού, Σεραφείμ τον αοίδιμοντον γνησίως Αυτώ ακολουθήσαντα, διπλοίς στεφάνοις κατέστεψεν εις την άνω ζωήν.
Μεγαλυνάριον
Χρίσματι ἁγίῳ τελειωθείς, θερμῶς ἀναδέχῃ, τὸ μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ· οὑ γὰρ ἐπῃσχύνθης, τὸν εὐαγῆ ἀγῶνα, ὦ Σεραφεὶμ διό σε, Χριστὸς ἐδόξασε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἀγράφων τὸν γόνον τὸν ἐκλεκτὸν καί τοῦ Φαναρίου τὸν ᾿Επίσκοπον τὸν σεπτόν, τὸν ἐν δυσχειμέροις καιροῖς τῷ δούλῳ Γένος πολλὰ προσενεγκόντα, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὸν τοῦ Φαναρίου πιστὸν φρουρὸν καὶ Χριστοῦ τῶν δούλων τὸν σοφώτατον ὁδηγόν, τὸ τῶν ᾿Επισκόπων ἀγλάϊσμα, τὸν νέον Σεραφεὶμ πάντες ἀνευφημήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Οὐρανίαν τάξιν ὑποδηλῶν τῷ ὀνόματί σου καὶ τὸν κόσμον διακονῶν, ἀνάστασιν Γένους δεήσει μεθοδεύεις, θυσίαν ἐντυγχάνεις, Σεραφεὶμ ἔνδοξε.
Αργότερα χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Φαναριού και Νεοχωρίου.
Κατηγορήθηκε ότι πήρε μέρος στην επανάσταση του Διονυσίου Φιλοσόφου (βλέπε 10 Οκτωβρίου), συνελήφθη από τους Τούρκους, που μάταια προσπάθησαν να τον εξισλαμίσουν.
Εξαγριωμένοι οι Τούρκοι μπροστά στη σταθερότητα της πίστης του ιερομάρτυρα, υπέβαλαν σ' αυτόν φρικτά βασανιστήρια, τα οποία μεγάλωναν, εφ' όσον ο Σεραφείμ διαρκώς αρνιόταν να προδώσει την ελληνοχριστιανική πίστη του. Αφού του έκοψαν τη μύτη και επανειλημμένα τον παρουσίασαν στον κριτή, αρνούμενος να αλλαξοπιστήσει, τον εκτέλεσαν στις 4 Δεκεμβρίου 1601 μ.Χ. με σουβλισμό και κατ' άλλους με απαγχονισμό.
O σοφολογιώτατος διδάσκαλος Xριστοφόρος Προδρομίτης συνέθεσε για τον Άγιο Σεραφείμ οκτωήχους Kανόνες, προσόμοιά και ιδιόμελα, τα οποία τυπώθηκαν μαζί με την Aκολουθία του.
Η τιμία κεφαλή του Αγίου Σεραφείμ, η οποία εναποτέθηκε στη Μονή της Κρύας Βρύσης, όπου είχε μονάσει ο Άγιος, παρά τις κακοποιήσεις και τις κακουχίες που υπέστει, αποτελεί ένα διαρκές θαύμα του Θεού, αφού «περιβάλλεται από το δέρμα, το οποίο σε μερικά μέρη έχει αποσπαστεί από τους πιστούς, για φυλαχτό και φέρει τα σημάδια του μαρτυρίου· ενώ το αριστερό μάτι του Αγίου είναι γαλήνια κλεισμένο, το δεξί φέρει εμφανή τα ίχνη κακοποιήσεων, καθώς επίσης εμφανέστατα φαίνεται και η αποκοπή της μύτης!». (Αρχιμανδρίτη Μακαρίου Τόγκα, «Η Ιερά Μονή Παναγίας Κορώνας - Βίος και Πολιτεία του Αγίου του Χριστού Νέου Ιερομάρτυρος Σεραφείμ, Αρχιεπισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου, του Θαυματουργού (+ 1601)»· και «Ακολουθία...»· έκδοση Ι. Μητροπόλεως Καστορίας 2001).
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγράφων τὸν γόνον, Φαναριοῦ τὸν πρόεδρον, καὶ Μονῆς Κορώνῃς τὸ κλέος Σεραφεὶμ εὐφημήσωμεν ἀθλήσας γὰρ λαμπρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, θαυμάτων ἐπομβρίζει δωρεᾶς καὶ λυτρούται νοσημάτων φθοροποιῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'.
Οσίως τον βίον σου διεκπεράσας σοφέ, ποδήρει κεκόσμησαι ιεροσύνης φαιδρώς, Σεραφείμ αξιάγαστε` όθεν δικαιοσύνης τον χιτώνα φορέσας, νυν εν αγαλλιάσει, τω Χριστώ συναγάλλη, πρεσβεύων υπέρ πάντων ημών των ευφημούντων σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Τὴν ἐν σαρκὶ ζωήν.
Τοῦ Ἀρχιποίμενος λαμπρὸν ἀπαύγασμα καί τοῦ ποιμνίου σου στῦλος καὶ καύχημα, θύτης καὶ θῦμα τοῦ Χριστοῦ ἐξέλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ. ᾿Εν τοῖς μαρτυρίοις σου ᾿Εκκλησίαν ἐκόσμησας, Γένος χειμαζόμενον δαψιλῶς εὐηργέτησας· ὅθεν, Σεραφεὶμ ἱερώτατε, ἱκέτευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν Ἀγράφων κόσμημα καὶ Φαναρίου τὸν λύχνον, τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα, Ἀρχιερέων τὸ κλέος, πρόφθασον ταῖς σαῖς δεήσεσι, ἀθλοφόρε. Σύντριψον τὰς τοῦ ἀλάστορος μεθοδείας, ἵν’ εὐφροσύνως γεραίρομεν τῇ σῇ ἀθλήσει, Σεραφεὶμ ἀξιάγαστε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας τὸν ἀστέρα τὸν νεόφωτον καὶ Φαναρίου τὸν ποιμένα τὸν θεόκριτον Ἀνυμνήσωμεν ἐν ᾄσμασι θεοφθόγγοις· Ἀνατείλας γὰρ ἐσχάτως δι’ ἀθλήσεως καταυγάζει Ὀρθοδόξων τὰ πληρώματα, Χαίροις λέγοντα, Σεραφεὶμ ἀξιάγαστε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ήχος β'. Τα άνω ζητών.
Θυσία Θεώ προσάγων την αναίμακτον, ως ων ιερεύς της χάριτος πανένδοξε, εν οικείοις ύστερον σε αυτόν ιερεύσας αίμασι` διά τούτο διπλοίς εκ Θεού στεφάνοις, εστέφθης εις την άνω ζωήν.
Κάθισμα
Ήχος α'. Τον τάφον Σου Σωτήρ.
Ευφραίνου η κρηπίς, ιερεών ιδού γαρ, επέφανεν ημίν Σεραφείμ του γενναίου, η ένδοξος άθλησις, τους πιστούς καταυγάζουσα` όθεν σκίρτησον μετά ποιμένων βοώσα` δόξα αίνεσις, συ των Μαρτύρων υπάρχεις, Χριστέ ο Θεός ημών.
Ὁ Οἶκος
Ο υποφήτης των του Θεού μεγάλων μυστηρίων, το σκεύος το της εκλογής, Παύλος ο θεηγόρος, τον μέγαν διαγράφων Αρχιερέα Ιησούν, τον κατά την τάξιν Μελχισεδέκ τας θυσίας εκτελούντα` τοιούτος φησίν έπρεπεν ημίν Αρχιερεύς, όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών, και υψηλότερος των ουρανών γενόμενος. Ταύτας ουν τας ιερατικάς αρετάς, ας ο Ιησούς φύσει εν εαυτώ είχε, τοις Μαθηταίς αυτού μετέδωκεν` εκ του πληρώματος γαρ αυτού, ημείς πάντες ελάβομεν` διό και τον Ιερομάρτυρα Αυτού, Σεραφείμ τον αοίδιμοντον γνησίως Αυτώ ακολουθήσαντα, διπλοίς στεφάνοις κατέστεψεν εις την άνω ζωήν.
Μεγαλυνάριον
Χρίσματι ἁγίῳ τελειωθείς, θερμῶς ἀναδέχῃ, τὸ μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ· οὑ γὰρ ἐπῃσχύνθης, τὸν εὐαγῆ ἀγῶνα, ὦ Σεραφεὶμ διό σε, Χριστὸς ἐδόξασε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἀγράφων τὸν γόνον τὸν ἐκλεκτὸν καί τοῦ Φαναρίου τὸν ᾿Επίσκοπον τὸν σεπτόν, τὸν ἐν δυσχειμέροις καιροῖς τῷ δούλῳ Γένος πολλὰ προσενεγκόντα, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὸν τοῦ Φαναρίου πιστὸν φρουρὸν καὶ Χριστοῦ τῶν δούλων τὸν σοφώτατον ὁδηγόν, τὸ τῶν ᾿Επισκόπων ἀγλάϊσμα, τὸν νέον Σεραφεὶμ πάντες ἀνευφημήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Οὐρανίαν τάξιν ὑποδηλῶν τῷ ὀνόματί σου καὶ τὸν κόσμον διακονῶν, ἀνάστασιν Γένους δεήσει μεθοδεύεις, θυσίαν ἐντυγχάνεις, Σεραφεὶμ ἔνδοξε.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Πολυβότου
Ἐπισκοπὴν γῆς ἐκλιπὼν Ἰωάννης,
Ἐπισκοποῦντος πάντα τέρπεται θέᾳ.
Ἐπισκοπὴν γῆς ἐκλιπὼν Ἰωάννης,
Ἐπισκοποῦντος πάντα τέρπεται θέᾳ.
Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 7ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ παιδὶ ἔμεινε καθαρὸς καὶ ἀκηλίδωτος σ’ ὅλη του τὴν ζωή.
Ἐπίσης ὑπῆρξε ἐγκρατής, φιλεύσπλαχνος, φιλελεήμων καὶ γνώστης τῶν ἁγίων Γραφῶν. Ἔτσι στὴν ἀρχὴ ἔγινε ἀναγνώστης, κατόπιν ὑποδιάκονος, διάκονος καὶ μετὰ πρεσβύτερος.
Στὸ ἀξίωμα αὐτό, διακρίθηκε γιὰ τὸ συστηματικὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου καὶ γιὰ τὴν πρακτικότητα τῶν ὁμιλιῶν του. Ἀργότερα μὲ κοινὴ γνώμη λαοῦ καὶ κλήρου, ἀναδείχτηκε ἐπίσκοπος Πολυβότου (ἀρχαία πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας στὴ Φρυγία Σαλουτάρια, κοντὰ στὶς Συννάδες. Ἐρείπιά της σώζονται στὸ σημερινὸ Μπουλβαντίν, κοντὰ στὸ Ἀφιὸν Καρὰ Χισάρ). Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ Ἰωάννης ὑπῆρξε ἄγρυπνος καὶ φιλόστοργος ποιμένας. Τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ βασιλιὰς Λέων ὁ Ἴσαυρος κίνησε πόλεμο κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὁ ἐπίσκοπος Ἰωάννης διακρίθηκε γιὰ τὰ ὀρθόδοξα φρονήματά του καὶ τὸ θάρρος του, παρὰ τὶς κακοποιήσεις ποὺ δέχτηκε ἀπὸ τὰ βασιλικὰ ὄργανα.
Ὅταν κάποτε στὸ Ἀμόριο τῆς Φρυγίας οἱ Ἀγαρηνοὶ ἅρπαξαν ἀρκετοὺς αἰχμαλώτους ἀπὸ τὸ ποίμνιό του, ὁ Ἰωάννης δὲν δίστασε νὰ πάει στὸ στρατόπεδό τους καὶ νὰ ζητήσει τοὺς αἰχμαλώτους.
Αὐτοὶ δὲν δέχτηκαν, ἀλλὰ βαρεῖες ἀσθένειες ἄρχισαν νὰ πέφτουν στὸ στρατόπεδο καὶ τότε μὲ τὴν προσευχή του ὁ Ἰωάννης κατάφερε νὰ σταματήσει τὸ κακὸ καὶ ἔτσι οἱ Ἀγαρηνοὶ πρὸς ἀνταπόδοση, ἐλευθέρωσαν τὸ ποίμνιο τοῦ ἐπισκόπου Ἰωάννη.
Τὸ τέλος τοῦ ἄξιου αὐτοῦ Ἱεράρχη, ὑπῆρξε ἥσυχο καὶ εἰρηνικό. Τὸ δὲ τίμιο λείψανό του, ἔγινε αἰτία πολλῶν θαυμάτων.
Ἐπίσης ὑπῆρξε ἐγκρατής, φιλεύσπλαχνος, φιλελεήμων καὶ γνώστης τῶν ἁγίων Γραφῶν. Ἔτσι στὴν ἀρχὴ ἔγινε ἀναγνώστης, κατόπιν ὑποδιάκονος, διάκονος καὶ μετὰ πρεσβύτερος.
Στὸ ἀξίωμα αὐτό, διακρίθηκε γιὰ τὸ συστηματικὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου καὶ γιὰ τὴν πρακτικότητα τῶν ὁμιλιῶν του. Ἀργότερα μὲ κοινὴ γνώμη λαοῦ καὶ κλήρου, ἀναδείχτηκε ἐπίσκοπος Πολυβότου (ἀρχαία πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας στὴ Φρυγία Σαλουτάρια, κοντὰ στὶς Συννάδες. Ἐρείπιά της σώζονται στὸ σημερινὸ Μπουλβαντίν, κοντὰ στὸ Ἀφιὸν Καρὰ Χισάρ). Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ Ἰωάννης ὑπῆρξε ἄγρυπνος καὶ φιλόστοργος ποιμένας. Τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ βασιλιὰς Λέων ὁ Ἴσαυρος κίνησε πόλεμο κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὁ ἐπίσκοπος Ἰωάννης διακρίθηκε γιὰ τὰ ὀρθόδοξα φρονήματά του καὶ τὸ θάρρος του, παρὰ τὶς κακοποιήσεις ποὺ δέχτηκε ἀπὸ τὰ βασιλικὰ ὄργανα.
Ὅταν κάποτε στὸ Ἀμόριο τῆς Φρυγίας οἱ Ἀγαρηνοὶ ἅρπαξαν ἀρκετοὺς αἰχμαλώτους ἀπὸ τὸ ποίμνιό του, ὁ Ἰωάννης δὲν δίστασε νὰ πάει στὸ στρατόπεδό τους καὶ νὰ ζητήσει τοὺς αἰχμαλώτους.
Αὐτοὶ δὲν δέχτηκαν, ἀλλὰ βαρεῖες ἀσθένειες ἄρχισαν νὰ πέφτουν στὸ στρατόπεδο καὶ τότε μὲ τὴν προσευχή του ὁ Ἰωάννης κατάφερε νὰ σταματήσει τὸ κακὸ καὶ ἔτσι οἱ Ἀγαρηνοὶ πρὸς ἀνταπόδοση, ἐλευθέρωσαν τὸ ποίμνιο τοῦ ἐπισκόπου Ἰωάννη.
Τὸ τέλος τοῦ ἄξιου αὐτοῦ Ἱεράρχη, ὑπῆρξε ἥσυχο καὶ εἰρηνικό. Τὸ δὲ τίμιο λείψανό του, ἔγινε αἰτία πολλῶν θαυμάτων.
Ἡ Ἁγία Ἰουλιανὴ ἡ Μάρτυς
Ἰουλιανὴν ὡς περιστερὰν δέχου,
Εἰμὴ τάχει τέμνοιτο, τρίζουσαν Λόγε.
Ἰουλιανὴν ὡς περιστερὰν δέχου,
Εἰμὴ τάχει τέμνοιτο, τρίζουσαν Λόγε.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῆς Ἁγίας.
Οἱ Ἅγιοι Χριστόδουλος καὶ Χριστοδούλη οἱ Μάρτυρες
Συνωνυμὼν σοι, παρθένε Χριστοδούλη,
Ὁ Χριστόδουλος, καὶ συναθλεῖ σοι ξίφει.
Συνωνυμὼν σοι, παρθένε Χριστοδούλη,
Ὁ Χριστόδουλος, καὶ συναθλεῖ σοι ξίφει.
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Σὲ ὁρισμένα Συναξάρια ἡ Χριστουδούλη, ἀναφέρεται μαζὶ μὲ τὴν Ἁγία Μυρώπη († 2 Δεκεμβρίου).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Δυάδα τὴν σύναθλον τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, Χριστόδουλον μέλψωμεν, καὶ Χριστοδούλην ὁμοῦ, τὰ ἄνθη τῆς πίστεως, οὗτοι γὰρ τῇ ἀγάπῃ, πτερωθέντες τῇ θείᾳ, ἤθλησαν ὁμοφρόνως, καὶ τὸν ὄφιν καθεῖλον, καὶ νῦν καθικετεύουσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοὺς γενναίους Μάρτυρας, καὶ ἀδελφοὺς κατὰ σάρκα, τὸν σοφὸν Χριστόδουλον, καὶ Χριστοδούλην τιμῶμεν, οὗτοι γάρ, τῶν τυραννούντων μηχανουργίας, ἤσχυναν, τῇ δυναστείᾳ τοῦ σταυρωθέντος, ἀνεδείχθησαν διόπερ, Μαρτύρων δόξα, ὁμοῦ καὶ καύχημα.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. Δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῶν βασάνων τὰ νέφη τὰ χαλεπά, Ἀθληταὶ παριδόντες καρτερικῶς, ὡς ἥλιος χάριτι, τοῦ Σωτῆρος ἐλάμψετε, ἀδελφικῇ στοργῇ δέ, ἐνθέως συνδούμενοι, ὁμοίοις πόνοις λαμπρῶς ἐδοξάσθητε, ὅθεν μετὰ τέλος, ἀτελεύτητον χάριν, ἐξ ὕψους ἐδέξασθε, θεραπεύειν νοσήματα, Ἀθλοφόροι αὐτάδελφοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.
Ὁ Οἶκος
Τὴν δυάδα πιστοὶ τῶν Ἀθλοφόρων σήμερον, ἐν ᾠδαῖς ἱεραῖς καὶ ὕμνοις εὐφημήσωμεν, ὅτι τῶν εἰδώλων καθεῖλον τὴν πλάνην, πολυθεΐας τὸ πῦρ κατασβέσαντες καὶ δαίμονες ἤσχυναν, τῶν δὲ τυράννων τὸν θυμὸν οὐκ ἔπτυξαν, ξίφη τε καὶ πῦρ δειλιάσαντες, οὔτε θηρίων ἀγρίων ὁρμάς, ἀγωνισάμενοι, καλῶν Χριστόδουλος εὐκλεής, σὺν τῇ σεπτῇ Χριστοδούλῃ, ἀδελφοὶ σύναθλοι, δειχθέντες Μαρτύρων, ὁμοῦ καὶ καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Μαρτύρων ἡ ξυνωρίς, Χριστόδουλε μάκαρ, Ἀθλοφόρων ὁ κοινωνός, χαίροις Χριστοδούλη, Χριστοῦ ὡραία νύμφη, σεμνὴ Παρθενομάρτυς, ἀξιοθαύμαστε.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Δυάδα τὴν σύναθλον τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, Χριστόδουλον μέλψωμεν, καὶ Χριστοδούλην ὁμοῦ, τὰ ἄνθη τῆς πίστεως, οὗτοι γὰρ τῇ ἀγάπῃ, πτερωθέντες τῇ θείᾳ, ἤθλησαν ὁμοφρόνως, καὶ τὸν ὄφιν καθεῖλον, καὶ νῦν καθικετεύουσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοὺς γενναίους Μάρτυρας, καὶ ἀδελφοὺς κατὰ σάρκα, τὸν σοφὸν Χριστόδουλον, καὶ Χριστοδούλην τιμῶμεν, οὗτοι γάρ, τῶν τυραννούντων μηχανουργίας, ἤσχυναν, τῇ δυναστείᾳ τοῦ σταυρωθέντος, ἀνεδείχθησαν διόπερ, Μαρτύρων δόξα, ὁμοῦ καὶ καύχημα.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. Δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῶν βασάνων τὰ νέφη τὰ χαλεπά, Ἀθληταὶ παριδόντες καρτερικῶς, ὡς ἥλιος χάριτι, τοῦ Σωτῆρος ἐλάμψετε, ἀδελφικῇ στοργῇ δέ, ἐνθέως συνδούμενοι, ὁμοίοις πόνοις λαμπρῶς ἐδοξάσθητε, ὅθεν μετὰ τέλος, ἀτελεύτητον χάριν, ἐξ ὕψους ἐδέξασθε, θεραπεύειν νοσήματα, Ἀθλοφόροι αὐτάδελφοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.
Ὁ Οἶκος
Τὴν δυάδα πιστοὶ τῶν Ἀθλοφόρων σήμερον, ἐν ᾠδαῖς ἱεραῖς καὶ ὕμνοις εὐφημήσωμεν, ὅτι τῶν εἰδώλων καθεῖλον τὴν πλάνην, πολυθεΐας τὸ πῦρ κατασβέσαντες καὶ δαίμονες ἤσχυναν, τῶν δὲ τυράννων τὸν θυμὸν οὐκ ἔπτυξαν, ξίφη τε καὶ πῦρ δειλιάσαντες, οὔτε θηρίων ἀγρίων ὁρμάς, ἀγωνισάμενοι, καλῶν Χριστόδουλος εὐκλεής, σὺν τῇ σεπτῇ Χριστοδούλῃ, ἀδελφοὶ σύναθλοι, δειχθέντες Μαρτύρων, ὁμοῦ καὶ καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Μαρτύρων ἡ ξυνωρίς, Χριστόδουλε μάκαρ, Ἀθλοφόρων ὁ κοινωνός, χαίροις Χριστοδούλη, Χριστοῦ ὡραία νύμφη, σεμνὴ Παρθενομάρτυς, ἀξιοθαύμαστε.
Μνήμη τῶν Δώδεκα Προφητῶν
Ἡ μνήμη αὐτὴ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες σχετικὰ μὲ τὸ γεγονός.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες σχετικὰ μὲ τὸ γεγονός.
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ὁ Μάρτυρας
Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς 300 Ἀλαμανοὺς Ἁγίους τῆς Κύπρου μας.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ Ἅγιος Κρύσπος ὁ Ἀπόστολος ἐκ τῶν 70
Ο Άγιος Κρίσπος ήταν Απόστολος και λέγεται ότι υπήρξε ο Ιδρυτής της Εκκλησίας της νήσου Αιγίνης. Ήταν τέλος και αρχισυνάγωγος Κορίνθου.
Η μνήμη του αναφέρεται από ορισμένα Αγιολόγια και την 8η Δεκεμβρίου μαζί με άλλους αποστόλους από τους 70, όπως Σωσθένη κ.λ.π. Σύμφωνα πάντως με τον θείο Χρυσόστομο, ο Κρίσπος είναι ο Απόστολος Σωσθένης: «Oίμαι δε τούτον (τον Kρίσπον δηλ.) και Σωσθένη λέγεσθαι. Oς τοσούτον ανήρ πιστός ην, ώστε και τύπτεσθαι, και παρείναι αεί τω Παύλω» (Oμιλ. λθ΄ εις τας Πράξεις).
Η μνήμη του αναφέρεται από ορισμένα Αγιολόγια και την 8η Δεκεμβρίου μαζί με άλλους αποστόλους από τους 70, όπως Σωσθένη κ.λ.π. Σύμφωνα πάντως με τον θείο Χρυσόστομο, ο Κρίσπος είναι ο Απόστολος Σωσθένης: «Oίμαι δε τούτον (τον Kρίσπον δηλ.) και Σωσθένη λέγεσθαι. Oς τοσούτον ανήρ πιστός ην, ώστε και τύπτεσθαι, και παρείναι αεί τω Παύλω» (Oμιλ. λθ΄ εις τας Πράξεις).
Ὁ Ἅγιος Δαμᾶσος (Πορτογάλος)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου της ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. Ἑπτάλοφος, Ἀθῆναι 1997.
«Πᾶνος»