Έχει κι αυτή τη δυνατότητα ο ανθρώπινος νους. Να ανεβαίνει ψηλά, σα χαρταετός. Και να θεωρεί από εκεί τις αχανείς νοερές εκτάσεις, στις οποίες απλώνονται τα των ισχυρών σχέδια, ώστε να διακρίνει τις στρατηγικές των.
Τί βλέπει όμως ο νους, από ψηλά
αγναντεύοντας, τη νοερή αλλά και φυσική ελλαδική γη;
Δε βλέπει γύρω της, τεράστια
φράγματα, που εμποδίζουν την ενυδάτωση και εμποτισμό της;
Δε βλέπει μέσα της παράξενα
τελωνεία, σταθμούς, κέντρα αφαίμαξης των προσπαθειών του λαού της;
Δε βλέπει τις βαριές αλυσίδες που με
πονηριά τής φόρεσαν; Και πώς τώρα τής ζητούν, με φτερά να πετάξει, οι ίδιοι
εκείνοι που της πριονίζουν τα φτερά;
Εχθρικοί ΄΄Σωτήρες΄΄, διαφεντεύουν
την Πατρίδα μας και σπέρνουν με δολιότητα, την απειλή, το φόβο, την υστέρηση,
την απελπισία. Προφασίζονται την ανάπτυξη, υπόσχονται ότι θα επιτύχουν, ώστε να
αποφευχθεί ο βίαιος οικονομικός της θάνατος, ενώ – στην ουσία εκφοβίζοντας –
μάς ΄΄προσφέρουν΄΄ ως ΄΄δώρο΄΄ το σταδιακό μαρασμό.
΄΄Δώρο΄΄ που με μαθηματική ακρίβεια
οδηγεί σε πολυποίκιλο θάνατο. Και ενώ ο γενικός μαρασμός είναι η επιδίωξή τους
και η σταδιακή του επίτευξη, εμείς, πώς τόσο πολύ, ξεχάσαμε το ζωογόνο
΄΄ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ΄΄;!
Όμως, πόσο ένοχοι ή πόσο δέσμιοι
είναι και οι ηγέτες μας; Ποιός τάχα γνωρίζει μετά βεβαιότητος…ανέχουν…και σε τί
παραδοθεί;…ή μήπως, κάποιοι αμύνονται μυστικά…κάτι καλύτερο αναμένοντας…;
Όπως και να έχει…αμφιβολία, φόβος,
καχυποψία και πάντα παρών ο σταδιακός μαρασμός, ο οποίος και αποτελεί παγία
στρατηγική, δια της οποίας βάλλεται κάθε ελπιδοφόρα πτυχή της ζωής μας. Ό,τι
είναι Ορθόδοξο, ό,τι Εθνικό, ό,τι Ελπίς τέλος πάντων, αυτό και διασύρεται,
χλευάζεται, πολεμάται, εντέχνως αφοπλίζεται, εξοστρακίζεται…
Και τί κρίμα…πόσες χαμένες ψυχές,
πόσοι αυτόχειρες, πόσος πόνος, πόσο άδικο, πόση βρώμικη, πόση αόρατη, πόση –
δήθεν – ευγενική, πόση πρόστυχη…επιστημονική βία;!
Έφραξαν το μεγάλο ποτάμι. Που και
από ρυάκι πια…όσο πάει και γίνεται σταγόνα. Μα και η σταγόνα ακόμα μπορεί…και η
πρωϊνή πάχνη ακόμα…- βαστάτε Έλληνες – μπορεί να κρατήσει ζωντανό το λουλούδι
της Λευτεριάς, που κι’ αυτού, ίσως του κρύψουν και τον ήλιο μια μέρα, για να
μαραθεί. Μα εσύ, της Δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ, φώτισέ το. Και εσύ, ένδροσεπρωϊνέ
υετέ, πότισέ το.
ΖΗΤΩ και το ΑΘΑΝΑΤΟ Έπος του 1940, που τρισένδοξο και
αειθαλές…αφυπνιστικά…πλησιάζει…