Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

Σχέδιον καταλύσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων;





Τοῦ κ. Παύλου Τρακάδα

Ἡ «ἄγνωστος» μελέτη τοῦ Πατριάρχου Κων/λεως
Παρὰ τὴν δεσπόζουσαν ἄποψιν ὅτι πρωταίτιος τῆς ἀδιαπτώτου ἀναταραχῆς εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν εἶναι ὁ Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, ὑπάρχουν ἀκόμη ἐλάχιστοι, οἱ ὁποῖοι πιστώνουν εἰς αὐτὸν ἀγαθὰ κίνητρα. Δὲν ἐννοοῦμεν βεβαίως τοὺς φαναριωτοκόλακας, ἀλλὰ ἀν­θρώπους καλῆς προαιρέσεως, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν ὅτι, διὰ νὰ ἐπέτρεψεν ὁ Θεὸς νὰ εὑρίσκεται εἰς αὐτὴν τὴν θέσιν, τότε σίγουρα ἄλλοι τὸν ἐπηρεάζουν. Διαδίδονται μάλιστα διάφορα περιστατικὰ ποὺ ἀφοροῦν τὸν Πατριάρχην κ. Βαρθολομαῖον καὶ συγχρόνους Ἁγίους (Ἅγ. Ἀμφιλόχιον Πάτμου, Ἅγ. Ἰάκωβον Εὐβοίας, Ἅγ. Παΐσιον Ἁγιορείτην κ.λπ.) ὡς ἐχέγγυα, ὅτι τουλάχιστον κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς πορείας του ἀπελάμβανε τῆς εὐνοίας αὐτῶν.


Κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου τὴν 30ήν Νοεμβρίου 2019, τὸ Φανάρι ἑώρτασε τὴν λεγομένην «θρονικὴν ἑορτήν του», καίτοι ὁ Ἅγιος δὲν ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Παρισταμένης τῆς παπικῆς ἀντιπροσωπίας ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀνέγνωσε τὴν ὁμιλίαν του ἐκ τοῦ θρόνου, φέρων ἅπασαν τὴν Ἀρχιερατικήν του στολήν. Μεταξὺ ἄλλων εἶπε:

«Σημαντικὴν διάστασιν τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀληθείας θεωροῦμε σήμερον τὸν «δικαιϊκὸν οἰκουμενισμόν», ἤτοι τὴν ἀξιοποίησιν τῶν Κανόνων καὶ τῶν λοιπῶν κανονικῶν διατάξεων τῶν Ἐκκλησιῶν μας εἰς τὴν ἀναζήτησιν συμφωνίας εἰς τὸ ἐπίπεδον τοῦ δόγματος… Ἡ σπουδαιότης τοῦ κανονικοῦ δικαίου διὰ τὴν περαιτέρω πρόοδον τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μεταξὺ τῶν δύο ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν μας βεβαιοῦται καὶ ὑπὸ τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννης, τὸ ὁποῖο λέει ὅτι προκειμένου νὰ ὑπάρξη πλήρης ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, πρέπει νὰ ὑπάρξη ἐπίσης μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν μας ἀμοιβαία ἀναγνώρισις τῶν κανονικῶν θεσπισμάτων εἰς τὰς νομίμους ποικιλομορφίας τουςΔὲν θὰ πρέπη νὰ μεταχειριζώμεθα τοὺς Κανόνας μόνον ὡς ὁροθέσια, ποὺ καθορίζουν τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας… Τὸ κανονικὸν δίκαιον δὲν εἶναι μόνον ἀρωγός τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, ἀλλὰ καὶ ζωτικὴ διάστασις αὐτοῦ…».
Ὁ Πατριάρχης μὲ τὰ παρόντα ἐπανέλαβε ὅσα εἶχε ἐκθέσει πρὸ διμήνου εἰς Ρώμην. Εἶναι νέαι ἀπόψεις ἢ αὐτὰ ἐπρέσβευε πάντοτε; Ἂς ἀνατρέξωμεν εἰς τὸ παρελθὸν τοῦ Πατριάρχου, ὅταν ἦτο ἀκόμη Ἀρχιμανδρίτης. Τότε, τὸ 1970, εἶχε συγγράψει διδακτορικὴν διατριβὴν μὲ τίτλον «Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ». Ἡ διατριβὴ του αὐτή, ὅπως θὰ φανῆ ἀπ’ ὅσα θὰ παραθέσωμεν, ἀποδεικνύει ὅτι ἀνέκαθεν ὁ νῦν Κωνσταντινουπόλεως ἐπρέσβευε ἀντιεκκλησιαστικάς καὶ ἀντορθοδόξους θέσεις. Θὰ ἐνέκριναν ἆραγε οἱ Ἅγιοι ὅσα γράφει; Αὐτὴ ἡ διατριβὴ ἀποτελεῖ τὸν ἰδικὸν του καταστατικὸν χάρτην δι’ ὅλην τὴν πορείαν ποὺ ἔχει διαγράψει ἀπ’ ἀρχῆς. Ἂν τὰ πιστεύη ἀπὸ τὸ 1970 σημαίνει ὅτι ἡ ἀνάρρησίς του εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον ὑπηρετεῖ συγκεκριμένον σχέδιον: τὴν ἀλλαγὴν τῶν Ἱ. Κανόνων διὰ τὴν ἐπίτευξιν τῆς «ἑνώσεως» μὲ τὸν παπισμόν.

Ὑφίσταται ἀνάγκη ἀλλαγῆς τῶν Ἱ. Κανόνων;
Ὁ Πατριάρχης ἐκκινεῖ ἀπὸ τὴν κατ’ αὐτὸν αὐτονόητον ἀρχὴν ὅτι οἱ ὑφιστάμενοι Ἱ. Κανόνες χρήζουν τροποποιήσεως ἢ καὶ καταργήσεως:

«…ἐφ’ ὅσον μετεβλήθησαν ἐν πολλοῖς αἱ ἀνάγκαι τῶν τέκνων αὐτῆς, ὄχι μόνον δύναται (ἐνν. ἡ Ἐκκλησία) ἀλλὰ καὶ ὀφείλει νὰ προσαρμόση πρὸς τὰς νέας ταύτας ἀνάγκας τὴν νομοθεσίαν αὐτῆς, ἀφ’ ἑνὸς μὲν τροποποιοῦσα ἢ καὶ καταργοῦσα τοὺς εἰς ἀχρηστίαν περιελθόντας καὶ ἀνεφαρμόστους καταστάντας κανόνας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ προβαίνουσα εἰς τὴν θέσπισιν νέων κατὰ τὰς σημερινάς ἀνάγκας τῶν πιστῶν αὐτῆς» (σ. 19).
Βεβαίως ὅστις προτάξη ὅτι τροποποίησιν χρήζουν οἱ Ἱ. Κανόνες ποὺ ἀφοροῦν τὴν σειρὰν τῶν Πατριαρχείων, θὰ ἀντιμετωπίση τὴν παντελῆ ἄρνησιν τοῦ Πατριάρχου νὰ τὴν ἀποδεχθῆ. Ὡστόσον, τὸ καίριον ἐρώτημα εἶναι ἄλλο: χρήζουν καταργήσεως οἱ Ἱ. Κανόνες; Ὁ Πατριάρχης ὑποστηρίζει ὅτι μετεβλήθησαν αἱ ἀνάγκαι τῶν πιστῶν, δὲν διευκρινίζει ὅμως ποῖαι εἶναι αὐταί. Πρόκειται ἑπομένως ὄχι μόνον δι’ ἀθεμελίωτον ἰσχυρισμόν, ἀλλὰ καὶ ἐν πολλοῖς δι’ ἄτοπον, καθὼς οἱ Ἱ. Κανόνες ἀφοροῦν κατὰ βάσιν τὸ δίκαιον χειροτονίας καὶ κρίσεως τῶν Ἐπισκόπων καὶ αὐτὸ δὲν δύναται νὰ μεταβάλλεται κατὰ περίπτωσιν. Ποῖοι εἶναι οἱ Ἱ. Κανόνες πού περιέπεσαν εἰς ἀχρηστίαν; Οὔτε αὐτὸ διευκρινίζεται. Δὲν ὑπάρχει ὅμως οὔτε λογικὴ εἰς αὐτὴν τὴν παράμετρον πού θέτει, διότι ἂν ἤδη ἔχουν περιπέσει εἰς «ἀχρηστίαν», τότε ποία ἡ ἀνάγκη περαιτέρω καταργήσεως;

Σχετικοποίησις ὅλων τῶν Ἱ. Κανόνων
Αὐτὰ παρουσιάζονται εἰς τὴν ἀρχὴν ὡς ἀθῶαι σκέψεις διὰ τὸ καλόν τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως εἰς ἑπομένας σελίδας τῆς διατριβῆς ἀποκαλύπτεται ποῖος εἶναι ὁ πραγματικὸς σκοπός. Διὰ νὰ φθάση ὅμως κανεὶς εἰς τὸν σκοπὸν πρέπει νὰ πείση πρωτίστως τὸν ἀναγνώστην ὅτι εἶναι ἀπαραίτητος ἡ κατάργησις κανόνων καὶ ἡ θέσπισις νέων. Ἤδη ρίπτεται τὸ δηλητήριον σταγόνα, σταγόνα… Ἀφοῦ τεθῆ ἡ ὑποτιθεμένη ἀναγκαιότης ὡς βάσις, ἕπεται τὸ ἑπόμενον βῆμα:

«…ὁ Μπαλάνος καὶ μετ’ αὐτοῦ ὁ Ἀλιβιζάτος προτείνουν τὴν διάκρισιν τῶν κανόνων εἰς θεμελιώδεις καὶ μή… ἐὰν πρόκειται, λοιπόν, νὰ διακρίνωμεν τοὺς κανόνας εἰς κατηγορίας, προτιμητέα ὡς πολὺ μεγαλυτέρας πραγματικῆς σημασίας ἡ δευτέρα αὕτη διάκρισις κανόνων θεμελιωδῶν καὶ μή…» (σ. 28-29).
Ὁ τότε Ἀρχιμανδρίτης δὲν ἀναφέρει κανένα Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καταφεύγει εἰς τὰς «μεγίστους» αὐθεντίας τῶν δυτικοτραφῶν καθηγητῶν τοῦ Πανεπιστημίου! Ἡ λεπτομέρεια ποὺ ὀφείλει κανεὶς νὰ προσέξη εἶναι ὅτι δὲν ἀναφέρει ἁπλὰ τὴν θεωρίαν του, ἀλλὰ τελικῶς τὴν ἀσπάζεται καὶ τὴν ὑποστηρίζει καὶ ὁ ἴδιος καίτοι κληρικός! Ἐνσπείρει λοιπὸν καὶ εἰς τὸν ἀναγνώστην τὴν ἀμφιβολίαν ὅτι ὅλοι οἱ Ἱ. Κανόνες δὲν εἶναι ἰσόκυροι, ἀλλὰ ὑπάρχουν οὐσιαστικοὶ κανόνες καὶ δευτερεύοντες. Δὲν ὑπάρχει καμία μαρτυρία εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν γραμματείαν δι’ αὐτὸν τὸν ἕωλον ἰσχυρισμόν. Ἂν ὑπῆρχεν αὐτὴ ἡ διάκρισις, δὲν θὰ ἦτο γνωστὴ καὶ εἰς τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας; Ὁ συλλογισμὸς ὅμως ὁδηγεῖ ἀλλοῦ: ἂν ὑπάρχουν κανόνες θεμελιώδεις καὶ μὴ θεμελιώδεις, τότε ἀφενὸς ἔνιοι ἐξ αὐτῶν εὐκόλως δύνανται νὰ καταργηθοῦν καὶ ἀφετέρου ἡ θέσπισις αὐτῶν δὲν μᾶς δεσμεύει, διότι εἶναι πρόσκαιροι καὶ αὐτοί, ὅπως καὶ οἱ θεσπίσαντες αὐτούς… Ἂν ἐπιμηκύνωμεν τὸν συλλογισμὸν, τότε θὰ καταλήξωμεν σύντομα εἰς τὸ ἑξῆς: ἂν δὲν ὑπάρχη μόνιμον καὶ ἀσφαλὲς κριτήριον διακρίσεως, τότε ὅλοι ἐν δυνάμει οἱ Ἱ. Κανόνες εἶναι ΜΗ θεμελιώδεις!

Ἀντιφατικοὶ οἱ Ἱ. Κανόνες
Ὁ παραπάνω συλλογισμὸς ἐπαληθεύεται ἀπὸ ἑτέρα ὀθνείαν πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Παράδοσιν διάκρισιν τῶν Ἱ. Κανόνων:

«Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον ὁ ἀριθμὸς ἢ ἡ «ποσότης» τῶν κανόνων καὶ νόμων ἥτις δημιουργεῖ τὰς δυσκολίας, εἶναι καὶ ἡ «ποιότης» αὐτῶν, τὸ πολλαπλοῦν καὶ ποικίλον ἢ καὶ συχνάκις ἐπαναλαμβανόμενον καὶ ἀντιφατικὸν πολλάκις περιεχόμενον αὐτῶν. Ὡς πρὸς τὸ τελευταῖον τοῦτο εἶναι χαρακτηριστικὸν τὸ ὑπὸ σοφοῦ ἱεράρχου λεχθὲν καὶ ὑπὸ τοῦ καθηγητοῦ Ἀλιβιζάτου ἐπαναλαμβανόμενον, ὅτι δηλαδὴ «ἐπὶ τῇ βάσει ὡρισμένων κανόνων δύναται νὰ καταδικάση τις εἰς τὴν ἐσχάτην τῶν ποινῶν κληρικόν, ἐνῶ ἐπὶ τῇ βάσει ἄλλων δύναται τὸν αὐτὸν κληρικὸν νὰ ἀνακηρύξη περιστερᾶς ἀθωότερον»» (σ. 44).
Τί σημαίνει «ποσότης» καὶ «ποιότης» τῶν Ἱ. Κανόνων; Πρόκειται περὶ «προϊόντων»; Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον δὲν εἰσάγεται μόνον μία ἀλλόκοτος ἔννοια εἰς τὴν κατανόησιν τῶν Ἱ. Κανόνων, ἀλλὰ κυρίως ἀλλοτριώνεται ἡ θέσις αὐτῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Ἴσως εἶναι θεμιτὸν νὰ ὁμιλῆ κανεὶς περὶ ποσότητος καὶ ποιότητος διὰ τοὺς κοσμικοὺς νόμους, ἀλλὰ ὄχι εἰς τὸ Κανονικὸν Δίκαιον, διότι δὲν πρόκειται περὶ «νομικοῦ συστήματος». Ὁ τρόπος ποὺ προσεγγίζει τοὺς Ἱ. Κανόνας ὁ Πατριάρχης δεικνύει ἀκριβῶς τὴν ρίζαν τοῦ προβλήματος: ὁ Πατριάρχης σήμερα δὲν ἀποδέχεται τοὺς Ἱ. Κανόνας –δι’ αὐτὸ καὶ τοὺς καταπατεῖ κατὰ συρροὴν- διότι τοὺς ἀντιμετωπίζει ὡς μίαν νομικὴν συλλογήν. Εἶναι ὁ τρόπος ποὺ οἱ Φαρισαῖοι ἔβλεπαν τὸν Μωσαϊκὸν Νόμον. Οἱ Ἱ. Κανόνες εἶναι ἡ οἰκονομία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ τρόπος ἐφαρμογῆς τοῦ σχεδίου τῆς σωτηρίας τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπὸ τὸ δόγμα περνᾶ εἰς τὴν πρᾶξιν τῆς καθημερινῆς ζωῆς τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν εἶναι «νόμος» καὶ ὄχι «χάρις», τότε βεβαίως πρόκειται δι’ ἕν παρωχημένον σύστημα! Εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀνάλογον ἂν ἀντιμετωπίσωμεν τὴν Ἐκκλησίαν ὡς ὀργανισμὸν καὶ ὄχι ὡς τὸ «σῶμα τοῦ Χριστοῦ», τότε πρόκειται περὶ ἑνὸς μεσαιωνικοῦ σωματείου! Ἂν ἐθεώρει τοὺς Ἱ. Κανόνας ὡς τὴν ὀρθοπραξίαν τῆς Ἐκκλησίας, τότε δὲν θὰ τοὺς ἀντιμετώπιζεν ὡς ἀναλγήτους καὶ ἀκάμπτους ποὺ σήμερα χρειάζονται «ἐκσυγχρονισμόν», ὅπως θὰ γράψη εἰς ἄλλον σημεῖον.
Καταλήγει, λοιπόν, ὅτι οἱ Ἱ. Κανόνες εἴτε ἐπαναλαμβάνονται εἴτε –ἀκόμη χειρότερα- περιέχουν ἀντιφάσεις, ὡς νὰ πρόκειται διὰ συλλογὴν «νόμων», ποὺ ἐδημιουργήθη τυχαῖα καὶ ὄχι ὑπὸ τὴν καθοδήγησιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἂν περιέχουν ἀντιφάσεις, τότε διατί νὰ μὴ εἶναι καὶ ἀντιφατικοὶ οἱ Θεῖοι Πατέρες; Καὶ πάλι ὅμως δὲν δίδονται παραδείγματα. Ὅλα εἰς τὸ κενόν! Μόνη καταφυγὴ τὰ λόγια τοῦ κυροῦ Ἀμίλκα Ἀλιβιζάτου, γεγονὸς ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν ἀδυναμίαν ἐγέρσεως ἐπιχειρημάτων. Ἂς προκηρύξωμεν διαγωνισμὸν νὰ εὕρη κάποιος ποῖοι κανόνες εἶναι δυνατὸν νὰ κρίνουν ἕνα κληρικὸν ταυτοχρόνως ὡς Ἅγιον καὶ ὡς Ἰούδαν! Ἀντὶ νὰ ἀντιληφθοῦν οἱ ἴδιοι ὅτι τὸ πρόβλημα εὑρίσκεται ἐντός τους, ποὺ ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν τὸ νόημα τῶν Ἱ. Κανόνων, κατηγοροῦν τοὺς Ἱ. Κανόνας, δηλ. τοὺς Ἁγίους Πατέρας καὶ τὰς Οἰκουμενικάς Συνόδους! Ἀποροῦμεν: Κανεὶς Πατὴρ δὲν εἶχεν ἀντιληφθῆ αὐτάς τὰς ἀντιφάσεις, διὰ νὰ τὰς καταγγείλη; Ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ποὺ συνεχῶς ἀναφέρεται εἰς «ἁρμονίαν» τῶν Ἱ. Κανόνων ἦτο φρενοβλαβής;

Ποῖος χρειάζεται κάθαρσιν;
Αὐτοὶ ποὺ ἔχουν σκοτισμένον νοῦν εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ κατηγοροῦν ὅλους πλὴν τούς ἑαυτούς τους, ὅπως οἱ Φαρισαῖοι τὸν Κύριον ὅτι ἐν τῷ ὀνόματι τῶν δαιμονίων ἐποίει ὅσα θαυμαστὰ ἔκανε, καὶ καταλήγουν ὅτι τὸ πρόβλημα τὸ ἔχουν οἱ Ἱ. Κανόνες. Διὰ τοῦτο, κατ’ αὐτούς, πρέπει ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐπιληφθῆ

«τοῦ θέματος τῆς ἀναθεωρήσεως, ἀνακαθάρσεως καὶ κωδικοποιήσεως τῶν ἱερῶν κανόνων» (σ. 46).

Μήπως ἐκεῖνο πού χρειάζεται ἀναθεώρησιν εἶναι τὸ καθεστὼς τοῦ Φαναρίου; Μήπως ἐκεῖνο πού χρειάζεται κάθαρσιν εἶναι ὁ αὐλόγυρος τῆς Κωνσταντινουπόλεως; Ἐν πάσει περιπτώσει, ὑπεύθυνος διὰ τὴν «ἀνακάθαρσιν» εἶναι ὁ κάθε Πανεπιστημιακὸς καὶ ὁ κάθε Πατριάρχης; Ἂν πιστεύουν ὅτι αὐτοὺς τοὺς Ἱ. Κανόνας, τοὺς ἐθέσπισαν θεοφώτιστοι Ἅγιοι, τότε μόνον θεοφώτιστοι θὰ εἶχαν δικαίωμα νὰ προβοῦν εἰς ἀλλαγάς. Ὅμως κανεὶς Ἅγιος δὲν ἔθεσε ποτὲ τοιοῦτον ζήτημα, καθὼς διέβλεπαν εἰς τοὺς Ἱ. Κανόνας τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τοῦτο καὶ καμίαν ἀνάγκην ἀνακαθάρσεώς των. Πῶς θὰ «καθάρης» τὸ ἤδη «κεκαθαρμένον»;
Ορθόδοξος Τύπος