Κυριακὴ Δ΄ Λουκᾶ καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου [: Τίτ. 3, 8-15]
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ
[ἀπόδοση στὴν ἁπλὴ ἑλληνικὴ καὶ πρόσθετα σχόλια: Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης]
«Πιστὸς ὁ λόγος (:Τὸ ὅτι δικαιωθήκαμε καὶ ἀναγεννηθήκαμε καὶ θὰ κληρονομήσουμε τὴν αἰώνια ζωὴ εἶναι λόγος καὶ ἀλήθεια ἀξιόπιστη)» [Τίτ. 3,8].
Ἐπειδὴ παραπάνω εἶπε ὁ Ἀπόστολος γιὰ μέλλοντα πράγματα, τὸ δὲ μέλλον εἶναι ἄδηλο καὶ ἀόρατο, γι᾿ αὐτὸ ἐδῶ προσθέτει καὶ τὸ ἀξιόπιστο στὸν λόγο του καὶ λέγει ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶπα εἶναι ἀξιόπιστο καὶ βέβαιο ἀπὸ τὰ περασμένα καὶ προηγούμενα ἀγαθά, ποὺ ἀπολαύσαμε· ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἔδωσε τόσα ἀγαθὰ στὸν προηγούμενο καιρό, Αὐτὸς θὰ μᾶς δώσει καὶ στὸν μέλλοντα.
«Καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ (:Καὶ γι᾿ αὐτὰ τὰ θέματα θέλω νὰ μιλᾷς μὲ βεβαιότητα καὶ μὲ κῦρος, γιὰ νὰ φροντίζουν ὅσοι ἔχουν πιστέψει στὸν Θεὸ νὰ πρωτοστατοῦν ἀκούραστα σὲ καλὰ ἔργα)».
Ἐπειδὴ παραπάνω ἀνέφερε ὁ Ἀπόστολος γιὰ τὴν ὑπερβολικὴ ἀγαθότητα ποὺ ἔδειξε ὁ Θεός σε ἐμᾶς, ἐπειδὴ μᾶς ἔσωσε μέ τὴ χάρη, ἐνῶ ἤμασταν ἀπελπισμένοι, γι᾿ αὐτὸ τώρα λέγει στὸν Τίτο, ὅτι «θέλω νὰ διδάσκεις γι᾿ αὐτὰ τὸν λαό σου, γιὰ νὰ μάθουν οἱ Χριστιανοί, ὄχι μόνο νὰ εἶναι ταπεινόφρονες καὶ νὰ μὴν κατακρίνουν τοὺς ἄλλους ὡς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐλεοῦν καὶ νὰ εὐσπλαχνίζονται τοὺς ἀδελφούς τους, διότι ὅποιος στοχάζεται τὸ ἔλεος ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς πρὸς αὐτόν, ὁπωσδήποτε θὰ ἐλεήσει καὶ αὐτὸς τὸν ἀδελφό του. Καὶ τί θὰ διδάσκεις τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ νὰ φροντίζουν, Τίτε; Δηλαδὴ τὸ νὰ ἔχουν ἕνα μόνο ἔργο καὶ μία φροντίδα ἀκατάπαυστη, νὰ βοηθοῦν τοὺς ἀδικουμένους, νὰ προνοοῦν καὶ νὰ προστατεύουν (διότι αὐτὸ δηλώνει τὸ «προΐστασθαι καλῶν ἔργων») τίς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ καὶ νὰ μὴν περιμένουν νὰ ἔρχονται πρὸς αὐτοὺς ὅσοι ἔχουν ἀνάγκη καὶ νὰ τοὺς παρακαλοῦν, ἀλλὰ αὐτοὶ μόνοι ἀπὸ μόνοι τους νὰ μεριμνοῦν καὶ νὰ φροντίζουν γι᾿ αὐτοὺς»1.
«ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις (:Αὐτὰ εἶναι τὰ καλὰ ἔργα καὶ τὰ ὠφέλιμα στοὺς ἀνθρώπους· αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα σᾶς μίλησα)».
«Αὐτὰ εἶναι», λέγει, «Τίτε, τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα πράγματα στοὺς ἀνθρώπους, δηλαδή, αὐτὴ ἡ φροντίδα καὶ ἡ προστασία τῶν καλῶν ἔργων, ἢ αὐτὰ τὰ ἴδια καλὰ ἔργα».
«Μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιαι (:Ἀπόφευγε τίς ἀνόητες συζητήσεις καὶ τίς γενεαλογίες γιὰ τοὺς μυθικοὺς θεοὺς ἢ τοὺς εὐγενεῖς προγόνους, ὅπως καὶ τίς φιλονικίες καὶ διαμάχες γιὰ τὸν ἰουδαϊκὸ νόμο, διότι δὲν φέρνουν καμία ὠφέλεια καὶ εἶναι μάταιες)» [Τίτ. 3,9].
«Μωρὰς ζητήσεις» λέγει ὁ Παῦλος τίς ἀνωφελεῖς καὶ μάταιες, ὅπως μόνος τὸ ἑρμηνεύει, αὐτὲς δηλαδή, ποὺ οἱ ἄπιστοι Ἰουδαῖοι προβάλλουν στοὺς Χριστιανούς· «γενεαλογίες» ὀνομάζει ἐκεῖνες ποὺ ἀπαριθμοῦν οἱ ἴδιοι Ἰουδαῖοι, γενεαλογοῦντες τοὺς παλαιοὺς Πατριάρχες καὶ τοὺς προγόνους τους καὶ καυχώμενοι σὲ αὐτούς, ὅτι τάχα εἶναι ἀπόγονοι αὐτῶν· διότι ποιό ὄφελος ἔχει ἕνας ποὺ ἁμαρτάνει μὲ τὸ νὰ ἔχει πατέρα καὶ πρόγονό του τὸν Ἀβραάμ; Μᾶλλον ὅμως καὶ βλάβη καὶ καταδίκη μεγαλύτερη τοῦ συμβαίνει, διότι ἀπὸ τὸν δίκαιο Ἀβραὰμ καταγόμενος, δὲν πράττει τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ2.
«Περιΐστασο» λοιπόν, λέγει, «ταύτας», δηλαδὴ «νὰ τίς ἀποφεύγεις, ἐπειδὴ δὲν πρέπει νὰ ἀφήνεις τὰ ἀναγκαῖα καὶ πνευματικὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα εἶναι χρήσιμα γιὰ τὴ δική σου ὠφέλεια καὶ τὴν ὠφέλεια τῶν Χριστιανῶν καὶ νὰ ξοδεύεις τὸν καιρό σου σὲ ματαιολογίες καὶ φιλονικίες ἀκερδεῖς· διότι ποιό κέρδος ὑπάρχει», λέγει, «μὲ τὸ νὰ μάχεσαι καὶ νὰ φιλονικεῖς, Τίτε, ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ φέρεις κάποιον στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὸν σώσεις; Βέβαια, κανένα». Ἀλλὰ πιθανὸν νὰ ἀπορήσει κανείς: Πῶς παραπάνω διέταξε τὸν Τίτο ὁ Παῦλος, νὰ ἀποστομώνει ἐκείνους ποὺ ἀντιλέγουν; [Τίτ. 1,11: «Οὓς δεῖ ἐπιστομίζειν, οἵτινες ὅλους οἴκους ἀνατρέπουσι διδάσκοντες ἃ μὴ δεῖ αἰσχροῦ κέρδους χάριν (:Αὐτοὺς πρέπει ὁ ἐπίσκοπος νὰ τοὺς ἀποστομώνει. Εἶναι ἄνθρωποι ποὺ ἀναστατώνουν καὶ ἀναποδογυρίζουν ὁλόκληρα σπίτια, διδάσκοντας πράγματα ποὺ δὲν πρέπει, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ κερδίσουν χρήματα μὲ ἀθέμιτο τρόπο)»]. Καὶ ἀπαντοῦμε, ὅτι ὅταν μερικοὶ ἀντιλέγουν γιὰ βλάβη ἄλλων ἀδελφῶν, τότε πρέπει νὰ τοὺς ἀποστομώσουμε, γιὰ νὰ μὴ ζημιωθοῦν ἀπὸ αὐτὸ οἱ ἀδελφοί μας· γιὰ τὴν ὠφέλεια ὅμως τῶν ἀντιλεγόντων δὲν πρέπει τελείως οὔτε νὰ προσπαθήσουμε νὰ μιλήσουμε μὲ αὐτούς, ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν θὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὰ λόγια μας, ὄντας ἀδιόρθωτοι καὶ ἀγιάτρευτοι.
«Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν3 καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος (:Αἱρετικὸ ἄνθρωπο ποὺ ἐπιμένει νὰ δημιουργεῖ σκάνδαλα καὶ διαιρέσεις στὴν Ἐκκλησία, μολονότι τὸν συμβούλευσες γιὰ πρώτη καὶ δεύτερη φορά, παράτησέ τον καὶ ἀπόφευγέ τον. Γνώριζε ὅτι ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἔχει διαστραφεῖ καὶ ἁμαρτάνει· καὶ γιὰ τὴν ἁμαρτία του αὐτὴν ἐλέγχεται καὶ κατακρίνεται ἀπὸ τὴ συνείδησή του καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό )» [Τίτ. 3,10-11].
Γιατί ἐδῶ λέγει ὁ Παῦλος, νὰ ἀφήνουμε μετὰ ἀπὸ πρώτη καὶ δεύτερη φορὰ τὸν αἱρετικὸ ἄνθρωπο καὶ νὰ μὴν τοῦ ὁμιλοῦμε πλέον, πρὸς τὸν Τιμόθεο ὅμως λέγει νὰ παιδεύει μὲ πραότητα τοὺς ἐναντίους, μήπως τοὺς δώσει ὁ Θεὸς μετάνοια; Διότι λέγει τὰ ἑξῆς: «Ἐν πρᾳότητι παιδεύοντα τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, μήποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας καὶ ἀνανήψωσιν ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος, ἐζωγρημένοι ὑπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸ ἐκείνου θέλημα (:Πρέπει ὁ δοῦλος τοῦ Κυρίου νὰ παιδαγωγεῖ καὶ νὰ συνετίζει μὲ πραότητα ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀντίθετα φρονήματα. Ποιός ξέρει μήπως καμιὰ φορά τοὺς δώσει ὁ Θεὸς μετάνοια, καὶ ὁδηγηθοῦν στὴν πλήρη καὶ ὀρθὴ γνώση τῆς ἀλήθειας καὶ συνέλθουν ἀπὸ τὴ μέθη στὴν ὁποία ἔχουν βυθιστεῖ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης, στὴν ὁποία τοὺς ἔπιασε ὁ διάβολος, καὶ τοὺς συλλάβει τώρα ὡς αἰχμαλώτους ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὥστε νὰ φροντίζουν νὰ ἐφαρμόζουν τὸ θέλημα Ἐκείνου)» [Β΄ Τιμ. 2,25]· καὶ ἀπαντοῦμε, ὅτι ἐκεῖ μὲν λέγει ὁ Ἀπόστολος γιὰ ἐκείνους, ποὺ δείχνουν ἐλπίδα διορθώσεως, ἐνῶ ἐδῶ λέγει γιὰ τὸν ἀδιόρθωτο καὶ ἀγιάτρευτο αἱρετικό, ποὺ εἶναι ξεστραμμένος σὲ ὅλα καὶ αὐτοκατάκριτος, δηλαδὴ ἀναπολόγητος, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι δὲν μὲ νουθέτησε κανείς, οὔτε κανένας μὲ δίδαξε νὰ μάθω τὴν ἀλήθεια, διότι μολονότι νουθετήθηκε καὶ διδάχθηκε καὶ μία καὶ δύο φορές, ἔμεινε στὴν πλάνη του. Ὅταν λοιπὸν αὐτὸς μετὰ ἀπὸ μία καὶ δεύτερη νουθεσία καὶ διδαχὴ ἐπιμένει στὴν πλάνη του, τότε εἶναι αὐτοκατάκριτος καὶ ἀναπολόγητος καὶ γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸν ἀποφεύγουν οἱ Χριστιανοί4.
«Ὅταν πέμψω ᾿Αρτεμᾶν πρός σὲ ἢ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός μὲ εἰς Νικόπολιν· ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμάσαι (:Ὅταν σοῦ στείλω τὸν Ἀρτεμᾶ ἢ τὸν Τυχικό, φρόντισε γρήγορα νὰ ἔλθεις στὴ Νικόπολη, διότι ἐκεῖ ἀποφάσισα νὰ περάσω τὸν χειμῶνα)» [Τίτ. 3,12].
Γιὰ ποιόν λόγο ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἐμπιστεύτηκε τόση μεγάλη νῆσο τῆς Κρήτης στὸν Τίτο καί, ἀφοῦ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τόσο πολυάριθμο πλῆθος Χριστιανῶν, δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἐπιμένει στὴν ποιμαντική του ἐπιστασία, ἀλλὰ πάλι τὸν παίρνει κοντά του; Καὶ ἀπαντοῦμε, ὅτι αὐτὸ τὸ κάνει ὁ Ἀπόστολος γιὰ νὰ ὠφελήσει τὸν Τίτο περισσότερο καὶ γιὰ νὰ τὸν δείξει τέλειο στὸ ἐπάγγελμα καὶ στὸ ἔργο τῆς Ἐπισκοπῆς· ἐπειδὴ ἤθελε νὰ τὸν ἐξετάσει, ἂν οἰκονόμησε καλῶς καὶ φύλαξε ἐκεῖνα, ποὺ αὐτὸς τοῦ ἐμπιστεύτηκε καὶ παρέδωσε. Ἡ δὲ Νικόπολις εἶναι πόλις τῆς Θράκης, ἀλλὰ πλησιάζει στὴ Μακεδονία, εὑρισκόμενη ἐπάνω στὸν Ἴστρο ποταμό, κατὰ τὸν Θεοδώρητο καὶ Θεοφύλακτο5.
«Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ ᾿Απολλὼ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ (:Τὸν Ζηνᾶ τὸν νομοδιδάσκαλο καὶ τὸν Ἀπολλὼ κατευόδωσέ τους, ἑτοιμάζοντας μὲ ἐπιμέλεια ὅ,τι τοὺς χρειαστεῖ, γιὰ νὰ μὴν τοὺς λείπει τίποτε στὸ ταξίδι τους)» [Τίτ. 3,13].
Ὁ Ζηνᾶς αὐτὸς ἦταν νομικός, δηλαδὴ ἔμπειρος τῶν ἰουδαϊκῶν νόμων· ὁ δὲ Ἀπολλὼ ἦταν λογιότερος ἀπὸ τὸν Ζηνᾶ καὶ μὲ δύναμη στὶς θεῖες Γραφές, ὅπως μαρτυροῦν οἱ Πράξεις [κεφ.18]6. Οἱ Ἀπόστολοι ὅμως αὐτοὶ ἀκόμη δὲν εἶχαν ἐμπιστευτεῖ Ἐκκλησίες· τὸ δὲ «ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ» δηλώνει: ἀντὶ τοῦ «κάνε τους νὰ ἔχουν κάθε αὐτάρκεια τῶν ἀναγκαίων», φαγητῶν δηλαδή, καὶ ἐνδυμάτων, ὥστε νὰ μὴ στεροῦνται κανένα ἀπὸ αὐτά.
«Μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι (:Μὲ τὴν εὐκαιρία μάλιστα τῆς προετοιμασίας αὐτῆς παίρνουν μάθημα καὶ οἱ δικοί μας νὰ πρωτοστατοῦν καὶ νὰ ἐργάζονται καλὰ ἔργα καὶ νὰ συντρέχουν τοὺς ἀδελφοὺς στὶς ἀπαραίτητες ὑλικές τους ἀνάγκες, γιὰ νὰ μὴ στεροῦνται ἀπὸ πνευματικοὺς καρπούς)» [Τίτ. 3,14].
Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ εἶναι σὰν νὰ λέγει ὁ θεσπέσιος Παῦλος πρὸς τὸν Τίτο: «Μποροῦσα καὶ μὲ ἄλλον τρόπο νὰ κάνω ἀνενδεεὶς τὸν Ζηνᾶ καὶ τὸν Ἀπολλώ, ἀλλὰ δὲν θέλω· γιατί; «Ἳνα καὶ οἱ ἡμέτεροι», δηλαδή, γιὰ νὰ μπορέσουν οἱ ἐπαρχιῶτες σου καὶ δικοί μου μαθητές, Χριστιανοὶ Κρητικοί, ἀπὸ τὰ ἐφόδια καὶ ἀναγκαῖα ποὺ θὰ δώσουν σὲ αὐτούς, νὰ μάθουν νὰ προΐστανται καλῶν ἔργων δηλαδὴ νὰ μεριμνοῦν γι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀδελφούς, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη καὶ μὲ τὸ δόσιμο τῶν χρημάτων καὶ μὲ λόγια καὶ μὲ κάθε ἄλλο τρόπο, ὄχι τόσο γιὰ νὰ κερδίσουν οἱ πτωχοὶ καὶ ὅσοι ἔχουν ἀνάγκη ἀδελφοί, ἀλλὰ μᾶλλον γιὰ νὰ ἀποκτήσουν αὐτοὶ ποὺ δίνουν καρπὸ καὶ ὠφέλεια στὴν ψυχή τους ἀπὸ τὴ φιλανθρωπία καὶ τὸ ἔλεος, ποὺ θὰ δείξουν στοὺς πτωχούς· διότι καὶ ὁ Κύριος, ποὺ ἔθρεψε μία φορὰ πέντε χιλιάδες ἄντρες, μποροῦσε νὰ τρέφει πάντοτε καὶ τὸν ἑαυτὸ Του καὶ τοὺς μαθητές Του· ἀλλὰ ὅμως θέλησε νὰ τρέφεται καὶ Αὐτὸς καὶ οἱ μαθητές Του (ἀφοῦ βαπτίστηκε δηλαδή, καὶ ὄχι πρὸ τοῦ βαπτίσματος) ἀπὸ γυναῖκες7, γιατί; Γιὰ νὰ κερδίσουν ἐκεῖνες τὸν τῆς ἐλεημοσύνης μισθό· ἔτσι καὶ τώρα κάνει σε ἐμᾶς· καὶ δὲν ὠφελεῖ τόσο ὁ Θεὸς τοὺς πτωχούς, μὲ τὴ δική μας δόση καὶ ἐλεημοσύνη, ὅσο ὠφελεῖ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, ποὺ ἐλεοῦμε διαμέσου τῶν ἐλεουμένων πτωχῶν· ἐπειδὴ καὶ οἱ πτωχοὶ γίνονται αἴτιοι σὲ ἐμᾶς νὰ λάβουμε τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ νὰ ἀποκτήσουμε τὴν πρὸς τὸν Θεὸ παρρησία· γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος εἶπε: «Ποιήσατε ἑαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, ἵνα, ὅταν ἐκλίπητε, δέξωνται ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς (:Κάντε λοιπὸν κι ἐσεῖς φίλους ἀπ᾿ τὸν ἄδικο πλοῦτο εὐεργετῶντας μὲ φιλανθρωπίες τοὺς συνανθρώπους σας, ὥστε ὅταν πεθάνετε, νὰ σᾶς ὑποδεχθοῦν οἱ φίλοι σας αὐτοὶ στὶς αἰώνιες σκηνὲς τοῦ παραδείσου)» [Λουκ. 16,9].
«Ἀσπάζονταί σε οἱ μετ᾿ ἐμοῦ πάντες. ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. (:Σὲ χαιρετοῦν ἐγκάρδια ὅλοι ὅσοι εἶναι μαζί μου. Χαιρέτησε ὅσους μᾶς ἀγαποῦν, ἐπειδὴ ἔχουν κοινὴ πίστη μὲ μᾶς)» [Τίτ. 3,15].
«Σὲ χαιρετοῦν», λέγει, «ὅσοι εὑρίσκονται μαζὶ μὲ ἐμένα· χαιρέτισε καὶ ἐσὺ ἀπὸ μέρους μου ἐκείνους ποὺ μᾶς ἀγαποῦν ἐν πίστει, δηλαδὴ πιστὰ καὶ ἄδολα καὶ καθαρά· χαιρέτισε ἐκ μέρους μου τοὺς πιστοὺς Χριστιανοὺς ποὺ μᾶς ἀγαποῦν».
«Ἡ χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν (:Σᾶς εὔχομαι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι μὲ ὅλους ἐσᾶς. Ἀμήν)» [Τίτ. 3,15].8
Μὲ αὐτὰ τὰ τελευταῖα λόγια εὔχεται ὁ Παῦλος νὰ φυλάγεται στὸν Τίτο καὶ στοὺς ἐπαρχιῶτες του Χριστιανοὺς σώα καὶ ὁλόκληρη ἡ χάρις καὶ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ· ἢ εὔχεται νὰ εἶναι μαζί τους πάντοτε ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, διαφυλάσσοντάς τους μὲ τὴ θεία χάρη, ἡ ὁποία θεία χάρις εὔχομαι νὰ εἶναι ἰδιαίτερα καί μὲ ἐμᾶς ποὺ τὴν ἔχουμε ἰδιαίτερα ἀνάγκη καὶ νὰ φυλάγει τίς ψυχὲς καὶ τὰ σώματά μας «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι»· ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἡ πρὸς Τίτον τὸν πρῶτο τῆς Κρήτης Ἐπίσκοπο ἐπιστολὴ αὐτή, γράφτηκε ἀπὸ τὴ Νικόπολη τῆς Μακεδονίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ:
1. Λέγει καὶ ὁ Θεοδώρητος στὴν ἑρμηνεία τοῦ ρητοῦ αὐτοῦ: «Δὲν ἐπαρκεῖ ἡ πίστη, ὅταν εἶναι ἀπογυμνωμένη ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ἔργα».
2. Ὁ Οἰκουμένιος λέει ὅτι πιθανὸν νὰ ἐννοεῖ ἐδῶ τίς γενεαλογίες τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι γενεαλογῶντας τοὺς θεοὺς τοὺς λέγουν ὅτι ὁ Κρόνος γέννησε τὸν Δία καὶ ἄλλος τὸν ἄλλο.
3. Ἔτσι ἀναφέρεται τὸ ρητὸ ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο, Οἰκουμένιο, Θεοφύλακτο καὶ στὶς περισσότερες ἐκδόσεις, ἂν καὶ σὲ μερικὰ χειρόγραφα ἀναφέρεται μέ τὸ «μετὰ πρώτην».
4. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει: «Τὸν αἱρετικὸ πρέπει νὰ τὸν ἀποφεύγει κανείς» (Λόγος περὶ Ἀσκήσεως). Γι᾿ αὐτὸ διαβάζουμε στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία ὅτι οἱ Σαμοσατεὶς δὲν ἤθελαν νὰ μπαίνουν στὰ θερμὰ λουτρά, διότι σὲ αὐτὰ εἶχε πλυθεῖ ὁ Ἀρειανὸς Εὐνόμιος.
Πρβ. Β΄ Τιμ. 2,17: «καὶ ὁ λόγος αὐτῶν ὡς γάγγραινα νομὴν ἕξει (:καὶ ἡ διδασκαλία τους θὰ ἐξαπλωθεῖ σὰν γάγγραινα)». Ἔτσι ὁ Ἱερὸς Αὐγουστῖνος βεβαίωσε μὲ τὸ παράδειγμα τοῦτο τῆς φάγουσας, ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος ἐδῶ, ὅτι τῶν αἱρετικῶν ἡ κακοδοξία, πάντοτε πηγαίνει στὸ χειρότερο καὶ γίνεται μεγαλύτερη πληγή, ὅπως ἡ φάγουσα· διότι οἱ Μανιχαῖοι ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ μύγα ἔκαναν ἀρχὴ τοῦ κακοῦ τὸν Θεό· ρωτᾷ λοιπὸν καθ᾿ ὑπόθεσιν, ἕνας Μανιχαῖος: «Ποιός δημιούργησε τὴ μύγα;» Καὶ ἀπαντᾷ ὁ ἄλλος ὁμόφρονάς του πὼς «δὲν τὴ δημιούργησε ὁ Θεὸς ἀλλὰ ὁ διάβολος· ἐπειδὴ ἡ μύγα εἶναι ἕνα ζῶο, ποὺ πειράζει καὶ ἐνοχλεῖ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, ἐπάνω στοὺς ὁποίους θὰ καθίσει· τέτοιο ὅμως πειραστικὸ καὶ βλαβερὸ ζῶο εἶναι καὶ ἡ μέλισσα, λοιπὸν καὶ αὐτὴν ὁ διάβολος τὴν ἐδημιούργησε· τέτοιο εἶναι καὶ ἡ ἀκρίδα· ὁπωσδήποτε καὶ αὐτὴν ὁ διάβολος τὴν ἔκανε; Ποιός ἔκανε τὰ πουλιά; Ποιός τὰ πρόβατα; Ποιός τὸν ἄνθρωπο; Ὅλα αὐτὰ ὁ διάβολος τὰ δημιούργησε». Τέτοια ἦταν ἡ πολύπλοκη σειρὰ τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων τῶν Μανιχαίων· γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀποφεύγουν οἱ Χριστιανοὶ αὐτοὺς καὶ ὅλους τους αἱρετικοὺς σὰν λοιμοὺς καὶ πανοῦκλες, γιὰ νὰ μὴν πανουκλιάσουν κι αὐτοὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ ἀπωλεσθοῦν· γι᾿ αὐτὸ παραγγέλλει ὁ Σολομῶντας: «Ἒκβαλε ἐκ συνεδρίου λοιμόν (:Διῶξε ἀπὸ κάθε συνέδριο τὸν χλευαστὴ καὶ αὐθάδη ἄνθρωπο)» [Παρ. 22,10] καὶ ὁ προφήτης Δαβὶδ ὁ πατέρας του μακαρίζει ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν κάθισε μαζὶ μὲ τοὺς λοιμούς· «Μακάριος ἀνήρ, ὃς ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν (:Μακάριος καὶ πανευτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν κάθισε ἐκεῖ, ὅπου ἐπιμένουν ἀμετανοήτως νὰ κάθονται διεφθαρμένοι καὶ φθοροποιοὶ ἄνθρωποι καὶ ὅπου θὰ μεταδιδόταν καὶ σὲ αὐτὸν τὸ ψυχοφθόρο καὶ ὀλέθριο μόλυσμά τους)» [Ψαλμ. 1,1]. Γι᾿ αὐτὸν καὶ τὸν θεσπέσιο Πολύκαρπο ὅταν τὸν ρώτησε ὁ αἱρετικὸς Μαρκίωνας, ἐὰν γνωρίζει ποιός εἶναι, τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἅγιος ὅτι τὸν γνωρίζει πὼς εἶναι ὁ πρωτότοκος υἱὸς τοῦ διαβόλου.
Καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γράφει στὸν βίο τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ὅτι ὁ Ἀντώνιος ἀπέφευγε ὡς πανούκλα τοὺς Ἀρειανοὺς καὶ αἱρετικούς· γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ΣΤ΄ σύνοδος προστάζει νὰ κατακαίγονται τὰ πλασθέντα καὶ ψευδομαρτυρολόγια ποὺ ἔχουν δημιουργηθεῖ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, στὸν ξγ΄ κανόνα της· καὶ οἱ Ἀπόστολοι προστάζουν νὰ μὴ δημοσιεύονται τὰ ψευδεπίγραφα τῶν ἀσεβῶν βιβλία, ὡς ἅγια, κανὼν ζ΄. Ὁ δὲ βασιλεὺς Σολομῶντας προστάζει τοὺς ὅμοιούς του βασιλεῖς νὰ ἀπομακρύνουν τοὺς ἀσεβεῖς καὶ νὰ μὴν τοὺς ἀφήνουν νὰ σπέρνουν τὰ ζιζάνια τῆς ἀσέβειάς τους στοὺς Χριστιανούς: «Λικμήτωρ ἀσεβῶν βασιλεὺς σοφός (: Ὁ σοφὸς βασιλιᾶς λιχνίζει καὶ ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς καλούς τους κακοποιοὺς καὶ τοὺς ἀσεβεῖς)» [Παρ. 22,10].
Πρβ. ἐπίσης: «Ἒλεγχε αὐτοὺς ἀποτόμως (:Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἔλεγχέ τους ἀπότομα)» [Τίτ. 1,13]. Σημείωσε ὅτι κατὰ τὸν Θεοδώρητο δὲν εἶναι ἀντίθετο αὐτὸ ποὺ λέγει ἐδῶ ὁ Παῦλος: «Ἒλεγχε αὐτοὺς ἀποτόμως» μὲ ἐκεῖνο ποὺ λέγει στὴν πρὸς Τιμόθεο Β΄: «ἐν πρᾳότητι παιδεύοντα τοὺς ἀντιδιατιθεμένους» [Β΄ Τιμ. 2,25], διότι σὲ ἐκείνους μὲν ποὺ ἀκόμη δὲν πίστεψαν στὸν Χριστό, πρέπει κανεὶς νὰ προσφέρει τὴ θεία διδασκαλία μὲ πραότητα καὶ μὲ μαλακὸ τρόπο· σὲ ἐκείνους ὅμως ποὺ πίστεψαν καὶ ἔπειτα κάνουν ἐνάντια τῆς πίστεως πρέπει νὰ τοὺς ἐλέγχει κανεὶς καὶ μὲ αὐστηρὰ ἰατρικὰ νὰ τοὺς θεραπεύει.
5. Ἡ Νικόπολις εἶναι πόλις τῆς Ἠπείρου, ὅπως λέγει ὁ Μαρκιανός· ὑπάρχει καὶ ἄλλη Νικόπολις τῆς Βιθυνίας (ἡ ὁποία τώρα λέγεται Μουντανία), ὑπάρχει καὶ ἄλλη Νικόπολις τῆς μικρᾶς Ἀρμενίας. Λέγει ὁ Θεοδώρητος ὅτι ἔγραψε τὴν Ἐπιστολὴ αὐτὴ ὁ Παῦλος τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ποὺ ἦταν στὴ Μακεδονία. Ὁπότε καὶ ἀληθέστερο εἶναι ὅτι ἡ Νικόπολις, γιὰ τὴν ὁποία γράφει ἐδῶ ὁ Παῦλος, εἶναι πόλις τῆς Θράκης. Ὁ Στράβων γράφει ὅτι ἡ Νικόπολις τῆς Ἠπείρου Ἀμβρακία ὀνομαζόταν· τὴν ὀνομάσε ἔτσι ὁ Σεβαστός, ἀφοῦ καταναυμάχησε καὶ νίκησε τὸν Ἀντώνιο καὶ τὴν Κλεοπάτρα, τὴ βασίλισσα τῶν Αἰγυπτίων( Βιβλίο Ζ΄).
6. Βλ. καὶ Α΄ Κορ. 3,4: «Ὅταν γὰρ λέγῃ τις, ἐγὼ μὲν εἰμι Παύλου, ἕτερος δὲ ἐγὼ Ἀπολλώ, οὐχὶ σαρκικοὶ ἐστε; (:ὅταν δηλαδὴ ὁ ἕνας λέει, ἐγὼ εἶμαι τοῦ Παύλου, ὁ ἄλλος πάλι ἐγὼ εἶμαι τοῦ Ἀπολλώ, δὲν εἶστε ἄνθρωποι σαρκικοί;)».
7. Λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: «Καὶ γυναῖκὲς τινες αἳ ἦσαν τεθεραπευμέναι ἀπὸ νόσων καὶ μαστίγων καὶ πνευμάτων πονηρῶν καὶ ἀσθενειῶν, Μαρία ἡ καλουμένη Μαγδαληνή, ἀφ᾿ ἧς δαιμόνια ἑπτὰ ἐξεληλύθει, καὶ Ἰωάννα γυνὴ Χουζᾶ ἐπιτρόπου Ἡρῴδου, καὶ Σουσάννα καὶ ἕτεραι πολλαί, αἵτινες διηκόνουν αὐτῷ ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς».
8. Σημείωσε ὅτι κατὰ τὸν Θεοδώρητο τὸ «Ἡ χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμὴν» ἦταν ἀσπασμὸς τοῦ Παύλου, τὸν ὁποῖο συνήθιζε νὰ γράφει μὲ τὰ ἅγια του τὰ χέρια καὶ εἶναι ἀντὶ τοῦ «Ὑγιαίνετε» ποὺ ἐμεῖς συνηθίζουμε νὰ γράφουμε τώρα στὸ τέλος τῶν Ἐπιστολῶν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Βενεδίκτου ἱερομονάχου ἁγιορείτου, Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία τῶν δεκατεσσάρων ἐπιστολῶν τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τόμος δεύτερος, σελ. 722-726, Ἔκδοση συνοδίας Σπυρίδωνος ἱερομονάχου, Ἱερὰ Καλύβη «Ἅγιος Σπυρίδων Α΄», Νέα Σκήτη Ἁγίου Ὄρους, 2020.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ Συντόμου Ἑρμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα, 1985.
________________________________________