Η Διοικούσα Εκκλησία σε Πολιτειακό νάρθηκα
Χαράλαμπος Β Κατσιβαρδάς, Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
“όταν κινδυνεύει η πατρίς, όταν κινδυνεύει η θρησκεία, κινδυνεύουν τα ιδανικά, και αδρανούν οι εντεταλμένοι και υπάρχει αναρχία, τότε φύλακας του Συντάγματος, φύλακας της Ελευθερίας, φύλακας της θρησκείας είναι ο λαός" (π. Αυγουστίνος Καντιώτης)
H ελπίς τίκτεται δια της υπάρξεως εις τον βίο μας της καταλυτικής παρουσίας του Θεού, ακολουθούντες βεβαίως τα μυστήρια του Χριστιανικού βίου, εκ της βαπτίσεως μας και εντεύθεν, ουχί όμως θεωρητικά επιστημονικά αλλά εν τοις πράγμασι, ψηλαφώντας ή επιδιώκοντας να έλθουμε αμέσως δια ζώσης επαφής μετά Αυτού, δηλονότι μετά του Θεού.
Ως εκ τούτου λοιπόν, ευθύς εξαρχής ιδρύεται μία μοναδική και ανόμοια σχέση, μεταξύ ημών και του Θεού, η οποία θεμελιώνεται εις την ανιδιοτέλεια, και την «καρδιακή προσέγγιση με τον Θεό», ασφαλώς όμως συμμετέχει ουσιαστικά και ο νους και η διανοία μας, υπό την έννοια ότι σύμπασα η ανθρώπινη φύση μας, μετέχει ενεργά εις την επικοινωνία, δια της προσευχής μας με το Θείο.
Η πίστη, καθίσταται ισχυρά, πιο δυνατή και από την πυρά, αρκεί να έχει αγαθή προαίρεση και καλή σκοποθεσία, άλλως καθίσταται αλυσιτελής και δεν παράγει ουδένα αποτέλεσμα.
Ασφαλώς η Θεολογία συνιστά μία κορυφαία επιστήμη, διότι αποτελεί το μείζον εργαλείο ορθολογιστικής ερμηνείας του «Θείου» ή την συστηματική ερμηνεία της Αγίας Γραφής, της Ιστορική διάσταση των Ευαγγελίων, την κατανόηση, ακατάληπτων, εν πρώτοις, εννοιών, περί του δόγματος της ζώσης Ορθοδόξου παραδόσεως.
Εν άλλοις λόγοις, δια της επιστήμης της Θελογίας, αποκτά κανείς μία στιβαρή γνώση, η οποία τρέφει αρκούντως ικανοποιητικά τον νου και του προσδίδει μία ελευθερία σκέψεως, ευρείας και ευστόχου ερμηνείας, της κοινωνικής καθώς και της πολιτικής εν γένει πραγματικότητας.
Επιπροσθέτως όμως, αποτελεί αφεαυτού ένα τυπικό προσόν, δια να δύναται κανείς, δια του επίμαχου επιστημονικού τίτλου να ανέλθει ταχύτερα εις την Ιεραρχία, συμπληρώνοντας τις βασικές αυτές σπουδές, με μεταπτυχιακές και τυχόν και εκπόνηση διδακτορικής διατριβής.
Όμως τα ας άνω, δεν τον καθιστούν αυτοδικαίως, καλό Χριστιανό, ή ότι εφαρμόζει επί τη πράξη το λόγο του Θεού, δηλαδή ότι κηρύττει συνεπώς το λόγο του Θεού προς τους απλώς πολίτες, οι οποίοι πεινούν και διψούν εις την κυριολεξία από τον πύρινο και διαπρύσιο κήρυγμα ενός πεφωτισμένου Δεσπότη, προκειμένου δροσιστεί πνευματικά η ψυχή τους.
Η βιωματική προσέγγιση της Εκκλησίας, δίχως ασφαλώς να αναιρείται η επιστημονική γνώση, λογίζεται ως καίρια καθότι αυτοσκοπός καθίσταται η εγρήγορση της ψυχής και της καρδιάς με την συνεπικουρία του νού και όχι αντιστρόφως.
Εν ολίγοις δηλαδή, η έλλειψη επιστημονικής γνώσεως, δεν καταργεί την πίστη, ή αποκλείει τον εκάστοτε πιστό από την Εκκλησία, δεδομένου ότι το καταστάλλαγμα, η πεμπτουσία της θεολογίας, προκύπτει από τον επίμοχθο βιωματικό αγώνα, από την καθημερινή μαρτυρία αλλά και την εμπιστοσύνη μας προς το πρόσωπο του Κυρίου μας, ο οποίος μας αποκαλύπεται επί καθημερινής βάσεως, αρκεί να τον αναζητήσουμε.
Τα ως άνω τα γράφω, με φειδώ και μέτρο, προκειμένου να καταδείξω και να αντιδιαστείλω την έννοια της Ορθοδόξου παραδόσεως πνευματικά, με γνώμονα την γνώση εν συναρτήσει με το βίωμα.
Ωσαύτως η εν Ελλάδι Ορθόδοξη παράδοσή μας, καθίσταται αρρήκτως συνυφασμένη με την Συνταγματική έννομη τάξη μας τόσο ιστορικά, αρχής γενομένης εκ της ιδρύσεως του Ελλαδικού κράτους, με πανηγυρικές διατυπώσεις εις τα πρωτόλεια Συντάγματα του Έθνους αλλά και ανυπερθέτως εις το νύν Σύνταγμα το οποίο, προς το παρόν, διατηρείται αλώβητο, αφενός το άρθρο 3 και εξ ετέρου τη προμετωπίδα του Συντάγματος μας, η οποία δεσπόζει και συνιστά, τουλάχιστον κατά το δέον γενέσθαι την κατευθυντήρια γραμμή, του Καταστατικού Χάρτης της Πατρίδας μας, το οποίο δέον όπως, υπό κανονικές συνθήκες να ετηρούτο με ευλαβική συνέπεια όπως το Ιερόν Ευαγγέλιο.
Άρα λοιπόν, εντοπίζεται και η ιστορική διάσταση της Ορθοδοξίας εις το διάβα της Ελλαδικής ιστορίας η οποία αναδράμει μέχρι και την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κατά την ακμή του Βυζαντίου εις την Βασιλεύουσα.
Ασφαλώς, ο Χριστιανισμός, προσαρτάται αφεύκτως εις τον ρου του ιστορικού γίγνεσθαι, υπομημνίσκοντας την συνάλληλη σχέση του με τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα.
Τηρουμένων των αναλογιών λοιπόν και σήμερα, η Εκκλησία, υφίσταται εις την κοινωνία, την πολιτεία και εν γένει βαίνει εις την Ιστορία, πλην, ήδη εδώ και πολύ καιρό, βιώνουμε εσχάτως, την μετάπτωση της Εκκλησίας μας, ένεκεν της αδρανείας της Διοικούσης Εκκλησίας μας, από έναν εξ ορισμού και εκ της φύσεως της, εξόχως επαναστατικό «θεσμό» -πνευματικό και κοσμικό- με Κεφαλή τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό, σε μία γραφειοκρατική διοίκηση της Εκκλησίας πλήρως ευθυγραμμιζόμενη με τα κελεύσματα της εκάστοτε εξουσίας.
Η αποδυνάμωση της Εκκλησίας, η οποία καθίσταται ιδίως την τελευταία δεκαετία, απολογητής των πολιτικών επιλογών της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας, προσδίδει μία άλλη φυσιογνωμία προς την πραγματική πηδαλιούχηση της Εκκλησίας.
Είναι πρόδηλον ότι η Εκκλησία δεν συνιστά αμιγώς ένα κοσμικό καθίδρυμα το οποίο λειτουργεί εν είδει Υπουργείου, απαιτεί μία άλλη προσέγγιση ιδίως ως προς την διαφύλαξη του κύρους της και της ανεξαρτησία της.
Σήμερον ορούμε όμως ορισμένοι εκ των Μητροπολιτών, να ενεργούν ως Υπουργοί, ενδιαφερόμενοι, όντες μυωπικά προσκολλημένοι, μόνον ως προς τον θώκο τους, καθίστανται δηλαδή αγκυλωμένοι εις τα αξιώματα και δεν φέρουν τα προσήκοντα αντανακλαστικά να σφυγμομετρήσουν τον πόνο του καθημαγμένου και εκ βάθρων εξαθλιωμένου λαού, ο οποίος έχει καταστεί πειραματόζωο, εκ της Πολιτείας η οποία καταδήλως, καθίσταται έρμαιο, άθυρμα και μίσθαρνο όργανο, των προσφιλών υπερεθνικών διευθυντηρίων.
Η Εκκλησία, εξανδραποδίζεται, καθυποτάσσεται και χειραγωγείται από την Πολιτεία, προκειμένου να διατηρεί αφωνία, να τηρεί ευλαβικά και μοιρολατρικά εκκωφαντική σιωπή ίνα μην αφυπνίζει τον ατιμασμένο και θυματοποιημένο λαό, προκειμένου να μην αντιδρά.
Όταν λοιπόν η Εκκλησία, απεμπολεί τον πυρήνα του δόγματος της ο οποίος είναι η επανάσταση η οποία καθίσταται ευδήλως σφόδρα αντίπαλος του κατεστημένου και του εωσφορικού εφησυχασμού, αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος της υποστάσης αλλοτριώσεως.
Δέον όπως αντιληφθούν ορισμένοι εκ των Μητροπολιτών, ότι η Εκκλησία δεν συνιστά Ανώνυμη Εταιρία, αλλά ούτε και πεδίο δημοσίων σχέσεων με την οικονομική και πολιτική ελίτ, αλλά τουναντίον ένα πνευματικό καταφύγιο δια τον κατατρεγμένο άνθρωπο.
Εν άλλοις λόγοις, η Εκκλησία, επιβάλλεται να αφυπνίζει, να διαφωτίζει, να καθοδηγεί, σεβόμενη της ελευθερία του ανθρώπου, να κηρύττει εις την πράξη το λόγο του θεού, αφιστάμενη από την στυγνή και στείρα ρητορική, τις φραστικές σοφιστείες και τις δημεγερσίες, παρελκυστικές δηλαδή πρακτικές των εξωνημένων πολιτικών οι οποίοι εν αγαστή συμπνοία με τα μέσα μαζικής εξαπατήσεως κηδεμονεύουν την συνείδηση των πολιτών
Ως εκ τούτου δέον όπως καταστεί σαφές, ότι η Διοικούσα Εκκλησία, δεν θα πρέπει να αποτελεί την θεραπαινίδα της Πολιτείας, καταργώντας την εκ του νόμου ανεξαρτησία της, ή να αφίεται κατά περίσταση, αναλόγως τα συμφέροντα της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας, να αποτελεί δικλείδα ασφαλείας απορροφήσεως των κοινωνικών κραδασμών, εξαιτίας και συνεπεία των εσφαλμένων χειρισμών των πολιτικών ταγών.
Ο εκκλησιαστικός ταγός απαιτείται να είναι ηγέτης εν τοις πράγμασι και όχι πλασματικά καθ’ υπαγόρευση των επικοινωνιολόγων με γνώμονα τον ναρκισσισμό της ατομικής του εικόνας, ενόψει της διεκδίκησης ορισμένου θώκου προς ικανοποίηση των ταπεινών του φιλοδοξιών.
Σήμερον βιώνουμε την απόλυτη εγκατάλειψη της Διοικούσας Εκκλησίας, η οποία γνωρίζει πολλά, και δύναται να πράξει ακόμη περισσότερα, με συνέπεια και αποτελεσματικότητα, πλην όμως υπαναχωρεί, σιωπά, δεν καθοδηγεί τον κόσμο, δεν αφυπνίζει δεν λέγει την αλήθεια, τουναντίον δε, σύρεται άνευ αντιλογίας εις τις κίβδηλες αποφάσεις της πολιτείας, η οποία κατ’ εντολή των «εμπόρων των εθνών», εργαλειοποεί τον υφιστάμενο ιό, το μετανασευτικό, σφετεριζόμενη, ανεπαίσχυντα τον ανθρώπινο πόνο.
Η απουσία της Διοικούσης Εκκλησίας καθίσταται λίαν αισθητή, διότι δρα ως εκβλάστημα της πολιτείας μεθιστάμενη ως υποδεέστερη των περιστάσεων, δια άδηλους προς το ποίμνιο λόγους, με αποτέλεσμα δια της ελλείψεως ορθής πηδαλιούχησης του λαού, η κοινωνία να καθίσταται ανερμάτιστη ούσα σε ένα πνιγηρό αδιέξοδο δικαιολογημένης αγανακτήσεως.
Ο εκκλησιαστικός ταγός θα πρέπει να είναι κατά φύση αγωνιστής και επαναστάτης διαφοροποιούμενος από τον εκάστοτε πολιτικό ταγό, να μην προσφέρεται προθύμως και οικειοθελώς, να καταστεί άθυρμα και κυματοθραύστης των πολιτικών παιγνίων, παρεκτός εάν διακυβεύεται κάτι υπέρμετρα σπουδαίο το οποίο ημείς οι κοινοί θνητοί αγνοούμε, εις αντίθετη όμως περίπτωση, το βάρος της ευθύνης είναι μεγάλο, όπως κατ’ αντιστοιχία και το τίμημα ή εις το αντίποδα το τυχόν σοβούν δέλεαρ της υποταγής και του επονείδιστου αφιονισμού.