Ἐξαιρετικό προωθῆστε το! |
Την εορτή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» το «Πάσχα του καλοκαιριού», μέσα στο «κατακαλόκαιρο», σε κάθε γωνιά της Ορθόδοξης Ελλάδος, τιμάται επἀξια, με τόση λαμπρότητα και λαϊκό παλμό, η Μητέρα του Κυρίου μας, που είναι και «Μάννα» όλου του κόσμου.
Η ορθόδοξη ψυχή στρέφει τις αισθήσεις της με βαθειά κατάνυξη και παρακλητική διάθεση προς την Παναγία. Καθημερινά η βυθισμένη μέσα στο πένθος και την οδύνη, βαρυαλγούσα ψυχή του πιστού, ζητά παράκληση και παρηγοριά από την Παναγία. Σε αντίθεση με τον υμνολογικό τόνο της περιόδου των Χαιρετισμών, όπου κυριαρχεί η θριαμβική δοξολόγηση των απείρων χαρίτων της «Μητρός του Θεού γενομένης».
Οι χριστιανοί επικαλούνται με δεήσεις και ικεσίες το όνομά της Θεοτόκου, για να λάβουν βοήθεια στους καιρούς των πειραμσμών , των πόνων και των θλίψεων, «Δέξαι παρακλήσεις αναξίων σων ικετών».
Αφού πρώτα παρακαλούμε τον Κύριο «και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν», έπειτα παρακαλούμε την μητέρα Του «Πολλοίς συνεχόμενος πειρασμοίς, προς Σε καταφεύγω, σωτηρίαν επιζητών. Ω Μήτερ του Λόγου και Παρθένε, των δυσχερών και δεινών με διάσωσον».Να μας σώσει απ’τους πειρασμούς, τους προπομπούς των αμαρτιών.
Παρακαλούμε να μας ελευθερώσει απ’τα πάθη μας, «Παθών με ταράττουσι προσβολαί, πολλής αθυμίας εμπιπλώσαί μου την ψυχήν» και «Ίασαι αγνή, των παθών μου την ασθένειαν»
Να μας ελευθερώσει απ’τους καθημερινούς κινδύνους και τις συμφορές και να γίνει «πύργος ασφαλείας» και «τείχος απροσμάχητον».
Ζητάμε να μας ενισχύει και να εξαλείψει το πλήθος των αμαρτημάτων «Ταίς της Θεοτόκου πρεσβείαις, ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη των εμών εγκλημάτων».
Η Παναγία αφιερώθηκε στο Θεό με ζήλο υπερανθρώπινο, που ξεπερνούσε των αγγέλων την αγιότητα. Άραγε ο δικός μας ζήλος ομοιάζει κατά ένα μέρος στη διάθεση της Παναγίας; Πόσο επιζητούμε την ομοίωση με την Παναγία; Πόσο ελκυόμεθα από την ταπεινή ζωή Της; Πόσο επιζητούμε οι αρετές Της να γίνουν δικές μας; Πόσο η δική μας προσευχή ομοιάζει με της Παναγίας;
Εισακούονται οι παρακλήσεις μας;
Ναι!
Όταν η πίστη μας είναι αληθινή και δεν παρασύρεται από αμφιβολίες και δυσπιστίες στη Θεία βοήθεια, «Ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μαρκ. θ΄ 23).
Όταν προστρέχουμε με ταπείνωση στην Παναγία. Η Υπεραγία Θεοτόκος δεν υπερηφανεύεται που κατέστη Μητέρα του Θεού. Το φρόνημα της ταπεινώσεώς Της παραμένει παράδειγμα προς μίμηση για να αποφεύγουμε κάθε εγωιστική διάθεση της ψυχής μας. Μόνο μια ταπεινή προσευχή γίνεται δεκτή από το Θεό: «επέβλεψεν επί την προσευχήν των ταπεινών και ουκ εξουδένωσε την δέησιν αυτών»(Ψαλμ. ρα΄ 18).
Ανάγκη είναι να συνεργεί με την προσευχή και η νηστεία, διότι λέγει ο Κύριος: «τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Ματθ. ιζ΄ 21). Η προσευχή και η νηστεία συμπορεύονται για να ταπεινώσουν το σώμα και την ψυχή.
Έτσι το δοχείο αρετών, η: «εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη» (ψαλ. 44′,14) Υπεραγία Θεοτόκος θα ακούσει τις παρακλήσεις μας και θα τις οδηγήσει στον Κύριο.
Η παραπάνω περιγραφή του ψαλμού, εικονίζεται σε αγιογραφίες της Παναγίας ως χρυσά σειρίτια και κρόσσια στα μανίκια του μανδύα Της.
Το πιο χαρακτηριστικό όμως είναι τα λεγόμενα παρθενόσημα.
Στις εικόνες της, η Παναγία είναι
σύνηθες να εικονογραφείται με τρία χρυσά αστέρια στους ώμους και την κεφαλή, τα
λεγόμενα παρθενόσημα. Αυτά παραπέμπουν στο αειπάρθενο της Παναγίας μας, καθώς
υπήρξε παρθένος πριν την σύλληψη του Υιού Της, κατά τη διάρκεια του τοκετού και
μετά από αυτόν. Τα αστέρια αυτά είναι oκτάκτινα. Οι οκτώ ακτίνες συμβολίζουν
τις οκτώ ημέρες της Δημιουργίας. Η Θεοτόκος μάς εισάγει στην όγδοη ημέρα. Το
Άγιον Πνεύμα διέτρεχε τους αιώνες της ανθρώπινης ιστορίας και τις γενεές των
ανθρώπων να βρει πρόσωπο κατάλληλο για την ενσάρκωση του δεύτερου προσώπου της
Αγίας Τριάδος. Και την βρήκε στην Παναγία μας. Η Θεοτόκος μυστικώς συμβολίζει
την όγδοη ημέρα, το τέλος της εξορίας μας, το τέλος του θανάτου.
Η παρθενία ως απλή βιολογική κατάσταση δεν έχει καμιά θεολογική ή σωτηριολογική σπουδαιότητα. Η παρθενία της Παναγίας δεν είναι απλή βιολογική, αλλά καθολική ψυχοσωματική κατάσταση. Είναι η κατάσταση της πλήρους και καθολικής αναφοράς στο Θεό. Η Παρθένος δεν κατέχει τίποτα για τον εαυτό της. Δεν κατέχεται από τίποτα και από κανένα, αλλά προσφέρει τα πάντα και τον εαυτό της εξολοκλήρου στο Θεό: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». Έτσι ολοκληρώνεται η παρθενία. Διαφορετικά δεν έχει καμιά ιδιαίτερη άξια. Άλλωστε και η Εύα που οδήγησε τον κόσμο στην πτώση ήταν παρθένος. Ως παρθένος συνέλαβε τη συμβουλή του διαβόλου και γέννησε την παρακοή και το θάνατο. Η Παναγία όμως με την απόλυτη εμπιστοσύνη και υπακοή της στο Θεό γέννησε το Χριστό που έφερε στον κόσμο την σωτηρία και την ανακαίνιση.
Ο προφήτης Ησαΐας προφητεύει για τη μητέρα του Μεσσία και λέγει ότι θα είναι Παρθένος: «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί…» (7, 14).
Στον προφήτη Ιεζεκιήλ (44, 1-2) προφητεύεται η αειπαρθενία της Παναγίας με την εικόνα της «κεκλεισμένης πύλης», από την οποία διέρχεται μόνον ο Κύριος, χωρίς αυτή να ανοιχθεί.
Τον Χριστό Τον γέννησε παρθένος γυναίκα, για να φανερωθεί ότι ο Χριστός δε θα είναι συνηθισμένος άνθρωπος, γεννημένος από ανθρώπινη θέληση, αλλά γεννημένος από το θέλημα του Θεού.
Το πλέον λατρεμένο πρόσωπο της Ορθοδόξου πίστεώς μας, μετά τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, είναι το πανάχραντο και υπερευλογημένο πρόσωπο της Κυρίας Θεοτόκου.
Είναι σωστό να διευκρινιστεί πως η αληθινή λατρεία απευθύνεται μόνο στο Θεό. Την Παναγία μας την τιμούμε, αλλά δεν τη λατρεύουμε. Η Μεγάλη Μάνα μας εργάζεται για μας στον Υιόν της. Διαμεσολαβεί για τις υποθέσεις μας. Δεν τακτοποιεί εκείνη τα θέματά μας. Ο Λυτρωτής και Σωτήρας μας διαχειρίζεται αποκλειστικά όλα τα ζητήματά μας. Οι πρεσβείες της βεβαίως βοηθούν αποφασιστικά. Στο τέλος όμως αυτός που ενεργεί είναι ο Θεός, όχι η Κυρία Θεοτόκος. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν αναγνωρίζουμε το ρόλο της Παναγίας στη σωτηρία μας. Την ομολογούμε Θεοτόκο και ξέρουμε πως η οντολογική της ένωση με το Θεό γίνεται απαρχή σωτηρίας για όλο το ανθρώπινο γένος. Άρα δεν είναι σωστό να λέμε «Υπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε υπέρ ημών», διότι την υποτιμούμε. Αυτό το λέμε μόνον για τους Αγίους, που ακόμη δεν ξέρουμε σε ποια μέτρα θεώσεως βρίσκονται. Για την Παναγία φωνάζουμε το «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», στην Παράκληση και στον Ακάθιστο Ύμνο, διότι ξέρουμε ότι η δική της θέωση την έχει φέρει τόσο κοντά στο Θεό, ώστε να κατέχει τα «δευτερεία της Θεότητος».
Αποτελεί στήριγμα της Εκκλησίας που ίδρυσε ο Υιός της.
Όμως ο «μισόκαλος» εφηύρε ένα νέο όπλο. Μη συμβατικό. Ισχυρότατο για να «δώσει» την χαριστική βολή στην Εκκλησία του Χριστού. Απέκτησε πράκτορες προδότες, μέσα στην Ορθοδοξία, έτοιμους να ανοίξουν την κερκόπορτα και να εισβάλλει μέσα ο λυμεώνας του Οικουμενισμού. Της προσπάθειας επανόδου όλων των παλαιών αιρέσεων σε εκσυγχρονισμένη έκδοση, με φανταχερό περιτύλιγμα. Απ’αυτή την επέλαση εναντίον της Ορθοδοξίας, πως μπορεί να «γλυτώσει» η Μητέρα του Ιδρυτή της;
H Παναγία μας διώκεται μαζί με τον Υιό Της. Διώκεται απ’ τους θιασώτες των αιρέσεων.
Με θλίψη διαπιστώνουμε, από πολλούς, αστήρικτες, ανιστόρητες, αυθαίρετες και εν πολλοίς, παιδαριώδεις και γελοίες θεωρίες, προκειμένου να προσβάλουν την αξιοπιστία των Αγίων Γραφών και την σώζουσα διδασκαλία της Εκκλησίας μας.
Ο αμερικανός θεολόγος (Μπεν Γουιδεράιγκτον) είχε γράψει σε δημοσίευμα στην εφημερίδα STAR PRESS 1, με τίτλο «Ο Ιησούς είχε αδελφό, τον Ιάκωβο», «Η Παναγία δεν ήταν «αέναη παρθένα», όπως πιστεύει μέχρι σήμερα ο χριστιανικός κόσμος, αφού απεβίωσε αφότου είχε γεννήσει και άλλα παιδιά, τα οποία, αναπόφευκτά, θεωρούνται αδέλφια του Ιησού Χριστού».
Ο «μεγάλος» θεολόγος προχώρησε και σε συνέντευξή του στο μεγάλο δίκτυο CNN, για να μάθει ο κόσμος την μεγάλη ανακάλυψή του.
Περισσότερο επικεντρώνεται στο πρόσωπο του αδελφοθέου Ιακώβου, διότι τον αποκαλεί ρητά ο Απόστολος Παύλος ως «αδελφό του Ιησού» (Γαλ.1,19).
Η αμφισβήτηση της αειπαρθενίας της Θεοτόκου αποτέλεσε μια κακόδοξη διδασκαλία, που εμφανίστηκε ήδη από τους αποστολικούς χρόνους.
Ο Επιφάνιος Κύπρου απευθυνόμενος προς τους αιρετικούς, χαρακτηρίζει την διδασκαλία αυτή ως «νέα μανία» και πράγμα καινούργιο (και επομένως άγνωστο στην αρχαία Παράδοση της Εκκλησίας).
Κατά τους νεώτερους χρόνους επανεμφανίζεται μέσα στους κόλπους του Προτεστανισμού τον 16ο αιώνα και από τον 19ο αιώνα μεταξύ των μαρτύρων του Ιεχωβά. Τα κυριότερα χωρία από την αγία Γραφή που προβάλλουν οι δύο τελευταίες νεώτερες αιρέσεις (Προτεσταντισμός-Χιλιασμός) είναι τα εξής: «Και ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν» (Ματθ. 1,25). «Ουχ ούτός εστιν ο του τέκτονος υιός; ουχί η μήτηρ αυτού λέγεται Μαριάμ και οι αδελφοί αυτού Ιάκωβος και Ιωσής και Σίμων και Ιούδας; και αι αδελφαί αυτού ουχί πάσαι προς ημάς εισι; πόθεν ουν τούτω ταύτα πάντα;» (Ματθ.13,55-56).
Από την φράση «τον πρωτότοκον» συμπεραίνουν, ότι η Παναγία μετά τον Ιησού γέννησε και άλλα τέκνα. Ωστόσο «πρωτότοκος» λέγεται ο πρώτος γεννώμενος, ο διανοίγων μήτραν, (Εξοδ.13,2,12-13), ασχέτως αν ακολουθούν, ή όχι άλλα τέκνα. Ο Χριστός λέγεται «πρωτότοκος» όχι μόνον ως Υιός της Παρθένου, αλλά και ως Υιός του Θεού (Κολ.1,15. Εβρ.1,6). Από το ότι ο Υιός του Θεού λέγεται «πρωτότοκος», μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι ο Θεός Πατήρ έχει και δευτερότοκον Υιόν;
Όχι βεβαίως. Επίσης από την φράση «έως ου έτεκε» συμπεραίνουν, ότι μετά την γέννηση του Χριστού η Παναγία είχε συζυγικές σχέσεις με τον Ιωσήφ.
Εδώ ο ευαγγελιστής ενδιαφέρεται, να μας πληροφορήσει ότι ο Χριστός είναι καρπός τελείας αγνότητος και αποτέλεσμα της επελεύσεως του αγίου Πνεύματος στην Θεοτόκο και όχι καρπός συζυγικής σχέσεως με τον Ιωσήφ, χωρίς (ο ευαγγελιστής) να εξετάζει το τι έγινε μετά την γέννηση του Χριστού. Μ’ ένα τέτοιο τρόπο εκφράζεται πολλές φορές η Aγία Γραφή. Για παράδειγμα: «και ιδού εγώ μεθ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28,20). Από τη φράση αυτή μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα, ότι ο Χριστός μετά την συντέλεια του κόσμου θα παύσει να είναι μαζί με τους εκλεκτούς του; Όχι βέβαια.
Επίσης ούτε από τα χωρία της Γραφής όπου γίνεται λόγος περί «αδελφών» του Ιησού μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα, ότι αυτοί οι «αδελφοί» είναι τέκνα της Παναγίας και ομομήτριοι αδελφοί του Ιησού, όπως αυτό φαίνεται από τις παράκάτω βιβλικές μαρτυρίες: «Είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον, πως έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;» (Λουκ.1,34). Αφού η παρθένος ήταν «μνηστευμένη» με τον Ιωσήφ, εφ’ όσον επρόκειτο να ζήσει συζυγικώς μαζί του δεν θα έπρεπε να έχει απορία και να ρωτά πως θα αποκτούσε υιό. Θα αποκτούσε υιό με τον Ιωσήφ. Τώρα όμως ρωτά, πράγμα το οποίο σημαίνει, ότι η Παναγία γνώριζε, ότι ο Ιωσήφ δεν προοριζόταν να γίνει σύζυγός της αλλά μόνον προστάτης της.
Επίσης: «Εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και φεύγε εις Αίγυπτον» (Ματθ.2,13). Δε λέει το «παιδίον σου και την γυναίκα σου», αλλά «το παιδίον και την μητέρα αυτού».
Επίσης: «Ιούδας, Ιησού Χριστού δούλος, αδελφός δε Ιακώβου …» (Ιουδ.1). Ο Ιούδας ενώ από τους ευαγγελιστές εμφανίζεται ως αδελφός του Ιησού (Ματθ.13,55. Μαρκ.6,3), εδώ στην επιστολή του, αυτοσυστήνεται όχι ως αδελφός του Ιησού, αλλά ως αδελφός του Ιακώβου, του δε Ιησού ως δούλος. Το ίδιο επίσης και ο αδελφόθεος Ιάκωβος στην Καθολική επιστολή του, ονομάζει τον εαυτό του δούλο του Ιησού Χριστού: «Ιάκωβος, Θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού δούλος» (Ιακ.1,1).
Από τις παραπάνω μαρτυρίες αποδεικνύεται ξεκάθαρα, ότι οι λεγόμενοι «αδελφοί» του Ιησού δεν ήταν τέκνα της Παναγίας και ομομήτριοι αδελφοί του Ιησού, αλλά ήταν μάλλον τέκνα του Ιωσήφ από προηγούμενη γυναίκα του, τα οποία κατοικούσαν στο σπίτι του Ιωσήφ στη Ναζαρέτ (Ματθ.13.55-57). Κατ’ άλλους ήταν εξαδέλφια, τα οποία οι Εβραίοι ονόμαζαν «αδέλφια».
Αναφέρουμε επίσης σχετικά με το θέμα αυτό και την καταπληκτική προφητεία του προφήτου Ιεζεκιήλ: «και επέστρεψέ με κατά την οδόν της πύλης των αγίων της εξωτέρας της βλεπούσης κατά ανατολάς, και αύτη ήν κεκλεισμένη. Και είπε Κύριος προς με, η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται, και ουδείς μη διέλθη δι’ αυτής, ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι’ αυτής, και έσται κεκλεισμένη» (Ιεζ.44,1-2). Όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες η «κατά ανατολάς» πύλη, για την οποία ομιλεί εδώ ο προφήτης, η οποία θα παραμείνει κλειστή και κανένας άλλος δεν πρόκειται να περάσει μέσα από αυτή, παρά μόνο ο Θεός, είναι η Παναγία.
Αν τα παραπάνω πρεσβεύουν, υποτιμώντας το πρόσωπο της Θεοτόκου, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και οι Διαμαρτυρόμενοι, η Παπικοί έφτασαν αντίθετα σε υπερεκτίμηση της γεννήσεώς της και την ονόμασαν «ΑΜΙΑΝΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ», θεωρώντας ότι συνελήφθηκε άσπιλη και διατηρήθηκε άθικτη από το προπατορικό αμάρτημα (βλ. «Κατήχηση της Καθολικής «Εκκλησίας», ΣΥΝΟΨΗ», Γραφείον Καλού Τύπου, Αθ. 2005). Με τη θέση αυτή -που αναγνωρίστηκε στη Δύση ως δόγμα εκκλησιαστικό μόλις το 1854, αν και δεν απαντάται ούτε στην Αγία Γραφή ούτε και στην αποστολική παράδοση- είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι ένα πλάσμα του Θεού (η Παναγία) ήταν ήδη σωσμένο πριν να γεννηθεί ο Χριστός.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει επίσης ότι:«τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη» (Πριν την δι’ αναστάσεως δόξα του Ιησού ΚΑΝΕΙΣ δεν είχε ακόμη λάβει το Άγιο Πνεύμα) (Ιω. 7,39).
Άλλη εντυπωσιακή παραδοξότητα, είναι ότι αμφισβητούν, το ότι η Αειπάρθενος κόρη Μαρία πέθανε κάποτε σωματικώς.
Τάση που εμφανίζεται από τον 4Ο αιώνα κατά τον άγιο Επιφάνιο Κύπρου.
Κάποιοι από αιρετικούς κύκλους, επινοούσαν, προωθούσαν και διέδιδαν απόψεις παράξενες και διδασκαλίες αλλόκοτες, όπως αυτή, σχετικά με το τέλος της επίγειας ζωής της Θεοτόκου. Ισχυρίζονταν ότι η Παναγία μητέρα του Κυρίου μας δεν «εκοιμήθη»,. Διετείνοντο, ότι δεν πέθανε, ότι δεν χωρίστηκε η μακαρία και παναγία ψυχή της από το πανάχραντον και άσπιλον σώμα της. Σαν απλούστατο λόγο γι’ αυτή τη γνώμη πρόβαλλαν το ότι δεν άρμοζε τάχα στην Παναγία μας να ακολουθήσει την κοινή μοίρα των ανθρώπων, είτε αυτοί ήταν απόστολοι, ή μάρτυρες, ή άγιοι της Εκκλησίας.
Φαίνεται δε, ότι οι διάφοροι αιρετικοί, που πολεμούσαν λυσσωδώς το πρόσωπον της Θεοτόκου, χωρίζονταν σε δύο παρατάξεις: στους αριστερούς (προτεστάντες), που μείωναν εμφανώς το πρόσωπο και τον ρόλο της, και στους δεξιούς (παπικοί), σ’ αυτούς που δήθεν εκόπτοντο να εξυψώσουν την προσωπικότητά της και πλειοδοτούσαν σ’ αυτό. Ο στόχος των εχθρών της Εκκλησίας ήταν ένας: είτε εκ δεξιών, είτε εξ αριστερών , είτε δηλαδή υπερτιμώντας, είτε υποτιμώντας το πρόσωπο της Παναγίας, τους αρκούσε να εισαγάγουν πλάνες και αιρέσεις στην Εκκλησία.
«Πως θα ήταν δυνατόν να την αφήσει να πεθάνει, αφού μπορούσε ο Κύριος και υιός της να εμποδίσει τον θάνατό της;». Τέτοιοι λογικοφανείς συλλογισμοί και πολλοί άλλοι έτρεφαν πάντα τις αιρέσεις.
Επίσης στην εποχή μας μερικοί ανασύρουν απ’ τα βάθη των αιώνων και εκσυγχρονίζουν αυτήν την αιρετική αντίληψη, ότι η Παναγία δεν «εκοιμήθη», δεν πέθανε πραγματικά και αληθινά. Και ποιοί είναι αυτοί που ανασκάπτουν το παρελθόν, για να εισκομίσουν στη σημερινή ανθρωπότητα μια τόσο δεινή αίρεση; Οι τυμβωρύχοι, αυτοί που σαν ύαινες ανασκάπτουν το παρελθόν και το αναδιφούν, και ακούνε στο όνομα «Παπικοί» με την ανακήρυξη της γνώμης τους αυτής σε νέο δόγμα!
Αυτοί, κατά κανόνα, μιλούν μόνο για «Μετάσταση της Αειπαρθένου» και αποφεύγουν να μιλήσουν για «Κοίμηση», δηλαδή για σωματικό θάνατό της.
Την 1η Νοεμβρίου του 1950, ο Πάπας Πίος ο 12ος εξέδωσε Εγκύκλιο-Βούλλα παπική, με την οποία ο ρωμαίος Ποντίφηκας ανακήρυσσε σε δόγμα της ρωμαιοκαθολικής «Εκκλησίας» τη διδασκαλία περί της «Μεταστάσεως» της Παναγίας μας στον Ουρανό, με τα εξής ακριβώς λόγια, μεταφρασθέντα από τα λατινικά: «Η άσπιλος και αειπάρθενος Θεομήτωρ Μαρία, μετά την ολοκλήρωση της επίγειας διαδρομής της ζωής της, ανελήφθη μετά του σώματος και της ψυχής της εις την ουρανίαν μεγαλειότητα.»
Από το λατινικό κείμενο της παπικής Εγκυκλίου, το ύποπτο όσο και επίμαχο για το θέμα μας σημείο είναι ακριβώς η παπική φράση: «ολοκληρωθείσης της διαδρομής της επίγειας ζωής» (της Παναγίας)».
Ο Πάπας Πίος ο 12ος, συνειδητά και σκόπιμα, κι όχι τυχαία, συμπτωματικά και άδολα, παραλείπει να αναφερθεί στη «Κοίμηση της Θεοτόκου», και ότι η «Κοίμηση» θεωρείται μια απλή «δοξασία» κι όχι αλήθεια της πίστης, κρίνεται δε σαν κάτι το θεολογικώς, τουλάχιστον, «αμφισβητούμενο», ή, μάλλον, κάτι το εμφανώς αθεμελίωτο και παντελώς αστήρικτο.
Ο κίνδυνος, όμως, απ’ τον Παπισμό, δεν είναι μόνο το ότι εισάγει νέα, ανήκουστα, αστήρικτα, καινοφανή και αιρετίζοντα δόγματα στην «εκκλησία» του. Έχει δικαίωμα να είναι νοικοκύρης στο σπίτι του!
Ο κίνδυνος είναι, ότι ο Παπισμός δεν περιορίζεται σε εσωτερική κατανάλωση, αλλά εξάγει τις διδασκαλίες του και τις διαδίδει διεθνώς, παραδομένος στην μανιώδη προσηλυτιστική του προσπάθεια.
Γνωρίζουμε επίσης για την κοίμηση της Θεοτόκου ότι, κατά τη μεταφορά του λειψάνου της, φανατικοί Ιουδαίοι αποπειράθηκαν να ανατρέψουν το νεκροκρέβατό της, αλλά τυφλώθηκαν. Μόνο ένας από αυτούς κατόρθωσε να το ακουμπήσει, αλλά μια αόρατη ρομφαία του έκοψε τα χέρια.
Η Παναγία μας όμως, αποτελεί θύμα και της ιδιοτέλειας μεγάλου τμήματος της διοικούσας Εκκλησίας μας.
Πως; Πότε; Μα όταν η ορθόδοξη αρχιεπισκοπή Αυστραλίας κάποτε δια της αρχής της, διατεινόταν ότι η σύλληψη του Κυρίου δεν ήταν άμμωμος.
Διαβάζουμε στην «Φωνή της Ορθοδοξίας» (τεύχος 106ον της αρχιεπισκοπής) τα εξής: «όποιος νομίζει ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού έπεσε απ’τον ουρανό σαν μετἐωρο μαγικού αιφνιδιασμού, δηλαδή μηχανικά και ανώδυνα…αυτός δεν θα καταλάβει ποτέ τον βαθμό της κενώσεως που καταδέχτηκε ο Θεός…»
Δεν είναι αυτό ύβρης του υψίστου σκεύους εκκλογής του Κυρίου; Της Παναγίας μας;
Δεν λυπάται η Παναγία μας όταν ο Υιός της λοιρωρείται και ξανασταυρώνεται;
Όταν ο λόγος Του, το Εαυγγέλιο αποδίδεται στην ανθρώπινη έμπνευση;
Όταν ιεράρχες μοιράζουν το ανίερο βιβλίο των εχθρών Του ,
κατονομάζοντάς το ως ιερό;
Όταν διαστρεβλώνεται ο λόγος του Κυρίου, ονοματίζοντας ως αιρετικούς τους
διαφωνούντες με την αίρεση;
Όταν κάποιοι εκπεσόντες στη συνείδηση του πιστού λαού ιεράρχες, φιλούν χέρια Παπικά και υποκλίνονται σε καρδιναλίους;
Όταν εκδιώκονται και σέρνονται σε δικαστικές αίθουσες οι αληθινοί φίλοι του Χριστού απ’ τους πολεμίους Του;
Αδελφοί, σήμερα ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Ξανασταυρώνεται και από μερίδα ορθόδοξου κλήρου, που δηλώνει, γυμνή τη κεφαλή, υποταγή σ’αυτόν που είναι αξιοκατάρατος κατά τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Και η Μάννα του κόσμου, η Παναγία μας, είναι εκεί , κάτω απ’το Σταυρό και κλαίει. Κλαίει για τον αμετανόητο άνθρωπο. Για τις αμαρτίες του κόσμου.
Κλαίει και προειδοποιεί. Όπως τότε, πριν από οκτώ αιώνες επί Ιωάννου Βέκκου.
«Οι εχθροί εμού τε και του Υιού μου επλησίασαν. Όστις λοιπόν υπάρχει ασθενής τω πνεύματι, εν υπομονή ας κρυφθή, έως ότου παρέλθη ο πειρασμός, οι δε επιθυμούντες μαρτυρικούς στεφάνους ας παραμείνωσιν εν τη Μονή, άπελθε λοιπόν ταχέως».
Καλή Παναγιά!
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ Π. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Βιβλιογραφία:
1. Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου - Ερμηνεία της ενάτης ωδής της Παρθένου
2. π.Δαμιανού Ζαφείρη - Η Πλατυτέρα των Ουρανών
3. Χρήστος Βασιλειάδης - Η Κοίμηση της Θεοτόκου και οι Παπικοί