Ξημερώνει Κυριακή του Θωμά 27 Απριλίου του 1941 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής μπήκαν στην Αθήνα. Η πόλη είναι έρημη και όλα τα σπίτια και τα μαγαζιά κλειστά. Γιατί; Οι Γερμανοί έχουν εισβάλλει στην Αττική και είναι καθ' οδόν για την πρωτεύουσα.
Οι Αθηναίοι πραγματικά δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν και οι περισσότεροι αυτοβούλως αποφασίζουν να μείνουν μέσα στα σπίτια τους όχι μόνο να γα μην κινδυνεύσουν από τους Γερμανούς, αλλά κυρίως για να δείξουν στους κατακτητές πως δεν είναι ευπρόσδεκτοι.
Είναι λίγο μετά τις 8 το πρωί και οι Ναζί κατευθύνονται προς την Ακρόπολη προκειμένου να υψώσουν στον Ιερό Βράχο την ναζιστική τους σημαία που θα υποδηλώνει πως αυτός ο τόπος είναι υπό την κυριαρχία του Γ' Ράιχ ένα απόσπασμα υπό τον ταγματάρχη Peter Jacoby και τον λοχαγό Georg Ebsnits ανέβει στον ιερό βράχο της Ακρόπολης για να κατεβάσει την ελληνική σημαία και στην θέση της να υψώσει τη γερμανική (σβάστικα). Ο επικεφαλής του γερμανικού αποσπάσματος ζήτησε από τον εύζωνα ονόματι Κωνσταντίνος Κουκίδης (ή Κουκκίδη) που φρουρούσε την σημαία μας στον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως, να την κατεβάσει. Ο γενναίος εύζωνας, άτεγκτος και αποφασισμένος… αρνήθηκε σθεναρά! Μια ξερή διαταγή του επικεφαλής τους, έκανε έναν στρατιώτη να κινηθεί, ενώ οι συνάδελφοί του κρατούσαν ακίνητο τον Εύζωνα, απειλούμενο με τα προτεταμένα πολυβόλα και περίστροφα. Ο Ναζί υπέστειλαν την ελληνική σημαία. Ο εύζωνας Κωνσταντίνος Κουκίδης συγκινημένος και αποφασισμένος πήρε την γαλανόλευκη, τυλίχτηκε με αυτήν και τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο πέφτει από τα τείχη, προκειμένου να μην παραδοθεί ο ίδιος, αλλά και να μη βρεθεί «ταπεινωμένο» το εθνικό σύμβολο στα χέρια του κατακτητή. Μπροστά στα μάτια των έκπληκτων Γερμανών, πριν καλά-καλά προλάβουν να αντιδράσουν, έτρεξε προς τη θέση Καλλιθέα της Ακρόπολης, πήδησε στο κενό, από ύψος 60 μέτρων, και κομματιάστηκε στα σκληρά ριζόβραχα του ιερού βράχου, βάφοντας το εθνικό μας σύμβολο με το τίμιο αίμα του, άφησε άφωνους και συγκλονισμένους τους παριστάμενους Γερμανούς, αναλογιζόμενους με τι είδους ανθρώπους έχουν να παλέψουν.
Στο γεγονός αναφέρεται επίσης και η βρετανική εφημερίδα «Daily Mail» σε δημοσίευμα με τίτλο «A Greek carries his flag to the death» (Ένας Έλληνας φέρει την σημαία του έως τον θάνατο) στις 9 Ιουνίου 1941. Στο άρθρο δηλώνεται: «Ο Κώστας Κουκίδης, Έλληνας στρατιώτης ο οποίος φρουρούσε το εθνικό σύμβολο των Ελλήνων πάνω στην Ακρόπολη, τυλιγμένος με την Γαλανόλευκη, εφόρμησε στο κενό και αυτοκτόνησε (27/4/1941)».
Άμεσα ήταν τα αποτελέσματα της θυσίας του και στη γερμανική εξουσία, η οποία, παρ’ όλη την εν γένει φυλετική ψυχρότητά της, δεν έμεινε ασυγκίνητη. Συγκλονισμένοι απο την θυσία του Κουκκίδη οι ίδιοι οι Γερμανοί, το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, μετά απο σύσκεψη που έγινε στο δημαρχείο της Αθήνας, ως χειρονομία καλής θελήσεως ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής Αθηνών στρατηγός Σαίρνερ, εξέδωσε αμέσως διαταγή που όριζε :
«παραπλεύρως των Γερμανικών σημαιών επι της Ακροπόλεως και του Δημαρχείου θα υψούνται και αι Ελληνικαί σημαίαι», τόσο στο βράχο της Ακρόπολης, όσο και στο Δημαρχείο της Αθήνας, ν’ ανεμίζει ελεύθερα η γαλανόλευκη δίπλα στο μισητό σύμβολο του κατακτητή. Και σε λίγο, το μέτρο αυτό επεκτάθηκε σε όλα τα ελληνικά δημόσια κτίρια. Αυτό ίσχυσε σ’ όλη την διάρκεια της κατοχής και μόνον στην Ελλάδα.
Το συνταρακτικό γεγονός μεταδίδεται απο στόμα σε στόμα και συγκλονίζει τους πάντες. Πρώτος το έμαθε ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, ο ιεράρχης που αργότερα αρνήθηκε να ορκίσει κυβέρνηση κουίσλιγκ στην Αθήνα, τον στρατηγό Τσολάκογλου. «Η κυβέρνηση που έχω ορκίσει, συνεχίζει τον πόλεμο στην Κρήτη» είπε στον απεσταλμένο του διορισμένου απο τους γερμανούς, πρωθυπουργού στρατηγού Τσολάκογλου και τον απέπεμψε.
Για την αυτοθυσία του Κων/νου Κουκίδη υπάρχουν πολλές μαρτυρίες ανθρώπων οι οποίοι υποστηρίζουν πως το νέο διαδόθηκε γρήγορα στην κατακτημένη Αθήνα. Τον είδε να πέφτει ο Κυριάκος Γιαννακόπουλος, μικροπωλητής τσιγάρων, ο παγοπώλης της περιοχής, που αμέσως ενημέρωσε τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ. Χρύσανθο, κι εκείνος με τη σειρά του το καταχώρησε στο ημερολόγιο του την 27η Απριλίου 1941.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, στα απομνημονεύματά του, αναφέρει ότι: «Ο Έλλην φρουρός τής Ελληνικής σημαίας επί τής Ακροπόλεως, μή θελήσας νά παραστή μάρτυς τού θλιβερού θεάματος τής αναρτήσεως τής εχθρικής σημαίας, ώρμησεν εκ τής Ακροπόλεως κρημνισθείς καί εφονεύθη. Εκάθησα στό γραφείον μου περίλυπος μέχρι θανάτου καί δακρύων...».
Επίσης και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Cambridge, Νίκολας Χάμοντ και αξιωματικός Ειδικών Επιχειρήσεων Καΐρου στην Ελλάδα κατά την Κατοχή, αναφέρει πως: «Την 27ην Απριλίου 1941, λίγο προτού χαράξει, όλα ήσαν κλειστά. Τότε έμαθα ότι οι Γερμανοί διέταξαν τον φρουρό τής Ακροπόλεως να κατεβάσει το ελληνικό σύμβολο. Πράγματι, εκείνος την υπέστειλε. Τυλίχθηκε με αυτήν και αυτοκτόνησε, πέφτοντας από τον βράχο...».
Ο νεοεθνομάρτυρας Κωνσταντίνος Κουκίδης – αιώνιος φρουρός του Παρθενώνα, ο εύζωνας από τον Πόντο,προτίμησε τον θάνατο από το να ζήσει σκλαβωμένος υπό ναζιστικό ζυγό. Με την θυσία του, κατέστη κήρυκας και σημαιοφόρος της ελληνικής Αντίστασης.
Ο Κουκίδης, δεν ήταν ο μόνος που προτίμησε τον θάνατο από το να ζήσει σκλαβωμένος υπό ναζιστικό ζυγό. Την ίδια μέρα η Πηνελόπη Δέλτα πίνει δηλητήριο στο σπίτι της και αυτοκτονεί. Έτσι έσβησε η Πηνελόπη Δέλτα. Οπως δέκα μέρες πρίν, ο πρωθυπουργός Κορυζής με μία σφαίρα στην καρδιά και ο ταγματάρχης Κωνσταντίνος Βερσής αρκετές μέρες πρίν στα Γιάννινα επειδή δεν ήθελε να παραδώσει τα πυροβόλα του στους γερμανούς.
Άραγε ποια σχέση μπορεί να υπάρξει μεταξύ του Κωνσταντίνου Κουκίδη και των σύγχρονων «Εφιαλτών»; Η θυσία του πρέπει να καταγραφεί στα σχολικά εγχειρίδια και να διδάσκεται από τους δασκάλους στούς μαθητές ως παράδειγμα γενναιότητος, φρονήματος και θυσίας για την Πατρίδα.
Πρέπει να εννοήσουν οι ιθύνοντες ότι οι ήρωες - εθνομάρτυρες όπως ο Κωνσταντίνος Κουκίδης πρέπει να περιβάλλονται ως πρότυπα εάν θέλουμε να επανέλθουμε στο «αρχαίο κάλλος».Ας μένει στη μνήμη του Θεού αιώνια!
======================================================================
Κωνσταντίνος Κουκίδης ο φρουρός της Γαλανόλευκης (27 Απριλίου 1941)
.
Ο ΦΡΟΥΡΟΣ ΤΗΣ ΓΑΛΑΝΟΛΕΥΚΗΣ
Ποίημα του Ευσκίου Πεύκη
Σαν μπήκαν στην Αθήνα των Γερμανών τα στίφη
βρήκαν κλειστές τις πόρτες, τις στράτες αδειανές.
Φωλιάζοντας ο πόνος εις των Ρωμιών τα στήθη,
εκούβανε τις γλώσσες, έπνιξε τις φωνές.
Μα η Γαλανή Παντιέρα επάνω στον ιστό της
ψηλά στον Παρθενώνα
μ’ ένα τσολιά λεβέντη, φρουρόν εις το πλευρό της
κυμάτιζεν ακόμα!
Στον ιερό το χώρο της δόξας της παλιάς
με τ’όπλον εις τον ώμο βημάτιζε ο τσολιάς
κι εκεί μες στα συντρίμμια των δοξαστών μαρμάρων
του ‘παν πως η Ελλάδα
βρίσκεται τώρα σκλάβα
στα χέρια των βαρβάρων!
Των Ούνων η αντάρα στην ακοή του φθάνει,
δαγκώνοντας τα χείλη γονάτισε στη γη
μπροστά εις την Σημαία κι ορκίσθει «να πεθάνει,
αν από τον ιστό της εκείνη κατεβεί».
Σαν τελείωσε τον όρκο επρόβαλε από πέρα
Ούνος επιλοχίας και δίνει προσταγή:
-Τσολιά, τη Γαλανή σου, κατέβασε, Παντιέρα,
η Σβάστικα του Φύρερ επάνω ν’ ανεβεί…
Εις του φρουρού τα στήθη σαν να ‘μπηξε μαχαίρι
μ’ αγριεμένο μάτι κοιτά το Γερμανό
και με θυμό του λέει: -Με το δικό μου χέρι,
των Σημαιών τ’ αστέρι
εγώ δεν κατεβάζω από τον ουρανό…!
Τη Γαλανή Παντιέρα κατέβασαν οι ξένοι
και ο τσολιάς την παίρνει με δάκρυ, με λυγμό
σκύβει και τη φυλάει, τριγύρω του τη δένει
και πέφτει στο γκρεμό!
Την ώρα αυτή φωνάζει η Αθηνά από πέρα:
-Γενναίο παλικάρι, στον όρκο σου πιστό,
τωρα γλυκοκοιμήσου, γρήγορα θα ‘ρθει η μέρα
τη Γαλανή Παντιέρα
και πάλι ν’ανεβάσεις σε πιο ψηλόν ιστό!
.