Κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων ποὺ προηγήθηκε εἴδαμε, ἀγαπητοί μου, τὸν Χριστό, ὅπως λέει ὡραῖα ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἕνα νήπιο ποὺ κλαυθμυρίζει στὴν ἀγκάλη τῆς ἁγίας Μητέρας του. Καὶ σήμερα, Θεοφάνεια, βλέπουμε τὸν Κύριο ὄχι πλέον νήπιο ἢ παιδί, ἀλλὰ τέλειον ἄνδρα, σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν, νὰ βαπτίζεται στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ.
Σήμερα ἡ ἁγία Τριὰς ἀποκαλύπτεται στὸν κόσμο. Σήμερα τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ἁγιάζονται. Σήμερα τὸ περιστέρι ὡς ἀγγελιαφόρος τοῦ οὐρανοῦ ἀναγγέλλει στὸν κόσμο, ὅτι σταμάτησε ὁ κατακλυσμὸς τῆς ἁμαρτίας. Σήμερα ὁ Ἰωάννης τρέμει, ἐνῷ ἡ πλάσι ἀγάλλεται. Σήμερα χαίρει καὶ ἡ ἔρημος. Ἔτσι λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὀκτακόσια χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό. «Τάδε λέγει Κύριος», ἀκοῦμε στὸν ἁγιασμό· «Εὐφράνθητι, ἔρημος διψῶσα, ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθήτω ὡς κρίνον» (Ἠσ. 35,1). Νὰ χαρῇ, λέει, ἡ ἔρημος· νὰ χαρῇ, γιατὶ σὲ λίγο θὰ γίνῃ περιβόλι, θὰ γίνῃ χλοερὸ λιβάδι καὶ στὸ χορτάρι της θὰ βόσκουν ἀρνιά· νὰ χαρῇ ἡ ἔρημος, γιατὶ θ᾽ ἀναβλύσῃ πηγαῖα νερά.
Ἀλλὰ ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ ἔρημος γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ἡ προφητεία;
* * *
Ὅπως γνωρίζετε, ἀγαπητοί μου, ἔρημος εἶνε μία ἔκτασι γῆς στὴν ὁποία δὲν φυτρώνουν δέντρα, δὲν ἀνθοῦν λουλούδια, δὲν ὑπάρχει νερό. Ἡ ἔρημος εἶνε μία ξηραΰλα. Ἡ ἔρημος καλύπτεται ἀπὸ ἄμμο. Καὶ εἶνε τόσο ζεστὸ τὸ ἔδαφός της, ὥστε γυμνὰ πόδια δὲν μποροῦν νὰ πατήσουν· καὶ ἀβγὸ ἀκόμα νὰ βάλῃς μέσα στὴν ἄμμο τῆς Σαχάρας, θὰ ψηθῇ. Κι ὅταν φυσάῃ ἄνεμος, τότε οὐαὶ κι ἀλλοίμονο. Τίποτα δὲν εἶνε ἡ χιονοθύελλα μπροστὰ στὴν ἀμμοθύελλα, ποὺ σηκώνει βουνὰ ὁλόκληρα ὄχι ἀπὸ χιόνι ἀλλ᾽ ἀπὸ ἄμμο· καταπλακώνουν καὶ θάβουν καραβάνια, ἂν τολμήσουν νὰ διασχίσουν τὴν ἔρημο τὴν περίοδο ποὺ φυσάει ὁ σιμούν, ὁ θερμὸς ἄνεμος ποὺ πνέει στὴν Ἀφρικὴ καὶ στὴν Ἀσία.
Ἕνας περιηγητὴς καβάλλα στὴν καμήλα, μὲ ὁδηγὸ ἕνα φελλάχο, προχώρησε βαθειὰ μέσα στὴν ἔρημο, κ᾽ ἐκεῖ κατὰ τὸ ἀπόγευμα ἄκουσε μιὰ βοή, κάτι σὰν κλάμα, σὰν νὰ κλαῖνε παιδιὰ – νὰ κλαῖνε ἄνθρωποι, καὶ ρώτησε ἔντρομος τὸν ὁδηγό του· –Τί συμβαίνει; ἄνθρωποι κλαῖνε; γιατί; Κι ὁ φελλάχος ἀπήντησε· –Ἀφέντη, ἡ ἔρημος κλαίει. –Μὰ γιατί κλαίει ἡ ἔρημος; –Κλαίει, γιατὶ δὲν ἔχει λουλούδια, δὲν ἔχει δέντρα, δὲν ἔχει ἀρνάκια νὰ βοσκᾶνε· κλαίει, γιατὶ δὲν ἔχει οὔτε νερό· γι᾿ αὐτὸ κλαίει… Ὁ ἀέρας δημιουργοῦσε μιὰ βοή, ποὺ ἀκουγόταν σὰν κλάμα παιδιοῦ.
Ἐκτὸς ὅμως, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὴν ἔρημο αὐτή, τὴν φυσική, ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη ἔρημος, ἔρημος ψυχική· ὄχι ἔξω, ἀλλὰ μέσα μας. Ἡ ἔρημος αὐτὴ ποιά εἶνε; Ὤ ἂν μᾶς φώτιζε ὁ Θεὸς νὰ τὸ καταλάβουμε· ἐμεῖς εἴμαστε ἔρημος, καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν ὅσοι ζοῦμε σὲ τοῦτο τὸν αἰῶνα! Μὰ ἐμεῖς, θὰ πῆτε, δὲν εἴμαστε στὴ Σαχάρα, δὲν κατοικοῦμε σὲ καμμιὰ βουνοκορφή, οὔτε πάνω στὰ βράχια, οὔτε στὰ Κατουνάκια τοῦ Ἁγίου Ὄρους ποὺ μένουν ἐρημῖτες· εἴμαστε ἐδῶ, μέσα στὴν κοινωνία· κατοικοῦμε σὲ πολυκατοικίες, συναναστρεφόμαστε κάθε μέρα μὲ ἀνθρώπους, ἔχουμε οἰκογένεια, γυναῖκα καὶ παιδιά. Πῶς λοιπὸν εἴμαστε ἔρημος;
Ἂς ζοῦμε καὶ σὲ μεγαλουπόλεις, εἴμαστε ἔρημος. Καὶ στὸ Λονδῖνο νὰ εἶσαι, καὶ στὸ Τόκιο, καὶ στὴ Νέα Ὑόρκη, ὅπου σμήνη ἀνθρώπων συνωστίζονται, ἔρημος εἶσαι. Ὅταν ὁ κόσμος ποὺ εἶνε γύρω σου δὲν σὲ νιώθῃ, ἔρημος εἶσαι. Μοῦ ἔλεγε ἕνας μετανάστης τί ἔνιωσε ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ βρέθηκε μόνος του στὸ Λονδῖνο· πήγαινε δεξιὰ – ἀριστερὰ μέσα σὲ ἄγνωστο κόσμο καὶ ἔνιωθε ἐρημιά. Νοστάλγησε τὸ μικρό του χωριὸ στὶς Κυκλάδες. Καὶ ξαφνικὰ κάπου ἀκούει ἑλληνικά. Ἔτρεξε, πλησίασε· ἐπὶ τέλους βρῆκε ἕναν Ἕλληνα νὰ συννενοηθῇ. Ὁλόκληρο τὸ Λονδῖνο ἦταν γι᾿ αὐτὸν μία ἔρημος.
Καὶ μόνο στὶς μεγαλουπόλεις; Ἔρημος εἶσαι καὶ στὸν τόπο σου· ὅταν ὁ γείτονάς σου δὲν λέῃ καλημέρα, ὅταν τὸ ἀφεντικό σου δὲν σὲ καταλαβαίνῃ, ὅταν ὁ συνάδελφός σου, αὐτοὶ μὲ τοὺς ὀποίους συνεργάζεσαι δὲν σὲ πονοῦν, ὅταν ἐσὺ κλαῖς κι αὐτοὶ γελᾶνε, ὅταν ἐσὺ ἔχῃς φέρετρο κι αὐτοὶ διασκεδάζουν;
Ἔρημος εἶσαι ὅμως μερικὲς φορὲς –ἀλλοίμονο– καὶ μέσ᾽ στὸ σπίτι σου. Ὅταν ἡ γυναίκα σου ἢ ὁ ἄντρας σου δὲν σὲ ἀγαπᾷ ἢ καὶ σὲ ἀπατᾷ, ὅταν ὁ γυιός σου δὲν σὲ ὑπακούῃ, ὅταν ἡ κόρη σου δὲν σὲ ὑπολογίζῃ, πῶς νιώθεις;
Αὐτὸ αἰσθάνθηκε ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφός μας, ὁ Διογένης. Γι᾽ αὐτὸ μέρα-μεσημέρι πῆρε ἕνα φανάρι, γύριζε τοὺς δρόμους τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἔλεγε· Ἄνθρωπον ζητῶ. Δὲν εἶχε ἄνθρωπο νὰ συνεννοηθῇ, αἰσθανόταν τὸν ἑαυτό του ἔρημο. Αὐτὸ ζοῦσε καὶ ὁ βασιλιᾶς Δαυΐδ, ποὺ ἔψαλλε καὶ ἔλεγε «ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου …ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ» (Ψαλμ. 62,2).
Ἐρημιὰ ὁ κόσμος καὶ μάλιστα πρὸ Χριστοῦ. Διψοῦσε γιὰ ἀλήθεια καὶ κυριαρχοῦσε τὸ ψέμα· μόλις τόλμησε ὁ Σωκράτης νὰ πῇ μερικὰ ψήγματα ἀληθείας καὶ τὸν πότισαν τὸ κώνειο. Διψοῦσε ὁ ἀρχαῖος κόσμος γιὰ δικαιοσύνη, καὶ ἀντὶ δικαιοσύνης οἱ σιδηρὲς λεγεῶνες τῆς Ῥώμης συνέτριβαν τοὺς ἀδυνάτους. Διψοῦσε ἡ ἀνθρωπότητα γιὰ ἀγάπη, καὶ συναντοῦσε ἕνα ἀβυσσαλέο μῖσος. Εἶνε ἱστορικὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πρὸ Χριστοῦ κόσμος ἦταν στερημένος ἀπὸ τὰ εὐγενέστερα αἰσθήματα· γηροκομεῖα καὶ πτωχοκομεῖα δὲν ὑπῆρχαν, ἔρριχναν μικρὰ παιδιὰ στὸν Καιάδα καὶ γέροντες σὲ μιὰ νησῖδα στὸν Τίβερι ποταμό.
Σκληρότης καὶ ἀπανθρωπία ἐπικρατοῦσε. Ἀλλ᾽ ὅταν ἦρθε ὁ Χριστός –δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια– ἡ κατάστασι ἄλλαξε. Ἡ ἔρημος ἔγινε πλέον κῆπος ἀειθαλής. Ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ, ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου, φύτρωσε τὸ ὡραιότερο λουλούδι, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας. Γι᾿ αὐτὸ ὁ προφήτης Ἠσαΐας σὲ γλῶσσα ὑψηλὴ λέει· «Εὐφράνθητι, ἔρημος διψῶσα, ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθήτω ὡς κρίνον». Εἶνε ποτὲ δυνατὸν στὴν ἔρημο νὰ ἀνθίσουν κρίνα; Καὶ ὅμως· ὅπου κηρύσσεται ὁ Χριστός, καὶ στὴν πιὸ ἄξεστη κοινωνία, μέσα στοὺς ἀγρίους τῆς Ἀφρικῆς, φυτρώνουν τὰ ἄνθη, τὰ ἀμάραντα ἄνθη τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος, τῆς ἀγάπης.
* * *
Καὶ σήμερα ὅμως ἡ ἀνθρωπότης, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἔρημος. Ἔρημος; Ἔρημος πρὸ Χριστοῦ τὸ καταλαβαίνω, ἀλλὰ ἔρημος μετὰ Χριστὸν δὲν τὸ καταλαβαίνω. Αὐτὸ μοιάζει σὰν νὰ πεθαίνῃ κανεὶς ἀπὸ ἔλλειψι νεροῦ δίπλα σ᾽ ἕνα ποτάμι, δίπλα στὸ Δούναβι.
Ὅσοι ἀπὸ μᾶς εἴχαμε γονεῖς ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴν ἐκστρατεία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, θὰ ἔχουν ἀκούσει ἀφηγήσεις γιὰ τὴν πορεία τους μέσα ἀπὸ τὴν Ἁλμυρὰ ἔρημο· οἱ γενναῖοι μαχηταί μας βάδιζαν διψασμένοι κάτω ἀπὸ τὸν καυστικὸ ἥλιο τοῦ Ἰουλίου, κι ὅταν ἔφτασαν στὸν Σαγγάριο ποταμό, ἔπεσαν στὰ νερά του κ᾽ ἔπιναν ἀκόρεστα γιὰ νὰ σβήσουν τὴ δίψα τους. Ἔρημο διαβαίνουμε κ᾽ ἐμεῖς. Ἐγκαταλελειμμένη πάλι ἡ πατρίδα μας ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἔθνη. Ζῇ ἀκόμη μόνο ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Ἔρημος εἶνε καὶ ἡ ψυχή μας. Τί κι ἂν εἶσαι νέος; τί κι ἂν εἶσαι ἐπιστήμονας; τί κι ἂν ἔχῃς ὑλικὰ ἀγαθά; τί κι ἂν κατοικῇς σὲ οὐρανοξύστες; Οἱ καρδιὲς ἀπέχουν, ὀρθώνονται τείχη, ζῇς τὴν ἀποξένωσι, σιμοὺν πνέει στὴν ψυχή, ἐρημιὰ παντοῦ γύρω.
Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ μὴ ἀπελπιστοῦμε, ἂς ἔχουμε θάρρος, ἀπὸ τὸ θάρρος ποὺ δίνει ὁ προφητικὸς λόγος «Ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθήτω ὡς κρίνον». Θαρσεῖτο ἡ ψυχή! δὲν χάθηκε τὸ πᾶν. Θαρσεῖτο καὶ ἡ πατρίδα, ἀνθήτω καὶ ἡ Ἑλλάς!, ἂς ἀνθίσουν πάλι κρίνα ἐλπίδων.
Ἐπιστήμονες λένε, ὅτι καὶ ἡ Σαχάρα ἀκόμη μπορεῖ νὰ γίνῃ κῆπος καὶ νὰ θρέψῃ κόσμο. Πῶς; Ἂν ἀνοίξουν μεγάλες διώρυγες καὶ πέσουν μέσα στὴν ἔρημο ποτάμια, ὁ τόπος θὰ ζωογονηθῇ. Ἐὰν τὰ ἰλλιγιώδη ποσά, ποὺ ξώδεψε ἡ ἀνόητη ἀνθρωπότης σὲ δύο παγκοσμίους πολέμους, τὰ διέθετε ἐκεῖ, ἡ ἔρημος θὰ ἦταν πλέον ἁπλῶς μία ἀνάμνησις, καὶ ἐκεῖ ποὺ εἶνε τώρα ἡ Σαχάρα θὰ ἁπλωνόταν μιὰ ἀπέραντη πεδιάδα. Πολλὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν στὸ μέλλον, δὲν γνωρίζω ἂν θὰ γίνῃ καὶ αὐτό. Ἕνα γνωρίζω, ὅτι ἡ ψυχική μας ἔρημος μπορεῖ νὰ μεταβληθῇ σὲ κῆπο.
Ὅσοι αἰσθανόμαστε μέσα μας τὴν ἔρημο, ὅσοι ἀπὸ διάφορα γεγονότα εἴμαστε πικραμένοι κι ἀναστενάζουμε, μὴ λυγίσουμε. Ἀρκεῖ νὰ πιστέψουμε στὸ Χριστὸ καὶ ν᾽ ἀνοίξουμε διώρυγα ποὺ θὰ φέρῃ τὰ Ἰορδάνεια ῥεῖθρα ἕως τὰ ἔγκατα τῆς ψυχῆς. Τότε ὁ καθένας μας θὰ νιώσῃ τὸ ῥῆμα αὐτό· «Εὐφράνθητι, ἔρημος διψῶσα, ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθήτω ὡς κρίνον».
Εἴθε ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ βαπτίσῃ τὸν Κύριό μας, νὰ μεταβάλῃ τὴν ἔρημο σὲ κῆπο του· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος