Tου Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Θὰ προσπαθήσω, ἀγαπητοί μου, νὰ μιλήσω ἁπλᾶ,
ὥστε νὰ μὲ καταλάβῃ κ᾽ ἕνα παιδί.
Τὰ θέματα εἶνε πολλά. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ θέματα διαλέγω, μὲ τὴν
εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ μερικὲς μόνο
ἀπὸ τὶς προφητεῖες τοῦ ἁγίου.
*****
Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἀδελφοί μου, ὅσα γράμματα κι ἂν μάθουμε, δὲν
ξέρουμε τί θὰ γίνῃ ὕστερα ἀπὸ μιὰ ὥρα· εἴμαστε σὰν τοὺς τυφλοπόντικες, δὲν
βλέπουμε πιὸ πέρα. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς εἶχε μάτια πνευματικά. Πετοῦσε ψηλά, ἔβλεπε
μακριὰ σὰν ἀετός, καὶ προεῖδε πράγματα, ποὺ ἔγιναν ὕστερα ἀπὸ 100 – 200
χρόνια, πράγματα ποὺ γίνονται στὶς ἡμέρες μας. Ἦταν πράγματι ἅγιος μὲ
χάρισμα προφητικό.
Προεῖδε ὅτι θὰ ᾿ρθοῦν ἡμέρες δύσκολες, ὅτι θὰ ᾿ρθῇ μεγάλο κακὸ
στὸν κόσμο. Καὶ ποιό εἶνε αὐτὸ τὸ μεγάλο κακό· ὅτι οἱ ἄνθρωποι θὰ πάψουν νὰ
ἀγαποῦν τὸ Θεό. Καὶ πῶς θὰ γίνῃ αὐτό, πῶς οἱ ἄνθρωποι θὰ φύγουν ἀπὸ τὸ Θεό;
ποιά θὰ εἶνε ἡ αἰτία;
� Τὸ λέει ὁ
ἅγιος Κοσμᾶς· «Τὸ κακὸ θὰ σᾶς ἔρθῃ ἀπὸ τοὺς διαβασμένους» (ἐπισκ. Αὐγ.
Καντιώτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ᾽Αθῆναι 201331, πρ. 54, σ. 308), ἀπὸ τὰ ἄθεα
γράμματα. Καὶ τὸ εἴδαμε αὐτό. Δὲν κατηγορῶ τὰ σχολεῖα, ἀλλὰ μερικοὶ μάθαιναν
λίγα γράμματα καὶ κατόπιν γύριζαν στὰ χωριὰ κι ἄνοιγαν τὸ στόμα τους κ᾽ ἔλεγαν
πὼς δὲν ὑπάρχει Θεὸς καὶ πὼς αὐτὸ τὸ ἀπέδειξε τάχα ἡ ἐπιστήμη. Μεγάλο ψέμα.
Οἱ ἀληθινοὶ ἐπιστήμονες πιστεύουν στὸ Θεό. Κάθε σπίτι ἔχει τὸν κατασκευαστή
του, καὶ τὸ μεγάλο αὐτὸ σπίτι τοῦ σύμπαντος τὸ κατασκεύασε ὁ Θεός· «Πᾶς οἶκος
κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός», λέει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος (Ἑβρ. 3,4).
� Εἶπε ἀκόμη ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ὅτι θὰ ᾽ρθῇ μεγάλη πεῖνα· τέτοια
πεῖνα, ποὺ γιὰ μιὰ φούχτα ἀλεύρι θὰ δίνῃς μιὰ φούχτα χρυσάφι. «Μιὰ χούφτα
μάλαμα μιὰ χούφτα ἀλεύρι» (ἔ.ἀ. πρ. 40, σ. 306). «Λυπηρὸν εἶνε νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ·
σήμερον αὔριον καρτεροῦμεν δίψες, πεῖνες μεγάλες ποὺ νὰ δίδωμεν χιλιάδες
φλουριὰ καὶ νὰ μὴν εὑρίσκωμεν ὀλίγον ψωμί» (ἔ.ἀ. πρ. 75, σ. 312). «Ἂν βρίσκουν
στὸ δρόμο ἀσήμι, δὲν θὰ σκύβουν νὰ τὸ πάρουν· γιὰ ἕνα ὅμως ἀστάχυ θὰ
σκοτώνωνται ποιός νὰ τὸ πρωτοπάρῃ…» (πρ. 53, σ. 308). Καὶ τὰ εἴδαμε αὐτά,
ἀδέρφια μου, στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς· ἐγὼ εἶδα παιδὶ στὴν Κοζάνη, στὴν Ἑστία
τῶν σισσιτίων, νὰ σαλιώνῃ τὸ δάχτυλο καὶ νὰ σκύβῃ νὰ μαζεύῃ ψίχουλα γιὰ νὰ
χορτάσῃ. Πέρασε ἡ ἐποχὴ ἐκείνη, μὰ θὰ εἶμαι ψεύτης ἂν δὲν σᾶς πῶ μιὰ ἀλήθεια·
ὅτι θὰ ᾿ρθῇ κάποια πεῖνα στὴν πατρίδα μας χειρότερη ἀπὸ ἐκείνη τῆς Κατοχῆς. Καὶ
θυμηθῆτε τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ. Καλότυχοι δὲν θά ᾽νε αὐτοὶ ποὺ κάθονται
στὶς μεγάλες πόλεις –μὴν τοὺς μακαρίζετε αὐτούς–, ἀλλὰ ὅσοι θὰ κάθωνται στὴν
ὕπαιθρο. Οἱ πόλεις θὰ ἀδειάσουν, θὰ μείνουν ἔρημες, μόνο σκυλιὰ θὰ ἀλυχτᾶνε
μέσα στὴ Θεσσαλονίκη καὶ στὴν Ἀθήνα.
� Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς πρὶν διακόσα χρόνια ἔκανε προφητεῖες γιὰ τὶς
ἀνακαλύψεις τῶν ἡμερῶν μας. Τί εἶπε· «Θὰ ᾽ρθῇ καιρὸς ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ
ὁμιλοῦν ἀπὸ ἕνα μακρινὸ μέρος σὲ ἄλλο, σὰν νἆνε σὲ πλαγινὰ δωμάτια, π.χ. ἀπὸ
τὴν Πόλι στὴ Ρωσία» (πρ. 119, σ. 318)· ἐννοοῦσε τὰ τηλέφωνα καὶ τὸν ἀσύρματο,
ποὺ τότε δὲν ὑπῆρχαν.
� Εἶπε ἀκόμα ὁ ἅγιος· «Θὰ δῆτε στὸν κάμπο ἁμάξι χωρὶς ἄλογα νὰ
τρέχῃ γρηγορώτερα ἀπὸ τὸν λαγό» (πρ. 117, σ. 318)· ἐννοοῦσε τὰ αὐτοκίνητα.
� Εἶπε ἐπίσης ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅτι «Θὰ ἔρθῃ καιρὸς ποὺ θὰ
διευθύνουν τὸν κόσμο τὰ ἄλαλα καὶ τὰ μπάλαλα» (πρ. 44, σ. 307)· τὰ χέρια τῶν
ἀνθρώπων δὲν θά ᾿χουν ἀξία, γιατὶ θὰ κυβερνοῦν οἱ μηχανές, «τὰ ἄλαλα καὶ τὰ
μπάλαλα».
� Εἶπε ὅμως καὶ κάτι ἄλλο ὁ ἅγιος Κοσμᾶς· «Θὰ δῆτε νὰ πετᾶνε
ἄνθρωποι στὸν οὐρανὸ σὰν μαυροπούλια καὶ νὰ ρίχνουν φωτιὰ στὸν κόσμο…» (πρ.
120, σ. 318-9)· ἐννοοῦσε τὰ πολεμικὰ ἀεροπλάνα. Αὐτὰ δὲν γράφτηκαν ἐκ τῶν
ὑστέρων· τὰ εἶπε τότε καὶ βγήκανε τώρα.
� Σπουδαῖα ἀκόμη εἶνε κι αὐτὰ ποὺ εἶπε γιὰ πολέμους καὶ
ἐξοπλισμούς. «Θὰ ἔρθῃ καιρὸς ποὺ θὰ φέρῃ γῦρες ὁ διάβολος μὲ τὸ κολοκύθι
του» (πρ. 84, σ. 313)· καὶ πράγματι οἱ πύραυλοι καὶ τὰ διαστημόπλοια μοιάζουν
μὲ κολοκύθι.
� Προφήτευσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ὅτι θὰ γίνῃ ἕνας φοβερὸς πόλεμος,
ὁ τελευταῖος, ποὺ «οἱ βράχοι καὶ οἱ λάκκοι θὰ εἶνε γεμᾶτοι κόσμο» (πρ. 73, σ.
312),«γεμᾶτοι φεύγοντας» (πρ. 28, σ. 305).
� «Στὴν Πόλι θὰ χυθῇ αἷμα ποὺ τριχρονίτικο δαμάλι θὰ πλέξῃ
(=πλεύσῃ)» (πρ. 58, σ. 308)· θὰ χυθῇ τόσο αἷμα, ὥστε θὰ κολυμπήσῃ τὸ μοσχάρι,
θὰ φτάσῃ μέχρι τὰ χαλινάρια τοῦ ἀλόγου.
� Καὶ εἶπε ἀκόμα, ὅτι ἡ γῆ θὰ ἀραιώσῃ. «Μετὰ τὸν πόλεμον οἱ
ἄνθρωποι θὰ τρέχουν μισὴ ὥρα δρόμο, γιὰ νὰ βρίσκουν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν κάμουν
ἀδελφό» (πρ. 76, σ. 312). Θὰ σκοτωθοῦν τόσο πολλοὶ ἄνθρωποι, ὥστε θὰ περπατᾷς
καὶ δὲν θὰ βρίσκῃς ἄνθρωπο.
Μὴ φοβηθῆτε, ἔλεγε στοὺς πιστοὺς ὁ ἅγιος Κοσμᾶς· στὸ τέλος δὲν
θὰ νικήσῃ ὁ διάβολος, οἱ κακοὶ ἄνθρωποι θὰ τιμωρηθοῦν· θὰ νικήσῃ ὁ Χριστὸς καὶ
αὐτὸς θὰ βασιλεύσῃ στὴ γῆ.
� Κάπου ἔξω ἀπ᾽ τὰ Γιάννενα ὁ ἅγιος Κοσμᾶς συνάντησε ἕνα παιδὶ
17 – 18 χρονῶν ποὺ ἔβοσκε πρόβατα. Πλησίασε τὸν ἅγιο καὶ τοῦ λέει· –Δὲ μοῦ
λές, παππούλη, τί θὰ γίνω ἐγώ; Τὸν κοίταξε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, τὸν ζύγισε, καὶ
τοῦ λέει· –«Θὰ γίνῃς μεγάλος ἄνθρωπος… Καὶ στὴν Πόλι θὰ πᾷς, μὰ μὲ κόκκινα γένεια»
(πρ. 115, σ. 317). Τὸ παιδὶ αὐτὸ ἦταν ὁ Ἀλῆ πασᾶς. Μεγάλωσε, ἔφυγε ἀπὸ τὰ
βουνά, πῆγε κάτω, ἔγινε πασᾶς· τυράννησε, ἔσφαξε, ἔπνιξε, ἀτίμασε, ἔβαψε τὰ
χέρια του στὸ αἷμα. Ἀπέκτησε πλοῦτο, γέμισε πιθάρια χρυσάφι, ἔκανε κάστρο
στὸ νησὶ τῶν Ἰωαννίνων. Ἔγινε θηρίο μεγάλο, ὑπερηφανεύτηκε, ἕως ὅτου ἐπαναστάτησε
κ᾽ ἐναντίον τοῦ σουλτάνου. Κι ὁ σουλτᾶνος διέταξε τὰ στρατεύματά του, τὸν
πολέμησαν, τὸν ἔπιασαν, τὸν σκότωσαν, καὶ τοὺς εἶπε νὰ πᾶνε τὸ κεφάλι του
κομμένο στὴν Πόλι. Τό ᾽βαλαν αἱμόφυρτο πάνω σ᾿ ἕνα πάσσαλο νὰ τὸ βλέπῃ ὁ
κόσμος, τὸ πέρασαν ἀπὸ τὰ Γιάννενα καὶ ἄλλες πολιτεῖες, καὶ τέλος ἔφτασε στὴν
Πόλι μὲ κόκκινα τὰ γένεια. Ἔτσι καὶ αὐτὸς ὁ προφητικὸς λόγος τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ
ἔγινε πραγματικότης.
� Εἶπε ἀκόμα ὁ ἅγιος κι αὐτὴ τὴν προφητεία· «Μετὰ τὸ γενικὸ
πόλεμο θὰ ζήσῃ ὁ λύκος μὲ τ᾽ ἀρνί» (πρ. 60, σ. 308). Εἶνε ποτὲ δυνατὸν νὰ βοσκήσῃ
λύκος μὲ ἀρνὶ καὶ νὰ μὴν τὸ φάῃ; Τί ἐννοοῦσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς; Ὑπάρχουν δύο
λογιῶν λύκοι. Ὑπάρχει ὁ λύκος ποὺ ξέρετε, στὰ βουνά· ὑπάρχει ὅμως κ᾽ ἕνας
ἄλλος λύκος, ὁ κακὸς καὶ διεστραμμένος ἄνθρωπος· ὁ φονιᾶς ποὺ βάφει τὰ χέρια
του στὸ αἷμα, αὐτὸς ποὺ παλαμίζει τὸ Εὐαγγέλιο στὰ δικαστήρια, αὐτὸς ποὺ
βλαστημάει τὰ θεῖα, αὐτὸς ποὺ δὲν πατάει στὴν ἐκκλησία, αὐτὸς ποὺ δέρνει τὴ γυναῖκα
του καὶ τυραννάει τὰ παιδιά του, ὁ χαρτοπαίκτης, ὁ ἄσωτος, αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει
μέσα του Θεό. Αὐτοὶ εἶνε τὰ θηρία τὰ μεγάλα· μὰ θὰ ᾿ρθῇ μέρα ποὺ κι αὐτοὶ θὰ
γονατίσουν μπροστὰ στὸ Χριστό, ὅλοι αὐτοὶ οἱ λύκοι θὰ γίνουν ἀρνιά, καὶ ὅλος ὁ
κόσμος θὰ γίνῃ ἕνα μαντρὶ μεγάλο μὲ πρόβατα ἥμερα, ποὺ θά ᾽χουν ἕνα ποιμένα,
τὸ Χριστό.
*****
Τελειώνοντας, ἀγαπητοί μου, τονίζω δύο πράγματα ποὺ ἀποδίδονται
στὸν ἅγιο Κοσμᾶ.
⃝ Πρῶτον. Τὸν ρώτησαν κάποτε· –Πότε θὰ γίνῃ τὸ
μεγάλο κακό; Καὶ ἀπήντησε· –Ὅταν θὰ δῆτε ν᾽ ἀδειάζουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ νὰ
γεμίζουν οἱ φυλακές. Στὴν τουρκοκρατία, χωρὶς καμπάνες γιατὶ οἱ
Τοῦρκοι δὲν ἐπέτρεπαν, οἱ Χριστιανοὶ ἔτρεχαν στὴν ἐκκλησία· τώρα χτυπᾶνε
καμπάνες μεγάλες, μὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν πατᾶνε στὴν ἐκκλησιά, δὲν ὑπάρχει παιδὶ
νὰ κρατήσῃ τὴ λαμπάδα. Ἄλλος εἶνε ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι του, ἄλλος παίρνει τὸ
τουφέκι του καὶ πάει νὰ κυνηγήσῃ, ἄλλος κλείνεται σὲ κέντρα καὶ χαρτοπαίζει,
ἄλλος πηγαίνει στὰ χωράφια του, καὶ ἄλλος ἀλλοῦ. Πραγματοποιήθηκε ὁ λόγος·
ἄδειασαν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ γέμισαν οἱ φυλακές.
⃝ Καὶ δεύτερον. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς εἶπε, ὅτι ὁ διάβολος
θὰ μᾶς κοσκινίσῃ. Θὰ κατεβῇ στὴ γῆ, ὅπως λέει ἡ Ἀποκάλυψις (12,12)· κι ἀπὸ ὥρα
σὲ ὥρα περιμένουμε τὸν ἀντίχριστο, ποὺ θὰ μᾶς κοσκινίσῃ ὅλους· τὰ παλάτια καὶ
τὸ λαό, τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς φτωχούς, τοὺς ἐργοστασιάρχες καὶ τοὺς γεωργούς,
τοὺς παπᾶδες καὶ δεσποτάδες καὶ πατριάρχες.
Θὰ μᾶς κοσκινίσῃ ὅλους ὁ διάβολος. Ἀλλά, ἀδέρφια μου, μὴ φοβηθῆτε· ὄχι. Παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα εἶνε ὁ Κύριος! Κι ἂν δὲν πιστεύῃ ἡ μάνα κι ὁ πατέρας σου, κι ἂν μέσ᾽ στὸν κόσμο μείνῃς ἕνας, νὰ γονατίζῃς μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ νὰ λές· «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Μᾶρκ. 9,24). Δὲν θὰ νικήσῃ ὁ διάβολος, δὲν θὰ νικήσουν οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ ἄθεοι· θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός, ποὺ ζῆ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας, θὰ νικήσῃ ἡ Ὀρθόδοξος Πίστι. Κοντὰ στὸ Χριστό, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Στὰ ἅγιά μας χώματα νὰ παλέψουμε ἔναντι τοῦ διαβόλου.
Θὰ μᾶς κοσκινίσῃ ὅλους ὁ διάβολος. Ἀλλά, ἀδέρφια μου, μὴ φοβηθῆτε· ὄχι. Παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα εἶνε ὁ Κύριος! Κι ἂν δὲν πιστεύῃ ἡ μάνα κι ὁ πατέρας σου, κι ἂν μέσ᾽ στὸν κόσμο μείνῃς ἕνας, νὰ γονατίζῃς μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ νὰ λές· «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Μᾶρκ. 9,24). Δὲν θὰ νικήσῃ ὁ διάβολος, δὲν θὰ νικήσουν οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ ἄθεοι· θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός, ποὺ ζῆ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας, θὰ νικήσῃ ἡ Ὀρθόδοξος Πίστι. Κοντὰ στὸ Χριστό, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Στὰ ἅγιά μας χώματα νὰ παλέψουμε ἔναντι τοῦ διαβόλου.
Καὶ ὁ Χριστός, εὔχομαι ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός, νὰ σᾶς φυλάῃ. Νὰ φυλάῃ τὸν
τόπο σας, τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά σας. Νὰ εἶστε εὐλογημένοι καὶ
τρισευλογημένοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: Εδώ.