Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ 12 ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ (1974 - 2017) 31ο μέρος ΟΙ ΜΑΥΡΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ


 Δημοσίευμα  της Εφημερίδος :"ΑΓΩΝΑΣ"  αρ φυλ. 246/ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2017 http://www.agonas.org/

 ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΥ ΕΚΔΟΤΟΥ – ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ ΕΦΗΜ. «ΑΓΩΝΑΣ»

O Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ Κοτσώνης κατέστη “σημείο αντιλεγόμενο” διότι αγαπήθηκε από τους πολλούς και γνώρισε την μανία των ολίγων δεσποτάδων και καθηγητάδων. Η κριτική είναι πράξη έντιμη και καταξιωμένη στην ανθρώπινη ιστορία. Εδώ όμως έγινε – και γίνεται – ένας αγώνας εξόντωσής του, μάχη πεισματική να φθαρεί και να σβήσει από την ιστορία, κι αν είναι δυνατόν ακόμα και η ύπαρξή του. Θεωρούμε χρέος ιερό, να παραδώσουμε στην ιστορία τα πραγματικά γεγονότα και την αλήθεια και αυτό εξακολουθούμε να κάνουμε επί 3 χρόνια περίπου. Άνθρωποι του κατεστημένου εργάζονται όπως οι τυφλοπόντικες, βοηθώντας άλλους αντί “πινακίου φακής”, να γράψουν βιβλία και με δαιμονική οργή να εκτοξεύουν βέλη βαμμένα στο ψέμα με σκοπό την κακοήθη διαστρέβλωση, πράξη αποτρόπαια και κατάπτυστη κατευθυνόμενη στο αψεγάδιαστο πρόσωπο του πιστού, φτωχού, ασκητικού αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου από την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους).

ΚΟΝΤΡΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟ

ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ Κοτσώνης με την παρουσία του και την δραστηριότητα στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τάραξε τα λιμνασμένα νερά του αυλόγυρου της Εκκλησίας. Αγωνίστηκε και
έδιωξε τους αργυραμοιβούς από τα ιερά σκηνώματα της δόξης του Κυρίου. Ανέτρεψε τα προνόμια του κατεστημένου, γι’ αυτό και δεν άργησε να εκδηλωθεί η αντίδρασή τους.

Ανοίγοντας τις πύλες της Εκκλησίας για να μπει καινούργιο αίμα σ’ αυτήν, επιστράτευσε υγιή και δυναμικά στελέχη, με άρτιο θεολογικό οπλισμό, ικανά να καθοδηγήσουν το ποίμνιο στην πληρότητα της χαράς της βασιλείας του Θεού. Αλλ’ η ομάδα των αρχιερέων που δρούσε στο παρασκήνιο και τους χαλούσε τα σχέδια, πήρε αμέσως θέση και κινήθηκε με ταχύτητα και επιδεξιότητα.

Ο Ιερώνυμος δεν ήξερε τι θα πει κόπος και έβαλε εμπρός το έργο του. Μία από τις πρώτες ενέργειές του ήταν να θεσπίσει
«δωρεάν θρησκεία». Δηλαδή να καταργήσει όλα εκείνα τα υποτιμητικά και εξευτελιστικά προνόμια των αρχιερέων και ιερέων, που, για την παραμικρή τους προσφορά στο λαό, άπλωναν το χέρι σε επαιτεία και σε Σιμωνιακή ανταπόδοση.

Ποιος, από τους παλαιότερους, δεν θυμάται τα παζάρια και τις ταρίφες που είχαν καθιερώσει οι ναοί για τα ιερά μυστήρια (στέφανα, βάπτιση, ακόμα και κηδείες); Είχε καθιερωθεί πόσο θα πλήρωναν με αναμμένο το κεντρικό πολυέλαιο, πόσο με τους μικρότερους, με τα μισά ή με όλα τα φώτα αναμμένα, με έναν ή περισσότερους παπάδες, με δεσπότη, με ψάλτη ή με χορωδία και πάει λέγοντας!

Πολλοί δεσποτάδες περιφέρονταν στα νεκροταφεία του λεκανοπεδίου της Αττικής και ασχολούνταν περισσότερο με τους νεκρούς παρά με τους ζωντανούς. Ιεροπρακτούσαν «από πρωίας μέχρι νυκτός». Κήδευαν, τελούσαν μνημόσυνα, τρισάγια και άπλωναν το χέρι να εισπράξουν και να θησαυρίσουν. Στη μάντρα των νεκροταφείων τερμάτιζε η διαδρομή τους και ο οραματισμός τους, στα δε μνήματα ολοκληρώνονταν η διακονία τους.

Όλα αυτά κόπηκαν… Πρώτος ο Ιερώνυμος και όλο το επιτελείο του έδειξαν τον δρόμο με το παράδειγμά τους. Πρόσφεραν την διακονία τους δίχως να δέχονται από κανέναν υλική ανταπόδοση. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και όσα χρήματα έφταναν στην Αρχιεπισκοπή, που αποτελούσαν απολαβές και εισοδήματα των προκατόχων του, δεν τα έπιανε καν στα χέρια του, αλλά πήγαιναν κατ’ ευθείαν στο νοσοκομείο των κληρικών.

Ο πιστός λαός ήθελε τους ποιμένες φτωχούς και αξιοπρεπείς, όπως φτωχός ήταν και ο Χριστός «ο δε υιός του ανθρώπου ούκ έχει πού την κεφαλήν κλίνη» (Ματθ. η΄ 20). Το φαινόμενο των πλούσιων επισκόπων ήταν ένα σκάνδαλο, που η Χριστιανική συνείδησή του δεν το άντεχε. Ο δημοσιογραφικός κάλαμος δακτυλοδεικτούσε δεσποτάδες που ζούσαν στη χλιδή και έδειχναν συνεπαρμένοι από τη λάμψη του χρήματος.

Όταν πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός (1941-1949) βρέθηκε διαθήκη με μια ατράνταχτη περιουσία. Και να σκεφτεί κανείς ότι αρχιεράτευσε σε μια δύσκολη ιστορική περίοδο πείνας και σκλαβιάς. Ήταν φοβερό και κάκιστο παράδειγμα μέσα στη θύελλα του πολέμου και της κατοχής, να συγκεντρώνει πλούτο (χρυσές λίρες) τη στιγμή, που στους δρόμους της πρωτεύουσας σωριάζονταν νεκρά τα σκελετωμένα κορμιά των σκλαβωμένων Ελλήνων!

Το ίδιο σκάνδαλο άφησε πίσω του και ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων (1949-1956). Η τεράστια περιουσία πέρασε στους κληρονόμους του. Οι εφημερίδες βούιξαν και ο λαός έμενε σε απορία και θλίψη.

Προβληματική και συγχρόνως προκλητική ήταν η περίπτωση του Μητροπολίτη Φθιώτιδος Αμβροσίου (1932-1960). Οι εκκλησιαστικοί παράγοντες τον αποκαλούσαν “Κροίσο της Ιεραρχίας”. Η περιουσία του Αμβροσίου ήταν τεράστια. Το κεντρικό κτίριο που βρίσκεται στη συμβολή Πανεπιστημίου και πλατεία Ομονοίας ήταν ιδιοκτησία του. Ήταν το άλλοτε υπερπολυτελές ξενοδοχείο “ΕΞΕΛΣΙΟΡ” (σήμερα είναι της Εθνικής Τραπέζης) και δεν ήταν το μοναδικό. Είχε αγοράσει ακίνητα σε αρκετούς κεντρικούς δρόμους των Αθηνών και νέμονταν τα παχυλά μισθώματα.

Είχαμε και τον μεγαλοϊδιοκτήτη δεσπότη Παντελεήμονα Κορινθίας (1965-2006) με τα δεκάδες διαμερίσματα, την κατοχή των οποίων δεν αρνούνταν. Μάλιστα δε δήλωσε σε κάποιο περιοδικό ότι, την περιουσία του αυτήν την απέκτησε, “εξ αιτίας του αναστήματός του και της καλλιφωνίας του” δηλαδή τον προτιμούσαν όλοι στις ιεροτελεστίες των Μνημοσύνων και των Κηδειών γι’ αυτά του τα… χαρίσματα!

Υπήρξε σφοδρός πολέμιος του Ιερωνύμου διότι με τη νέα τακτική του χάλασε τις δουλειές του. Είναι γνωστή η απειλή του προς τον Ιερώνυμο «θα πουλήσω δύο διαμερίσματα να εξοντώσω τον Ιερώνυμο!!!».

Κάποια στιγμή ο π. Ιερώνυμος αηδιασμένος και πικραμένος παραιτήθηκε. Και τότε ήρθε ο “Τυφώνας” που λέγονταν Σεραφείμ Τίκας, ο οποίος μαζί με την “Πρεσβυτέρα” Ιεραρχία ισοπέδωσαν ό,τι δημιουργικό είχε πραγματοποιηθεί μέχρι τότε. Έτσι την σεμνότητα αντικατέστησε η προβολή της κενότητας, την εκούσια φτωχία η αλαζονική μιθριδατική επίδειξη και το ταπεινό φρόνημα το ηγεμονικό πνεύμα.

Γύρισε και πάλι στην Εκκλησία ο βαρύς χειμώνας της προ του Ιερωνύμου εποχής (η καταιγίδα και παγωνία)! Οι παλαιοί δεσποτάδες βουτηγμένοι στη διαφθορά μετέδωσαν τη σήψη και στους νέους. Οσμή διαφθοράς και θανάτου παντού. [Δύο ακόμη ιστορίες που θ’ αναφερθούμε για τη νέα εκκλησιαστική κατάσταση, αλλά παλαιά δεσποτική νοοτροπία είναι θλιβερές και καταθλιπτικές. Τις αναφέρουμε όχι για να ξύσουμε πληγές, αλλά για να επισημάνουμε την ασθένεια και να την θεραπεύσουν όσοι ακόμα έχουν μάτια και αυτιά, αλλά και δύναμη μαζί με θέληση].

Το πρώτο περιστατικό αφορά τον Μητροπολίτη Πατρών που το 1974 στην αναμπουμπούλα έφυγε από την “στενή και στενάχωρη» Μητρόπολη Ζιχνών με τις 60 ενορίες και εγκαταστάθηκε στην ευρύχωρη μητρόπολη Πατρών με τις 170 ενορίες. Ο τοπικός τύπος έγραψε την εξής απίθανη είδηση: “Ο Μητροπολίτης Νικόδημος – ο πατέρας και ποιμένας – μπήκε στη λέσχη των πλουσιότερων Ελλήνων. Έχει μονάχα σ’ ένα βιβλιάριό του σε Τράπεζα που στενάζει κάτω από το βάρος του ποσού του ένα δισεκατομμύρια τριακόσια εκατομμύρια δραχμές”.

Το ρεπορτάζ δεν μας πληροφορούσε πόσες άλλες παράλληλες καταθέσεις είχε ή πόσα είναι τα ακίνητα, που είχε αγοράσει κατά το διάστημα της αρχιερατικής του θητείας.

Η είδηση δεν διαψεύστηκε. Η Ιερά Σύνοδος δεν ενοχλήθηκε. Η διοίκηση της Εκκλησίας, που πολλοί περίμεναν ότι θα τον καλούσε να δώση εξηγήσεις, «αγρόν ηγόρασε». Λίγο αργότερα μάθαμε ότι η κατάθεση αποσύρθηκε και επενδύθηκε σε κρατικά ομόλογα γιατί έτσι είχε καλύτερη απόδοση, αλλά και γιατί δεν ήταν δυνατόν να μετρηθούν και να δημοσιοποιηθούν.

Το δεύτερο περιστατικό αφορά νέο που μολύνθηκε από την “Πρεσβυτερική” ασθένεια, και είναι ο Λαρίσης Σεραφείμ Ορφανός που κατέλαβε την μητρόπολη που αγίασε ο πτωχός και ανυπόδητος π. Θεολόγος.

Ο Σεραφείμ διορίστηκε δεσπότης στη μητρόπολη Λάρισας την 4η Αυγούστου 1974. Ο διορισμός τον βρήκε σε άσχημη οικογενειακή οικονομική καταιγίδα (με τον γαμπρό του) η οποία και τον συνόδευε.

Ερχόμενος στη Λάρισα έπρεπε να τακτοποιήσει και τα οικονομικά προβλήματα. Τότε άρχισε την λαθροχειρία στα εκκλησιαστικά ταμεία και στα προσκυνήματα, με αποτέλεσμα στα δέκα επτά (17) χρόνια “αρχιερατείας” του να μας... εγκαταλείψει παίρνοντας μαζί του, σαράντα έξι (46) συμβόλαια ακινήτων – αγροκτημάτων, διαμερισμάτων, καταστημάτων, οικοπέδων, δύο εξοχικών στο Μαραθώνα και ένα στο βουνό της Εκάλης με πισίνα κ.ά. μη συμπεριλαμβανομένων των αγορασμένων με προσύμφωνα. Παράλληλα οι καταθέσεις του ήταν τόσες, που κάποιος είπε χαριτολογώντας: “Οι καταθέσεις του Σεραφείμ έχουν βουλιάξει την Εμπορική Τράπεζα Ν. Μάκρης”.


Ο πλούτος του επισκόπου είναι σημάδι παρακμής, εκτροπή και νοσηρό σύμπτωμα δυσλειτουργίας της ίδιας της αρχιερωσύνης, έκπτωση και εκφυλισμός ταυτιζόμενα με τον Ιούδα, ο οποίος «κλέπτης ην και το γλωσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζε» (Ιωαν. 18,6).

Τα περιστατικά που αναφέραμε δεν είναι τα μοναδικά. Αν επεκταθούμε, ίσως τραυματίσουμε την ευαισθησία του λαού του Θεού. Αλλά αν σιωπήσουμε, θα αποδειχθούμε ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ.

Καταθέτουμε αυτά τα ολίγα και αποσιωπούμε τα πολλά.

Ο μακαριστός Ιερώνυμος και όλη η χορεία των ανελθόντων στις αρχιεπισκοπικές καθέδρες επί των ημερών του «ηγάπησεν τον Χριστόν μάλλον ει τον χρυσόν». Το δάκρυ της συμπόνοιας και της συμπαραστάσεως των μελών του σώματος της Εκκλησίας, συγκεντρώνονταν και γίνονταν έργα πνοής και γάπης, μέριμνα για τα πονεμένα μέλη του σώματος, φτωχών και ορφανών, βακτηρία χηρών και αναπήρων, εγκαταλειμμένων αδελφών και ανήμπορων γηρατειών, σφούγγιζαν το δάκρυ και πότιζαν τη ρίζα της παρηγοριάς.

Η συνταγή του αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου ήταν: “Καθημερινά η Εκκλησία να σκορπίζη και να φτωχαίνη, και καθημερινά να συνάγη και να πλουτίζη”.

Το φυσικό κλίμα του επισκόπου, έλεγε – και έδινε ο ίδιος το παράδειγμα – είναι η κένωσις, η άρνησις των θησαυρών του κόσμου τούτου, η περιφρόνησις της γοητείας του χρυσού και η προσκόλλησις στο πρόσωπο του Χριστού.

Η φτωχεία του ιδίου ήταν το δείγμα της γνησιότητας, η έμπρακτη διδαχή, η σφραγίδα της αληθινής εικόνας του Ιησού Χριστού, ο οποίος «δι’ υμάς επτώχευσε πλούσιος ων» (Β΄ Κορινθ. η΄ 9).

Η γενναία αυτή ιερωνυμική πρωτοβουλία (τυχερά) δεν έγινε αποδεκτή από τους παλαιούς αρχιερείς. Τους φάνηκε σαν να τους έφυγε η δουλειά μέσα από τα χέρια τους. «Ιδόντες δε οι κύριοι αυτής ότι εξήλθεν η ελπίς της εργασίας αυτών…» (Πραξ. ΙΣΤ΄ 19).

Μερικοί περιορίστηκαν στην υποχθόνια φθορά και συκοφάντηση ενώ άλλοι βγήκαν με θράσος ανοιχτά και διατύπωσαν αντιρρήσεις δημοσίως!

Ο Πειραιώς Χρυσόστομος Ταβλαδωράκης έφτασε να χαιρετήσει την πρωτοβουλία του Ιερωνύμου ως κατάλυση της μακραίωνης παράδοσης. «Τα τυχερά – είπε – είναι η προσφορά των φιλοτίμων. Είναι η εθελουσία δωρεά των υλικών αγαθών στους λειτουργούς της Εκκλησίας και δεν πρέπει να καταργηθούν, γιατί απομακρυνόμαστε από την παράδοση και φεύγουμε μακριά από τα σχήματα των πατέρων μας».

Όλοι αυτοί είχαν λησμονήσει τις σελίδες του Ευαγγελίου, που μιλούν για την απάτη του πλούτου, και μετέτρεψαν το ωμοφόριό τους σε χρυσοπηγή. Αυτοί, της παλιάς φρουράς της Ιεραρχίας, προσπαθούσαν να πείσουν τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, να ευθυγραμμιστή με την “παράδοση” που υπήρχε, δηλαδή την “αρπαχτή”. Εκείνος, όμως, παρέμεινε βράχος αμετακίνητος.

ΚΟΝΤΡΑ στο ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ

των “διαβεβλημένων”

Δεύτερη ενέργεια του Ιερωνύμου ήταν να καθαρίσει την Εκκλησία από τα μιάσματα και να εφαρμόσει τους Ιερούς Κανόνες που δεν επιτρέπανε σε άτομα “διαβεβλημένα” και πρόσωπα με “βεβαρημένο” παρελθόν να παρεδρεύουν στο Πανάγιο Θυσιαστήριο. Διότι είχαν εισχωρήσει στο ιερό θυσιαστήριο τυχοδιώκτες φιλόδοξοι, συνεπαρμένοι από την εξωτερική λάμψη του επισκοπικού αξιώματος και προχωρούσαν δίχως αναστολή και δίχως φόβο προς την φρικτή κλίμακα της ιερατικής διακονίας, χωρίς να έχουν ενταχθεί οργανικά στη ζωή της άσκησης και της λατρείας. Ανίσχυροι να δώσουν το στίγμα του αφιερωμένου, ξένοι και ασυντόνιστοι με τα παραδείγματα των αγίων της Εκκλησίας, κενοί Θεολογικά, και ακόμα κενώτεροι πνευματικά, αποτελούσαν παγερό και ανήμπορο παράδειγμα μεταφοράς εμπειρίας καρδιάς. Το μόνο σημάδι που τους απομένει και δηλώνει τη μοναχική τους ιδιότητα, είναι το επανωκαλύμμαυχο, που το φορούν επιδεικτικά, περισσότερο σαν διάκριση κοσμική. Όνειρό τους η αρχιερατική ράβδος και η αυτοκρατορική μίτρα τα οποία για να τα πετύχουν εντάσσονται στα κυκλώματα της διαφθοράς, περιφέρονται στους Συνοδικούς διαδόρμους και θωπεύουν τα δεσποτικά πάθη μήπως εξασφαλίσουν την εύνοια και προσπορίσουν την ψήφο τους.

Όλους αυτούς πήγε να αποκόψη ο Ιερώνυμος από την σεμνή χορεία των επισκόπων και από το σώμα των λειτουργών της Ιερωσύνης.

Όλοι οι παραπάνω ιερομόναχοι είναι εγγεγραμμένοι κάπου σε κάποιο μοναχολόγιο βάσει της ατυχέστατης εκείνης συνοδικής εγκυκλίου της δεκαετίας του 1920 που καθόριζε ότι ο άγαμος κληρικός είναι υποχρεωμένος να είναι εγγεγραμμένος σε κάποια μονή της Μητροπολιτικής του περιφέρειας για να καρεί μοναχός, και τίποτε περισσότερο.

Δεν υπάρχει καμιά απαίτηση ο μοναχός να έχει ενταχθεί οργανικά σε κοινόβιο Μοναστήρι και να ακολουθήση τους κανόνες της πνευματικής άσκησης, ώστε να καθοδηγηθεί στην υπέρβαση της ύλης και της σάρκας, να βιώσει τη λατρεία και την αφοσίωση και να ποτιστεί από το πνεύμα των πατέρων και την απάθεια των οσίων. Όμως όλοι αυτοί δεν διατηρούν καμία κοινωνία με το μοναστήρι τους φθάνοντας στο σημείο να βλέπουμε στα Δίπτυχα της Εκκλησίας ή Μονής δεκάδες εγγεγραμμένους, αλλά στην πραγματικότητα να μην υπάρχει κανείς ή να εγκαταβιούν το πολύ-πολύ 2-3.

Το αποτέλεσμα αυτής της συνοδικής οδηγίας το βιώνουμε μέχρι σήμερα, γιατί απ’ αυτή αναπτύχθηκε μια απέραντη στρατιά ιερομονάχων, απ’ την οποία διαλέγουν δεσποτάδες τους πιο εύκαμπτους, ασκουμένους στην τέχνη της κολακείας, ευθυγραμμισμένους σε κάθε προσταγή, έτοιμους να ψηφίσουν ακόμα και τις πιο παράλογες αποφάσεις.

Όλη αυτή η φαύλη πρεσβυτέρα Ιεραρχία συνασπίστηκε και έπεσε επάνω στον Ιερώνυμο να τον κατασπαράξει (είναι αλήθεια ότι μερικοί απ’ αυτούς που τον πολέμησαν, κατάλαβαν το λάθος τους και ένοιωσαν την υποχρέωση να καταθέσουν άνθη ευλαβείας στη σεπτή σορό του) και τα κατάφερε βοηθούμενη από κέντρα σκοτεινά και από τα Μ.Μ.Ε. που είχαν σταματήσει επί των ημερών Ιερωνύμου να τρώνε το ιερό χρήμα.

Έτσι, το παλαιό κατεστημένο έφερε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον Σεραφείμ Τίκα, έναν αγράμματο, αθεολόγητο, αγροίκο αντάρτη… και ξανάμπασε το συρφετό στην αυλή της Εκκλησίας. Άνοιξε ο δρόμος στους “διαβεβλημένους” ρασοφόρους, που πριν από την εκλογή του Σεραφείμ ήταν έτοιμοι να πετάξουν τα ράσα και βρέθηκαν ξαφνικά Μητροπολίτες. Γνωστοί σκανδαλοποιοί φόρεσαν την επισκοπική μίτρα. Κι ενώ οι ίδιοι εκλέκτορες πριν τους κατηγορούσαν για ποικίλα παραπτώματα τώρα τους τίμησαν με την ψήφο τους και τους ανύψωσαν σε θώκους της ηγεσίας, της Εκκλησίας.

Αυτή η πρεσβυτέρα Ιεραρχία, με επικεφαλής τον αθεόφοβο Σεραφείμ, έκλεισε ερμητικά τις πόρτες σε λειτουργούς πιστούς στους μοναχικούς όρκους, ιχνηλάτες των αγίων, μιμητές του ασκητικού προτύπου, ποτισμένοι με το αποστολικό πνεύμα, υποπιάζοντες και δουλαγωγούντες το σώμα «μήπως άλλοις κηρύξαντες αυτοί αδόκιμοι γένωνται» (Κορ. Θ΄ 27). Αυτούς τους λίγους, τους εκλεκτούς, τους σιωπηλούς υπηρέτες του αγίου θυσιαστηρίου και ιχνηλάτες των βημάτων των οσίων, η ομάδα Σεραφείμ και ΣΙΑ τους απώθησε με βιαιότητα, τους στρίμωξε στο περιθώριο, και ανύψωσε στην περίοπτη θέση του επισκοπικού αξιώματος τα κακέκτυπα.

Η σημερινή πραγματικότητα αποτελεί την τέλεια παραποίηση της Αρχιερωσύνης. Από την πλαστογράφησή της, την αλλοτρίωσή της και την εκτροπή της ξεπήδησε στην εκκλησία μας ο Οικουμενισμός, η “μεταπατερική Θεολογία” κ.ά. Και ερωτούμε: Μήπως έχει διαταραχθεί η αποστολική διαδοχή και «εν τόπω αγίω» εκάθησε το βδέλυγμα της ερημώσεως;

[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]