Στὴν πατρίδα µου ὑπάρχει ἕνας τόπος ποὺ ὀνοµάζεται Σελλάδια ἀπὸ τὴν µορφολογία τοῦ ἐδάφους· µοιάζει καταπληκτικὰ µὲ τὴν σέλλα τοῦ ἀλόγου. Σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο τὰ µικρὰ κτηµατάκια ποὺ ὑπῆρχαν καλλιεργοῦντο ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν προέρχονταν ἀπὸ ψηλὰ τζάκια, ἀλλὰ ἦταν ταπεινοὶ χειρώνακτες τοῦ µεροκάµατου. Στὶς παρυφὲς τῆς ὑψηλῆς αὐτῆς πλαγιᾶς ὑπάρχει ἕνας αἰωνόβιος κέδρος µὲ φοβερὲς ἀναµνήσεις ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς ἀνθρώπους, γνωστὸς µὲ τὸ ὄνοµα «τοῦ σφουγγαρᾶ ὁ κέδρος». Ἡ γιαγιὰ τῆς µάµµης µου, ποὺ ἔζησε τὰ χρόνια τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης, µοῦ διηγήθηκε ἀκούσµατα φρικτὰ καὶ φοβερὰ ἀπὸ τοὺς προγόνους της. Τὸ αἰωνόβιο αὐτὸ δένδρο εἶδε κρεµάλες ἀπὸ ληστοπεράτες, γιὰ νὰ πάρουν τὰ ὑποστατικὰ καὶ τὰ ὑπάρχοντα τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων.
– Ποτέ, παιδί µου, µεσηµέρι ἢ ἀργὰ τὸ βράδυ µὴ περνᾶς ἀπὸ τοῦ σφουγγαρᾶ τὸν κέδρο. Οἱ πρόγονοί µας εἶδαν καὶ ἄκουσαν πολλά. Ἡ σκιά του εἶναι µοναδικὴ σ᾽ αὐτὴν τὴν περιοχὴ τοῦ κάµπου, ἀλλὰ ποτὲ µὴ τὴν ἐµπιστευθῆς. Ὁ προπάππος σου µοῦ διηγήθηκε:
– Διερχόµενος ἕνα αὐγουστιάτικο µεσηµέρι, ζήλεψα τὸν ἴσκιο του καὶ εἶπα νὰ γείρω λίγο νὰ ξαποστάσω, ὅπως κάθε ὁδοιπόρος τὶς ζεστὲς µέρες τοῦ καλοκαιριοῦ, ἀπὸ τὸν κόπο τῆς πορείας. Ἕνας βαθὺς πόνος καὶ ἀναστεναγµὸς ξαφνιασµένο µὲ σήκωσε καὶ µιὰ φωνὴ µοῦ εἶπε «Μὴ ξαποσταίνης ἐπάνω στὸ αἷµα τῶν ἀδελφῶν σου. Δὲν ἀκοῦς ποὺ βοᾶ πρὸς τὸν Θεὸ µὲ ἀλάλητους στεναγµούς; Ἀπόβαλε κάθε ἴχνος ἀναισθησίας καὶ σήκω ἐπάνω».
Ἐµεῖς παιδιά, ὁσάκις περνούσαµε ἀπὸ κεῖ καὶ τὸν ἴσκιο του ἀκροθιγῶς ἀπολαµβάναµε, ἐπιταχύναµε τὸ βῆµα καὶ σταυροσηµει- ούµασταν, νὰ µὴ µᾶς βρῆ κακιὰ ὥρα. Ὁ δὲ νοικοκύρης τοῦ χωραφιοῦ οὐδέποτε καλλιεργοῦσε τὸν τόπο ἐκεῖνον. Ἄφηνε χέρσο τὸ χωράφι, γιὰ νὰ µὴν ἐνοχλήση αὐτοὺς ποὺ ἔφαγε ἡ κακουργία τῶν ἀνθρώπων. Ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι τέτοιοι τόποι στὸ νησί, ἀλλὰ αὐτὸς ἦταν ὁ τροµερότερος.
Ἀναλογίζοµαι τὶ διαφέρει ὁ τόπος ἐκεῖνος ἀπὸ τὰ χρόνια ποὺ
διερχόµαστε. Τότε, κάπου καὶ ποῦ τόποι ποὺ ἦταν σταθµοὶ τῶν δαιµόνων. Τώρα, ἡ γῆ γέµισε ἀπὸ κέδρους τοῦ σφουγγαρᾶ, ποὺ φύτεψε καὶ εὔθαλε τὸ γένος τῶν Συριζαίων. Ποῦ νὰ ξαποστάσουµε; Ποῦ νὰ βροῦµε πηγὴ νὰ ξεδιψάσουµε; Ἐρηµώθηκε ἡ χώρα ἀπὸ τόπους ἀναπαύσεως.
Περπατᾶς καὶ κοιτάζεις δῶθε-κεῖθε µήπως τὰ φαντάσµατα τοῦ ΣΥΡΙΖΑ ὄχι ἁπλῶς σὲ σκιάξουν, ἀλλὰ ἐν ριπῇ ὀφθαλµοῦ σὲ ἐξαφανίσουν. Χριστιανοὶ καὶ µὴ χριστιανοὶ διαβαίνοντας σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσµο, σκιάζονται καὶ τὸν ἴσκιο τους ἀκόµα.
Στὸ τάδε σπίτι λήστεψαν. Τὸν γείτονα ποὺ ἀπονήρευτα ἄνοιξε τὴν πόρτα τὸν σκότωσαν. Τὴν γιαγιὰ στραγγάλισαν, γιὰ νὰ συλήσουν τὸν πενιχρὸ πορτοµανέ της. Σκότωσαν µπροστὰ στὴν ἐκκλησιὰ γιὰ τὸ φραγκοδίφραγκο ποὺ εἶχε ὁ παπποῦς νὰ ἀνάψη τὸ κερί.
Αὐτὸ τὸ αἷµα ποὺ βοᾶ, ὁ κρατῶν, καὶ ὄχι περικρατῶν τὰ σύµπαντα, δὲν τὸ ἀκούει; Καὶ ἔγινε τάχατες σπλαγχνικός, σὰν τὸν Φραγκίσκο τῆς Ἀσίζης, καὶ ἐλευθερώνει τοὺς βαρυποινίτες καὶ ἐγκληµατίες; Αὐτὰ ὄχι ἀπὸ παλιὰ ἀκούσµατα, ἀλλὰ ἀπὸ φρέσκα γεγονότα, πιὸ φρέσκα καὶ ἀπὸ τὰ ἀποπατήµατα. Νύχτα-µέρα περπατᾶς καὶ δὲν ξέρεις ποῦ νὰ πατήσης, γιὰ νὰ µὴ πατήσης τὴν µπατιλιὰ τοῦ κακούργου καὶ φονιᾶ. Ἐξωµολογήθηκε;
Μετανόησε αὐτὸς ὁ ληστής; Ξεπλένεις τὸ πρόσωπό του στὴν χύση τῶν δακρύων του;
Δὲν τοὺς ἀποξηράναµε τοὺς κέδρους τοῦ σφουγγαρᾶ, ἀλλὰ καὶ δὲν τοὺς ποτίσαµε, δὲν τοὺς καλλιεργήσαµε. Τοὺς ἀφήσαµε στὶς µνῆµες ὄχι γιὰ ἀγαλλίαση, ἀλλὰ γιὰ θρήνους καὶ γιὰ κλαυθµούς. Ἂν δὲν µπορῆς νὰ τοὺς ξερριζώσης, τοὐλάχιστον µὴ φυτεύης καινούργιους. Ποιός θὰ συναντήση αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν θὰ πῆ «Κακὸ ποὺ πάθαµε»; Ποιός θὰ τὸν δῆ καὶ θὰ πῆ «Εἶδα τὸν ἄνθρωπό µου· εἶδα τὸν Θεό µου»; Φρεσκάραµε τὸν διάβολο καὶ τὸν βγάλαµε στὸν δρόµο.
Ἀντὶ νὰ ἔχουµε συµπορευτὲς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, ἔχουµε δαιµόνους καὶ ἀντιχρίστους. Πῶς νὰ µὴν εἶναι τροµαγµένη ἡ πορεία µας; Πῶς νὰ µὴν εἶναι ὁ δρόµος µας γεµᾶτος σκιάχτρα καὶ φόβητρα; Ποῦ νὰ βροῦµε τὴν
χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη;
Κάποτε περπατούσαµε σὲ δρόµο τῶν Ἀθηνῶν µὲ τὸν µακαριστὸ ἐπίσκοπο Λαρίσης Θεολόγο, τὸν ὅσιο καὶ ἅγιο. Ἐγὼ στὴν συντροφιά του περπατοῦσα ξέγνοιαστος, ἔνιωθα ἄγγελο Κυρίου νὰ µὲ συνοδεύη. Ἀλλὰ ξάφνου µιὰ ἀγριεµένη µορφὴ ἔσκιαξε τὸν ἐπίσκοπο, σταυροκοπήθηκε καὶ εἶπε «Σίγουρα αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔχει λεγεῶνα»! Ἀγρίεψα µέσα µου, σὰν νὰ περπατοῦσα σὲ ἐρηµιὲς καὶ σκοτεινιές.
Πατέρα µου Θεολόγε, ἂν περπατοῦσες σήµερα, τί θὰ ἔλεγες; Ἡ Σωκράτους καὶ οἱ γύρω ἀπὸ αὐτὴν δρόµοι ἦταν ἐµπορικοί. Περπατούσαµε µικρὰ παιδιὰ ἀµέριµνα, γιατὶ οἱ ἐµπόροι µας ἦταν ἁπλοῖ ἄνθρωποι, ποὺ ἀγωνίζονταν γιὰ τὸν ἐπιούσιο ἄρτο καὶ ὄχι γιὰ νὰ ρηµάξουν καὶ νὰ ἁρπάξουν. Πηγαίνετε καὶ σήµερα νὰ τοὺς περπατήσετε. Φίδια ποὺ µᾶς ζώνουνε… Παρακαλεῖς, παρακαλεῖς, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ σῴζων. Μαῦρες µορφὲς κυκλοφοροῦν, ἔφυγαν τὰ θηρία ἀπὸ τὶς ἐρήµους καὶ ἤρθανε στὴν πόλη. Ὁ παπποῦς ποὺ πωλοῦσε γιὰ νὰ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι τὸ βρισκούµενο τῆς ἡµέρας, ἐκτελέστηκε, ἀφανίστηκε. Μακάρι νὰ εἶχα τὴν δυνατότητα νὰ τοῦ στήσω ἀνδριάντες στὶς γωνιὲς τῶν δρόµων γιὰ παρηγοριά.
Τώρα ὅµως στὶς µεγάλες πλατεῖες ἔστησαν ἀνδριάντες στοὺς ληστοπεράτες πολιτικούς. Στὴν Θεσσαλονίκη σὲ κεντρικὴ πλατεῖα ἔστησαν τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο. Μιὰ πονεµένη µάννα ἅπλωνε τὰ χέρια της στὴν γῆ και παίρνοντας χῶµα τὸν µούτζωνε ὁσάκις περνοῦσε ἀπὸ κεῖ.
– Γιατί, µάννα, κάνεις αὐτὴν τὴν χειρονοµία;
– Αὐτός, παιδί µου, καὶ ἡ συρµαγιὰ τοῦ διαβόλου ἀπὸ νοικοκυραίους µᾶς ἔβγαλε στὸν δρόµο ξυπόλυτους καὶ πεινασµένους, γυµνοὺς καὶ ξεβράκωτους.
Καὶ ἐγὼ εἶπα µέσα µου ὅτι πράγµατι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ εἶναι σὰν τὸν κέδρο τοῦ σφουγγαρᾶ καὶ πολὺ πιὸ φοβερὸς ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ εἶχα στὸν τόπο µου.
Πιὸ κάτω καὶ ἄλλος φρικτὸς κέδρος, ὁ Ἀνδρέας Παπανδρέου. Οἱ σπορεῖς τοῦ τρόµου καὶ τοῦ φόβου φυτώρια σήµερα, στολίδια σήµερα στὶς πρασιὲς τῶν πόλεων.
Μὴ παραλείψετε καὶ τὸν ΣΥΡΙΖΑ νὰ τὸν φυτέψετε σὲ κεντρικὴ πλατεῖα γιὰ παρηγοριὰ καὶ παράκληση τῶν Νεοελλήνων.
Φούρια γιὰ τέτοια ἔπιασε τοὺς Συριζαίους. Ἀποφυλακίστε κι ἄλλους ἐγκληµατίες καὶ φυλακίστε αὐτοὺς ποὺ ἀντιδροῦνε στὸ σύστηµα τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς ἀκολασίας.
Καὶ µὴ ξεχάσετε καὶ ἐκκλησιὰ νὰ κάνετε καὶ κέδρους νὰ φυτέψετε ἀπ᾽ ἔξω, γιὰ νὰ παντρεύετε αὐτοὺς ποὺ διαστρέφουν τὴν δηµιουργία, αὐτοὺς ποὺ ξεµπαρκάρουν στὰ λιµάνια τῆς ἀκολασίας. Μόνο µὴ σᾶς διαφεύγει πὼς ὁ κέδρος δὲν ἀναπτύσσεται στὴν ἁλµύρα. Θὰ ἔρθη καιρὸς ποὺ θὰ κλάψετε, ἀλλὰ δὲν θὰ ἔχετε τὸν βοηθοῦντα καὶ θὰ ψάχνετε ἀπὸ τὰ ἄγρια καὶ ἀγκαθωτὰ φύλλα τοῦ κέδρου
νὰ σφουγγίσετε τὰ δάκρυά σας, γιατὶ ἡ φασκοµηλιὰ καὶ τὸ θυµάρι καὶ τὰ
µύρτια θὰ ἔχουν ξεραθῆ…
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης
– Ποτέ, παιδί µου, µεσηµέρι ἢ ἀργὰ τὸ βράδυ µὴ περνᾶς ἀπὸ τοῦ σφουγγαρᾶ τὸν κέδρο. Οἱ πρόγονοί µας εἶδαν καὶ ἄκουσαν πολλά. Ἡ σκιά του εἶναι µοναδικὴ σ᾽ αὐτὴν τὴν περιοχὴ τοῦ κάµπου, ἀλλὰ ποτὲ µὴ τὴν ἐµπιστευθῆς. Ὁ προπάππος σου µοῦ διηγήθηκε:
– Διερχόµενος ἕνα αὐγουστιάτικο µεσηµέρι, ζήλεψα τὸν ἴσκιο του καὶ εἶπα νὰ γείρω λίγο νὰ ξαποστάσω, ὅπως κάθε ὁδοιπόρος τὶς ζεστὲς µέρες τοῦ καλοκαιριοῦ, ἀπὸ τὸν κόπο τῆς πορείας. Ἕνας βαθὺς πόνος καὶ ἀναστεναγµὸς ξαφνιασµένο µὲ σήκωσε καὶ µιὰ φωνὴ µοῦ εἶπε «Μὴ ξαποσταίνης ἐπάνω στὸ αἷµα τῶν ἀδελφῶν σου. Δὲν ἀκοῦς ποὺ βοᾶ πρὸς τὸν Θεὸ µὲ ἀλάλητους στεναγµούς; Ἀπόβαλε κάθε ἴχνος ἀναισθησίας καὶ σήκω ἐπάνω».
Ἐµεῖς παιδιά, ὁσάκις περνούσαµε ἀπὸ κεῖ καὶ τὸν ἴσκιο του ἀκροθιγῶς ἀπολαµβάναµε, ἐπιταχύναµε τὸ βῆµα καὶ σταυροσηµει- ούµασταν, νὰ µὴ µᾶς βρῆ κακιὰ ὥρα. Ὁ δὲ νοικοκύρης τοῦ χωραφιοῦ οὐδέποτε καλλιεργοῦσε τὸν τόπο ἐκεῖνον. Ἄφηνε χέρσο τὸ χωράφι, γιὰ νὰ µὴν ἐνοχλήση αὐτοὺς ποὺ ἔφαγε ἡ κακουργία τῶν ἀνθρώπων. Ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι τέτοιοι τόποι στὸ νησί, ἀλλὰ αὐτὸς ἦταν ὁ τροµερότερος.
Ἀναλογίζοµαι τὶ διαφέρει ὁ τόπος ἐκεῖνος ἀπὸ τὰ χρόνια ποὺ
διερχόµαστε. Τότε, κάπου καὶ ποῦ τόποι ποὺ ἦταν σταθµοὶ τῶν δαιµόνων. Τώρα, ἡ γῆ γέµισε ἀπὸ κέδρους τοῦ σφουγγαρᾶ, ποὺ φύτεψε καὶ εὔθαλε τὸ γένος τῶν Συριζαίων. Ποῦ νὰ ξαποστάσουµε; Ποῦ νὰ βροῦµε πηγὴ νὰ ξεδιψάσουµε; Ἐρηµώθηκε ἡ χώρα ἀπὸ τόπους ἀναπαύσεως.
Περπατᾶς καὶ κοιτάζεις δῶθε-κεῖθε µήπως τὰ φαντάσµατα τοῦ ΣΥΡΙΖΑ ὄχι ἁπλῶς σὲ σκιάξουν, ἀλλὰ ἐν ριπῇ ὀφθαλµοῦ σὲ ἐξαφανίσουν. Χριστιανοὶ καὶ µὴ χριστιανοὶ διαβαίνοντας σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσµο, σκιάζονται καὶ τὸν ἴσκιο τους ἀκόµα.
Στὸ τάδε σπίτι λήστεψαν. Τὸν γείτονα ποὺ ἀπονήρευτα ἄνοιξε τὴν πόρτα τὸν σκότωσαν. Τὴν γιαγιὰ στραγγάλισαν, γιὰ νὰ συλήσουν τὸν πενιχρὸ πορτοµανέ της. Σκότωσαν µπροστὰ στὴν ἐκκλησιὰ γιὰ τὸ φραγκοδίφραγκο ποὺ εἶχε ὁ παπποῦς νὰ ἀνάψη τὸ κερί.
Αὐτὸ τὸ αἷµα ποὺ βοᾶ, ὁ κρατῶν, καὶ ὄχι περικρατῶν τὰ σύµπαντα, δὲν τὸ ἀκούει; Καὶ ἔγινε τάχατες σπλαγχνικός, σὰν τὸν Φραγκίσκο τῆς Ἀσίζης, καὶ ἐλευθερώνει τοὺς βαρυποινίτες καὶ ἐγκληµατίες; Αὐτὰ ὄχι ἀπὸ παλιὰ ἀκούσµατα, ἀλλὰ ἀπὸ φρέσκα γεγονότα, πιὸ φρέσκα καὶ ἀπὸ τὰ ἀποπατήµατα. Νύχτα-µέρα περπατᾶς καὶ δὲν ξέρεις ποῦ νὰ πατήσης, γιὰ νὰ µὴ πατήσης τὴν µπατιλιὰ τοῦ κακούργου καὶ φονιᾶ. Ἐξωµολογήθηκε;
Μετανόησε αὐτὸς ὁ ληστής; Ξεπλένεις τὸ πρόσωπό του στὴν χύση τῶν δακρύων του;
Δὲν τοὺς ἀποξηράναµε τοὺς κέδρους τοῦ σφουγγαρᾶ, ἀλλὰ καὶ δὲν τοὺς ποτίσαµε, δὲν τοὺς καλλιεργήσαµε. Τοὺς ἀφήσαµε στὶς µνῆµες ὄχι γιὰ ἀγαλλίαση, ἀλλὰ γιὰ θρήνους καὶ γιὰ κλαυθµούς. Ἂν δὲν µπορῆς νὰ τοὺς ξερριζώσης, τοὐλάχιστον µὴ φυτεύης καινούργιους. Ποιός θὰ συναντήση αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν θὰ πῆ «Κακὸ ποὺ πάθαµε»; Ποιός θὰ τὸν δῆ καὶ θὰ πῆ «Εἶδα τὸν ἄνθρωπό µου· εἶδα τὸν Θεό µου»; Φρεσκάραµε τὸν διάβολο καὶ τὸν βγάλαµε στὸν δρόµο.
Ἀντὶ νὰ ἔχουµε συµπορευτὲς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, ἔχουµε δαιµόνους καὶ ἀντιχρίστους. Πῶς νὰ µὴν εἶναι τροµαγµένη ἡ πορεία µας; Πῶς νὰ µὴν εἶναι ὁ δρόµος µας γεµᾶτος σκιάχτρα καὶ φόβητρα; Ποῦ νὰ βροῦµε τὴν
χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη;
Κάποτε περπατούσαµε σὲ δρόµο τῶν Ἀθηνῶν µὲ τὸν µακαριστὸ ἐπίσκοπο Λαρίσης Θεολόγο, τὸν ὅσιο καὶ ἅγιο. Ἐγὼ στὴν συντροφιά του περπατοῦσα ξέγνοιαστος, ἔνιωθα ἄγγελο Κυρίου νὰ µὲ συνοδεύη. Ἀλλὰ ξάφνου µιὰ ἀγριεµένη µορφὴ ἔσκιαξε τὸν ἐπίσκοπο, σταυροκοπήθηκε καὶ εἶπε «Σίγουρα αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔχει λεγεῶνα»! Ἀγρίεψα µέσα µου, σὰν νὰ περπατοῦσα σὲ ἐρηµιὲς καὶ σκοτεινιές.
Πατέρα µου Θεολόγε, ἂν περπατοῦσες σήµερα, τί θὰ ἔλεγες; Ἡ Σωκράτους καὶ οἱ γύρω ἀπὸ αὐτὴν δρόµοι ἦταν ἐµπορικοί. Περπατούσαµε µικρὰ παιδιὰ ἀµέριµνα, γιατὶ οἱ ἐµπόροι µας ἦταν ἁπλοῖ ἄνθρωποι, ποὺ ἀγωνίζονταν γιὰ τὸν ἐπιούσιο ἄρτο καὶ ὄχι γιὰ νὰ ρηµάξουν καὶ νὰ ἁρπάξουν. Πηγαίνετε καὶ σήµερα νὰ τοὺς περπατήσετε. Φίδια ποὺ µᾶς ζώνουνε… Παρακαλεῖς, παρακαλεῖς, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ σῴζων. Μαῦρες µορφὲς κυκλοφοροῦν, ἔφυγαν τὰ θηρία ἀπὸ τὶς ἐρήµους καὶ ἤρθανε στὴν πόλη. Ὁ παπποῦς ποὺ πωλοῦσε γιὰ νὰ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι τὸ βρισκούµενο τῆς ἡµέρας, ἐκτελέστηκε, ἀφανίστηκε. Μακάρι νὰ εἶχα τὴν δυνατότητα νὰ τοῦ στήσω ἀνδριάντες στὶς γωνιὲς τῶν δρόµων γιὰ παρηγοριά.
Τώρα ὅµως στὶς µεγάλες πλατεῖες ἔστησαν ἀνδριάντες στοὺς ληστοπεράτες πολιτικούς. Στὴν Θεσσαλονίκη σὲ κεντρικὴ πλατεῖα ἔστησαν τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο. Μιὰ πονεµένη µάννα ἅπλωνε τὰ χέρια της στὴν γῆ και παίρνοντας χῶµα τὸν µούτζωνε ὁσάκις περνοῦσε ἀπὸ κεῖ.
– Γιατί, µάννα, κάνεις αὐτὴν τὴν χειρονοµία;
– Αὐτός, παιδί µου, καὶ ἡ συρµαγιὰ τοῦ διαβόλου ἀπὸ νοικοκυραίους µᾶς ἔβγαλε στὸν δρόµο ξυπόλυτους καὶ πεινασµένους, γυµνοὺς καὶ ξεβράκωτους.
Καὶ ἐγὼ εἶπα µέσα µου ὅτι πράγµατι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ εἶναι σὰν τὸν κέδρο τοῦ σφουγγαρᾶ καὶ πολὺ πιὸ φοβερὸς ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ εἶχα στὸν τόπο µου.
Πιὸ κάτω καὶ ἄλλος φρικτὸς κέδρος, ὁ Ἀνδρέας Παπανδρέου. Οἱ σπορεῖς τοῦ τρόµου καὶ τοῦ φόβου φυτώρια σήµερα, στολίδια σήµερα στὶς πρασιὲς τῶν πόλεων.
Μὴ παραλείψετε καὶ τὸν ΣΥΡΙΖΑ νὰ τὸν φυτέψετε σὲ κεντρικὴ πλατεῖα γιὰ παρηγοριὰ καὶ παράκληση τῶν Νεοελλήνων.
Φούρια γιὰ τέτοια ἔπιασε τοὺς Συριζαίους. Ἀποφυλακίστε κι ἄλλους ἐγκληµατίες καὶ φυλακίστε αὐτοὺς ποὺ ἀντιδροῦνε στὸ σύστηµα τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς ἀκολασίας.
Καὶ µὴ ξεχάσετε καὶ ἐκκλησιὰ νὰ κάνετε καὶ κέδρους νὰ φυτέψετε ἀπ᾽ ἔξω, γιὰ νὰ παντρεύετε αὐτοὺς ποὺ διαστρέφουν τὴν δηµιουργία, αὐτοὺς ποὺ ξεµπαρκάρουν στὰ λιµάνια τῆς ἀκολασίας. Μόνο µὴ σᾶς διαφεύγει πὼς ὁ κέδρος δὲν ἀναπτύσσεται στὴν ἁλµύρα. Θὰ ἔρθη καιρὸς ποὺ θὰ κλάψετε, ἀλλὰ δὲν θὰ ἔχετε τὸν βοηθοῦντα καὶ θὰ ψάχνετε ἀπὸ τὰ ἄγρια καὶ ἀγκαθωτὰ φύλλα τοῦ κέδρου
νὰ σφουγγίσετε τὰ δάκρυά σας, γιατὶ ἡ φασκοµηλιὰ καὶ τὸ θυµάρι καὶ τὰ
µύρτια θὰ ἔχουν ξεραθῆ…
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης