Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Η ΒΛΑΣΦΗΜΗ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΗ ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ ΤΟΥ κ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΥΜΕΩΝ



ΕΧΕΙ ΤΙΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ Ο κ. ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ
ΓΙΑ ΝΕΕΣ-ΠΡΩΤΟΤΥΠΕΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ;

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ
ΠΕΡΙ ΠΡΩΤΟΥ ΚΑΙ ΑΡΙΘΜΗΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠ. ΠΕΡΓΑΜΟΥ Κ.ΙΩ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ

Παρουσιάσαμε σὲ ἄλλη εὐκαιρία κάποιες ἀπὸ τὶς «θεολογικὲς» θέσεις τοῦ μητροπολίτη Περγάμου κ. Ἰω. Ζηζιούλα καὶ δείξαμε ὅτι ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ θεολογία τῶν Πατέρων, ἀπὸ ἔργα τῶν ὁποίων παραθέσαμε τὰ σημαντικότερα κείμενα, “τὸ κατὰ δύναμιν”, βέβαια, καὶ στηριζόμενοι ὄχι σὲ δικές μας θέσεις, ἀλλὰ μόνο στὰ κείμενα τῶν Ἁγίων.
Ὁ κ. Ζηζιούλας, μὲ τὴ «νέα» αἱρετικὴ  θεολογία ποὺ εἰσάγει (εἰδικὰ περὶ «Πρώτου» στὴν Ἁγία Τριάδα καί, κατ’ ἀναλογίαν, περὶ «Πρώτου» στὴν Ἐκκλησία) κατέστη φανερὸν ὅτι ἐναντιώνεται στοὺς Ἁγ. Πατέρες, καὶ τὸ χειρότερο μὲ τὶς θέσεις του αὐτὲς βλασφημεῖ εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἕνα τμῆμα ἀπὸ κείμενο τοῦ ἁγ. Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ποὺ τότε παραθέσαμε, κονιορτοποιοῦσαν κυριολεκτικὰ τὶς ἀθεολόγητες θέσεις τοῦ περιφερόμενου ἀπὸ fora ἀπὸ σὲ fora, μητροπολίτη χωρὶς ποίμνιο, κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα. Δεῖτε εἰς http://paterikiparadosi.blogspot.gr/2011_10_30_archive.html
Εἴχαμε μιὰ μικρὴ ἐλπίδα, ὅτι ὡς ὑπέρμαχος τῶν Διαλόγων ὁ κ. Ζηζιούλας θὰ διαλεγόταν και θὰ ἀπαντοῦσε σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς καταγγελίες περὶ τῶν αἱρετικῶν θέσεών του, κυρίως ὅμως, θὰ ἔδειχνε σεβασμὸ στὸν ἅγ. Συμεὼν καὶ βλέποντας μὲ τρόμο ὅτι ἐναντιώνεται στὴν θεολογία ἑνὸς Ἁγίου, θὰ ἀνασκεύαζε τὶς ἄστοχες θέσεις του περὶ Πρώτου καὶ περὶ ἀριθμήσεως στὴν Ἁγία Τριάδα, γιὰ νὰ μὴν τοῦ καταλογισθεῖ μιὰ ἐξόφθαλμη ἀσέβεια καὶ περιφρόνηση πρὸς τοὺς Ἁγίους.
Δυστυχῶς, ὁ κ. Ζηζιούλας, ὡσὰν νὰ εἶναι ἀνεξέλεγκτος καὶ ἐπιδεικνύοντας ἕναν ἀπίθανο ἀμοραλισμό, οὔτε ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα. Ἔδειξε περιφρόνηση καὶ πρὸς τοὺς 300 πιστοὺς ποὺ μὲ ἐμπεριστατωμένο κείμενο δεκάδων σελίδων κατήγγειλαν τὶς αἱρετικὲς θέσεις του πρὸς τὴν Ἱ. Σύνοδο («Ὀρθόδ. Τύπος», 13.4.12) καὶ πρὸς τοὺς Ἁγίους. Καὶ αὐτὴ ἡ στάση τῆς παντελοῦς ἀπαξιώσεως τῶν Ἁγίων, δείχνει κατὰ τὸν ἅγιον Συμεών, τὴν ὑψηλόφρονα γνώμην, τὴν ἔλλειψη ταπεινώσεως, χωρὶς τὴν ὁποία ἡ «θεολογία» του δὲν προέρχεται ἐκ τοῦ Πνεύματος, ἀλλ’ εἶναι «ἐπίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης».
Ἐπὶ τοῦ θέματος. Ἡ διδασκομένη ἀπὸ τὸν κ. Ζηζιούλα «Νέα» αἵρεση περὶ «Πρώτου» στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ κατ’ ἀναλογίαν περὶ «Πρώτου» στὴν Ἐκκλησία, (ποὺ στοχεύει στὴν ἀνάδειξη τοῦ Πάπα ὡς Πρώτου τῶν Πρώτων) εἶναι συνοπτικὰ ἡ ἑξῆς:

«Ὁ πρῶτος λοιπὸν αὐτομάτως γεννᾷ τὴν Ἱεραρχία... Στὴν Ἁγία Τριάδα ἔχουμε μία διαβάθμιση, δὲν ἔχουμε αὐτόματη συνύπαρξη, ἀλλὰ ἔχουμε ὕπαρξη ἡ ὁποία μεταφέρεται ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν ἄλλον. Ἐὰν βάλουμε τὰ πρόσωπα νὰ ἐμφανίζονται ἔτσι ταυτόχρονα, τότε καταργοῦμε τὴν ἔννοια τῆς αἰτιότητος...
»Ὁ πρῶτος ἔχει τὴν τιμὴ καὶ προηγεῖται μόνο γιατὶ ἐλεύθερα τὸν ἀποδέχονται οἱ μετ’ αὐτόν. Τὸ πρότυπο τῆς εὐχαριστιακῆς ἱεραρχίας εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα, στὴν ὁποία σαφῶς καὶ ὑπάρχει ἱεραρχία (βλ. «ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστι»), ἀλλὰ ἡ προσωπικὴ ἱεράρχηση (ποτὲ π.χ. δὲν μποροῦμε νὰ βάλουμε πρῶτο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἢ τρίτον τὸν Υἱό), δὲν συνεπάγεται μείωση τῆς οὐσίας, δηλαδὴ ὀντολογικὴ ἱεράρχηση: τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἴσα καὶ ταυτίζονται κατὰ τὴν οὐσία. Ἡ ἱεράρχηση στὸ προσωπικὸ ἐπίπεδο (ὁ Πατὴρ αἴτιος, ὁ Υἱὸς αἰτιατόν, τὸ Πνεῦμα αἰτιατὸν διὰ τοῦ αἰτιατοῦ) δεν αἴρει τὴ βασικὴ καὶ κατ’ οὐσίαν ἰσότητα τῶν Τριαδικῶν προσώπων». [σ.σ.: Ἐδῶ ἀκριβῶς συναντᾶμαι τὴν θεολογία τοῦ filioque καί, ἑπομένως, ὅλη ἡ εὐχαριστιακή θεολογία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἐφαρμογὴ τῆς προσωπικῆς ἱεράρχισης, εἶναι ἐφαρμογὴ τῆς αἱρέσεως τοῦ filioque. Διότι στὴν πατερικὴ διδασκαλία αἴτιο εἶναι καὶ τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγ. Τριάδος. Κύριος αἴτιος τῆς υἱοθεσίας μας (στὴν ἐνσάρκωση) εἶναι ὁ Κύριος, αἴτιος τῆς ἀληθείας (Πεντηκοστή) εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα]. Καὶ συνεχίζει ὁ κ. Ζηζιούλας: «Τὸ ἴδιο καὶ μέσα στὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα, καὶ κατ’ ἐπέκταση στὴν Ἐκκλησία, ὅλοι εἶναι ἐξ ἴσου μέλη τοῦ σώματος καὶ ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη ἀλλήλων, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλοι τὸ ἴδιο. Ἡ ἔννοια τῆς κεφαλῆς ταυτίζεται ἀπὸ τὸν ἀπ. Παῦλο καὶ εἰσάγεται καὶ στὸ εὐχαριστιακὸ καὶ κανονικὸ λεξιλόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ἀκριβῶς γιατὶ οἱ ρίζες της βρίσκονται στὴν ἴδια τὴν Ἁγία Τριάδα, τῆς ὁποίας εἰκόνα εἶναι ἡ Ἐκκλησία» (Ζηζιούλα Ἰω., «Εὐχαριστία καὶ Κόσμος», Ὁμιλία στὴν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, 2008).
Αὐτὲς οἱ θέσεις ποὺ παρουσιάζει ὁ κ. Ζηζιούλας, δὲν συναντῶνται σὲ κανένα Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Κι ἐδῶ χρειάζεται μεγάλη προσοχή: δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα ἁπλὸ λάθος του· γιὰ διδασκαλία, δηλαδή, ἀληθειῶν τῆς Ἐκκλησίας ποὺ κάποιος δὲν κατανόησε σωστὰ καὶ τὶς διδάσκει πλημμελῶς, ἀλλὰ πρόκειται περὶ καινοτομίας, περὶ κακόδοξης «θεολογικῆς» παραγωγῆς τοῦ κ. Ζηζιούλα.
Καὶ τὸ δυστύχημα εἶναι, πὼς ἐνῶ αὐτὴ ἡ κακοδοξία ἔχει καταγγελθεῖ, ὑπάρχουν «ὀρθόδοξοι» πού, παρότι τὴν γνωρίζουν, «βραβεύουν» τὸν εἰσηγητή της καὶ τὸν καθίζουν ἐν θρόνῳ μέσα στὸν ἱ. Ναό, καὶ ἄρα ἔμμεσα ἀποδέχονται τὶς κακοδοξίες του.
Καὶ ποιοί ἀποδέχονται ἐπισήμως τὶς κακοδοξίες του; Εἶναι ὁ προστάτης τοῦ κ. Ζηζιούλας Πατρ. Βαρθολομαῖος, ὁ Ἀρχιεπ. Ἱερώνυμος, καὶ πολλοὶ μητροπολίτες (Δημητριάδος, Βελεστίνου, Τρίκκης, Θεσσαλιώτιδος, Ἐλασσῶνος, Μεσσηνίας, Ρεντίνης κ.ἄ., ποὺ παρέστησαν στὴν βράβευσή του, τὴν βράβευση ἑνὸς αἱρετικοῦ!
Ἐκτὸς τῶν παραπάνω κληρικῶν, τὸν βραβεύουν καὶ θεωροῦν ὡς «δάσκαλό» τους πολλοὶ ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι, παρασύροντας χιλιάδες πιστοὺς στὴν ἀποδοχὴ τῆς διδασκαλίας του, ποὺ ἀγνοοῦν ἢ δὲν ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ ἐξετάσουν τὸ περιεχόμενό της. Τὸν ἐπαινοῦν οἱ κοσμήτορες θεολογικῶν σχολῶν, ὅπως ὁ Μ. Μπέγζος (Θεολ. Ἀθηνῶν) ποὺ εἶπε: «...Ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ τοῦ 20ου καὶ τοῦ 21ου αἰ. εἶναι ὁ ...Περγάμου»! Καὶ ὁ Μ. Τρίτος (Θεολ. Θεσ/νίκης) ποὺ εἶπε πὼς ὁ κ. Ζηζιούλας εἶναι ἕνας «ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους συγχρόνους ὀρθοδόξους θεολόγους»! Ὁ δὲ φιλοσοφῶν θεολόγος καθηγητὴς Χρ. Γιανναρᾶς τολμᾶ νὰ θεωρεῖ τὸν αἱρετικὸ κ. Ζηζιούλα «ὡς τὸν σημαντικότερο ὀρθόδοξο θεολόγο ...μετὰ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ»!
Ἐμεῖς δὲν θὰ πάψουμε νὰ ὑπενθυμίζουμε στὸν κ. Ζηζιούλα, ὅτι α) πρέπει νὰ ἀποδείξει ὅτι ἡ «θεολογία» του ἔχει ἰσχυρὰ καὶ ἀναντίρρητα ἐρείσματα στὴν Πατερικὴ Παράδοση καὶ οἱ θέσεις ποὺ εἰσηγεῖται ἀποτελοῦν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ β) νὰ τοῦ ὑπενθυμήσουμε ποιές εἶναι –κατὰ τοὺς Πατέρες– οἱ προϋποθέσεις ποὺ πρέπει νὰ πληροῦν, ὅσοι «θεολογοῦν». Ἀλήθεια, πληροῦνται στὸ πρόσωπό του, ὄχι τὰ ἀκαδημαϊκά, ἢ φιλοσοφικὰ ἢ οἰκουμενιστικὰ α, ἀλλὰ τὰ εὐαγγελικά-πατερικὰ πρότυπα τοῦ θεολογεῖν; Πρέπει νὰ μᾶς πείσει ὅτι ἔχει τὶς προϋποθέσεις ποὺ θέτουν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.
Πρὸς τοῦτο παραθέτουμε ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν «Πρῶτο Θεολογικὸ Λόγο» τοῦ ἁγίου Συμεὼν πρὸς σύγκριση μὲ τὶς θέσεις τοῦ κ. Ζηζιούλα περὶ Πρώτου καὶ περὶ ἀριθμήσεως στὴν Ἁγία Τριάδα. Ὁ Θεολογικὸς αὐτὸς Λόγος ἔχει τὸν χαρακτηριστικότατο τίτλο  «Καὶ κατὰ τῶν τιθεμένων τὸ πρῶτον ἐπὶ τοῦ Πατρός» (Ἐναντίον αὐτῶν ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι Πρῶτος στὴν Ἁγία Τριάδα εἶναι ὁ Πατήρ).
Καθὼς διαβάζει κανεὶς τὸν τίτλο, εὔλογα ἀναρωτιέται: Ἄραγε, οὐδέποτε ἀνέγνωσε, ἔστω καὶ τὸν τίτλο αὐτοῦ τοῦ θεολογικοῦ λόγου ὁ κ. Ζηζιούλας, ὁ ἐναβρινόμενος νὰ τιτλοφορεῖται ὡς ὁ μεγαλύτερος θεολόγος τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος; Γιατί λοιπόν, ἐπαναφέρει στίς ἡμέρες μας ὁ κ. Ζηζιούλας αὐτὴν τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία ποὺ τότε ἀνήρεσε ὁ ἅγιος Συμεών;
[Τὰ πρόσφατα γεγονότα μᾶς ἀναγκάζουν νὰ συμπληρώσουμε δύο ἀκόμα ἐρωτήματα, μετὰ τοὺς προχθεσινοὺς ὕμνους ποὺ συνέθεσε ὁ Πατριάρχης γιὰ τὸν Ζηζιούλα:
Ἄραγε, ὁ κ. Βαρθολομαῖος, οὐδέποτε ἔχει πιάσει στὰ χέρια του τὰ ἔργα τοῦ ἁγ. Συμεών; Ἂν ναί, πῶς τόλμησε προχθὲς νὰ ἐπαινέσει στὴν Κοζάνη τὸν ἀποδοκιμαζόμενον ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν Ζηζιούλα, λέγων ὅτι «ὁ Μητροπολίτης Περγάμου ἀποτελεῖ τὸν στιβαρὸν θεολογικὸν βραχίονα(!) τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας»!!!
Καὶ ἐπὶ πλέον: Ἄραγε, ὁ λόγιος μητροπολίτης Ναυπάκτου, γιατί ἀρνεῖται νὰ ἐπισημάνει, νὰ καταδείξει καὶ νὰ ἀναιρέσει τὴν ἐπὶ πολλὰ ἔτη κηρυττόμενη αἵρεση τοῦ κ. Ζηζιούλα (ὅπως ἔκαναν ὅλοι οἱ Ἅγιοι ὅταν ἐμφανιζόταν μιὰ νέα αἵρεση); Τί νὰ σκεφτοῦμε γιὰ τὴν στάση του αὐτή; Γιατί ἐνεργεῖ ἀντίθετα ἀπὸ ὅσα μᾶς δίδαξαν οἱ Πατέρες γιὰ τοὺς αἱρετικούς; Γιατὶ παρευρέθηκε στὴν ὑποδοχὴ τοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου στὴν Κοζάνη (προστάτη τοῦ κ. Ζηζιούλα καὶ ἡγέτη τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ), καὶ νὰ συμπροσευχήθηκε ἢ καὶ νὰ συλλειτούργησε μετὰ τοῦ κ. Ζηζιούλα, τοῦ μεγάλου αἱρετικοῦ τοῦ 20ου αἰῶνα;].


ποσπάσματα ἀπὸ τὸν «Πρῶτο Θεολογικὸ Λόγο»
τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου
(Ἡ μετάφραση)

Τὸ νὰ λέγει κάποιος περὶ Θεοῦ, καὶ νὰ ἐρευνᾶ τὰ κατ’ αὐτόν, καὶ νὰ ζητᾶ νὰ φανερώνει τὰ ἀφανέρωτα, καὶ νὰ δείχνει ὡς καταληπτὰ τὰ ἀκατάληπτα εἰς ὅλους, τοῦτο εἶναι ἴδιον ἀνθρώπου τολμηροῦ καὶ αὐθάδους.
Καὶ τοῦτο παθαίνουν, ὄχι μόνον ὅσοι τολμοῦν νὰ λέγουν κάτι περὶ Θεοῦ ἀφ’ ἑαυτοῦ τους· ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἐξετάζουν μὲ περιέργειαν, καὶ ἀποστηθίζουν ἐκεῖνα ποὺ εἶπαν καὶ ἔγραψαν κατὰ τῶν αἱρετικῶν οἱ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ σκοπὸν ὄχι νὰ λάβουν κάποια πνευματικὴ ὠφέλειαν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπαινοῦνται ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀκούουν σὲ συμπόσια καὶ συνέδρια, καὶ νὰ ὀνομάζονται θεολόγοι.
Καὶ ποιά εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἀποτολμοῦν ἐναντίον τῶν θείων; Λέγουν, ὅτι κατὰ τοῦτο μόνον εἶναι μεγαλύτερος ὁ Πατὴρ ἀπὸ τὸν Υἱόν, καθὸ εἶναι αἴτιος τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ. Κι ἂν κανεὶς τοὺς προβάλλει τὴν ἔνσταση: Μὲ ποιά λογικὴ χαρακτηρίζεις μεγαλύτερο τὸν Πατέρα ἀπὸ τὸν Υἱόν; Ἀποκρίνονται, ὅτι ὁ Πατὴρ εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Υἱόν, δηλ. πρῶτος τοῦ Υἱοῦ, διότι ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννᾶται ὁ Υἱός. Αὐτὰ εἶναι τὰ συμπεράσματα τῆς καινούργιας τους μωρολογίας καὶ ἀσυνέτου θεολογίας τους. Καὶ τὰ λέγουν αὐτὰ ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουν τὴν αἰτίαν διὰ τὴν ὁποίαν εἶπαν αὐτὰ οἱ θεολόγοι εἰς τοὺς αἱρετικούς. Διότι, μὲ τὸ νὰ μὴ ἔχουν τὴν ἱκανότητα νὰ ἐννοήσουν τὸ βάθος καὶ τὸν σκοπὸν τῶν γεγραμμένων, ματαιολογοῦν, καὶ ἐκεῖνα ποὺ λέγουν τὰ ἔχουν ὡς βέβαια καὶ ἀληθινά, καὶ διαβεβαιώνουν καὶ τοὺς ἄλλους ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα.
Πρὸς αὐτοὺς θὰ ποῦμε τὰ ἑξῆς: Ποῖος ἐδίδαξεν, ἢ ποῖος ἐπεννόησεν μέτρα καὶ βαθμούς εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα; Δηλ. πρῶτον καὶ δεύτερον; Μεγαλύτερον καὶ μικρότερον; Ποῖος παρουσίασε (ἀναλυτικά), αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀθέατα καὶ ἄγνωστα καὶ τελείως ἀνερμήνευτα καὶ ἀκατανόητα; Διότι ἐκεῖνα ποὺ εἶναι πάντοτε ἑνωμένα, καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ὄντα, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι πρῶτα ἀναμεταξύ τους τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου...
(Διότι μὲ τὸ νὰ τοποθετεῖς πρῶτον τὸν Πατέρα ἀπὸ τὸν Υἱόν)  δημιουργεῖς τὴν ὑποψίαν ὅτι δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱὸς πρὶν γεννηθεῖ· καὶ ὅτι ἐγεννήθη ὁ Υἱὸς ἤθελε δὲν ἤθελε καὶ ὅτι ὁ Πατὴρ τὸν ἐγέννησε ἤθελε δὲν ἤθελε· καὶ ὅτι ἐγνώριζε ἢ δὲν ἐγνώριζε ὅτι ἐγεννήθη ὁ Υἱός, καὶ πῶς ἐγεννήθη; Βλέπεις σὲ πόσα ἄτοπα πράγματα, γιὰ νὰ μὴν πῶ βλάσφημα, περιπίπτουμε προσπαθώντας νὰ ἐξετάσουμε τέτοια ζητήματα (περὶ πρώτου, δευτέρου καὶ τρίτου στὴν Ἁγ. Τριάδα).
Γιατὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι πάντα ἑνωμένα, καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ὄντα δὲν δύνανται νὰ εἶναι ἀναμεταξύ τους αἴτια τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου. Λοιπὸν μὴν ἐννοήσεις ὅτι κάποτε προϋπῆρξε ὁ Πατὴρ τοῦ Υἱοῦ, καὶ οὔτε πρῶτον οὔτε μεγαλύτερον νὰ ὀνομάσεις τὸν Πατέρα τοῦ Υἱοῦ.  Διότι ἐκεῖνο ποὺ προϋπῆρξε μπορεῖ νὰ ὀνομασθεῖ πρῶτον ἐκείνου ποὺ αὐτὸ ἐγέννησε, ἢ ποὺ ἐξ αὐτοῦ προῆλθε, ἢ δημιούργησε· ὅμως, ὁ Πατὴρ οὔτε προϋπῆρξε τοῦ Υἱοῦ, οὔτε ἔγινε κάποτε ἢ ἔγινε πρῶτος ἀπὸ τὸν Υἱό, ὁ ὁποῖος εἶναι συναΐδιος καὶ συνάναρχος μὲ τὸν Πατέρα, καὶ ὅλος ὁ Πατὴρ εἶναι ἐν ὅλῳ τῷ ὁμοτίμῳ αὐτοῦ Υἱῷ, ὅπως καὶ ὁ Υἱὸς εἶναι ἐν ὅλῳ τῷ ὁμοουσίῳ αὐτοῦ Πατρί· πῶς λοιπόν, εἶναι δυνατὸν νὰ ὀνομασθῇ πρῶτος ὁ Πατὴρ τοῦ συναϊδίου αὐτοῦ Υἱοῦ;
Λέμε, βέβαια, ὅτι ὁ Πατὴρ εἶναι αἴτιος τοῦ Υἱοῦ, ἀλλ’ ἐπὶ τῆς σωματικῆς γεννήσεως. Ἀλλὰ εἰς τὴν θείαν καὶ ἀνύπαρκτον ὕπαρξη, καὶ ἀγέννητη γέννηση, καὶ ἀνυπόστατη ὑπόσταση, καὶ ὑπερούσιο οὐσίωση, ἢ τί ἄλλο νὰ πῶ δὲν γνωρίζω, ἐκεῖνος ποὺ θὰ πεῖ πρῶτον, ἀναγκαστικὰ θὰ πρέπει νὰ ὀνομάσει καὶ δεύτερον καὶ τρίτον, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εἶναι τελείως ἄτοπον νὰ λέγεται γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα. Λοιπόν, τὸ νὰ μετρᾶ κάποιος τὰ ἀμέτρητα καὶ νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὰ ἄρρητα ...εἶναι σφαλερὸν καὶ ἐπικίνδυνον.
Λοιπόν, εἰς τὴν ἀνεκλάλητον καὶ θείαν γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, λέγομεν τὸν Πατέρα αἴτιον τοῦ Υἱοῦ, καθὼς λέγομεν τὸν νοῦ αἴτιον τοῦ λόγου, καὶ τὴν πηγὴ αἴτιον τοῦ ποταμοῦ, καὶ τὴν ρίζαν τῶν κλάδων· ἀλλὰ πρῶτον δὲν λέγομεν καθόλου, γιὰ νὰ μὴν πλεονάσομεν τὸν ἀριθμὸ τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, διαιροῦντες τὴν ἀδιαίρετον καὶ μίαν Θεότητα εἰς τρεῖς Θεούς. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν οὔτε νὰ ἐννοήσει, οὔτε νὰ ὀνομάσει κάποιος πρῶτον καὶ δεύτερον καὶ τρίτον, ἢ μεγαλύτερον καὶ μικρότερον εἰς τὴν ἀδιαίρετον καὶ ἀσύγχυτον Τριάδα. Διότι εἶναι ὅλως διόλου ἀνεκλάλητα, καὶ ἄφθεγκτα, καὶ ἀκατανόητα τὰ τῆς θείας καὶ ὑπερουσίου φύσεως καὶ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦν ἀκατάληπτα.
Λέγει ὁ Κύριος, “Πνεῦμα ὁ Θεὸς” (δηλ. ὁ Πατήρ). Καὶ πάλιν (ὁ ἀπ. Παῦλος), “Πνεῦμα ὁ Κύριος”, δηλ. ὁ Υἱός. Λοιπόν, ἂν εἶναι Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι ὁ Κύριος, ποῦ εἶναι ἐδῶ ἡ Πατρότης καὶ ἡ Υἱότης, γιὰ νὰ ὀνομάζεις ἐσύ, μάταιε θεολόγε, πρῶτον καὶ μεγαλύτερον εἰς τὴν θείαν καὶ ἀκατάληπτον φύσιν, τὸ ὁποῖον σὺ ἀποδίδεις εἰς αὐτὴν τὴν θείαν φύσιν καὶ τὴν ἀριθμεῖς;
Καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης θεολογῶν εἶπεν, “ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος” καὶ ὄχι ὁ Πατήρ. Ἐσὺ δέ, ὡσὰν νὰ ἐδιδάχθης ἀπὸ τὴν αὐτοσοφίαν, τὸν Ἰησοῦν, ἀκόμα βαθύτερα μυστήρια καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην, ἀποκαλύπτεις σὲ μᾶς καὶ σὲ ὅλο τὸν κόσμο τὸ πρωτεῖον τοῦ Πατρός, μὲ σκοπὸν νὰ ἀποδείξεις τὸν Υἱὸν δεύτερον τοῦ Πατρὸς καὶ στὴ συνέχεια τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τρίτον· καὶ ἔτσι νὰ μᾶς διδάξεις ὡς ἕνας ἄλλος (νέος) θεολόγος, βαθύτερος τοῦ Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη καὶ ποιό οἰκεῖος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, καινούργιο Εὐαγγέλιο; Ὤ τῆς βλασφημίας σου! Ἐσὺ ποὺ δογματίζεις σὲ μᾶς ὑπούλως καὶ δολερῶς τὴν τριθεΐαν, πές μου, γιατί ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης δὲν εἶπε ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Πατήρ, ἀλλὰ εἶπε ”ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος”;
Καὶ ἀλλοῦ λέγει: ”Ἐγώ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμεν”, καὶ ἔβαλε τὸν ἑαυτό του ὁ Υἱός, πρῶτον τοῦ Πατρός. Διατί τὸ ἔκανε αὐτό; Διὰ νὰ δείξῃ τὸ ἰσότιμον, καὶ ὁμόδοξον τοῦ ἑαυτοῦ του μὲ τὸν Πατέρα· καὶ ὅτι οὔτε ὁ Πατὴρ εἶναι πρῶτος, ἂν καὶ εἶναι αἴτιος τοῦ Υἱοῦ· οὔτε ὁ Υἱὸς δεύτερος, ἂν καὶ ἐγεννήθη ἀπὸ τὸν Πατέρα· οὔτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τρίτον, ἂν καὶ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Διότι, ἐπειδὴ ἐξ ἀρχῆς εἶναι ἓν ἡ Ἁγία Τριάς, καὶ αὐτὸ τὸ ἓν ὀνομάζεται Τριάς κατὰ τὰς ὑποστάσεις, ἄρα τὸ ἕν, οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι πρῶτον ἑαυτοῦ, οὔτε τῶν σὺν αὐτῷ ὑποστάσεων. Διότι δὲν προϋπῆρξε τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου, ὥστε νὰ γίνει ἐκεῖνο ποὺ ὑπῆρξε πρωτύτερα,  πρῶτο ἀπὸ ἐκεῖνο ἐκ τοῦ ὁποίου προῆλθε. Μία Θεότης εἶναι ἡ μία Ἁγία Τριάς, καὶ τοῦτο διὰ τὰ πρόσωπα, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, καὶ διὰ τὰς ὑποστάσεις ὀνομάζεται.
Εἰπέ μου λοιπόν, ἀδελφέ μου, ἐσὺ ποὺ δὲν συστέλλεσαι νὰ ἐρευνᾶς· πιστεύεις ὅτι ὑπάρχει Θεὸς τρισυπόστατος, ἄναρχος, ἄκτιστος, ἀκατάληπτος, ἀνεξιχνίαστος; (Ἂν πιστεύεις) γιατί δὲν σιωπᾶς καὶ γιατί καὶ σὺ δὲν προσκυνᾶς μὲ φόβον τὸν δημιουργόν...; ἀλλὰ περιεργάζεσαι μὲ τόλμην καὶ αὐθάδη ψυχὴν τὴν ἀκατάληπτον φύσιν τοῦ Θεοῦ; Δὲν τρομάζεις ἄνθρωπε, νὰ μὴ κατέβη κανένα ἀστροπελέκι ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ σὲ κατακαύσει;...
Διότι πές μου, τί ἄλλο εἶναι ἀκαθαρτότερον ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἐπεχειρεῖ νὰ διδάσκει μὲ ὑπερηφάνειαν καὶ οἴηση τὰ τοῦ Πνεύματος, χωρὶς τὸ Πνεῦμα; Καὶ τί ἄλλο εἶναι μιαρώτερον ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει μετανοήσει... ἀλλὰ θέλει νὰ θεολογεῖ μὲ μόνη τὴν ψευδώνυμον γνῶσιν, καὶ τὴν ἔξω σοφίαν, καὶ νὰ διαλέγεται μὲ τόλμη καὶ αὐθάδεια περὶ τῶν ἀεὶ ὡσαύτως ὄντων;
Καὶ (ὁ ὁποῖος) δὲν θέλησεν νὰ ἀναβῇ εἰς τὸ ὕψος τῆς πνευματικῆς γνώσεως μὲ ταπείνωση καὶ χριστομίμητη πολιτεία, ἀλλὰ ἐμάζωξε μὲ μεγάλη ὑπερηφάνεια, ὡσὰν πλίνθους, λόγους τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, ἄλλους λόγους ἀπὸ ἄλλο μέρος, καὶ ἄλλους ἀπὸ τὸ ἄλλο, καὶ τοὺς ἀποστήθισε μὲ τὴν συχνὴ καὶ παντοτινὴ μελέτη, καὶ τοὺς ἔκτισε μὲ φιλοδοξία, καὶ ἀνθρωπαρέσκεια, καὶ οἴηση, καὶ ἐνόμισε πὼς ἀπέκτησε πύργον θεολογίας...
Ὅμως, πές μου, ἐσὺ ὅποιος κι ἂν εἶσαι, ποὺ δὲν θέλεις νὰ διδάσκεσαι περὶ Θεοῦ καὶ τῶν θείων πραγμάτων, ἀλλὰ ἐπιχειρεῖς νὰ διδάσκεις· διαβεβαίωσέ με, ἂν ἔχεις ἀνεβῆ πρῶτον ἀπὸ τὸν ᾅδην (δηλ. ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν)... Καὶ ὅταν ἀνέβεις, ὢν βρωμερὸς καὶ ἀναβρύων φθορᾶς..., πές μου, μὲ τί τρόπο ἐλευθερώθηκες ἀπὸ τὴν φθορά, καὶ μὲ ποιά πτερὰ πέταξες καὶ ἀνέβηκες στοὺς οὐρανούς; Φανέρωσέ μας αὐτὰ καὶ δίδαξέ μας γι’ αὐτά, καὶ τότε θὰ δεχθοῦμε νὰ μᾶς ὁμιλήσεις περὶ Θεοῦ ἐν μέτρῳ καὶ μὲ φόβο καὶ τρόμο. Διαφορετικά, χωρὶς αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, θὰ σὲ ἀποστραφοῦμεν, ὡς μανιασμένο, καὶ ἔκφρονα, καὶ δαιμονισμένον.
(Ἀλλὰ καὶ μὲ διάφορες ἐνέργειές του ὁ Κύριος μᾶς ἐδίδαξε) νὰ μὴν ἀπατώμεθα καὶ ἡμεῖς μὲ λόγια μοναχά, καὶ νὰ πιστεύωμεν κάθε ἄνθρωπον ποὺ λέγει τὸν ἑαυτόν του πνευματικό, ἀλλὰ νὰ βεβαιωνόμαστε πρωτύτερα ἀπὸ τὴ ζωή του, καὶ ἀπὸ τὰ ἔργα του· καὶ μάλιστα ἂν οἱ λόγοι του καὶ τὰ ἔργα του συμφωνοῦν μὲ τὶς διδασκαλίες τῶν Ἁγίων Πατέρων· ...διαφορετικά, ἀκόμα κι ἂν νεκροὺς ἀνασταίνει, κι ἂν μύρια ἄλλα θαύματα ἐπιτελεῖ» (νὰ μὴ τὸν δεχώμεθα), ἀλλὰ νὰ τὸν ἀποστρεφόμεθα καὶ νὰ τὸν μισοῦμε ὡσὰν δαίμονα· καὶ μάλιστα (νὰ τὸν μισοῦμε), ὁπόταν βλέπομεν, πὼς δὲν καταδέχεται νὰ τὸν νουθετεῖ κανένας διὰ νὰ ἀλλάξει τὸ φρόνημά του, ἀλλὰ μένει ἀκόμη στὴν πεπλανημένη γνώση του, καὶ νομίζει πὼς ἔχει τὸ πολίτευμά του καὶ τὴν διαγωγήν του εἰς οὐρανούς.
Τὸ ἀποσπάσματα τοῦ κειμένου, τοῦ ὁποίου παραπάνω παραθέσαμε τὴν μετάφραση, εὑρίσκονται στὴν διεύθυνση:

 Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν ἐπικαλούμαστε καὶ ἕνα τμῆμα ἀπὸ μιὰ πρόσφατη ὁμιλία τοῦ καθηγητὴ Τσελεγγίδη περὶ τῶν  μεταπατερικῶν θεολόγων, γιατὶ ἰσχύουν ὅσα εἶπε κατ’ ἐξοχὴν γιὰ τὸν κ. Ζηζιούλα. Εἶπε ὁ Τσελεγγίδης:: «μὲ τὶς παράτολμες ἢ μᾶλλον μὲ τὶς θρασύτατες καὶ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν, ἴσως, διατυπώσεις τους (οἱ μεταπατερικοὶ θεολόγοι), ἐμφανίζονται πρακτικῶς νὰ ἀγνοοῦν πλήρως..., τί εἶναι καθ’ ἑαυτὴν ἡ ἁγιοπνευματικὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, ...τὴν θεμελιώδη προϋπόθεση τοῦ ὀρθοδόξως καὶ ἀπλανῶς θεολογεῖν. Ἀκόμα εἰδικότερα, ἐμφανίζονται στὰ κείμενά τους, νὰ ἀγνοοῦν ὅτι ὀρθόδοξη καὶ ἀπλανῆ θεολογία παράγουν πρωτογενῶς, μόνο ὅσοι καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία τῶν παθῶν τους, καὶ ... θεώθηκαν ἀπὸ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες ἐλλάμψεις τῆς θεοποιοῦ Χάριτος...».
Ἀντίθετα «τὰ ἐπιστημονικὰ ἀκαδημαϊκὰ κριτήρια εἶναι κτιστά. Γι’ αὐτό, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἀσφαλέστατο κριτήριο τῆς ἀκτίστου ἁγιότητας, ἡ μόνη διασφάλιση γιὰ ἀπλανῆ ὀρθόδοξη ἐπιστημονικὴ θεολογία, μπορεῖ νὰ ἀναζητηθεῖ καὶ ἀπὸ τοὺς στερουμένους τὴν ἁγιότητα ἐπιστήμονες θεολόγους, στὸ ταπεινὸ φρόνημα ποὺ ἐνέχει καὶ ἐκφράζει ἡ διαχρονικῶς ἐφαρμοζομένη ἐκκλησιαστικὴ μέθοδος, ἡ ὁποία σημαίνεται στὴν γνωστὴ ἁγιοπατερικὴ διατύπωση: “ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσιν”».
Ὁ θεολογικὸς στοχασμός, στὸν ὁποῖον ἀρέσκονται νὰ ἀναφέρονται οἱ μεταπατερικοὶ θεολόγοι (σ.σ. καὶ ὁ κ. Ζηζιούλας) καὶ ἡ συνεπαγόμενη θεολογικὴ πιθανολογία, δὲν προσιδιάζουν στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ θεολογία, ἀλλὰ στὴν ἑτερόδοξη καὶ αἱρετική».

Μετὰ ἀπὸ αὐτά, εἶναι φανερό, ὅτι δὲν μπορεῖ πλέον νὰ κρύβεται ὁ κ. Ζηζιούλας πίσω ἀπὸ ὑψηλοὺς προστάτες καὶ τὶς ἀκαδημαϊκές του περγαμηνές, οἱ ὁποῖες εἶναι ἕνα τίποτα, ἐφ’ ὅσον κάποιος ἔχει ἀστοχήσει περὶ τὴν πίστιν. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ἀποδείξει ἢ ὅτι ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος σφάλλει, ἢ (ἐφ’ ὅσον τοῦτο δὲν μπορεῖ «ἀκόμα» νὰ κάνει) νὰ παραδεχθεῖ ὅτι ὁ ἴδιος ἀπατήθηκε ἀπὸ τὸν ἀνθρωποκτόνο δαίμονα καὶ ἀλλοίωσε τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἁγίων, ὅπερ ὁλοψύχως καὶ εὐχόμεθα.
Ἂν παρ’ ἐλπίδα δὲν θελήσει νὰ ἐπανορθώσει, εἶναι καιρὸς πλέον ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἁρμοδιότητα γιὰ τὴν διατήρηση ἀκεραίας τῆς Πίστεως (κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ὁ καθένας στὸν τομέα του) νὰ παύσουν νὰ καλύπτουν τὶς καταλυτικὲς τῆς ὀρθόδοξης πίστης κακόδοξες θεωρίες του, νὰ παύσουν νὰ ἐκτοξεύουν ἄσφαιρα πυρὰ πρὸς ἐντυπωσιασμὸ τῶν ἀφελῶν καὶ νὰ πράξουν τὸ καθῆκον τους.
Σημάτης Παναγιώτης