Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

Απόδοση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου –«Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε»


ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Φιλιπ. β΄5- 11
 ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Λουκ. ι΄ 38-42 και ια΄ 27-28
Με πνευματική χαρά και ευφροσύνη γιορτάζει και σήμερα, ημέρα απόδοσης της εορτής, ο ευσεβής ορθόδοξος λαός το μεγάλο γεγονός της ενδόξου Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Όπου υπάρχει ενορία ή μοναστήρι ή προσκύνημα αφιερωμένο στη μνήμη της κατακλείστηκε, πριν από οκτώ ημέρες, από χιλιάδες πιστών που αυθόρμητα έσπευσαν να εκδηλώσουν την υιική αφοσίωση και αγάπη τους προς Εκείνην, που δεν παύει στον ουρανό και στη γη να πρεσβεύει γι’ αυτούς. 


Γιόρτασαν, την Κοίμησή της με χαρά, όχι με θρήνους και κατήφεια, γιατί πιστεύουν, ότι την Θεοτόκο «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν» και ότι τώρα που βρίσκεται «εκ δεξιών του Σωτήρος» θα πρεσβεύει πιο αποτελεσματικά στον Μονογενή της και θα ανταποκρίνεται μητρικά στις επικλήσεις τους.
Τα ιερά Ευαγγέλια δεν αναφέρουν τίποτε για την Κοίμηση της Παναγίας. Ότι γνωρίζουμε μας το παραδίδει η Ιερά Παράδοση. Με πηγή την ιερή Παράδοση οι ιεροί υμνογράφοι συνέθεσαν τους ασύγκριτους σε βάθος και νοήματα ύμνους της Κοιμήσεως, τους κανόνες, τα κοντάκια και τα εγκώμια.
Η αγία λοιπόν παράδοση της Εκκλησίας μας λέγει, ότι όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός θέλησε να καλέσει στα ουράνια σκηνώματα τη Μητέρα του, τρεις ημέρες νωρίτερα έστειλε τον Αρχάγγελο Γαβριήλ στα Ιεροσόλυμα στο σπίτι όπου διέμενε για να της ανακοινώσει τη βουλή Του. Μόλις είχε επιστρέψει η Θεοτόκος από τον τάφο του Χριστού, όπου κατά τη συνήθεια της είχε πάει για να θυμιάσει και να προσευχηθεί και ξαφνικά είδε μπροστά της τον Αρχάγγελο, ο οποίος με σεβασμό της ανήγγειλε το γεγονός. Η Παναγία όταν άκουσε χάρηκε κι έφυγε με σπουδή στο όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί. Καθώς ανέβαινε κατά την παράδοση έσκυβαν τα δέντρα και την προσκυνούσαν, ώσπου έφτασε στο μέρος της προσευχής, όπου μέχρι την εποχή του αγίου Ανδρέου Κρήτης φαίνονταν πάνω στους βράχους τα ίχνη από τις γονυκλισίες της. Εκεί έμεινε πολλή ώρα κι ύστερα κατέβηκε στο σπίτι της. Άναψε τα φώτα, φώναξε τις φίλες και τους συγγενείς της και ανακοίνωσε την είδηση. Εκείνοι με δάκρυα και θρήνους την άκουσαν και την παρακαλούσαν να μην τους λησμονήσει στη δόξα του Ουρανού. Η Θεοτόκος με λόγια αγάπης τους παρηγορούσε και τους υποσχόταν ότι θα είναι πάντα κοντά τους.
 Μόλις ετοίμασαν το σπίτι ένας δυνατός σεισμός συγκλόνισε την περιοχή κι ένα σύννεφο σκέπασε τον λόφο όπου βρισκόταν το σπίτι της Παναγίας. Τότε επάνω στα σύννεφα έφτασαν οι Απόστολοι του Χριστού από τα πέρατα του κόσμου και έκπληκτοι πληροφορήθηκαν την επικείμενη αναχώρησή της. Με δάκρυα ασπάζονταν τα τίμια χέρια της και την παρακαλούσαν να μην τους εγκαταλείψει στις δύσκολες ώρες της ζωής. Εκείνη τους ευλόγησε όλους και ήρεμα παρέδωσε την αγία ψυχή της στα χέρια του Θεού. Τότε, αφού ευπρέπισαν το σώμα, το κήδευσαν με εγκώμια και ύμνους στο χωριό Γεθσημανή. Στο δρόμο ένας ασεβής Ιουδαίος θέλησε να χλευάσει το τίμιο λείψανο, αλλά καθώς με τα χέρια έπιασε το ιερό σεντόνι άγγελος εξ ουρανού με πύρινο ξίφος τα απέκοψε και μόνο όταν μετανόησε θαυματουργικά συγκολήθηκαν πάλι. Επί τρεις ημέρες έμειναν στον  τάφο της Γεθσημανή οι Απόστολοι αναπέμποντες δεήσεις και θυμιάματα στη Μητέρα του διδασκάλου τους.
Κατά θεία όμως οικονομία από την κηδεία της Θεοτόκου έλειπε ο Απόστολος Θωμάς. Την τρίτη ημέρα από την Κοίμησή της τον άρπαξε ξαφνικά νεφέλη και τον έφερε στα Ιεροσόλυμα όπου, καθώς έμπαινε στην πόλη, είδε την Παναγία να ανεβαίνει στους ουρανούς. Τότε γεμάτος έκπληξη φώναξε: «Παναγία πού υπάγεις;» κι εκείνη του έριξε σαν ευλογία τη ζώνη της. Συγκλονισμένος από το όραμα έφτασε στο σπίτι των Αποστόλων, όπου τους βρήκε λυπημένους για τον χωρισμό. Τους παρακάλεσε να τον οδηγήσουν στον τάφο για να διαπιστώσει εάν αυτό που είδε ήταν θαύμα ή φαντασία. Όταν έφτασαν στο μνημείο κι άνοιξαν τον τάφο έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε πια εκεί το σώμα της Παναγίας. «Τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν, ως γαρ ζωής Μητέρα προς την ζωήν μετέστησεν».
Η Παναγία με την Κοίμησή της νίκησε τους όρους της φύσεως. Κατατέθηκε στον τάφο σαν νεκρή, αλλά δεν κρατήθηκε από τον θάνατο. Το μνήμα της έγινε «κλίμαξ προς ουρανόν». Ακολούθησε «τας οδούς του σωτήρος» και μιμήθηκε στον θάνατό της τον Υιό και Θεό της. Με το θάνατό της λύθηκε προσωρινά ο σύνδεσμος ψυχής και σώματος και η μεν ψυχή ενώθηκε, αμέσως, με Εκείνον, το δε σώμα «έλαμψε τοις νεκροίς» και έσπευσε να ενωθεί με Αυτόν «τω πρώτω φωτί το δεύτερον».
Αν και μετετέθη στους ουρανούς η Θεοτόκος δεν εγκατέλειψε τον κόσμο. Η αγιότητά της ρέει σε ολόκληρο το Σώμα της Εκκλησίας. Ενωμένη με τον Χριστό από το θαύμα της ενσαρκώσεως εξακολουθεί να στέλνει σε μας τις ακτίνες της λαμπρότητας και της αγάπης της, να διανέμει τον πλούτο των εκ Θεού χαρισμάτων και θείων ελλάμψεων και να φωτίζει τον δρόμο της σωτηρίας κάθε πιστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία την ανακηρύσσει «Μητέρα ζώντων» (Άγιος Επιφάνιος Κύπρου), που με τις μεσιτικές προσευχές της συμπαρίσταται στις δοκιμασίες των ανθρώπων, πραΰνει τους πόνους τους, γαληνεύει τις ψυχές τους σπεύδει στις ικεσίες τους και σαν Μητέρα βρίσκεται δίπλα σε κάθε άνθρωπο.
 Γι’ αυτό πανηγυρίζουμε την Κοίμησή της. Γιατί, όχι μόνο δεν την στερηθήκαμε με την σωματική έξοδό της από τον κόσμο, αλλά την έχουμε για πάντα μέσα στην Εκκλησία μας, στις εικόνες και στα σύμβολα, στις κόγχες και στα ιερά άμφια και κυρίως μέσα στο Μυστήριο της Θείας Λειτουργίας, όπου προεξάρχει στους χορούς των Αγγέλων και ψάλλει τον ακατάπαυστο ύμνο της δόξης του Θεού.
Αδελφοί μου,
Η Θεοτόκος ελέησε και εξακολουθεί ακατάπαυστα να ελεεί την ανθρώπινη φύση. Με αυτή την πίστη, ταπεινά, ας καταφεύγουμε στη Μητρική προστασία της και μαζί με τις ευγνώμονες γονυκλισίες μας μπροστά στην αγία μορφή της για το πλήθος των δωρεών της, ας μη διστάζουμε να την παρακαλούμε για τους πόνους και τις θλίψεις μας, για τις δοκιμασίες και τα προβλήματά μας, για κάθε καταιγίδα και συμφορά που παρουσιάζεται στη ζωή μας. Αμήν. Γένοιτο.