ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ
Π. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ: Υψώστε τη ΣΗΜΑΙΑ
«Ουδέν αρ’ ην φίλτερον άλλο
πατρίς.» (Δεν υπάρχει τίποτε πιο αγαπημένο από την πατρίδα.- Θέογνις-6ος
αι. π.Χ.)
Τότε ο αρχαίος ποιητής δε γνώριζε τον πιο αγαπημένο, τον Χριστό. Και
την αιώνια πατρίδα, τη Βασιλεία των ουρανών.
Τα «πράγματα» πήραν την ορθή τους θέση το 1807 στην Μονή Ευαγγελίστριας στη Σκιάθο, από το μοναχό Νήφωνα, που στη πρώτη Ελληνική σημαία που σχεδιάστηκε, υφάνθηκε, ευλογήθηκε και υψώθηκε, όρκισε τους οπλαρχηγούς Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Ανδρέα Μιαούλη, Παπαθύμιο Βλαχάβα, Γιάννη Σταθά, Νικοτσάρα κι άλλους.
Και ποια είναι η ορθή θέση;
To είπε ο αρχιστράτηγος της Ελληνικής επανάστασης
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης:
«όταν
επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος».
H Σημαία μας, λοιπόν συνοψίζει την ένδοξη ιστορία της
Ελλάδας και την πίστη στο Χριστό, συμβολίζει την πολύπαθη πατρίδα μας, που σφυρηλατήθηκε
μέσα στους αιώνες, στο αμόνι της ιστορίας, μέσα απ’ τους πολέμους ανεξαρτησίας,
τις επαναστάσεις, το αίμα των μαρτύρων του Χριστού και των εθνομαρτύρων της
ελευθερίας.
Η Σημαία αυτή, που κυμάτισε στα πέλαγα
της πατρίδας καταδιώκοντας τον Τούρκο.
Που αναρριχήθηκε στα βουνά της Ηπείρου
γράφοντας λαμπρή ιστορία στο Αλβανικό έπος.
Η Σημαία αυτή, οιονεί ζωντανός
οργανισμός, εμψυχώθηκε απ’ την ένδοξη ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, τους
Περσικούς, το μέγα στρατηλάτη Αλέξανδρο, το πνεύμα των σοφών της Ιωνίας κι
εμψύχωσε με τη σειρά της, τους ολιγάριθμους αλλά ψυχωμένους κι αποφασισμένους Έλληνες
αγωνιστές, να ανατρέψουν κάθε απαισιόδοξη στατιστική, να διώξουν τον Τούρκο και
να αφήσουν εμβρόντητη την υφήλιο, με την αποφασιστικότητά τους ενάντια στη
Γερμανική μπότα.
Ο λευκός Σταυρός σε γαλανό φόντο
ενδυνάμωσε τους αγωνιστές του ’21 και από το 1978 και μετά, ο λευκός Σταυρός
κόσμησε τις οριζόντιες λευκές και γαλάζιες γραμμές.
Μας φωνάζει «Ελευθερία ή Θάνατος» για
τον Χριστό και την Πατρίδα.
Όμως η Σημαία αυτή δεν υφάνθηκε τελικά
για πρώτη φορά το 1807.
Άρχισε να υφαίνεται σιγά-σιγά μέσα στους
αιώνες.
Όταν οι Μινωϊτες έχτιζαν τον πρώτο
πολιτισμό της Ευρώπης, με παγκόσμια ακτινοβολία. Όταν ο Λεωνίδας είπε το όχι
στις Θερμοπύλες. Όταν ο μέγας Αλέξανδρος καταδίωκε τους Πέρσες στα βάθη της Ασίας
κι απ’ όπου περνούσε έσπερνε Ελλάδα. Όταν ο Αριστοτέλης , ο Πυθαγόρας, ο
Ευκλείδης, ο Ιπποκράτης, ο Θουκυδίδης οι τραγικοί κ.α. έθεταν τα θεμέλια των
επιστημών και τη βάση του παγκόσμιου πολιτισμού.
Όταν ο Απόστολος Παύλος μιλούσε στον
Άρειο Πάγο για το πρωτοφανές γεγονός της Ανάστασης νεκρών.
Όταν μια χούφτα Έλληνες, εκεί στην Αγία
Λαύρα αποφάσισαν να αντισταθούν σε μια αυτοκρατορία, με όλες τις πιθανότητες
εναντίον τους. Αλλά και τις μεγάλες δυνάμεις.
Όταν το 1904 ο Παύλος Μελάς οργάνωσε
αντάρτικο σώμα από Έλληνες αξιωματικούς για να μπει στη Μακεδονία.
Όταν το ’40 πάλι μια μειοψηφία τα έβαλε
με το γίγαντα, που τρομοκρατούσε ολόκληρη την υφήλιο.
Αυτή η ταλαίπωρη Σημαία, που πολλαπλώς
παραδόθηκε στις φλόγες ανίερων και μιαρών, αλιτήριων κουκουλοφόρων, στο
Σύνταγμα, στα Εξάρχεια κι αλλού.
Που έγινε αντικείμενο κλήρου στα σχολεία
και όχι βραβείο αριστείας.
Που λοιδορείται και χλευάζεται.
Αν την κοιτάξεις καλά-καλά δεν είναι
γαλανόλευκη. Έχει και πορφυρό χρώμα.
Ναι, είναι το αίμα των εθνομαρτύρων. Των
ηρώων του ’21 του έπους του ’40 των Μακεδονομάχων. Μυρίζει μπαρούτι. Απ’ τα
βόλια του εχθρού. Μα και αλμύρα απ’ τα κύματα του Αιγαίου, που κατέτρεχαν τον
μπουρλοτιέρη Κανάρη και τη Μπουμπουλίνα.
Χθες είδα ένα όνειρο. Τόσο ζωντανό.
Μπορεί να ήταν όραμα.
Είδα ένα πλήθος ανθρώπων στραμμένων προς
ένα μεγάλο τραπέζι. Με αταίριαστες ενδυμασίες. Είχαν την πλάτη τους στραμμένη
προς εμένα. Συζητούσαν σιωπηλά. Σαν να μην ήθελαν να ακουστούν.
Κάποιοι φορούσαν πανοπλίες με σπαθιά στη
μέση. Νομίζω ότι διέκρινα και μια σάρισα. Κάποιοι με φέσι και μαντηλοδεσιά. Και
φουστανέλα. Άλλοι πάλι με κράνος και χακί στολή. Μερικοί με κάπα και φισεκλίκια
που έζωναν τα στήθια τους διαγωνίως σαν φίδια αδηφάγα.
Υπήρχε κι ένας πίνακας. Σαν αυτόν που
είχαμε στο σχολείο. Ένας, έγραφε κάποιο κείμενο σε δύο χαραγμένες στήλες.
Η μία στήλη απ’ τις δύο είχε περισσότερο
κείμενο και γραμμές.
Οι συνδαιτημόνες έτριβαν το πηγούνι
τους, σκεφτικοί και θλιμμένοι.
Πότε κοιτούσαν τον πίνακα, πότε το
τραπέζι.
Δεν μπορούσα να διακρίνω ούτε φιγούρες ,
αλλά ούτε και τα γραμμένα στον πίνακα.
Πλησίασα κοντύτερα. Στο πλήθος άρχισαν
να ξεχωρίζουν σιγά-σιγά οι φιγούρες.
Οι τόσο αταίριαστα ντυμένες. Σίγουρα δεν
βρισκόμουν σε κάποιο πανηγύρι μπαλ μασκέ.
Διακρίνω αυτόν με την περικεφαλαία. Δεν
είναι δυνατόν! Μοιάζει με την προτομή που είδα στο αρχαιολογικό μουσείο της
Βεργίνας. Είναι ο μέγας Αλέξανδρος. Κι ο πολεμιστής με μια διαφορετική περικεφαλαία
δίπλα του και μια κατάλευκη φουστανέλα είναι ο Κολοκοτρώνης. Παραδίπλα ο
Μακρυγιάννης δείχνει κάτι σε ένα λιγνό μα με χαρακτηριστικό μουστάκι συνδαιτημόνα.
Είναι ο Παύλος Μελάς, το λιοντάρι της Μακεδονίας. Κανάρης, Μπουμπουλίνα,
Καραϊσκάκης, Λεωνίδας, Θεμιστοκλής. Βλέπω το λοχία Δημήτρη Ίτσιο που με 38000
μολυβένια «όχι» σταμάτησε την επέλαση των Γερμανών στην Ομορφοπλαγιά των
Σερρών. Τον ηρωικό διοικητή της Ογδόης, αρχιστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, που
πολέμησε για την τιμή των όπλων και έγραψε τα πρώτα και πιο ένδοξα κεφάλαια της
ελληνικής εποποιίας του 1940, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή άμυνας και
εκδίδοντας το δικό του γενναίο φιρμάνι: «Ουδεμία
σκέψη διά υποχώρησιν, η τελευταία γραμμή αμύνης είναι εδώ, μέχρις εσχάτων»
αψηφώντας τα κελεύσματα των επιτελαρχών της Αθήνας.
Είδα τον Γεώργιο Κατεχάκη, (ο οπλαρχηγός
του Μακεδονικού αγώνα με το ψευδώνυμο Καπετάν Ρούβας) από το Ηράκλειο Κρήτης,
περίλυπο να στύβει στη γροθιά του το κεφαλομάντηλο.
Είδα και πιο πέρα στη γωνία, κάτι
παιδιά. Σαν μαθητές. Μα ναι! Οι μαθητές του 1ου Γυμνασίου Χανίων που έδωσαν τη
ζωή τους στους απελευθερωτικούς πολέμους 1912- 1913. Οι ιερολοχίτες της Κρήτης,
που έγραψαν ένδοξες σελίδες ιστορίας, στα βουνά της Ηπείρου.
Μα με ποια ευκαιρία συνευρέθηκαν όλοι
αυτοί οι νεκροί; Τι συζητούσαν; Γιατί ήταν περίλυποι με υγρά, κλαμένα μάτια; Τι
μήνυμα έστελνε ο πίνακας;
Πλησίασα ακροποδητί, να μην γίνω
αντιληπτός.
Σάστισα βλέποντας τον πίνακα. Η μία
στήλη φιλοξενούσε τις ένδοξες στιγμές των Ελλήνων από την εποχή του Λεωνίδα και
πριν.
Θερμοπύλες, Γρανικός, Ναυαρίνο , Κιλκίς,
Λαχανάς, Καλπάκι, Κρήτη κ.α.
Η άλλη, τις ντροπές και τους προδότες.
Αυτή η δεύτερη στήλη μεγαλύτερη και
τρομακτικότερη.
Αναπάντητη Τουρκική προκλητικότητα, Ίμια
, Κύπρος, Σκόπια, μνημόνια , αθρόα φυγή νεολαίας στην Εσπερία , αλλοίωση του
πληθυσμού από οικονομικούς μετανάστες (κυρίως και λιγότερο πρόσφυγες),
υπογεννητικότητα, γερασμένη και αδιάφορη «Ελλάδα» για υψηλά ιδανικά και
αυτοθυσία.
Φραγκολεβαντίνικη πολιτική της υποταγής
, παραδομένης στην ιδιοτέλεια και το βόλεμα. Τρομοκρατημένη απ’ τη βαρβαρότητα
της Δύσης του ψευτοδιαφωτισμού.
Προειδοποίησε ο ποιητής:
«Ήδη,
σας το είπα. Είναι η βαρβαρότητα. Τη βλέπω να ‘ρχεται μεταμφιεσμένη, κάτω από
άνομες συμμαχίες και προσυμφωνημένες υποδουλώσεις. Δεν θα
πρόκειται για τους φούρνους του Χίτλερ ίσως, αλλά για μεθοδευμένη και
οιονεί επιστημονική καθυπόταξη του ανθρώπου. Για τον πλήρη εξευτελισμό του. Για
την ατίμωσή του…» (Δήλωση του Οδυσσέα Ελύτη στις 19
Οκτωβρίου 1979, με αφορμή την αναγγελία για τη βράβευσή του με το Νόμπελ
Λογοτεχνίας.)
Οι νεκροί αυτοί, βλέποντας πως ότι
χτίστηκε μες στους αιώνες με πολύ κόπο, αίμα, γιγάντια προσπάθεια και υπομονή,
γκρεμίστηκε σε λίγα χρόνια.
Συνομιλούν και στοιχηματίζουν για τον
νεοΈλληνα. Τον «homo-gadgetus».Τον άνθρωπο του τηλεοπτικού σήριαλ, των καζίνο,
του facebook, του iphone, της εύκολης λύσης, του καναπέ και της
βόλεψης, του τατουάζ, της φιγούρας, των μπαρ και των ηδονών, που ποδηγετείται
από τα μέσα ενημέρωσης και τα «social media», που το πρώτο κριτήριο για την
πολύτιμη ψήφο του , είναι η μείωση φόρων , η αύξηση κάποιων αποδοχών , κάποιο
ξεροκόμματο επιπλέον , ψεύτικες υποσχέσεις ,για να δείξει την προτίμησή του ,
να δώσει την ψήφο του , την υπογραφή του , την ίδια του την ψυχή.
Δε βρίσκουν λύση.
Οι στατιστικές είναι ενάντιά μας.
Θεωρούν ότι φραγκέψαμε. Ότι χάσαμε τον προσανατολισμό μας.
Πλησίασα κι άλλο. Να βρω τι κοιτούσαν με
τόση συστολή και δέος πάνω στο τραπέζι.
Βλέπω χρώματα. Λευκό. Γαλάζιο. Να και ο
Σταυρός. Η Σημαία. Η γαλανόλευκη. Τη βλέπουν γογγύζοντας, στη σκέψη ότι δεν
υπάρχει ελπίδα.
Ας τους
αποδείξουμε ότι κάνουν λάθος. Ότι είμαστε εδώ. Ότι ξυπνάμε από τον λήθαργο της
ευζωίας , του προοδευτισμού, της ιδιοτέλειας , της ασφάλειας , της
ασυνειδησίας.
Ότι η
συνείδηση που πιέζουμε στην πρέσα της λήθης ανθίσταται. Ξεπηδά με ρώμη και
αποφασιστικότητα. Όπως το’ πε ο άγιος των γραμμάτων ο Παπαδιαμάντης: «η ηχώ
της συνείδησης όσο και αν πιεσθεί όσο και αν συμπηγεί μιλάει πάντοτε και σπάνια
επιστομίζεται».
Ακούω
ψιθύρους απ’ την ομήγυρη. Απογοητευτικά συμπεράσματα και σχόλια.
Δεν θλίβονται
που δεν τους συζητούν πλέον στα σχολεία. Που δεν τους διδάσκουν. Που δεν τους
μνημονεύουν , δεν τους λιβανίζουν και δεν τους ευλογάνε.
Θλίβονται που
ο νεοέλληνας αδιαφορεί για το αύριο. Για την ιστορία. Για την Ελλάδα.
Από υλικής
απόψεως μας τα πήραν σχεδόν όλα. Γη , εθνικούς πόρους.
Τώρα το μόνο
που μένει –και το κυριότερο –η ψυχή. Η ψυχή του Έλληνα που ανδρώθηκε μέσα στο
ρου της ένδοξης ελληνικής ιστορίας. Με την ισχυρότερη πρόσμιξη την αληθινή
πίστη στον Κύριό μας , αποτελεί ένα κράμα άθραυστο στο ρου της ιστορίας.
Όμως αυτό το
μέταλλο είναι έτοιμο να σπάσει διότι έχει διαβρωθεί απ’ τα ξένα ήθη.
Άλλαξαν οι
προτεραιότητές μας.
Είχα τόσα να τους πω. Τόσα να ιστορήσω.
Να ζητήσω συγνώμη που κάποιες φορές
πτώχευσα την πατρίδα.
Δεν αντέδρασα όπως θα ‘πρεπε κάθε φορά
που ξεπουλιόταν στο παζάρι της πολιτικής.
Να τους βεβαιώσω ότι το δένδρο της
ελευθερίας δεν ξεράθηκε ακόμα. Κι αν οι περιστάσεις το απαιτήσουν, θα βρεθούν
κορμιά να το λιπάνουν. Μια χούφτα, απ’ τη χούφτα των Ελλήνων.
Μα δεν ήθελα να διακόψω την αγία σιγή
των στιγμών.
Εξάλλου βιαζόμουν. Έπρεπε να βγάλω τη
σημαία απ΄ την αποθήκη. Να στολίσω και να λαμπρύνω με αυτή το μπαλκόνι. Τώρα θα
μείνει μόνιμα εκεί να κυματίζει περήφανη και να στέλνει καθημερινά το μήνυμα
στους γείτονες , τους περαστικούς. Οι ασπρογάλαζες ρίγες της και ο πολύτιμος
σταυρός της, θα δροσίζει τα μνήματα των νεκρών ηρώων. Θα τους απαλύνει τον
πόνο. Θα εμψυχώνει τον απογοητευμένο. Θα αφυπνίζει τον αδιάφορο.
Ας υψώσουμε τις σημαίες μας. Ας μην
τις υποστείλουμε με το πέρας της εθνικής εορτής.
Ας μην υπακούσουμε στον προσβλητικό
νόμο, που μας επιτρέπει μόνο σε εθνικές εορτές , πένθη ή επίσημες τελετές την
ανάρτηση της σημαίας.
Εάν δεν έχουμε σημαία, να «κόψουμε» απ΄ το
καθημερινό τραπέζι , απ’ το ντύσιμο και άλλες βιοτικές ανάγκες και να εξασφαλίσουμε
μία για το σπίτι μας.
Για την οικογένειά μας. Για την ψυχή
μας.
Ο Άϊ Δημήτρης
–η μνήμη του οποίου εορτάζεται αυτές τις ημέρες- θα περιπολήσει με το άτι του,
τις λεωφόρους και τα στενά των πόλεων και των χωριών. Ας μην βρει σπίτι χωρίς
σημαία. Σπίτι που δεν τιμά τους νεκρούς-μα πάντα ζωντανούς- ήρωες της Ελληνικής
ιστορίας.
Μέσα από τα μνήματα , ακούω ψιθύρους.
Τις φωνές των πεσόντων να ζητούν δικαίωση.
Ας δώσουμε ηχηρό παρόν στις παρελάσεις.
Ας πλημμυρίσουμε τον ορίζοντα με γαλανόλευκη. Να σειστεί η γης.
Να δώσουμε ένα μάθημα στα παιδιά μας,
τους αυριανούς ηγήτορες και πρέσβεις του Ελληνισμού. Ας χαραχτεί η εικόνα αυτή
για πάντα στην ψυχή τους.
Η γαλανόλευκη να κυματίζει υπερήφανη σε
κάθε μπαλκόνι ,τόσο, που να σου μοιάζουν όλες μαζί, σαν ένα ποτάμι ορμητικό,
έτοιμο να πνίξει κάθε προδοσία, φόβο, αμφιβολία.
Καλή λευτεριά.