Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Ο μασκοφορεμένος ασπασμός των Εικόνων

Αναστάσιος Ομ. Πολυχρονιάδης -Δρ. pd. Θεολογίας ΑΠΘ

Σύγχρονη Εικονομαχία
Σε κεντρικό ναό μεγάλου αστικού κέντρου υπάρχουν αναρτημένες περισσότερες ανακοινώσεις περί της υποχρεωτικότητας εισόδου με μάσκα παρά εικόνες.
Τούτο και μόνο ως θέαμα προβάλλει αποκρουστικό. Εισέρχονται, λοιπόν, άνθρωποι μασκοφορούντες, ασπαζόμενοι τις εικόνες.
Με τη στάση αυτή φανερώνεται ότι βρισκόμαστε σε μια νέα εικονομαχική περίοδο, όπου η τιμή δεν αποδίδεται στο εικονιζόμενο πρόσωπο, αλλά στο υλικό μέσο.

Έχουμε, δηλαδή ενώπιόν μας, τη νέου τύπου «θεολογία», εκείνη των κλειστών εκκλησιών, που ουδεμία σχέση έχει με την περί εικόνων διδασκαλία των Πατέρων της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, όπου αναφέρεται ρητά μαζί με την προσκύνηση και ο ασπασμός.
Ο φραγμός όμως μεταξύ εικόνας και «πιστού» αποτελεί φραγμό μετοχής στο μυστήριο της Ενσάρκωσης του Χριστού, που «είναι η κλείδα της ερμηνείας πάντων των φαινομένων» (Ν.Γ.Πεντζίκης, Αρχείον, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1974, σ. 185).

Η Εικονομαχία, δηλαδή, είναι ξεκάθαρα αίρεση Χριστολογική. Οπότε, ο μασκοφόρος, έναντι της εικόνος, «πιστός» βάζει αστερίσκους στην Ενσάρκωση.
Αλλάζει τη θεολογία, κάνοντας τη θεϊκή συγκατάβαση, μετάβαση τοπική, ακυρώνοντας, δηλαδή, το σχετικό Οίκο του Ακαθίστου Ύμνου (Βασίλειος Γοντικάκης, Προηγούμενος Ι.Μ. Ιβήρων, Ο Βασιλεύς της Δόξης, Ι.Μ.Ιβήρων 2018, σ. 126).

Αντίθετα, ο μεγάλος των νεοελληνικών μας γραμμάτων, ο Ν.Γ.Πεντζίκης βιώνοντας αληθώς τα της Ενσάρκου Οικονομίας του Χριστού γράφει χαρακτηριστικά:
«Το κοινό όλων σώμα, είναι η στολή που ενεδύθη ο Χριστός. διδάσκοντας την κοινή ανάσταση, με την εις Άδου Κάθοδο.
Λόγια και ιδέες πολύ ολίγο βοηθούν την κατανόηση του σώματος ως στολής Αναστάσεως [...]Το γεγονός πραγματοποιείται μόνο λειτουργικά και λατρευτικά στην Εκκλησία.
Ανοίγω την πύλη και εισέρχομαι.
Ασπάζομαι κατά σειρά όλα τα άγια εικονίσματα.
Η άνευ δισταγμού αναγνώριση του πλήθους των αμαρτημάτων μου, δεν με απομακραίνει, αλλά αντίθετα με φέρνει περισσότερο κοντά στην Εκκλησία.
Γυρνάω και βλέπω την φλόγα του κεριού που άναψα κοντά σε όλα τ’ άλλα στο μανουάλι, μπροστά στο προσκυνητάρι.
Αναγνωρίζω, ότι η φτωχειά μικρή του φλόγα, έχει μεγαλύτερη δύναμη από τον ήλιο της κάθε ημέρας».
Και ο φαρμακοποιός ολοκληρώνει τον λόγο του προσευχητικά:
«Μετασχημάτισε το σώμα μου, σε εκκλησιά κατάφωτη, σώμα μοναδικό, όπου με γνώριμους ανταμώνω και άγνωστους, με νεκρούς και ζώντες» (Ν.Γ.Πεντζίκης, «Αναφορά στο Σώμα», περ. Ευθύνη, τχ 208, Αθήνα, Απρίλιος 1989, σ. 176-177).

Πόσα όμορφα, λοιπόν, τα λέγει ο θεσσαλονικιός δημιουργός και πόσο ο αντίδικος στις μέρες μας προσπαθεί να θεμελιώσει την απιστία ως προς τον ασπασμό των ιερών εικόνων ακόμη και αγιογραφικώς.

Ενώ, λοιπόν, η Παναγία γκρέμισε οριστικά το μεσότοιχο της έχθρας, τώρα εκείνος προσπαθεί -χωρίς βεβαίως ελπίδα- να το ξαναϋψώσει, με έναν άκρως «διακριτικό» τρόπο, προβαλλόμενο απολύτως ως λογικοφανή, υποστηρίζοντας ότι ακολουθεί τον λόγο του Χριστού: «οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» (Μτθ. 4,7).

Το μόνο που δεν ακούσθηκε ακόμη, στην περίοδο του κορωναϊού, είναι ότι η Γραφή λέγει πως δεν υπάρχει Θεός, «οὐκ ἔστι Θεός» (Ψαλμ. 52,2). Την επιμέρους φράση, δηλαδή, που προέρχεται από τη νοηματική ολότητα: «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός».
Στην ίδια συνάφεια με την εικονομαχία και τη «θεολογία» των κλειστών εκκλησιών τοποθετείται και ο φόβος του κληρικού εκείνου, που αρνείται να δώσει το χέρι του προς ασπασμό.
Διότι, το χέρι του ιερέως δεν ανήκει στον ίδιο, αλλά στον Θεό. Για αυτό και το φελώνιο, σύμφωνα με τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, δε φέρει μανίκια.

Για να δείξει ότι ο ιερεύς δεν κάνει μόνος του τίποτα, αλλά όλα τα τελεί διά αυτού, ο Θεός (Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, μτφ. Αντ. Γ. Γαλίτης, εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1991 -2η έκδοση-, σ. 173).

Αντί λοιπόν πλέον να ασπαζόμαστε και να λιτανεύουμε τις εικόνες για να σταματήσει το ποικιλόμορφο κακό, λιτανεύουμε την απιστία μας με την αποδοχή της σχετικής απαγόρευσης (των λιτανευτικών πομπών), γεγονός πρωτόγνωρο και αντίθετο προς την Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Εν Ελλάδι, μάλιστα, η Παράδοση αυτή θεμελιώνεται και Συνταγματικώς. Δυστυχώς, όμως η πλειοψηφία της εκκλησιαστικής αρχής υποχώρησε και σε αυτό το κρατικό κέλευσμα.

Πόσο, λοιπόν, απέχουν όλα αυτά από την εμπερία της αγιότητας, όπως εκείνη καταγράφεται και στον λόγο του, προσφάτως αναγνωρισθέντος, αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, «η Εκκλησία» τονίζει «είναι το μεγαλύτερο θαύμα όλων των κτιστών κόσμων, θαύμα το οποίον θαυμάζουν και οι Άγγελοι εις τους ουρανούς» (Ιουστίνος Πόποβιτς, Αρχιμανδρίτης, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο Οικουμενισμός, Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 78)

romfea