του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου
Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που εορτάζουμε στις 15 Αυγούστου είναι η μεγαλύτερη από τις Θεομητερικές εορτές, τις εορτές, δηλαδή, που καθιέρωσε η Εκκλησία προς τιμήν της Μητέρας του Κυρίου μας, και πιθανότατα η παλαιότερη από όλες. Οι πρώτες ιστορικές αναφορές στη μεγάλη αυτή εορτή εμφανίζονται στα μέσα του 5ου αιώνα, κατά την εποχή που συγκλήθηκε η Γ΄Οικουμενική Σύνοδος.
Η θέση της Παναγίας μέσα στο λατρευτικό κύκλο της Εκκλησίας μας επιβεβαιώθηκε από τη Σύνοδο της Εφέσου, ενώ είναι βέβαιο ότι πολύ νωρίτερα είχε αναπτυχθεί η αποδοχή της τιμής της από τις τοπικές χριστιανικές κοινότητες. Πληροφορίες για το βίο της Θεοτόκου, πριν τον Ευαγγελισμό της και μετά την Ανάληψη του Κυρίου, αντλούμε από την Ορθόδοξη Παράδοση, μιας και τα βιβλία της Καινής Διαθήκης δεν μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε κάποια στοιχεία αυτών των περιόδων της ζωή της. Από την Ιερά Παράδοση οι πληροφορίες αυτές πέρασαν στα λεγόμενα απόκρυφα ή ψευδεπίγραφα βιβλία. Έτσι θα λέγαμε ότι ο Δεκαπενταύγουστος είναι ένα ιστορικό κληροδότημα αυτών των βιβλίων. Τέτοια, λοιπόν κύρια πηγή είναι: “Η Απόκρυφος διήγησις του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μαρίας» ενώ συμπληρωματικές πληροφορίες παίρνουμε από το σύγγραμμα «Περί θείων ονομάτων» του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, από τα «Εγκώμια εις την Κοίμησιν» διαφόρων Πατέρων της Εκκλησίας όπως των αγίων Μόδεστου Ιεροσολύμων, Ανδρέα Κρήτης, Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, Ιωάννη Δαμασκηνού κ.ά., καθώς και από τα τροπάρια που ψάλλει η Εκκλησία μας. Στα κείμενα αυτά διασώζεται η «αρχαία και αληθεστάτη» παράδοση της Εκκλησίας μας γι' αυτό το Θεομητορικό γεγονός. Ένα κομμάτι της παράδοσης είναι άλλωστε και η ορθόδοξη εικονογραφία.
Η θέση της Παναγίας μέσα στο λατρευτικό κύκλο της Εκκλησίας μας επιβεβαιώθηκε από τη Σύνοδο της Εφέσου, ενώ είναι βέβαιο ότι πολύ νωρίτερα είχε αναπτυχθεί η αποδοχή της τιμής της από τις τοπικές χριστιανικές κοινότητες. Πληροφορίες για το βίο της Θεοτόκου, πριν τον Ευαγγελισμό της και μετά την Ανάληψη του Κυρίου, αντλούμε από την Ορθόδοξη Παράδοση, μιας και τα βιβλία της Καινής Διαθήκης δεν μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε κάποια στοιχεία αυτών των περιόδων της ζωή της. Από την Ιερά Παράδοση οι πληροφορίες αυτές πέρασαν στα λεγόμενα απόκρυφα ή ψευδεπίγραφα βιβλία. Έτσι θα λέγαμε ότι ο Δεκαπενταύγουστος είναι ένα ιστορικό κληροδότημα αυτών των βιβλίων. Τέτοια, λοιπόν κύρια πηγή είναι: “Η Απόκρυφος διήγησις του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μαρίας» ενώ συμπληρωματικές πληροφορίες παίρνουμε από το σύγγραμμα «Περί θείων ονομάτων» του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, από τα «Εγκώμια εις την Κοίμησιν» διαφόρων Πατέρων της Εκκλησίας όπως των αγίων Μόδεστου Ιεροσολύμων, Ανδρέα Κρήτης, Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, Ιωάννη Δαμασκηνού κ.ά., καθώς και από τα τροπάρια που ψάλλει η Εκκλησία μας. Στα κείμενα αυτά διασώζεται η «αρχαία και αληθεστάτη» παράδοση της Εκκλησίας μας γι' αυτό το Θεομητορικό γεγονός. Ένα κομμάτι της παράδοσης είναι άλλωστε και η ορθόδοξη εικονογραφία.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μάς δίνουν τα παραπάνω κείμενα, η Θεοτόκος ειδοποιήθηκε από άγγελο του Θεού για τον επικείμενο θάνατό της. Αφού στη συνέχεια ανέβηκε στο όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί, κατέβηκε στο σπίτι της. Εκεί γνωστοποίησε στους γνωστούς της την αναχώρησή της απ' αυτόν τον κόσμο και ετοίμασε τα της ταφής της. Γύρω από την κλίνη της Θεοτόκου συγκεντρώθηκαν όλοι οι Απόστολοι, εκτός από το Θωμά. Η Δύναμη του Αγίου Πνεύματος με σχήμα νεφέλης τους άρπαξε από τα διάφορα μέρη της οικουμένης, όπου κήρυσσαν και τους συγκέντρωσε στα Ιεροσόλυμα. «Το δε θεοδόχον αυτής σώμα μετά αγγελικής και αποστολικής υμνωδίας (με ύμνους από Αποστόλους και αγγέλους) εκκομισθέν και κηδευθέν (μεταφέρθηκε και κηδεύτηκε), εν σορώ τη εν Γεσθημανή κατετέθη, εν ω τόπω επί τρεις ημέρας η των αγγέλων χοροστασία και υμνωδία διέμεινεν άπαυστος (για τρεις μέρες η υμνωδία των αγγέλων ήταν ακατάπαυστη). Μετά δε την τρίτην ημέραν της αγγελικής υμνωδίας παυσαμένης, παρόντες οι απόστολοι, ενός αυτοίς απολειφθέντος (του Θωμά που έλειπε) και μετά την τρίτην ελθόντος και το θεοδόχον σώμα προσκυνήσαι βουληθέντος (όταν μετά τον ερχομό του ο Θωμάς θέλησε να προσκυνήσει το άχραντο σώμα της Θεοτόκου), ήνοιξαν την σορόν. Και το μεν σώμα αυτής το πανύμνητον ουδαμώς ευρείν ηδυνήθησαν, μόνα δε αυτής τα εντάφια κείμενα ευρόντες και της εξ αυτών αφάτου ευωδίας εμφορηθέντες ( γέμισαν από την ανείπωτη ευωδία που έβγαζαν) ησφάλισαν την σορόν»1. Ο Υιός της που είχε σαρκωθεί από αυτήν, είχε δεχτεί στους ουρανούς το άχραντο σώμα της και την αγία της ψυχή. Την παράδοση αυτή της Εκκλησίας μας συνοψίζει άριστα το εξαποστειλάριο της εορτής της Κοιμήσεως, «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε, Γεσθημανή τω χωρίω, κηδεύσατέ μου το σώμα, και συ Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα».
Η Κοίμηση της Θεοτόκου περιλαμβάνει το θάνατο και την ταφή της αλλά και τη μετάστασή της στους ουρανούς. Όπως λέει το κοντάκιο της εορτής, «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησε (τη Θεοτόκο), ως γαρ ζωής μητέρα, προς την ζωήν μετέστησεν ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον». Δηλαδή ο τάφος και η νέκρωση δεν κράτησαν τη Θεοτόκο, γιατί ο Κύριος, που είναι η πηγή της αληθινής ζωής, πήρε την ανθρώπινη σάρκα στην κοιλιά της Θεοτόκου και γεννήθηκε από αυτήν. Έτσι έκαμε την Παναγία Μητέρα του, μητέρα της ζωής, πηγή της ζωής.
Αφού ο Κύριος με το σταυρικό του θάνατο πάτησε και κατάργησε το θάνατο, ήταν φυσικό να ανεβάσει στους ουρανούς τη Μητέρα του και να της χαρίσει τη δόξα της αιωνιότητας. Όπως λένε τα τροπάρια της Κοιμήσεως, ο θάνατός της προμνηστεύεται τη ζωή. Αυτή που γέννησε τη ζωή, έχει μεταβεί στη ζωή. Έτσι ο θάνατός της ονομάζεται «αθάνατος Κοίμησις». Και όλα αυτά γιατί η Παναγία πρώτη μεταξύ των ανθρωπίνων πλασμάτων πραγματοποίησε τη θεοποίηση του ανθρώπου, που είναι η συνέπεια της σάρκωσης. Στο πρόσωπο της Θεοτόκου η ανθρωπότητα πρόσφερε τη Νέα Εύα, μέσω της οποίας θα πραγματοποιούνταν αυτό που ο ίδιος ο Θεός είχε υποσχεθεί στους Πρωτοπλάστους (Πρωτευαγγέλιο) μετά την πτώση τους: Τη συμφιλίωση με το Θεό και τη θέωση του ανθρώπου. Όπως ακριβώς το είπαν οι Πατέρες «Ο Θεός ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν2». «Άνθρωπος γίνεται Θεός ίνα Θεόν τον Αδάμ απεργάσηται3». Αυτήν τη θεοποίηση έδειξε η Θεοτόκος, γιατί, όπως λέει ο ιερός Καβάσιλας, φανέρωσε τον άνθρωπο όπως ήταν στην αρχή στον Παράδεισο, και όπως έπρεπε στη συνέχεια να γίνει. Με την Κοίμησή της προπορεύτηκε στη δόξα που μας περιμένει. Ο Νικηφόρος Θεοτόκης προσθέτει: «αυτή είναι δόξα μεγαλύτερη από όλες τις δόξες, οπού έλαβε η Θεοτόκος, να αναστηθεί πρωτύτερα από τον καιρό της αφθαρσίας, να δοξασθή προτού να γίνει η κρίσις και η εξέτασις, να λάβη την ανταπόδοσιν προτού να έλθη η ημέρα της ανταποδόσεως, να τιμηθή τέλος πάντων με προνόμια, όμοια με εκείνα του υιού της». Εκείνο δηλαδή που θα απολαύσουν οι πιστοί μετά τη δεύτερη έλευση του Κυρίου και γενική κρίση, προαπολαμβάνει κατεξοχήν η Μητέρα του Θεού. Έτσι εξηγείται γιατί η εορτή της Κοιμήσεως είναι στη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, ένα δεύτερο Πάσχα. Της «άλλης βιοτής της αιωνίου, την απαρχήν» που εορτάζουμε το Πάσχα, ο πρώτος καρπός είναι η δόξα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Εφόσον για την Εκκλησία μας η Θεοτόκος είναι «του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις, των δακρύων της Εύας η λύτρωσις4», ας αφήσουμε τον επίλογο στον μεγάλο Πατέρα Ιωάννη Δαμασκηνό: “Η Θεοτόκος βοήθησε στη σάρκωση του Χριστού, εξυπηρέτησε την παγκόσμια σωτηρία γιατί μ' αυτήν πραγματοποιήθηκε η προαιώνια απόφαση του Θεού: η σάρκωση του Λόγου και η δική μας σωτηρία.”
1. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Β' Εγκώμιον εις την πάνσεπτον Κοίμησιν της Θεομήτορος, 18.
2. Μ. Αθανάσιος, ΒΕΠ 30, 119
3. Υμνολογία της Εκκλησίας μας: Δοξαστικό αίνων, 25 Μαρτίου
4. Από τον Ακάθιστο Ύμνο.
Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΩΝ/ΝΟ ΑΘ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ [ΒΙΝΤΕΟ]:https://www.youtube. com/watch?v=htZ-xly3Jnk
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑ [Ι.Μ. ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ] :https://www.youtube.com/ watch?v=DEfdIh0r9Qg&list= PLBIjTiUGfNYCOPeOrrJwb_ qJRTXIawrwQ&index=4&t=2359s