1. Τὰ νέα εἴδωλα καὶ ἡ κρατικὴ τρομοκρατία
Πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες γιορτάσαμε τὴν μνήμη τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος καὶ πανσόφου Αἰκατερίνης (25 Νοεμβρίου). Μεταξὺ ἄλλων κειμένων ποὺ διαβάσαμε γιὰ νὰ ἐφοδιασθοῦμε μὲ ὑλικὸ στὴν προετοιμασία τοῦ κηρύγματος ἦταν καὶ τὸ κείμενο τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ μὲ τίτλο «Μαρτύριον τῆς Ἁγίας καὶ Καλλινίκου Μεγαλομάρτυρος τοῦ Χριστοῦ Αἰκατερίνης»[1]. Τὸ εἴχαμε ξαναδιαβάσει καὶ παλαιότερα. Τώρα ὅμως προσέξαμε ὁρισμένα σημεῖα του, τὰ ὁποῖα δίνουν ἀφορμὴ νὰ κάνουμε παραλληλισμοὺς μὲ τὴν ἐποχή μας καὶ νὰ ἀποκομίσουμε διδάγματα καὶ μηνύματα ἐπωφελῆ γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν πορεία μας.
Ὅσοι ἀπὸ πεποίθηση ἢ ἀπὸ συμφέρον εἰδωλοποιοῦν κτιστὰ πράγματα, κτιστὰ ὄντα, καὶ ἀθετοῦν τὸν ἄκτιστο Δημιουργό, τὸν κτίστη τους, προσπαθοῦν μὲ ποικίλους τρόπους, τὶς περισσότερες φορὲς μὲ τρομοκράτηση τῶν λαῶν, νὰ ἐπιβάλουν τὴν τιμὴ καὶ τὴν λατρεία τῶν εἰδώλων, τῶν ψεύτικων καὶ ἀδύναμων θεῶν, ἀθετώντας τὴν τιμὴ τοῦ μόνου ἀληθινοῦ καὶ παντοδύναμου Θεοῦ, τοῦ ἐν Τριάδι Ἁγίᾳ προσκυνουμένου καὶ τιμωμένου. Ἔχουν καταγραφῆ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία οἱ φοβεροὶ διωγμοὶ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους αὐτοκράτορες κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες. Πολλοὶ Χριστιανοὶ ὑπέκυπταν στὶς ἀπειλὲς καὶ στὴν κρατικὴ τρομοκρατία καὶ ἐθυσίαζαν στὰ εἴδωλα, θεωρούμενοι ἔτσι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς πεπτωκότες (lapsi), ἐνῶ ἀρκετοὶ μὲ θάρρος καὶ παρρησία δὲν ἐδέχοντο νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ ὑφίσταντο φοβερὰ βασανιστήρια, τελικῶς δὲ καὶ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο, τιμώμενοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς Ἅγιοι Μάρτυρες.
Τέτοιο κλῖμα τρομοκρατίας εἶχε ἐπιβάλει ὁ αὐτοκράτωρ Μαξέντιος (306-312) καὶ στὴν Ἀλεξάνδεια, ὅπου εἶχε γεννηθῆ καὶ ζοῦσε ἡ Ἁγία Αἰκατερίνα, κόρη τοῦ ἡγεμόνα τῆς πόλεως Κώνστα, πανέμορφη καὶ πολυσπουδασμένη κοπέλα. Εἶχε ἐξαποστείλει διάταγμα ὁ Μαξέντιος, μὲ τὸ ὁποῖο καλοῦσε ὅλους ἀνεξαιρέτως, ὄχι ἁπλῶς νὰ προσφέρουν ζῶα, ἀνάλογα μὲ τὶς οἰκονομικές του δυνατότητες, μεγάλα ἢ μικρά, τὰ ὁποῖα ἐπρόκειτο νὰ θυσιασθοῦν στὸν ναὸ σὲ ὁρισμένη ἡμέρα καὶ ὥρα, ἀλλὰ καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη τους στοὺς θεοὺς τῶν εἰδώλων, ἀρνούμενοι τὴν δική τους θρησκεία· διαφορετικὰ θὰ ὑφίσταντο τὰ χειρότερα τῶν κακῶν: «Εἰδότες ὡς ὁ τὸ τοιοῦτον ἡμῶν διάταγμα παρορῶν, καὶ πρὸς ἑτέραν ἀπηγορευμένην ἡμῖν ἀπονεύων θρησκείαν, αὐτῆς τε τῆς μεγάλης τῶν θεῶν ἐκπεσεῖται φιλανθρωπίας, καὶ παρ᾽ ἡμῶν κακοῖς τοῖς ἐσχάτοις ὑποβληθήσεται»[2]. Ὁ ἴδιος γιὰ νὰ δώσει τὸ καλὸ παράδειγμα προσφορᾶς ζώων γιὰ τὴν θυσία στοὺς θεοὺς πρόσφερε ἑκατὸν τριάντα (130) ταύρους.
Γέμισε ἡ Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ πλήθη ἀνθρώπων καὶ ζώων, τόσο πολλῶν, ὥστε ἡ πόλη ἀσφυκτιοῦσε καὶ ἐστενοχωρεῖτο καὶ ἀπὸ τὶς φωνὲς τῶν ζώων ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν κνίσσα, τὸν καπνό, τῶν καιόμενων ζώων ποὺ ἐμόλυνε τὸν ἀέρα. Ἀντίδραση οὐδεμία. Φόβος καὶ τρόμος μπροστὰ στὶς αὐτοκρατορικὲς ἀπειλές.
Ἀναλογικὰ τὸ ἴδιο συνέβη καὶ στὶς ἡμέρες μας κατὰ τὸ διάστημα τῆς ψευδοπανδημίας τοῦ Κορωνοϊοῦ. Ἡ παγκόσμια κυβέρνηση τῆς Νέας Ἐποχῆς τρομοκράτησε ὅλους τοὺς λαούς, ὡς νέα αὐτοκρατορία καὶ τυραννία, μὲ τὸ πρόσχημα τῆς λοίμωξης ἀπὸ τὸν κατασκευασμένο ἰὸ καὶ ἔστησε γιὰ προσκύνηση τὰ νέα εἴδωλα α) τῆς Ὑγείας καὶ β) τῆς ἰατρικῆς Ἐπιστήμης τῶν εἰδικῶν. Ὅλοι ἀναγκαστικὰ ἔπρεπε χάριν τῆς Ὑγείας, τῆς νέας θεᾶς, καὶ χάριν τῶν “εἰδικῶν“ ἰατρῶν, νέων θεῶν, νὰ ἐφαρμόσουμε ὅσα μὲ διατάγματα καὶ ὑγειονομικὲς ἀποφάσεις τῶν “εἰδικῶν“ ἀποφασίζονταν, ἔστω καὶ ἂν αὐτὰ ἔρχονταν σὲ σύγκρουση μὲ τὶς θρησκευτικές μας πεποιθήσεις. Πλήθη κόσμου συνέρρεαν καθημερινὰ στοὺς ναοὺς τῆς Ὑγείας, στὰ διάφορα ὑγειονομικὰ κέντρα, εἴτε γιὰ νὰ κάνουν τὰ ποικίλα διαγνωστικὰ τέστ, εἴτε γιὰ νὰ ἐμβολιασθοῦν μὲ τὸ διαφημιζόμενο “σωτήριο“ ἐμβόλιο. Καὶ ὅπως ὁ Μαξέντιος ἔδωσε πρῶτος τὸ παράδειγμα προσφορᾶς στοὺς θεοὺς μὲ τοὺς ἑκατὸν τριάντα ταύρους, ἔτσι καὶ οἱ ἀξιωματοῦχοι, πολιτικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοί, ἔσπευδαν δημόσια νὰ ἐμβολιασθοῦν ἢ νὰ ὑποβληθοῦν στὰ διαγνωστικὰ τέστ, ὥστε νὰ τοὺς μιμηθεῖ καὶ ὁ λαὸς στὴν πτώση καὶ ἀποστασία, στὴν λατρεία τῶν νέων εἰδώλων τῆς Ὑγείας καὶ τῆς Ἰατρικῆς Ἐπιστήμης[3].
2. Τὸ σωματικὸ κάλλος καὶ ἡ σοφία δῶρα τοῦ Θεοῦ γιὰ ἀγαθοὺς σκοποὺς καὶ ὄχι γιὰ τὴν ἁμαρτία
Ἡ ἀντίδραση στὴν τρομοκρατία τοῦ αὐτοκράτορα προῆλθε ἀπὸ μία γυναίκα καλλονὴ καὶ πάνσοφη. Τὰ δύο αὐτὰ χαρίσματα καὶ πλεονεκτήματα τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης προβάλλονται ἰδιαίτερα στὸ κείμενο ποὺ ἀναφέραμε, ἀλλὰ καὶ στὰ λειτουργικὰ καὶ ὑμνογραφικὰ κείμενα. Ὑποδεικνύουν ὅτι ἡ σωματικὴ ὀμορφιά, τὸ σωματικὸ κάλλος, χαρίζεται ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ὄχι γιὰ ἁμαρτωλὲς σαρκικὲς ἐκτροπές, ἀλλὰ γιὰ νὰ θαυμάζεται ἡ καλαισθησία τοῦ Θεοῦ στὴν δημιουργία εὔμορφων καὶ ὡραίων εἰκόνων Του στὰ πρόσωπα ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, καὶ δι᾽ αὐτῶν νὰ ἀναγόμαστε στὸ ὑπέρκαλον κάλλος τῆς Θεότητος, οἱ διαθέτοντες δὲ καὶ οἱ διαθέτουσες σωματικὸ κάλλος νὰ τὸ χρησιμοποιοῦν ὡς μέσο καὶ ἐργαλεῖο γιὰ νὰ ὁδηγήσουν τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἀληθινὴ θεογνωσία καὶ στὴν ἁγιότητα. Σὲ ὅσους ἐπίσης ἔχει δοθῆ τὸ χάρισμα τῆς σοφίας, αὐτὴ δὲν πρέπει νὰ σπαταληθεῖ σὲ γήϊνους κοσμικοὺς στόχους ἢ σὲ ἐξυπηρέτηση καὶ ἐνίσχυση τοῦ κακοῦ στὶς ποικίλες ἐκδηλώσεις του, ἀλλὰ στὴν διάδοση καὶ ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου καὶ στὴν βοήθεια τῶν ἀσθενῶν καὶ ἀδυνάτων. Στὴν δεύτερη περίπτωση προστίθεται καὶ ὁ θεῖος φωτισμὸς καὶ μεταμορφώνει τὴν ἀνθρώπινη σοφία σὲ θεία σοφία, τὸν ἀνθρώπινο Διαφωτισμὸ σὲ Φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅταν ἡ Ἁγία Αἰκατερίνα εἶδε ὅτι ἡ κρατικὴ τρομοκρατία ὁδηγοῦσε τὸν λαὸ στὴν ἀπώλεια, ἀποφάσισε νὰ φανερώσει τὸν ὑπὲρ τῆς πίστεως ζῆλο. Δὲν παρασύρθηκε ἡ ἴδια, οὔτε ἐσιώπησε, ὅπως συμβαίνει συνήθως. Δὲν σκέφθηκε ὅτι ἠ ἀπόφασή της αὐτὴ ἔθετε σὲ κίνδυνο καὶ τὴν ὀμορφιά της καὶ τὴν σοφία της, τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιήσει γιὰ ἕνα λαμπρὸ κοσμικὸ μέλλον. Ὁ Ἅγιος Συμεὼν περιγράφοντας τὴν Ἁγία λέγει ὅτι ἦταν «γυνὴ εὐσεβής, νέα τὴν ἡλικίαν, τὴν ὄψιν περικαλλής». Ὅταν ἐμφανίσθησε στὰ πρόθυρα τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐγίνοντο οἱ θυσίες στὰ εἴδωλα, ὅλων τὰ μάτια ἔπεσαν ἐπάνω της, γιατὶ ἡ ὀμορφιά της ἦταν ἀπερίγραπτη, συνδυασμένη καὶ μὲ ἐσωτερικὴ ὡραιότητα, χωρὶς τὴν ὁποία ἡ ἐξωτερικὴ ὀμορφιὰ εἶναι ἄχρηστη: «Καὶ στᾶσα πρὸς τῇ φιλιᾷ, εἷλκε μὲν τὰς τῶν ἄλλων ὄψεις πρὸς ἑαυτήν, κάλλος ἀμήχανον οὖσα, καὶ τὴν ἔνδον ὡραιότητα διὰ τῆς ἐκτὸς μηνύουσα ὄψεως»[4].
Ὁ αὐτοκράτορας στὴν δεύτερη συνάντηση ποὺ εἶχε μαζί της μετὰ τὴν πρώτη της ἀντίδραση στὸν ναό, κατὰ τὴν ὁποία τὸν ἐντυπωσίασε καὶ τὸν ἐξέπληξε μὲ τὴν σοφία της, τόσο ποὺ ἀναγκάσθηκε νὰ σιωπήσει, γιὰ νὰ μὴ ὑποστεῖ δημόσια ταπεινωτικὴ ἧττα ἀπὸ μία γυναίκα, τώρα ποὺ τὴν βλέπει ἀπὸ κοντὰ πιστεύει, λόγῳ τῆς ὀμορφιᾶς της, ὅτι ἔχει ἐνώπιον του ὄχι ἕναν θνητὸ ἄνθρωπο ἀλλὰ μία θεὰ μὲ ἀνθρώπινο σχῆμα. Τὴν ἐκτίμησή του αὐτὴ διέγνωσε ἡ Ἁγία καὶ τοῦ εἶπε ὅτι δὲν εἶναι μία ὀπτασία, σὰν αὐτὲς ποὺ οἱ θεοί τους, οἱ δαίμονες, ἐμφανίζουν καὶ ἐξαπατοῦν τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν σὲ ἀσέλγειες καὶ σὲ ἄτοπες ἐπιθυμίες. Εἶναι χῶμα καὶ πηλὸς μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς ἔπλασε τὴν μορφή της καὶ τὴν ἐτίμησε μὲ τὴν εἰκόνα Του, ὥστε ἁρμόζει νὰ θαυμάζει κανεὶς τὴν σοφία τοῦ Δημιουργοῦ, γιατὶ μὲ τὸν πηλό, μὲ τόσο εὐτελὲς ὑλικό, μπόρεσε νὰ πλάσει τέτοια ὀμορφιά: «Ἐγὼ δέ, ὁποία τις ἂν ὦ, χοῦς εἰμι καὶ πηλός, εἰς τοιαύτην παρὰ τοῦ Θεοῦ πλασθεῖσα μορφὴν καὶ τῇ αὐτοῦ εἰκόνι τετιμημένη· ὥστε καὶ θαυμάζειν μᾶλλον ἐντεῦθεν τὴν σοφίαν τοῦ δημιουργοῦ προσήκει, ὅτι περ ἐν πηλῷ καὶ οὕτως εὐτελεῖ τῇ ὕλῃ τοσοῦτον ἴσχυσεν ἐξασκῆσαι κάλλος»[5].
Καὶ λίγο πρὶν δώσει ἐντολὴ νὰ τὴν βασανίσουν καὶ ἀφοῦ οὔτε μὲ τὸ δέλεαρ τῆς συμβασιλείας μπόρεσε νὰ τὴν λυγίσει, ἐπικαλέσθηκε καὶ πάλι ὁ Μαξέντιος τὴν ὀμορφιά της, ποὺ θὰ καταστρεφόταν μὲ τὰ βασανιστήρια, γιὰ νὰ λάβει καὶ πάλι χριστιανικότατη καὶ ρεαλιστικὴ ἀπάντηση ἀπὸ τὴν Ἁγία, ὅτι ἡ ὀμορφιὰ εἶναι γῆ καὶ σκόνη· μαραίνεται μὲ τὸν χρόνο καὶ τὶς ἀρρώστιες καὶ δὲν ἔχει τίποτε σταθερὸ καὶ μόνιμο: «Δεῦρο τοίνυν θύσασα τοῖς θεοῖς, βασίλευσον σὺν ἡμῖν, μηδὲ θελήσῃς παρακαλῶ, βασάνοις ἀπολέσθαι τοσαύτην ὄψεως ὡραιότητα. Ἡ δὲ ῾῾Γῆ μόνον ἐστίν, εἶπε, καὶ κόνις, καὶ πάλιν σοί φημι, βασιλεῦ, ἀπανθεῖν δὲ αὐτὴν καὶ χρόνος ποιεῖ, καὶ νόσος ἐπελθοῦσα μαραίνει, βέβαιον οὐδὲν οὐδὲ μόνιμον ἔχουσα᾽᾽»[6].
Τὴν ὀμορφιά της προβάλλει καὶ τὸ σύντομο Συναξάρι τοῦ Μηναίου (25 Νοεμβρίου) λέγοντας, ὅτι ἦταν πολὺ ὡραία καὶ στὸ κάλλος ἀξεπέραστη: «Πάνυ οὖσα ὡραία καὶ τῷ κάλλει ἀμίμητος».
Ἐξ ἴσου σπουδαῖο χάρισμα καὶ πιὸ ἀποτελεσματικὸ στὴν ἀντιπαράθεση τῆς Αἰκατερίνης μὲ τὴν ἀνοησία τῆς εἰδωλολατρίας ἦταν ἡ σοφία της, ποὺ εἶχε διπλῆ προέλευση. Προερχόταν ἐν πρώτοις ἀπὸ τὴν θύραθεν, ἀπὸ τὴν κοσμική της, παιδεία σὲ σχολὲς ρητόρων καὶ φιλοσόφων καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ τὸν ἄνωθεν, τὸν ἐκ Θεοῦ, φωτισμό της. Τὸ κείμενο τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ, στὸ ὁποῖο στηριζόμαστε, συναριθμεῖ στὰ προσόντα της τὸ ὅτι εἶχε μελετήσει ὅλα τὰ συγγράμματα τῆς ἐποχῆς, εἰδωλολατρῶν καὶ χρσιτιανῶν συγγραφέων· «πᾶσαν ἐπελθοῦσα γραφήν, τὴν ἔξω τε καὶ τὴν καθ᾽ ἡμᾶς»[7]. Καὶ τὸ Συναξάρι τοῦ Μηναίου ἀναφέρεται λεπτομερέστερα στὴν μόρφωσή της λέγοντας: «Αὕτη πᾶσαν παιδείαν Ἑλληνικὴν καὶ Ρωμαϊκὴν ἄκρως ἐκγυμνασθεῖσα, Ὁμήρου τε καὶ Βιργιλίου, τοῦ Ρωμαίων μεγίστου Ποιητοῦ, Ἀσκληπιοῦ τε καὶ Ἱπποκράτους καὶ Γαληνοῦ, τῶν Ἰατρῶν, Ἀριστοτέλους τε καὶ Πλάτωνος, Φιλιστίωνός τε καὶ Εὐσεβίου, τῶν Φιλοσόφων, Ἰαννῆ καὶ Ἰαμβρῆ, τῶν μεγάλων μάγων, Διονύσου καὶ Συβίλλης, καὶ ὅση Ρητορικὴ ἐφευρέθη τῷ κόσμῳ, οὐ μὴν δέ, ἀλλὰ καὶ πᾶσαν λέξιν γλωσσῶν μεμαθηκυῖα, εἰς ἔκπληξιν ἔφερεν οὐ μόνον τοὺς ὁρῶντας αὐτήν, ἀλλὰ γε καὶ τοὺς ἀκούοντας περὶ τῆς φήμης καὶ σοφίας καὶ παιδείας αὐτῆς». Ἐθαύμαζαν ὅλοι αὐτὴν τὴν νεαρὴ γυναίκα ὄχι μόνον βλέποντας τὴν ὀμορφιά της ἀλλὰ ἀκούοντας καὶ τὰ σοφὰ λόγια της.
Ἐφοδιασμένη λοιπὸν μὲ τὰ ἐκπληκτικὰ αὐτὰ πλεονεκτήματα, κατὰ τὴν πρώτη της ἐμφάνιση ἐνώπιον τοῦ Μαξεντίου τὸν ἐλέγχει, γιατὶ ἀκολουθεῖ καὶ ἐπιβάλλει τὴν ἀνοησία καὶ τὴν αἰσχύνη τῆς εἰδωλολατρίας, φανερὰ τυφλὸς πρὸς τὴν Ἀλήθεια τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Τοῦ ἀναφέρει ὀνομαστικὰ ἀρχαίους σοφοὺς ποὺ ἔγραψαν γιὰ τὴν πλάνη καὶ ἀπάτη τῶν εἰδώλων, στοὺς ὁποίους ἔπρεπε νὰ πεισθῆ καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸν μὸνο ἀληθινὸ Θεό, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τὴν βασιλικὴ ἐξουσία ἀλλὰ καὶ τὴν ζωή, καὶ ὁ ὁποῖος, ἀνενδεὴς καὶ ἀθάνατος, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὑπέστη τὸν Σταυρὸ καὶ τὸν θάνατο γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ἔμεινε ἄναυδος ὁ αὐτοκράτωρ, τοῦ κόπηκε ἡ φωνή, μπροστὰ στὸ ἐκπληκτικὸ αὐτὸ πλάσμα καί, ὅταν στὴν συνάντησή τους στὰ ἀνάκτορα τὴν ρώτησε πῶς γνωρίζει ὅλους αὐτοὺς τοὺς σοφούς, ἐκείνη τοῦ εἶπε τὸ ὄνομα καὶ τὴν ἀρχοντικὴ καταγωγή της καὶ ὅτι ἐσπούδασε «πᾶσαν παιδείαν, ρητορικῆς καὶ φιλοσοφίας, γεωμετρίας τε καὶ τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν». Ὅλα ὅμως αὐτὰ τὰ θεώρησε μηδαμινὰ καὶ ἀκολούθησε τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος διὰ τοῦ προφήτου Ἠσαΐου εἶχε προαναγγείλει ὅτι θὰ ἀχρηστεύσει τὴν σοφία τῶν σοφῶν καὶ θὰ ἀθετήσει τὴν σύνεση τῶν συνετῶν: «Ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω»[8]. Κατάλαβε ὁ Μαξέντιος ὅτι δὲν μποροῦσε ὁ ἴδιος μὲ τὶς γνώσεις του νὰ ἀντιπαραταχθεῖ πρὸς τὴν πάνσοφη νεαρὴ γυναίκα, ἡ ὁποία ἐκπροσωποῦσε τὴν νέα θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ ντροπιάσει τοὺς δικούς του θεοὺς τῶν εἰδώλων, προφασίσθηκε ὅτι δὲν ταιριάζει σὲ ἕνα αὐτοκράτορα νὰ συνομιλεῖ μὲ γυναίκα, γι᾽ αὐτὸ καὶ θὰ καλέσει τοὺς καλύτερους πενήντα (50) σοφοὺς τῆς αὐτοκρατορίας (σὲ ἄλλες πηγὲς ἑκατὸν πενήντα σοφούς), γιὰ νὰ ἀποστομώσουν «τὸ σοφώτατον γύναιον» καὶ νὰ δοξασθεῖ ἔτσι ἡ πάτρια σοφία. Ἔγραφε στὴν πρόσκλησή του πρὸς τοὺς σοφοὺς ὁ αὐτοκράτωρ: «Ὅσοι τοῦ σοφωτάτου τῶν θεῶν Ἑρμοῦ τῆς προνοίας ἐτύχετε, τὰς αἰτίας τῆς γνώσεως ἐπικαλεσάμενοι μούσας, ἔλθετε μέχρις ἡμῶν, τὸ φανὲν ἡμῖν ἔκ τινος ὡς ἔοικε μηχανῆς σοφώτατον γύναιον θᾶττον ἐπιστομίσαντες, μὴ τοὺς μεγάλους διαχλευάζειν θεούς, μηδὲ μύθους τὰ περὶ αὐτῶν ἡγεῖσθαι, ὑπὸ πιθανῷ τῷ ψεύδει καλυπτομένους»[9].
Καὶ ὅταν ἔφθασαν οἱ κορυφαῖοι πενήντα σοφοὶ στὴν Ἀλεξάνδρεια τοὺς συνεβούλευσε ὁ αὐτοκράτωρ καὶ τοὺς εἶπε νὰ μὴν ὑποτιμήσουν τὴν Αἰκατερίνα, ὡς γυναίκα, ἀλλὰ νὰ προετοιμασθοῦν νὰ ἀντιμετωπίσουν γενναῖο καὶ ἀνδρειότατο ἀντίπαλο. Ἂν τὴν νικήσουν, δὲν θὰ τοὺς ὑπολογισθεῖ ὡς κατόρθωμα μεγάλο, ἂν ὅμως ἡττηθοῦν, θὰ ντροπιασθοῦν καὶ θὰ γίνουν καταγέλαστοι, διότι οἱ πολλοὶ νομίζουν ὅτι, ἐπειδὴ εἶναι γυναίκα, ἀσθενὴς ὡς πρὸς τὴν φύση, ἔχει καὶ ἀσθενικὸ καὶ ἀδύναμο λόγο καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲ μπορεῖ ποτὲ νὰ πράξει ἢ νὰ πεῖ κάτι γενναῖο καὶ ἀνδρικό. Ἐγώ, ὅμως τοὺς εἶπε, σᾶς μεταφέρω τὴν ἐμπειρία ποὺ εἶχα στὴν συζήτηση μαζί της, καὶ θὰ μποροῦσα νὰ πῶ ὅτι εἶναι ἰσάξια μὲ τὸν πρῶτο ἀνάμεσα στοὺς φιλοσόφους, τὸν Πλάτωνα, καὶ νὰ προετοιμασθῆτε ὡσὰν νὰ ἔχετε ἐκεῖνον ἀντίπαλο[10].
Χάρηκε καὶ ἐνθαρρύνθηκε ὁ αὐτοκράτωρ, ὅταν ὁ πρῶτος καὶ καλύτερος τῶν φιλοσόφων τοῦ εἶπε ὅτι ὅσο σοφὴ καὶ ἔξυπνη καὶ ἂν εἶναι ἡ Αἰκατερίνα, δὲν μπορεῖ νὰ τὰ βάλει μὲ τόσους ρήτορες, μὲ τὴν ἴδια τὴν ρητορικὴ τέχνη: «Τὶ γάρ ἐστι γυνὴ πρὸς τέχνην ρητορικήν;». Ἔτσι σκέπτονται καὶ ἐνεργοῦν ὅσοι ὑπερεκτιμοῦν τὴν ἀνθρώπινη γνώση καὶ σοφία, τὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης ὅλων τῶν ἐποχῶν, καὶ πολλὲς φορὲς ὑποτιμοῦν καὶ μειώνουν τὴν θεία σοφία, τοὺς φωτισμένους ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐπιστήμονες ἢ καὶ τοὺς ἁγίους ἀνθρώπους, ὅταν αὐτοὶ ἐπισημαίνουν ἀντίθεες καὶ ἀντιανθρώπινες ἐνέργειες τῶν ἐπιστημόνων, τῶν ὁποίων οἱ δυνατότητες εἶναι περιορισμένες καὶ ἐλάχιστες μπροστὰ στὶς ἀπεριόριστες δυνατότητες τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ. Στὴν δημόσια συζήτηση ποὺ διεξήχθη στὴν συνέχεια παρουσίᾳ τοῦ αὐτοκράτορος καὶ πλήθους κόσμου ἡ ἀνθρώπινη σοφία καὶ ἐπιστήμη τῶν φιλοσόφων καὶ ρητόρων ἀπὸ τὴ μία πλευρά, ἀλαζονικὴ καὶ ἐπηρμένη, αὐτοδύναμη καὶ αὐτάρκης, ὅπως νομίζει, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ σοφία καὶ ἡ ἐπιστήμη τῆς Αἰκατερίνης, σὲ συμμαχία ὅμως μὲ τὴν σοφία καὶ τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία, ὅταν προστίθεται στὴν ἀνθρώπινη σοφία, τὴν καθιστᾶ ἀσυναγώνιστη καὶ παντοδύναμη. Εἶναι ποτὲ δυνατὸν ἡ ἀνθρώπινη σοφία νὰ νικήσει τὴν θεία σοφία, ἀφοῦ ὅπως λέγει σχετικὰ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστὶ καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί;[11]». Αὐτὴν τὴν ἐνθάρρυνση ἔδωσε στὴν Αἰκατερίνα ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, πρὶν τὴν ὁδηγήσουν ἀπὸ τὴν φυλακὴ στὸν χῶρο ὅπου θὰ γινόταν ἡ ἀντιπαράθεση μὲ τοὺς φιλοσόφους. «Μὴ φοβᾶσαι, κόρη τοῦ Θεοῦ· στὴ δική σου σοφία θὰ προσθέσει ὁ Θεὸς καὶ θεϊκὴ σοφία, καὶ ὄχι μόνο θὰ πείσεις τοὺς φιλοσόφους, ἀλλὰ θὰ ὁδηγήσεις καὶ αὐτοὺς καὶ πολλοὺς ἄλλους στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τελικῶς θὰ στεφανωθεῖς μὲ τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου[12]».
Στὴν ἀντιπαράθεση της μὲ τὸν ἐπὶ κεφαλῆς τῶν φιλοσόφων, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νὰ τὴν κολακεύσει καὶ νὰ τὴν κερδίσει λέγοντας πὼς δὲν δικαιολογεῖται αὐτὴ ποὺ γεύθηκε τὴν σοφία καὶ τὴν γλυκύτητα τῶν ἀρχαίων ποιητῶν, οἱ ὁποῖοι τιμοῦν τοὺς θεούς, νὰ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μαζί τους, ἡ Αἰκατερίνα ἀπήντησε συνετὰ καὶ εἶπε τὰ ἑξῆς: Ἡ σοφία ποὺ ἔχω δὲν εἶναι δική μου, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι κυριολεκτικὰ ἡ σοφία καὶ ἡ ζωή· τὸ νὰ φοβεῖται κανεὶς τὸν Θεὸ καὶ νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολές του εἶναι ἡ ἀρχὴ τελειότερης καὶ μεγαλύτερης σοφίας, ἐνῶ ὅλα τῶν δικῶν σας θεῶν εἶναι καταγέλαστα καὶ γεμᾶτα ἀπὸ ἀπάτη[13]. Στὴν διαλογικὴ συζήτηση ποὺ ἀκολούθησε καὶ στὴν ἀνταλλαγὴ ἐπιχειρημάτων μὲ ἐπίκληση μαρτυριῶν ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους σοφοὺς νικήτρια βγῆκε ἡ Ἁγία. Ἀποστόμωσε τὸν καλύτερο ἀπὸ τοὺς ρήτορες παρουσιάζοντας τὶς σκοτεινὲς πλευρὲς τῆς εἰδωλολατρίας, μὲ συνέπεια νὰ στενοχωρηθεῖ ὁ βασιλεὺς καὶ νὰ προτρέψει τοὺς ὑπολοίπους σοφοὺς νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγῶνα. Αὐτοὶ ὅμως ἀρνήθηκαν, λέγοντας ὅτι δὲν ἔχομε νὰ ἀντιτάξουμε ἐπιχειρήματα σὲ ὅσα λέγει ἡ σοφὴ γυναίκα καὶ ἀφοῦ ἐνίκησε τὸν πρῶτο καὶ ἄριστο ἀπὸ ἐμᾶς, τὸ ἴδιο θὰ συμβεῖ μὲ ὅλους μας. Αὐτὸ εἶχε σὰν συνέπεια νὰ θυμώσει ὁ βασιλεὺς καὶ νὰ δώσει ἐντολὴ νὰ ἀνάψουν φωτιὰ στὸ κέντρο τῆς πόλεως καὶ νὰ κάψουν τοὺς πενήντα σοφούς, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν στὰ πόδια τῆς Αἰκατερίνης, ἐζήτησαν συγγνώμη γιὰ τὴν προηγούμενη ἄγνοιά τους καὶ συγχώρηση ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ τῆς Ἁγίας, καὶ ὑπέστησαν στὴν συνέχεια τὸν διὰ πυρὸς θάνατο, καταταγέντες στὸν χορὸ τῶν Μαρτύρων.
3. Ἀκατήχητος ἀλλὰ μὲ καλὴ προδιάθεση ὁ στρατηλάτης Πορφυρίων
Ἕνα ἀκόμη σημαντικὸ σημεῖο θὰ σχολιάσουμε ἀπὸ τὰ πολλὰ ἄλλα ποὺ μᾶς προσφέρει τὸ κείμενο τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ. Ἀπὸ αὐτὸ θὰ πληροφορηθοῦμε ὅτι ὑπάρχουν καλῆς διαθέσεως ἄνθρωποι, προικισμένοι ἀπὸ τὴν φύση μὲ καλὰ στοιχεῖα, καλοὶ καὶ ἀγαθοί, πρόθυμοι νὰ ἀκολουθήσουν καὶ νὰ πράξουν τὸ καλό, ὅταν τὸ διδαχθοῦν καὶ τὸ δοῦν νὰ ἐφαρμόζεται. Ἐπειδὴ ὅμως γεννιοῦνται καὶ ἐκπαιδεύονται ἐπαγγελματικὰ σὲ περιβάλλοντα ἀδιάφορα ἢ καὶ ἐχθρικὰ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους, παραμένουν κλειστοὶ καὶ ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ θεογνωσία καὶ ἁγιότητα. Μεταστρέφονται ὅμως ἀμέσως, ὅταν συναντήσουν τὴν Ἀλήθεια, ὅταν γνωρίσουν καὶ ἀκούσουν Ἁγίους ἀνθρώπους, ὅταν τοὺς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νὰ συγκρίνουν τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴν αἵρεση, τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν πλάνη. Αὐτὸ συνέβη μὲ τὸν στρατηλάτη Πορφυρίωνα στὴν γνωριμία του μὲ τὴν Ἁγία Αἰκατερίνα, καὶ αὐτὸ δείχνει τὴν μεγάλη εὐθύνη ποὺ ἔχουμε ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἰδιαίτερα οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἱερεῖς, ὅταν δὲν ἀποκαλύπτουμε τὴν πλάνη καὶ τὸ σκοτάδι τῶν θρησκειῶν καὶ τῶν αἱρέσεων, ὅταν ἀφήνουμε τὸν λαὸ ἀκατήχητο καὶ ἀπληροφόρητο νὰ χάνεται μέσα στὴν ἐξαπλούμενη διαρκῶς πλάνη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς Πανθρησκείας τοῦ Ἀντιχρίστου.
Παρακινημένη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μὲ καλὴ προδιάθεση ἡ σύζυγος τοῦ Μαξεντίου, ἡ αὐγούστα Φαύστα, ἐντυπωσιάσθηκε ἀπὸ ὅσα εἶδε καὶ ἄκουσε γιὰ τὴν θαυμαστὴ νεαρὴ γυναίκα, τὴν Αἰκατερίνα, καὶ θέλησε νὰ τὴν γνωρίσει προσωπικὰ στὴν φυλακή. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸ δὲν θὰ τὸ ἐπέτρεπε ποτὲ ὁ Μαξέντιος, συνεννοήθηκε κρυφὰ μὲ τὸν καλύτερο στρατιωτικὸ καὶ ἀπολύτως ἔμπιστο τοῦ αὐτοκράτορος, στρατηλάτη Πορφυρίωνα, γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἐπιθυμία της καὶ νὰ ἀπολαύσει τὴν Χάρη ποὺ ἐξέπεμπε ἡ Ἁγία. Καὶ ὄντως αὐτὸ πραγματοποιήθηκε κάποια νύκτα ποὺ ἔλειπε ὁ Μαξέντιος ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Παρὼν ὁ Πορφυρίων στὴν συζήτηση μεταξὺ τῆς Ἁγίας καὶ τῆς αὐγούστας ἐντυπωσιάσθηκε ἀπὸ ὅσα ἄκουσε γιὰ τὸ πρόσκαιρο καὶ ἀνάξιο τῶν κοσμικῶν τιμῶν καὶ ἀξιωμάτων καὶ γιὰ τὴν αἰώνια δόξα ποὺ περιμένει ὅσους ἀκολουθήσουν τὸν Χριστό, ἰδιαίτερα ἂν ὑποστοῦν βασανισμοὺς καὶ μαρτύρια. Ζήτησε ἀπὸ τὴν Ἁγία νὰ μάθει τὶ θὰ τοῦ δωρήσει ὁ Χριστός, ἂν πιστεύσει εἰς Ἐκεῖνον, γιατὶ ἤδη ἀποφάσισε νὰ γίνει στρατιώτης Του. Στὴν ἀπορία τῆς Αἰκατερίνης, πῶς μέχρι τώρα δὲν διάβασε ἢ δὲν ἄκουσε γιὰ τὸν Χριστό, ἀπάντησε ὅτι ἀπὸ παιδὶ ἀσχολεῖται μὲ τοὺς πολέμους καὶ οὐδέποτε φρόντισε νὰ μάθει γιὰ ἄλλα πράγματα. «Ἐκ παίδων ἀεὶ περὶ πολέμους ἠσχολημένος καὶ μηδέποτε μεταθεὶς τὴν φροντίδα πρὸς ἕτερον»[14].
Ἡ ἀπάντηση τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ περιμένουν ὅσους ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ συνετέλεσαν ὥστε καὶ ὁ Πορφυρίων καὶ οἱ διακόσιοι στρατιῶτες ποὺ τὸν συνόδευαν νὰ βαπτισθοῦν, καὶ νὰ γίνουν Χριστιανοί, μὲ συνέπεια ὅμως καὶ αὐτοὶ καὶ ἡ αὐγούστα Φαύστα νὰ ὑποστοῦν μαρτυρικὸ θάνατο, καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὴν δόξα τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ βασιλείας.
Πόση σχέση ἔχουμε οἱ σημερινοὶ Χριστιανοὶ μὲ αὐτὸ τὸ μαρτυρικὸ φρόνημα, ἰδιαίτερα οἱ τοῦ κλήρου, ποὺ κινδυνεύουμε νὰ ταυτισθοῦμε ἀπόλυτα μὲ τὸν κόσμο, μὲ τοὺς Διοκλητιανοὺς καὶ Μαξεντίους τῆς Νέας Ἐποχῆς, τῆς Μεγάλης Ἐπανεκκίνησης τοῦ Ἀντιχρίστου;
[1]. PG 116, 276-301.
[2]. Αὐτόθι 116, 276.
[3]. Περισσότερα γιὰ ὅλα αὐτὰ βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Ἐκκλησία καὶ Κορωνοϊός. Προσβολὴ τῶν Δογμάτων καὶ τῆς Ἱερότητας τῶν ναῶν, Θεσσαλονίκη 20212, Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον». Γιὰ τὴν εἰδωλοποίηση τῆς ὑγείας βλ. σελ. 50-60 καὶ τῆς ἐπιστήμης σελ. 154 ἑ.
[4]. PG 116, 277.
[5]. Αὐτόθι 116, 281.
[6]. Αὐτόθι 116, 296.
[7]. Αὐτόθι 116, 277.
[8]. Αὐτόθι 116, 280-281. Ἠσ. 39, 14. Α´ Κορ. 1, 19.
[9]. Αὐτόθι 116, 281.
[10]. Αὐτόθι 116, 284.
[11]. Α´ Κορ. 1, 25.
[12]. PG 116, 284.
[13]. PG 116, 285: «Τὴν μὲν σοφίαν ὡς τοῦ ἐμοῦ, φησί, δῶρον ἔχω Θεοῦ, ὅς ἐστιν ἡ σοφία καὶ ἡ ζωή, καὶ ὃν τὸ φοβεῖσθαι καὶ τὰς αὐτοῦ τηρεῖν ἐντολὰς ἀρχὴ σοφίας ἐστί τελεωτέρας καὶ μείζονος· τὰ δὲ τῶν ὑμετέρων θεῶν καταγέλαστα ὄντα, καὶ πολλῆς γέμοντα τῆς ἀπάτης, οὐκέτι οὐδὲ ἀξίου τινὸς ἔτυχε ψόγου».
[14]. PG 116, 296.