Ἐν δάκρυσι πρὶν καὶ πόνοις σπείρας κάτω,
Ἱλαρίων θέριζε νῦν χαίρων ἄνω.
Ὕστατα Ἱλαρίων κοιμήσατο εἰκάδι πρώτῃ.
Εκεί, ο Ιλαρίων γνώρισε τη χριστιανική πίστη, την αγάπησε και βαπτίσθηκε χριστιανός. Έγινε μιμητής του Μέγα Αντωνίου και έμεινε αρκετό καιρό κοντά του. Όταν πέθαναν οι γονείς του, γύρισε στην πατρίδα του, διαμοίρασε στους φτωχούς όλη του την κληρονομιά και πήγε στην έρημο. Εκεί κάποτε συνάντησε ληστές, με τους οποίους είχε τον έξης διδακτικό διάλογο: «Εάν σε συναντούσαν κλέφτες, τον ρώτησαν, τί θα έκανες;» Εκείνος απάντησε: «Τί έχει να φοβηθεί ο γυμνός;». Έπειτα του είπαν: «Αλλά αν σε σκότωναν;». Ο Ιλαρίων απάντησε: «Τόσο το καλύτερο. ο σωματικός θάνατος κλείνει τη νύκτα της παρούσας ζωής και εισάγει στην ανατολή της μέλλουσας ζωής». Οι απαντήσεις του Ιλαρίωνα είχαν σαν αποτέλεσμα τη μετάνοια των ληστών. Ο Ιλαρίων, έλαβε από το Θεό και το χάρισμα να κάνει θαύματα.
Αφού περιόδευσε σε πολλούς τόπους και χώρες, παρέδωσε στο Θεό την ψυχή του, ογδόντα χρονών.Ο Όσιος Ιλαρίων ο Μέγας έζησε τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του στην Επισκοπή της Πάφου.
Το λείψανο του Οσίου δεν έμεινε για καιρό στην Κύπρο. Οι χριστιανοί της Παλαιστίνης, σαν έμαθαν τον θάνατο του οσίου, έστειλαν εδώ τον μαθητή του Ησύχιο, ο οποίος με τρόπο ανέσκαψε τον τάφο. Χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας πήρε τα ιερά λείψανα και τα μετέφερε στην Παλαιστίνη. Εκεί οι χριστιανοί τα εναπέθεσαν με ξεχωριστές τιμές στη Μονή του Μαϊουμά.
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐγκρατείας τὴ αἴγλη λαμπρυνθεῖς τὴν διάνοιαν, ἤστραψας θαυμάτων ἀκτῖνας Ἰλαρίων Πατὴρ ἠμῶν, καὶ γεγονὸς φωστὴρ περιφανής, καὶ στῦλος εὐσέβειας θεαυγῆς, καταυγάζων τὴ ἐνθέω σου βιοτῆ, τοὺς πίστει προσιόντας σοί. Δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σου, πάσιν ἰάματα.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους...
Ζήσας ο Φιλόθεος ως Θεώ φίλον,
Ζωήν άληκτον εύρε συν Θεού φίλοις.
Ο Όσιος Φιλόθεος γεννήθηκε το 1526 μ.Χ. στη Χρυσούπολη της Μακεδονίας (κοντά στην Καβάλα).
Οι
γονείς του ήταν από κάποια επαρχία Ασιανών της Μικράς Ασίας και
συγκεκριμένα από την πόλη Ελατεία. Για το φόβο των Αγαρηνών ήλθαν στην
Χρυσούπολη, όπου πέθανε ο πατέρας αφού γέννησε δύο παιδιά. Τα παιδιά
αυτά τα άρπαξαν οι Τούρκοι και ο πόνος της μάνας τους Ευδοκίας ήταν
μεγάλος και για να τον ελαφρύνει, κλείστηκε σε γυναικείο μοναστήρι.
Κάποτε
όμως, σε μια πανήγυρη ενός ανδρικού μοναστηριού συνάντησε τα δύο παιδιά
της και με μεγάλη συγκίνηση άκουσε την ιστορία της σωτηρίας των παιδιών
της, από τα χείλη του ηγουμένου. Ο Θεόφιλος έτσι ήταν το πρώτο του
όνομα, έδειξε μεγάλη προθυμία στο μοναστήρι αυτό και εκάρη μοναχός με το
όνομα Φιλόθεος.
Κατόπιν, το 1551 μ.Χ. και σε ηλικία 25 ετών,
πήγε στο Άγιο Όρος και συγκεκριμένα στο κοινόβιο της Ιεράς Μονής
Διονυσίου, όπου οι ασκητικοί του αγώνες έγιναν παράδειγμα σε πολλούς
αδελφούς.
Αργότερα, αναζητώντας περισσότερο την ησυχία,
προφασιζόμενος ότι ασθένησε και έχασε την ακοή του, αποσύρεται σε
σπήλαιο έξω από την μονή. Εκεί ανεδείχθη θαυμαστός ασκητής και νικητής
δαιμόνων. Όταν απεκαλύφθη η προσποιητή του ασθένεια, αναγκάσθηκε ν’
αλλάξει τόπο διαμονής, για να μη τον τιμούν. Στη νέα του κατοικία
απέκτησε τρεις μαθητές.
Ο Θεός, για τους κόπους του τον αντάμειψε με το προορατικό χάρισμα.
Πέθανε
ειρηνικά σε ηλικία 84 χρονών (1610 μ.Χ.). Στους μαθητές του είχε δώσει
εντολή να μη θάψουν το σώμα του, αλλά να το αφήσουν να το φάνε τα θηρία
του δάσους. Ο πανάγαθος Θεός όμως το κατηύγασε με φώς, από το όποιο
οδηγούμενος ένας μοναχός, παρέλαβε την κάρα του και την παρέδωσε στους
μαθητές του οσίου.
Η κάρα σώζεται μέχρι σήμερα στη μονή της
Πέτρας, της επαρχίας Θεσσαλιώτιδος, σε αργυρή θήκη, και απολαμβάνει
μεγάλης τιμής από τους πιστούς. Μέρος τού τιμίου λειψάνου του οσίου, το
1972 μ.Χ., μετέφερε ο μακαριστός ηγούμενος αρχιμανδρίτης Γαβριήλ από τη
μονή Κορώνης στη μονή Διονυσίου.
Ο βίος του οσίου γράφηκε από τον
μοναχό Δανιήλ Διονυσιάτη, αντιγράφοντας παλαιότερο κώδικα, τον όποιο
μεταγλώττισε ο μοναχός Αγάπιος Λάνδος (1802 μ.Χ.) και δημοσιεύθηκε
αργότερα (Βενετία 1872 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείᾳ
χάριτι, τῆς Θεοτόκου, ὡς λελύτρωσαι, χειρῶν ἀπίστων, ἐν Νεαπόλει ὁσίως
ἐμόνασας, καὶ ἐν τῷ Ἄθῳ ἀσκήσας Φιλόθεε, φίλος Θεοῦ φερωνύμως γεγένησαι,
Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς
φίλος θερμότατος τοῦ τῶν ἁπάντων Θεοῦ, Φιλόθεε Ὅσιε, τῇ σῇ ἁγίᾳ ζωῇ,
ἐνθέως δεδόξασαι· ὅθεν τὴν τῶν θαυμάτων, δωρεὰν κεκτημένος, νέμεις τοῖς
σὲ τιμῶσι, δαψιλῶς τὴν σὴν χάριν,...
Αγία Θεοδότη και ο Άγιος Σωκράτης ο Πρεσβύτερος
Eις την Θεοδότην.
Τὴν Θεοδότην, ἐκ ξίφους τετμημένην,
Θεῷ δοτὴν ἔγνωμεν ἁγνὴν θυσίαν.
Eις τον Σωκράτην.
Ὁ Σωκράτης ἔσπευδεν ὀφθῆναι, Λόγε,
Τετμημένος σοι Σωκράτης στεφοκράτης.
Η Αγία Θεοδότη και ο Άγιος Σωκράτης ο Πρεσβύτερος έζησαν τον 3ο αιώνα
μ.Χ., όταν βασιλιάς ήταν ο Αλέξανδρος ο Σεβήρος, και μαρτύρησαν στην
Άγκυρα.
Η Θεοδότη, από ευγενική οικογένεια, ήταν θαρραλέα στην
πίστη και όπου και αν βρισκόταν μιλούσε για το Ευαγγέλιο και προσπαθούσε
να αυξάνει τον αριθμό των αφοσιωμένων στη λατρεία του Χριστού. Ο
πρεσβύτερος Σωκράτης, ήταν ιερέας από εκείνους, που δεν λειτουργούν
μόνο, αλλά και φωτίζουν και οικοδομούν, στην ανάγκη μάλιστα είναι
έτοιμοι να θυσιαστούν για την πίστη και το ποίμνιο τους. Στην εργασία
του αυτή ο Σωκράτης, είχε πολύτιμο βοηθό την ευσεβή Θεοδότη που με τη
διδασκαλία της, προπαρασκεύαζε ειδωλολάτρισσες γυναίκες στη γνώση των
αληθειών της πίστης, και στην αποδοχή του αγίου βαπτίσματος.
Έτσι
λοιπόν, καταγγέλθηκαν και οι δύο για τις ενέργειες τους αυτές,
συνελήφθησαν και με απειλές και μαρτύρια τους εξανάγκαζαν να θυσιάσουν
στα είδωλα. Αλλά η γυναίκα και ο ιερέας, απέκρουσαν με αγανάκτηση την
ασεβή πρόταση, και σφράγισαν την ομολογία της πίστης τους με το αίμα
τους, αφού υπέστησαν θάνατο με αποκεφαλισμό.
Τοὺς σοὶ συναθλήσαντας ἐξ ἑνὸς ξίφους.
Διεκπορευθείς Oὐρανοῦ φθάνεις τρίβους.
Να σημειώσουμε εδώ, ότι ο Άγιος Ζαχαρίας που εορτάζει σήμερα δεν είναι ο ίδιος με αυτόν της 22ας Οκτωβρίου, διότι αφ' ενός έχουν διαφορετικό δίστιχο και αφ' ετέρου ο ένας επιγράφεται σαν Οσιομάρτυρας και ο άλλος σαν μάρτυρας.
Κιρνῶν, συνιστᾷς εὔκρατον κρᾶσιν Μάκαρ.
ἐκεῖ κατεσκήνωσεν εἰς τόπον χλόης.
Ζωὴν ἀληθή μη γινώσκουσαν τέλος.
Θεῖος δἐ Χριστόδουλος, ἕνθεον τἐλος.
Χριστόδουλον δεκάτεραν καθ ᾿ ἔκτην,εἰς Ὀλύμπῳ.
Από εκεί θα ματαβεί στους Αγίους Τόπους και για μικρό διάστημα θα μονάσει σε κάποιο ερημικό μέρος εκεί. Οι επιδρομές όμως των Σαρακηνών αναγκάζουν τους Μοναχούς να εγκαταλείψουν εκείνα τα μέρη και έτσι επανέρχεται στην Μικρά Ασία και εγκαθίσταται στο Όρος Λάτρος της Μυσίας. Εκεί διέπρεψε σ΄ όλες τις αρετές και οι Μοναχοί των εξέλεξαν πρώτον επιστάτη με το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη, γεγονός που του έδωσε και το προσωνύμιο του Λατρηνού. Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων τον αναγκάζουν σε φυγή και από το Λάτρος.
Αναζητώντας τόπο ασκήσεως ο Όσιος φτάνει στη Στρόβιλο, μια θαλάσσια περιοχή στα παράλια της Μικράς Ασίας. Εκεί θα μείνει για λίγο καιρό, γιατί μια νέα επιδρομή θα τον αναγκάσει να διαφύγει στη Λέρο και στη συνέχεια στην Κώ, όπου και θα ιδρύσει Μονύδρια. Οι διαφορές όμως με τους εκεί κατοίκους θα τον καταστήσουν ανέστιο και αυτή τη φορά.
Ύστερα από περιπλνήσεις στα γύρω νησιά φτάνει στην Πάτμο, στην οποία γοητεύεται από την ησυχία και την ηρεμία της. Αμέσως φεύγει για την Κωνσταντινούπολη και ζητά από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α' τον Κόμνηνο την άδεια «ίνα φροντιστήριον των ψυχών καταστήση ταύτην». Ο Αυτοκράτορας με Χρυσόβουλλο του παραχωρεί την Πάτμο και τα γύρω νησιά μαζί με εργάτες και χρήματα. Με την εγκατάσταση του στην Πάτμο ο Όσιος ξεκινά το χτίσιμο Μοναστηριού τιμώμενο επ΄ ονόματι του Θεολόγου. Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων δεν θα τον αφήσουν ήσυχο ούτε αυτή τη φορά.
Ο Όσιος αφήνει την Πάτμο και καταφεύγει στην Εύβοια κατά το έτος 1092 μ.Χ.
Η διαμονή του Οσίου Χριστοδούλου στην Εύβοια ήταν σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες μικρής διάρκειας. Υπάρχει η πληροφορία ότι ένας ευσεβής και πλούσιος κάτοικος του Ευρίπου προσέφερε την πολυτελή οικία του στον Όσιο, ο οποίος την ανέδειξε σε μοναστήρι, αν και οι φροντίδες του Οσίου, εξαιτίας της μεγάλης περιουσίας του μοναστηριού στην Πάτμο, απαιτούσαν την παραμονή του όχι στην έρημο αλλά κοντά στον κόσμο. Εξάλλου, στην Εύβοια ανέκαθεν υπήρχε παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Όσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ασκητεύοντας στο σπήλαιο στο δυτικό άκρο της κωμόπολης Λίμνη (Ελύμνιον).
Ο Όσιος κατά την διαμονή του στον Εύριπο συνέταξε την «Διαθήκη» και τον «Κωδίκελλό» του (Μάρτιος 1093). Τη Διαθήκη αυτή, για να έχει ισχύ, την υπογράφουν επτά αξιωματούχοι της επισκοπικής αρχής και της πόλεως Ευρίπου (Χαλκίδος), ήτοι Λέων πρεσβύτερος και σακελλάριος της πόλεως Ευρίπου, Ιωάννης πρεσβύτερος και νοτάριος της καθέδρας Ευρίπου, Μιχαήλ.... της καθέδρας Ευρίπου, Βασίλειος ο ευτελής διάκονος.... και νοτάριος Ευρίπου κ.α.
Ειδικότερα ο Μητροπολίτης Ρόδου Ιωάννης, στο έργο του «Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἠμῶν Χριστοδούλου» εξιστορεί την διαμονή και την κοίμηση του Οσίου Χριστοδούλου στον Εύριπο, που συνέβη το έτος 1093 μ.Χ., όπως και την ανακομιδή του ιερού λειψάνου του και τη μεταφορά του στην Πάτμο, αναγράφοντας τα εξής:
«Και φθάνουν εκεί ο Όσιος μαζί με την αδελφότητα, εκεί όπου το νερό της θάλασσας εισρέει προς τα έξω και πάλι οπισθοχωρώντας δημιουργεί κάποιο στενό θαλάσσης, που οι αρχαίοι το ονόμασαν πορθμό του Ευρίπου. Και εκεί λοιπόν, αφού έγινε το αντικείμενο του θαυμασμού όλων και αφού αξιώθηκε την πρέπουσα τιμή, σαν να ήταν Άγγελος σε θνητό σώμα, νουθετούσε το ποίμνιό του, για να μη δυσφορεί στις συχνές μετακινήσεις, ούτε να αντιστέκεται ανόητα στις βουλές του Θεού, που οικονομεί τα πάντα εν σοφία. Αλλά ένας από τους μοναχούς, επειδή δεν υπέμενε τις κακουχίες, ούτε το στριφνό και το επίπονο της αρετής, όπως ο Ιούδας από τους δώδεκα αναχώρησε από την ομήγυρη των αδελφών και την πνευματική εκείνη συγκέντρωση την αντικατέστησε με κήπο, που νοίκιασε. Και, καθώς ο διάβολος εισήλθε στον Ιούδα και τον ώθησε στην προδοσία, με τον ίδιο τρόπο και πονηρό δαιμόνιο βασάνιζε τον μοναχό που είχε αποσπασθεί από την αδελφότητα και ανακοινώνεται στον πατέρα η ασθένεια του μικρόψυχου αδελφού. Εκείνος, πράος και ανεξίκακος, δίνοντας τόπο στην οργή, αφού πήρε το ιερό Ευαγγέλιο, έρχεται το βράδυ προς τον μαινόμενο και παράφρονα, διαβάζει τα λόγια του Αγίου Πνεύματος για ασθενή και αμέσως βελτιώνεται η θέση του αρρώστου, ο οποίος δεν επιθυμούσε πλέον να ασχολείται με την φύτευση δένδρων και την άρδευση κήπων, αλλά προθυμοποιείται για την καλλιέργεια της γης της αρετής, επανερχόμενος με αυτόν τον τρόπο και πάλι στην ποίμνη, από την οποία κακώς προηγουμένως είχε αποκοπεί. Μετά την πάροδο μικρού χρονικού διαστήματος, προφητεύει σε όσους τον ακολουθούσαν ότι θα αποδημήσει προς τον Κύριο, ότι οι Αγαρηνοί δεν θα κατοικήσουν μέχρι τέλους στα νησιά και ότι ο επιστήθιος φίλος του δεν θα αδιαφορήσει γι' αυτούς, αλλά ότι μόλις καταπαύσει η θαλασσοταραχή, θα επανέλθουν και πάλι στο πνευματικό μαντρί. Παρακαλεί λοιπόν να παραλάβουν μαζί τους το νεκρό σώμα του από την ξένη αυτή γη και να το τοποθετήσουν στο ναό, για τον οποίο μόχθησε πολύ. Αυτά, αφού προείπε σε όσους συναναστρεφόταν και καθαγίασε τους πάντες με αποχαιρετιστήρια λόγια, παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό, την 16η Μαρτίου. Ταυτόχρονα με την εκπλήρωση της προφητείας και την εξαφάνιση των πειρατών από τη θάλασσα με την δύναμη του άρχοντος, οι καλοί μαθητές του θυμόντουσαν την προφητεία του ενάρετου ποιμένα και ετοιμάζονταν να αποπλεύσουν. Επειδή όσοι κατοικούσαν τη χώρα εκείνη άκουσαν ότι θα στερούνταν το τίμιο εκείνο σώμα, αφού συγκεντρώθηκαν από τα γύρω μέρη, έλεγαν απροκάλυπτα, ότι με κανένα λόγο δεν θα το επέτρεπαν αυτό. Γιατί νόμιζαν ότι θα ήταν ανόητο και εξ' ολοκλήρου ασύνετο, να επιτρέψουν σε άλλους να το μετακομίσουν όπου ήθελαν, επειδή (ο Όσιος) ήταν γι' αυτούς σωτήρας, ιατρός και θεραπευτής κάθε αρρώστιας. Γι' αυτό με αυστηρότητα φρουρούσαν τον νεκρό. Αλλά δεν έπρεπε να διαψευσθεί η προφητεία του μάκαρος. Γι' αυτό και αφού πλέον είχε προχωρήσει η νύχτα, ξεφεύγοντας από την προσοχή των φρουρών, μεταφέροντας τον νεκρό στους ώμους τον επιβιβάζουν σε πλοίο και, αφού έτυχαν νηνεμίας, φθάνουν στο νησί, αποβιβάζουν με μεγαλοπρεπή πομπή το ιερό σκήνος υμνολογώντας τον Θεό και ευωδιάζοντας τον αέρα με αρώματα. Και τώρα άρτιο και σώο κείται το σκήνωμα στο ναό του Αποστόλου και αναβλύζει πηγές θαυμάτων και όσοι με πίστη το αγγίζουν αισθάνονται κάποια οσμή μύρου και με μόνη την αφή καθαγιάζονται και απελευθερώνονται από κάθε σωματική βλάβη».
Από τα όσα συνέγραψε ο Όσιος Χριστόδουλος διασώθηκαν τα εξής: «Ὑποτύπωσις ἤτοι διάταξις γενομένη πρὸς τοὺς ἐαυτοῦ μαθητᾶς ἐν τὴ ἐν Πάτμῳ ἰδὶα αὐτοῦ μονή», η προαναφερθείσα «Διαθήκη» και ο «Κωδίκελλος».
Το λείψανο του Οσίου και φυλάσσεται ως σήμερα στο μικρό φερώνυμο Παρεκκλήσιο του Οσίου Χριστοδούλου, στη Νοτιοδυτική πλευρά του Καθολικού της Μονής Πάτμου.
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Tῆς Νικαίας τὸν γόνον καὶ τῆς Πάτμου τὸ καύχημα καὶ τῶν μοναζόντων τὸ κλέος θεοφόρον Χριστόδουλον τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἀδελφοί, τὸ σκῆνος προσπτυσσόμενοι αὐτοῦ, ἵνα λάβωμεν τὴν ἴασιν τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων κράζοντες. Δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῖς τῶν δακρύων σου ὄμβροις, πάτερ Χριστόδουλε, τῶν νοσημάτων ἐξαίρεις...
Περιληπτικά αναφέρουμε ότι ο Άγιος Ιλαρίων γεννήθηκε γύρω στα 1080 - 1090 μ.Χ. από ευσεβείς Έλληνες γονείς μετά από αδιάκοπες προσευχές της στείρας μητέρας του πρός την Υπεραγία Θεοτόκο. Κάποια νύχτα της φανερώθηκε στον ύπνο της, η Παναγία και της υποσχέθηκε ότι θα γεννήσει γιό, που θά μεταστρέψει πολλούς από την πλάνη στο φώς της θεογνωσίας.
Όταν συμπλήρωσε τα δεκαοχτώ του χρόνια, ο Ιλαρίων μετέβη σε κάποιο μοναστήρι της περιοχής του και εκάρη μοναχός. Ζούσε με μεγάλη άσκηση, ώστε να μιλούν γι' αυτόν όλοι οι αδελφοί της Μονής. Αργότερα του ανέθεσαν και την γερόντια του Μοναστηριού και ενώ ακόμη ήταν ηγούμενος ο όσιος έκανε πολλά θαύματα και η φήμη του διαδόθηκε παντού. Όπως εμφανίστηκε η Θεοτόκος στη μητέρα του και της ανήγγειλε τη γέννησή του, έτσι εμφανίσθηκε και στον αρχιεπίσκοπο αχρίδας Ευστάθιο, προτρέποντας τον να τοποθετήσει ως Ποιμενάρχη του λαού των Μογλενών τον όσιο Ιλαρίωνα. Πράγματι, μετά από λίγο καιρό ο Άγιος χειροτονήθηκε Επίσκοπος Μογλενών.
Η έδρα της επισκοπής του φημολογείται ότι ήταν το σημερινό χωριό Χρυσή. Η περιοχή όμως όπου αρχιεράτευε ο όσιος ήταν γεμάτη από αιρετικούς που ακολουθούσαν τους μονοφυσίτες Αρμενίους και Βογόμιλους. Τους αιρετικούς αυτούς τους είχε εγκαταστήσει στά Μογλενά, που ήταν τόπος εξορίας πάσης φύσεων αιρετικών, η δυναστεία των Κομνηνών. Ο Άγιος Ιλαρίων με τό κηρυκτικό του έργο και τον επίμονο αντιαιρετικό του αγώνα προκάλεσε την μεταστροφή μεγάλων αιρετικών μαζών στην Ορθόδοξη πίστη.
Στην ακολουθία του Οσίου Φιλοθέου του Αγιορείτη (βλέπε ίδια ημέρα) που συνέγραψε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης (Ἔγκρισις Ἱ. Συνόδου: 4188/79. Ἐκδόσεις Παρουσία, Ἱ. Μ. Φιλίππων, Νεαπόλεως & Θάσου, χ.χ.) αναφέρει για την Αγία Μαρίνα:
«Αὓτη ἡ Μαρίνα ἡ πάνσεμνος παρθένος, σήμερον πρὸς τὴν ἄνω εἰσάγεται ζωήν· τῶν δαιμόνων τὰς ὁρμὰς καταβαλοῦσα, καὶ πόνους διὰ τὸν Χριστὸν ὑπομείνασα, τὸν σκολιὸν δράκοντα τελείως ἀπώλεσε, τὴν λαμπάδα ἄσβεστον τηρήσασα· ἔνθα νῦν μετ’ Ἁγίων Ἀγγέλων εὐφραίνεται, ἡ δὲ λάρνακα ἔχει τὴν τιμίαν αὐτῆς σορὸν τῶν λειψάνων· ἣν ἐν τῷ μετοχίῳ ἔνθα νῦν κατοικοῦσιν οἱ Πατέρες οἱ Σιναΐται, εἰς τὴν Μονὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, σιμὰ τῆς θαλάσσης· ἔνθα καὶ φιλόχρηστοι κοσμικοὶ κατοικούσιν».
Παρά το λαμπρό μέλλον που τους ανοιγόταν στην υπηρεσία τους αυτή, η αγάπη του Χριστού τους έκαμε νωρίς ν' αφήσουν τον στρατό και τη δόξα που τους χαμογελούσε και ν' αφιερωθούν στο Χριστό. Πήγαν, λοιπόν στην έρημο όπου έκαναν έργο τους την προσευχή, τη μελέτη του λόγου του Θεού, την άσκηση, την αρετή. Με ταπείνωση εκεί προσφέρουν καθημερινά τον εαυτό τους «θυσίαν ζῶσαν ἁγίαν τῷ Θεῷ εὐάρεστον» (Ρωμ. ιβ', 1). Και μια τέτοια ζωή που έχει σαν σκοπό της «τὴν δόξαν καὶ τὸν ἔπαινον τοῦ Θεοῦ», έχει και το αντίκρυσμα της. «Ὁ ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας» (Αποκ. β', 23) επιβραβεύει τους εργάτες του. Αυτό έγινε και με τους αθλητές μας.
Πλείστα θαύματα επιτελούνται καθημερινά στον τόπο της διαμονής τους στις πιστές καρδιές που τους επισκέπτονται, για να ακούσουν τις συμβουλές τους και να ενισχυθούν. Θαύματα μικρά και μεγάλα. Κοντά τους βρίσκουν οι άρρωστοι τους ιατρούς, οι πονεμένοι την ελπίδα, «οἱ ἐν θλίψεσι» την παρηγοριά. Έτσι περνούν οι άγιοι ολόκληρη τη ζωή τους. Μα κι όταν τα κουρασμένα κορμιά τους ξεκουράστηκαν στη γη με την παράδοση της αγίας ψυχής τους στον Κύριο, η θαυματουργική δύναμη τους δεν σταμάτησε. Ένα τέτοιο θαύμα είναι κι ο ερχομός τους στην Κύπρο, για να συνεχίσουν εδώ «τᾶς ἰάσεις καὶ θεραπείας τῶν».
Πότε έγινε αυτός ο ερχομός και γιατί, δεν γνωρίζουμε. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι η Κύπρος εξ αίτιας της θέσεως της στο μέσο του παλαιού χριστιανικού κόσμου, υπήρξε πάντοτε το καταφύγιο των χριστιανών, που διώκονταν από τις γύρω χώρες. Μαζί τους οι χριστιανοί αυτοί, προ παντός μετά την κατάληψη των Αγίων Τόπων από τους Άραβες κι ύστερα, μετέφεραν ιερά λείψανα κι εικόνες κι άλλα κειμήλια, για να τα διασώσουν. Πολλές φορές μάλιστα έκαναν και το άλλο. Έβαζαν ότι ήθελαν να διασώσουν σε μια ξύλινη κάσα, την έκλειαν προσεκτικά με κάποιο σημείωμα και την έριχναν στη Θάλασσα. Με τον τρόπο αυτό ήλθαν στο νησί μας τα ιερά λείψανα των Αγίων Μάμαντος από τη Μικρά Ασία, Ερμογένους από τη νήσο Σάμο και των Βαρνάβα κι Ιλαρίωνος των θαυματουργών.
Ένα βράδυ σε μια ευσεβή καρδιά από τους Σόλους, τον Λεόντιο, όπως αναφέρει το συναξάρι των αγίων, παρουσιάσθηκαν στον ύπνο του οι όσιοι και του είπαν: «Ἀδελφέ, ἀναστᾶς λάβε τὸ ζεῦγος σου καὶ ἐλθὲ εἰς τόπον καλούμενον Στομάτιον, ὅπως ἀγάγης ἠμᾶς ἐνθάδε». Κι όταν αυτός τους ρώτησε ποίοι είναι και από που και με ποιο τρόπο ήλθαν στο νησί, οι άγιοι του απεκάλυψαν με λεπτομέρειες τα πάντα. Και την πατρίδα τους, και τα ονόματα τους και την όλη ζωή τους. Του εξήγησαν ακόμη πως «ἐκ θείας δυνάμεως ἀπεστάλησαν ἐν τὴ νήσω ταύτη οἰκῆσαι εἰς σύστασιν καὶ βοήθειαν αὐτῆς καὶ εἰς ὑγείαν τῶν νοσούντων ἐν αὐτῇ».
Μόλις τα άκουσε αυτά η φιλόχριστος εκείνη καρδιά σηκώθηκε φοβισμένη κι έσπευσε να εκτελέσει την εντολή. Πήρε το ζευγάρι των βοδιών του και τράβηξε προς το μέρος που του υποδείχθηκε, «τὸ Στομάτιον» (Στόμα), που βρίσκεται στην παραλία του Μόρφου εκεί περίπου που εκβάλλει ο ποταμός Σερράχης. Και πραγματικά! Κάπου σε μια άκρη στην αμμουδιά βλέπει σαν έφτασε μια ξύλινη κάσα κλειστή. Πλησιάζει με ευλάβεια, γονατίζει και κάνει την προσευχή του. Ασπάζεται με σεβασμό την κάσα που κλείνει τον θησαυρό του κι ύστερα σηκώνεται και με την βοήθεια των βοδιών του δοκιμάζει να την σύρει προς το μέρος, που του είχε υποδειχθεί. Παρ' όλες τις προσπάθειες του όμως η κάσα λες κι είχε ριζώσει στη γη, δεν μετεκινείτο. Όλη νύχτα αγωνίζεται μα άδικα. Καταστενοχωρημένος γονατίζει και με δάκρυα στα μάτια ικετεύει τον Θεό και τους αγίους Του, να του φανερώσουν τι να κάμει. Την επόμενη νύχτα οι άγιοι του φανερώθηκαν και πάλι και του είπαν: «Ἀδελφέ, οὐκ εἰρήκαμεν σοὶ περὶ τοῦ ζεύγους τῶν βοῶν, ἀλλὰ τοῦ ζεύγους τῶν υἱῶν σου». Αδελφέ, δεν σου είπαμε να φέρεις το ζευγάρι των βοδιών σου, άλλα τα δύο παιδιά σου. Τρομαγμένος ο ευλαβής άνθρωπος ξύπνησε και τράβηξε στο σπίτι του. Πήρε τα δύο του αγόρια και ξαναγύρισε στον τόπο, που βρισκόταν η αγία σορός. Με βαθιά ευλάβεια πατέρας και παιδιά γονάτισαν, αγκάλιασαν με πίστη την αγία σορό και με δάκρυα στα μάτια παρακάλεσαν τον Θεό και τους αγίους, να τους βοηθήσουν να πραγματώσουν τη μετακίνηση. Κι η παράκληση εισακούσθηκε. Πατέρας και υιοί πήραν την ιερή κάσα που περιείχε τα άγια λείψανα και με φόβο Θεού την μετέφεραν στον τόπο που τους είχε υποδειχθεί, την Περιστερώνα! «Ὡς θαυμαστόν, Κύριε, τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τὴ γῆ». Απ' τη στιγμή που η αγία σορός τοποθετήθηκε στη γη, τα θαύματα άρχισαν. Θαύματα πολλά! Θαύματα μικρά και μεγάλα! Τυφλοί αναβλέπουν! Δαιμονιζόμενοι απαλλάσσονται από δαιμόνια!. Πρόσωπα βασανιζόμενα από πυρετό και ποικίλες αρρώστιες θεραπεύονται! Παράλυτοι επί χρόνια σηκώνονται και περπατούν! Πηγή θεραπειών έγινε το μέρος εκείνο, ώστε όχι μόνον από τα γειτονικά χωριά, αλλά κι από όλη τη νήσο να φτάνουν καθημερινά προσκυνητές. Πήγαιναν για να εκζητήσουν με βαθιά πίστη κι ευλάβεια τη βοήθεια και τις πρεσβείες των οσίων στα προ βλήματα που τους απασχολούσαν. Σε λίγο ένας περικαλλής ναός ανεγείρεται στη μικρή πολίχνη. Ο ναός που στέκει ως τις μέρες μας για να τοποθετηθούν εκεί μέσα τα ιερά λείψανα, για να διακηρύττουν στους αιώνες τα μεγαλεία του Θεού και τη βεβαίωση Του: «Τοὺς δοξάζοντες μὲ δοξάσω»!
Τις ευεργεσίες και τις θεραπείες τους οι άγιοι προσφέρουν σε όλους. Πτωχούς και πλουσίους. Άνδρες και γυναίκες. Αρκεί οι επικαλούμενοι να προσέλθουν με ειλικρινή μετάνοια και πίστη. Ένα τέτοιο θαύμα είναι και τούτο: Κάποτε στη χάρη των αγίων έφθασε και «ὁ κρατῶν» τη νήσο. Αυτός, όπως αναφέρει ο συναξαριστής, «νοσῶ πιεζόμενος βαρύτατη, δίκην παραλύτου ὑπὸ τῶν μεγιστάνων αὐτοῦ βασταζόμενος, ὑπεισῆλθε τῶν ἁγίων». Δηλαδή βασανιζόμενος από μια βαριά αρρώστια, που τον καθήλωσε ακίνητο στο κρεβάτι του πόνου, μεταφέρθηκε με φορείο κρατούμενο από τους άρχοντες του μπροστά στην ιερή λάρνακα των αγίων. Μετά από θερμή προσευχή και μόλις ο ιερέας σήκωσε τα ιερά λείψανα και τα άγγιξε πάνω στον άρρωστο, το θαύμα έγινε. Το παράλυτο κορμί, το ακίνητο απ' την αρρώστια, πήρε μονομιάς δύναμη και ζωή. Τα πόδια κινήθηκαν κι ο άρρωστος απόλυτα θεραπευμένος σηκώθηκε κι άρχισε να περπατά. Κάτι παραπάνω. «Τοὶς οἰκείοις ποσὶν ἤλατο, καὶ περιεπάτει σῶος». Πηδώντας έτρεξε στους δικούς του τελείως καλά. «Τὶς λαλήσει τᾶς δυναστείας σου, Χριστέ; ἢ τὶς ἐξαριθμήσει τῶν θαυμάτων σου τὰ πλήθη;» Ποίος, Χριστέ μου, μπορεί να λαλήσει τις θείες σου ευεργεσίες; Ή ποιος μπορεί να απαριθμήσει τα πλήθη των θαυμάτων σου, που φανερώνουν την ανώτερη και θεία δύναμη σου; Η απάντηση είναι: Κανένας. Το μόνο που μπορούμε να ψελλίσουμε όλοι, είναι του ψαλμωδού τα λόγια: «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Τῆς ἐρήμου πολίται καὶ ἐν σώματι ἄγγελοι καὶ θαυματουργοὶ γεγονότες θεοφόροι Βαρνάβα καὶ Ἰλαρίων ὅσιοι- νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, οὐρανίων χαρισμάτων αὐτουργοί- ὅθεν χάριν ἰαμάτων, ἐξ οὐρανοῦ πλουσίως ἐδέξασθε. δόξα τῷ ἐνδυναμώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι' ὑμῶν, πάσιν ἰάματα.
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο της Βρεταννής Αγίας Ούρσουλας (Ursula).
Η μνήμη του Οσίου Ιλαρίωνα επαναλαμβάνεται στις 28 Μαρτίου.