ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Ματθ. 15,21-27]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ
«Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγαζεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαύΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται (:Καὶ ἀφοῦ ἔφυγε ἀπὸ κεῖ ὁ Ἰησοῦς, ἀναχώρησε πρὸς τὰ μέρη τῆς Τύρου καὶ Σιδώνας. Τότε μιὰ γυναῖκα Χαναναία ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὰ σύνορα ἐκεῖνα, Τοῦ φώναξε δυνατά: ''Ἐλέησέ με, Κύριε, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ. Ἡ κόρη μου κατέχεται ἀπὸ δαιμόνιο καὶ ὑποφέρει φρικτά'')» [Ματθ. 15,21-22].
Ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος λέγει ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ εἰσέλθει στὴν οἰκία διαφεύγοντας τὴν προσοχὴ τοῦ πλήθους [Μᾶρκ. 7,24: «Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἀπῆλθεν εἰς τὰ μεθόρια Τύρου καὶ Σιδῶνος. καὶ εἰσελθὼν εἰς οἰκίαν οὐδένα ἤθελε γνῶναι, καὶ οὐκ ἠδυνήθη λαθεῖν (:Ἔπειτα ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πῆγε κοντὰ στὰ σύνορα τῆς Τύρου καὶ τῆς Σιδῶνος. Κι ἀφοῦ μπῆκε σ᾿ ἕνα σπίτι, ὅπου διάλεξε νὰ μείνει, δὲν ἤθελε νὰ γίνει γνωστὸ ὅτι ἦταν ἐκεῖ. Ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ ξεφύγει τὴν προσοχὴ τοῦ κόσμου)»].
Γιατί ὅμως πήγαινε τακτικὰ στὰ μέρη αὐτά; Ὅταν τοὺς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν φροντίδα τῆς τροφῆς, τότε πλέον προχωρεῖ καὶ ἀνοίγει τὴ θύρα τῆς σωτηρίας καὶ στὰ ἔθνη· ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν καὶ ὁ Πέτρος, ἀφοῦ ἔλαβε ἐντολὴ πρῶτα νὰ καταργήσει αὐτὸν τὸν νόμο, ἀποστέλλεται στὸν Κορνήλιο: «Τοῦ δὲ Πέτρου διενθυμουμένου περὶ τοῦ ὁράματος εἶπεν αὐτῷ τὸ Πνεῦμα· ἰδοὺ ἄνδρες τρεῖς ζητοῦσί σε· ἀλλὰ ἀναστὰς κατάβηθι καὶ πορεύου σὺν αὐτοῖς μηδὲν διακρινόμενος, διότι ἐγὼ ἀπέσταλκα αὐτούς. καταβὰς δὲ Πέτρος πρὸς τοὺς ἄνδρας εἶπεν· ἰδοὺ ἐγὼ εἰμι ὃν ζητεῖτε· τίς ἡ αἰτία δί᾿ ἣν πάρεστε; οἱ δὲ εἶπον· Κορνήλιος ἑκατοντάρχης, ἀνὴρ δίκαιος καὶ φοβούμενος τὸν Θεόν, μαρτυρούμενός τε ὑπὸ ὅλου τοῦ ἔθνους τῶν Ἰουδαίων, ἐχρηματίσθη ὑπὸ ἀγγέλου ἁγίου μεταπέμψασθαί σὲ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ ἀκοῦσαι ῥήματα παρὰ σοῦ (:Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Πέτρος κυκλοφοροῦσε στὸν νοῦ του τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε, καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸ ἐξηγήσει, τοῦ εἶπε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ ἐσωτερικὴ ἔμπνευση: ''Ἰδού, τρεῖς ἄνδρες σὲ ζητοῦν. Μήν τους ἀποφύγεις ἐπειδὴ εἶναι ἐθνικοὶ καὶ ἀκάθαρτοι. Ἀλλὰ σήκω γρήγορα, κατέβα ἀπὸ τὴν ταράτσα καὶ πήγαινε μαζί τους χωρὶς νὰ ἔχεις κανένα δισταγμό, διότι ἐγὼ τοὺς ἔχω στείλει νὰ σὲ συναντήσουν''. Τότε ὁ Πέτρος κατέβηκε στοὺς ἄνδρες καὶ τοὺς εἶπε: ''Ἰδού, ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ ζητᾶτε. Γιὰ ποιόν λόγο ἤλθατε ἐδῶ καὶ γιὰ ποιόν σκοπό; ''. Καὶ αὐτοὶ ἀπάντησαν: ''Ὁ Κορνήλιος ὁ ἑκατόνταρχος, ἄνθρωπος δίκαιος καὶ θεοφοβούμενος - καὶ τὸ ὁμολογοῦν αὐτὸ ὅλοι ὅσοι τὸν γνωρίζουν ἀπὸ τὸ ἰουδαϊκὸ ἔθνος - πῆρε ἐντολὴ καὶ ὁδηγία ἀπὸ ἕναν ἅγιο ἄγγελο νὰ στείλει καὶ νὰ σὲ καλέσει στὸ σπίτι του καὶ νὰ ἀκούσει ἀπὸ ἐσένα λόγια ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴ σωτηρία'')»[Πράξ. 10,19-21].
Ἐὰν ὅμως ἀναρωτιόταν κάποιος: «Πῶς λοιπόν, ἐνῶ παραγγέλλει στοὺς μαθητὲς Τοῦ [βλ. Μάτθ.10,5: «Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ Ἰησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων· εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε· πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ (:Αὐτοὺς τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοὺς ἀπέστειλε καὶ τοὺς ἔδωσε τίς ἑξῆς παραγγελίες: ''Μὴν πάτε σὲ δρόμο ποὺ θά σας ὁδηγήσει σὲ χώρα ποὺ κατοικοῦν εἰδωλολάτρες, καὶ μὴν μπεῖτε σὲ πόλη ποὺ ἀνήκει σὲ Σαμαρεῖτες. Πηγαίνετε καλύτερα στὰ χαμένα πρόβατα ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ἰσραήλ'')»], δέχεται νὰ Τὸν πλησιάσει αὐτὴ ἡ γυναῖκα;» Πρῶτον μὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε τὸ ἑξῆς, ὅτι ὁ Ἴδιος δὲν ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τηρήσει αὐτὸ ποὺ πρόσταξε τοὺς μαθητές Του, δεύτερον ἐπίσης ὅτι δὲν μετέβῃ ἐκεῖ γιὰ νὰ κηρύξει, πρᾶγμα ποὺ ὑπαινισσόμενος καὶ ὁ Μάρκος ἔλεγε ὅτι δηλαδὴ κρύφτηκε, ἀλλὰ δὲν κατάφερε νὰ διαφύγει τὴν προσοχὴ τοῦ πλήθους· διότι ὅπως ἀκριβῶς ἦταν σύμφωνο πρὸς τὴ φυσικὴ ἀκολουθία τῶν πραγμάτων, τὸ νὰ μὴν τρέξει πρῶτα πρὸς τοὺς εἰδωλολάτρες, ἔτσι δὲν ἦταν σύμφωνο πρὸς τὴ φιλανθρωπία Του νὰ διώξει αὐτοὺς ποὺ Τὸν πλησίαζαν· διότι ἂν ἔπρεπε νὰ ἀναζητεῖ αὐτοὺς ποὺ ἔφευγαν, πολὺ περισσότερο δὲν ἔπρεπε νὰ ἀποφύγει αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἀναζητοῦσαν.
Πρόσεξε λοιπὸν πὼς ἡ γυναῖκα ἦταν ἄξια κάθε εὐεργεσίας, ἀφοῦ οὔτε κἂν τόλμησε νὰ ἔλθει στὰ Ἱεροσόλυμα, ἐπειδὴ φοβοῦνταν καὶ θεωροῦσε ἀνάξιο τὸν ἑαυτό της· διότι το ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει ἐκεῖ, ἂν δὲν ἦταν αὐτὴ ἡ αἰτία, φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τὴ μεγάλη ἐπιμονὴ τῆς τώρα, καὶ ἀπό το ὅτι βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορά της. Ὁρισμένοι πάλι, ἑρμηνεύοντας ἀλληγορικὰ τὸ σημεῖο αὐτό, λέγουν ὅτι ὅταν βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἰουδαία ὁ Χριστός, τότε τόλμησε νὰ Τὸν πλησιάσει ἡ Ἐκκλησία, ἐξερχόμενη καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὰ δικά της ὅρια. Διότι λέγει: «Ἄκουσον, θύγατερ, καὶ ἴδε καὶ κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου καὶ τοῦ οἴκου τοῦ πατρὸς σου (:Ἐσύ, μελλόνυμφη κόρη, ἄκουσε τὴ συμβουλή μου. Κλῖνε τὸ αὐτί σου, ὥστε νὰ ἀκούει μὲ προσοχὴ καὶ νὰ δέχεται τίς ἐντολές του καὶ λησμόνησε ἐντελῶς τὸν λαό, στὸν ὁποῖο μέχρι τώρα ἀνῆκες, καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν πατρικό σου οἶκο)» [Ψαλμ. 44,11]. Καθόσον καὶ ὁ Χριστὸς ἐξῆλθε ἀπὸ τὰ ὅριὰ Του, καὶ ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὰ δικά της ὅρια, καὶ ἔτσι μπόρεσαν νὰ συναντηθοῦν. Διότι λέγει: «Ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα (:Ἰδοὺ μιὰ γυναῖκα Χαναναία ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὰ σύνορα ἐκεῖνα)» [Ματθ. 15,22].
Ὁ εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει τὴν ἰδιότητα τῆς γυναίκας γιὰ νὰ κάνει φανερὸ τὸ θαῦμα καὶ νὰ τὴν ἐξυμνήσει περισσότερο· διότι ἀκούγοντας ὅτι ἦταν Χαναναία, φέρε στὴ σκέψη σου ἐκεῖνα τὰ παράνομα εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, ποὺ ἀνέτρεψαν ἐκ θεμελίων τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Ἀφοῦ πάλι θυμηθεῖς αὐτά, τότε ἀναλογίσου καὶ τὴ δύναμη τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ· διότι αὐτοὶ ποὺ εἶχαν ἐκδιωχθεῖ, γιὰ νὰ μὴ διαφθείρουν τοὺς Ἰουδαίους, αὐτοὶ φάνηκαν τόσο περισσότερο πρόθυμοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ὥστε καὶ νὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς χώρας τους καὶ νὰ πλησιάσουν τὸν Χριστό, ἐνῶ ἐκεῖνοι Τὸν ἐκδίωκαν καὶ ὅταν ἐρχόταν πρὸς αὐτούς.
Ἀφοῦ λοιπὸν Τὸν πλησίασε, τίποτε ἄλλο δὲν Τοῦ λέγει, παρὰ μόνο «ἐλέησέ μέ», καὶ μὲ τὴν κραυγή της προσείλκυσε πολὺ πλῆθος ἀνθρώπων. Καθόσον πράγματι ἦταν θέαμα ἐλεεινὸ νὰ βλέπει κανεὶς μία γυναῖκα νὰ φωνάζει μὲ τόσο πόνο καὶ μάλιστα γυναῖκα μητέρα καὶ νὰ παρακαλεῖ γιὰ τὴ θυγατέρα της, καὶ μάλιστα γιὰ τὴ θυγατέρα της ποὺ βρισκόταν σὲ τόσο θλιβερὴ κατάσταση· διότι οὔτε κἂν τόλμησε νὰ φέρει τὴ δαιμονισμένη μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Διδασκάλου, ἀλλὰ ἀφοῦ τὴν ἄφησε κατάκοιτη στὸ σπίτι, ἔρχεται ἡ ἴδια νὰ Τὸν παρακαλέσει.
Καὶ ἀναφέρει μόνο τὸ πάθος της καὶ δὲν προσθέτει τίποτε ἐπιπλέον, οὔτε φέρει τὸν ἰατρὸ στὸ σπίτι της ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος ὁ ἀξιωματικὸς τοῦ βασιλέως ποὺ ἔλεγε: «Κατέβα στὴν Καπερναοὺμ γρήγορα πρὶν πεθάνει τὸ παιδί μου» καὶ ὅπως ἐκεῖνος ὁ ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς, ὁ Ἰάειρος ποὺ ἔλεγε στὸν Κύριο γιὰ τὴ νεκρή του κόρη: «ἔλα καὶ θέσε ἐπάνω της τὸ χέρι Σου» [βλ. Ἰω. 4,46-49: «Ἦλθεν οὖν πάλιν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἐποίησε τὸ ὕδωρ οἶνον. καὶ ἦν τις βασιλικός, οὗ ὁ υἱὸς ἠσθένει ἐν Καπερναούμ· οὗτος ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ἥκει ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἀπῆλθε πρὸς αὐτὸν καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα καταβῇ καὶ ἰάσηται αὐτοῦ τὸν υἱὸν· ἤμελλε γὰρ ἀποθνήσκειν. εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτόν· ἐὰν μὴ σημεῖα καὶ τέρατα ἴδητε, οὐ μὴ πιστεύσητε. λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλικός· Κύριε, κατάβηθι πρὶν ἀποθανεῖν τὸ παιδίον μου (:Ἦλθε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς πάλι στὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου παλιότερα εἶχε μετατρέψει τὸ νερὸ σὲ κρασί. Ἐκεῖ ὑπῆρχε κάποιος ἄνθρωπος ποὺ ἀνῆκε στὴ βασιλικὴ αὐλὴ τοῦ Ἡρώδη, καὶ τὸ παιδί του ἦταν βαριὰ ἄρρωστο στὴν Καπερναούμ. Αὐτὸς λοιπόν, μόλις ἄκουσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὴν Ἰουδαία στὴ Γαλιλαία, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Καπερναοὺμ καὶ πῆγε νὰ Τὸν συναντήσει˙ κι ἄρχισε νὰ Τὸν παρακαλεῖ νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὴν Κανὰ στὴν Καπερναοὺμ καὶ νὰ θεραπεύσει τὸ γιό του˙ διότι ἦταν βαριὰ ἄρρωστος καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνει. Τοῦ εἶπε λοιπὸν τότε ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ Τὸν ἄκουγαν καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ ἦταν ἐκεῖ: ''Ἐὰν δὲν δεῖτε θαύματα ποὺ νὰ δείχνουν φανερὰ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προκαλοῦν τρόμο καὶ κατάπληξη, δὲν θὰ πιστέψετε''. Τοῦ λέει ὁ αὐλικός: ''Κύριε, κατέβα στὴν Καπερναοὺμ γρήγορα, πρὶν πεθάνει τὸ παιδί μου'')» καὶ Ματθ. 9,18: «Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος αὐτοῖς ἰδοὺ ἄρχων εἷς προσελθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρα σου ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ ζήσεται (:Κι ἐνῶ τοὺς ἔλεγε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, τὴν ὥρα ἐκείνη κάποιος ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς Τὸν πλησίασε καὶ Τὸν προσκύνησε λέγοντας ὅτι ''ἡ κόρη μου πρὶν ἀπὸ λίγο πέθανε. Ἔλα ὅμως καὶ βάλε τὸ χέρι σου πάνω της καὶ θὰ ζήσει'')»]. Ἀλλὰ ἀφοῦ ἀνέφερε καὶ τὴ συμφορά της καὶ τὴ χειροτέρευση τῆς ἀσθένειας, ἐπικαλεῖται τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου φωνάζοντας δυνατά. Καὶ δὲν λέγει «ἐλέησε τὴ θυγατέρα μου», ἀλλὰ «ἐλέησέ με». «Διότι ἐκείνη μὲν δὲν ἔχει συναίσθηση τῆς ἀσθένειάς της, ἐγὼ ὅμως εἶμαι ἐκείνη ποὺ ὑποφέρω ἀπὸ μύρια κακά, ποὺ συναισθάνομαι τὴν ἀσθένειά μου, ποὺ τὸ γνωρίζω ὅτι εἶναι μανιακή».
«Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον (:Ὁ Κύριος ὅμως δὲν τῆς ἀποκρίθηκε οὔτε λέξη)». Γιατί αὐτὸ τὸ πρωτάκουστο καὶ παράξενο; Τοὺς μὲν Ἰουδαίους παρ᾿ ὅλη τὴν ἀχαριστία τους δὲν παύει νὰ τοὺς συμβουλεύει, καὶ ἂν καὶ Τὸν βλασφημοῦν, τοὺς παρακαλεῖ, καὶ μολονότι Τὸν πειράζουν, δὲν τοὺς ἐγκαταλείπει. Αὐτὴν ὅμως ποὺ τρέχει κοντά Του καὶ Τὸν παρακαλεῖ καὶ Τὸν ἱκετεύει καὶ δείχνει τόση εὐλάβεια, ἂν καὶ δὲν ἀνατράφηκε μὲ τὸν νόμο καὶ τοὺς προφῆτες, αὐτὴ δὲν τὴ θεωρεῖ ἄξια οὔτε κἂν νὰ τῆς ἀπαντήσει. Ποιόν δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ σκανδαλίσει αὐτὴ ἡ ἐνέργεια, ὅταν ἔβλεπε αὐτὰ ποὺ γίνονταν νὰ εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὴ φήμη τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Ἰησοῦ; Καθόσον ἄκουσαν ὅτι περιόδευε τὰ χωριὰ καὶ θεράπευε· αὐτὴν ὅμως ποὺ ἦλθε μόνη της τὴν ἀπομακρύνει ἀπὸ κοντά Του. Ποιόν δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ συγκινήσει τὸ πάθος καὶ ἡ παράκληση, ποὺ ἔκανε γιὰ τὴ θυγατέρα της, ἡ ὁποία βρισκόταν σὲ τόσο κακὴ κατάσταση; Διότι οὔτε προσῆλθε, θεωρῶντας τὸν ἑαυτό της ἄξιο, οὔτε αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε, τὸ ζητοῦσε σὰν ὀφειλή, ἀλλὰ ἁπλῶς παρακαλοῦσε νὰ τὴν εὐσπλαχνιστεῖ καὶ τὴ συμφορά της μόνο θρηνολογοῦσε, καὶ παρ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν θεωρεῖται οὔτε κἂν ἄξια νὰ τύχει ἀπαντήσεως.
Ἴσως πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἄκουγαν σκανδαλίστηκαν, ἐκείνη ὅμως δὲν σκανδαλίστηκε. Καὶ γιατί λέγω ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἄκουγαν; Καθόσον ἔχω τὴ γνώμη ὅτι καὶ οἱ ἴδιοι οἱ μαθητὲς θὰ ἔνιωσαν κάτι γιὰ τὴ συμφορὰ τῆς γυναίκας καὶ ὅτι θὰ ταράχτηκαν καὶ θὰ λυπήθηκαν. Ἀλλὰ ὅμως παρ᾿ ὅλο ποὺ ταράχτηκαν, δὲν τόλμησαν νὰ Τοῦ ποῦν: «χάρισέ της αὐτὸ ποὺ ζητεῖ». Ἀλλὰ ἀφοῦ Τὸν πλησίασαν οἱ μαθητές Του Τὸν παρακαλοῦσαν, λέγοντας: «Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν (:Πές της νὰ φύγει διότι κραυγάζει πίσω μας)» [Ματθ. 15,23]. Καὶ ἐμεῖς βέβαια ὅταν θέλουμε νὰ πείσουμε κάποιον, τοῦ λέμε πολλὲς φορὲς τὰ ἀντίθετα. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἀπάντησε: «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ (:Δὲν μὲ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου παρὰ γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ ἰσραηλιτικοῦ γένους)» [Ματθ. 15,24].
Τί ἔκανε λοιπὸν ἡ γυναῖκα, ὅταν ἄκουσε αὐτά; Σιώπησε καὶ ἔφυγε; Ἢ ἐγκατάλειψε τὴν προθυμία της; Κάθε ἄλλο· ἀλλὰ ἀντίθετα ἔγινε περισσότερο ὁρμητική. Δὲν ἐνεργοῦμε ὅμως καὶ ἐμεῖς ἔτσι· ἀλλὰ ὅταν δὲν ἱκανοποιηθεῖ τὸ αἴτημά μας, ἀπομακρυνόμαστε, ἐνῶ ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν πρέπει νὰ ἐπιμένουμε περισσότερο. Ἄν καὶ ποιόν δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἀπογοητεύσει ἐκεῖνος τότε ὁ λόγος; Ἀκόμη καὶ ἡ σιωπὴ μόνο ἦταν ἀρκετὴ νὰ τὴν ὁδηγήσει σὲ ἀπελπισία, ἐνῶ ἡ ἀπάντηση συντελοῦσε νὰ αὐξηθεῖ ἀκόμη περισσότερο ἡ ἀπελπισία της. Διότι τὸ νὰ διαπιστώσει ὅτι μαζὶ μὲ αὐτὴν περιῆλθαν σὲ ἀμηχανία καὶ οἱ συνήγοροί της, καὶ τὸ νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι τὸ πρᾶγμα εἶχε φθάσει στὸ ἀπροχώρητο, ἦταν κάτι ποὺ μποροῦσε νὰ τὴν ὁδηγήσει σὲ ἀπερίγραπτη ἀπορία.
Καὶ ὅμως δὲν τὰ ἔχασε ἡ γυναῖκα· ἀλλὰ ὅταν εἶδε ὅτι οἱ προστάτες της δὲν εἶχαν καμία δύναμη, ἔδειξε τὴν ὡραία ἀδιαντροπιά της· διότι πρὶν ἀπὸ αὐτὸ δὲν τολμοῦσε οὔτε μπροστά Του νὰ παρουσιαστεῖ. Διότι, λέγει, «φωνάζει πίσω ἀπὸ ἐμᾶς»· ὅταν ὅμως ὅπως ἦταν φυσικό, ἔπρεπε νὰ φύγει ἀκόμη πιὸ μακριά, λόγῳ τῆς ἀμηχανίας ποὺ τὴν κατέλαβε, τότε καὶ πλησιάζει ἀκόμη περισσότερο καὶ προσκυνεῖ τὸν Κύριο, λέγοντας: «Κύριε, βοήθει μοι (:Κύριε, βοήθα με στὴ δυστυχία μου)». Τί σημαίνει αὐτό, γυναῖκα; Μήπως ἔχεις περισσότερο θάρρος ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους; Μήπως ἔχεις μεγαλύτερη δύναμη; «Θάρρος καὶ δύναμη», λέγει, «δὲν ἔχω καθόλου, ἀπεναντίας εἶμαι γεμάτη ἀπὸ ντροπή, ἀλλὰ ὅμως αὐτὴν τὴν ἀναισχυντία προβάλλω σὰν παράκλησή μου· θὰ σεβαστεῖ τὸ θάρρος μου». Καὶ τί σημασία ἔχει αὐτό; Δὲν Τὸν ἄκουσες νὰ λέγει ὅτι «οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ (:Δὲν μὲ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου παρὰ γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ ἰσραηλιτικοῦ γένους)»; «Τὸν ἄκουσα», λέγει, «ἀλλὰ Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος». Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν Τοῦ ἔλεγε «παρακάλεσε καὶ προσευχήσου», ἀλλὰ «βοήθησέ με».
Τί ἔκανε λοιπὸν ὁ Χριστός; Δὲν ἀρκέστηκε οὔτε σὲ αὐτά, ἀλλὰ μεγαλώνει καὶ πάλι τὴν ἀμηχανία της λέγοντας· «οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις (:Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρει κανεὶς τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν καὶ νὰ τὸ ρίξει στὰ σκυλάκια)» [Ματθ. 15,26]. Καὶ ὅταν τῆς ἔκανε τὴν τιμὴ νὰ τῆς ὁμιλήσει, τότε τὴν πλήγωσε ἀκόμη περισσότερο, παρὰ μὲ τὴ σιωπή Του. Καὶ δὲ μεταφέρει πλέον σὲ ἄλλον τὴν αἰτία, οὔτε λέγει: «δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ἀποστολή μου», ἀλλὰ ὅσο ἐκείνη μεγάλωνε τὴν παράκλησή της, τόσο καὶ Ἐκεῖνος αὔξανε τὴν ἄρνησή Του. Καὶ δὲν τοὺς ὀνομάζει πλέον αὐτοὺς «πρόβατα», ἀλλὰ «τέκνα», καὶ αὐτὴν τὴν ὀνομάζει «σκυλάκι».
Τί κάνει λοιπὸν ἡ γυναῖκα; Ἀπὸ τίς ἴδιες λέξεις τοῦ Κυρίου συνθέτει τὴν ὑπεράσπισή της. «Διότι», λέγει, «ἂν καὶ εἶμαι πράγματι σκυλάκι, δὲν εἶμαι ὅμως ξένη». Εἶχε δίκιο ὁ Χριστὸς ποὺ ἔλεγε: «Εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται (:Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πίστη αὐτὴ ποὺ ἐκδήλωσε ὁ τυφλὸς ποὺ θεραπεύτηκε, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀπιστία τῶν Ἰουδαίων, εἶπε ὁ Ἰησοῦς: ''Ἐγὼ ἦλθα στὸν κόσμο αὐτὸ γιὰ νὰ τὸν φέρω σὲ κρίση καὶ νὰ ξεχωρίσουν οἱ καλοπροαίρετοι ἀπὸ τοὺς διεστραμμένους. Καὶ αὐτὴ ἡ κρίση θὰ ἔχει τὸ ἑξῆς ἀποτέλεσμα: Ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦνται ἀπὸ τοὺς νομομαθεὶς γραμματεῖς ὅτι εἶναι τυφλοῖ καὶ βυθισμένοι στὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς πλάνης, αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ παρουσιάζονται ὡς γνῶστες τῶν Γραφῶν καὶ νομίζουν ἀλαζονικὰ ὅτι βλέπουν, θὰ καταντήσουν σὲ πνευματικὴ τύφλωση'')» [Ἰω. 9,39].
Ἡ μὲν γυναῖκα φιλοσοφεῖ καὶ ἀποκαλύπτει ὅλη τὴν καρτερία καὶ τὴν πίστη της, παρ᾿ ὅλες τίς προσβολὲς ποὺ δέχεται. Ἐνῶ ἐκεῖνοι ἂν καὶ θεραπεύονται καὶ τιμῶνται ἀπὸ Αὐτόν, Τὸν πληρώνουν μὲ τὰ ἀντίθετα. «Τὸ ὅτι ἡ τροφὴ εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὰ τέκνα», λέγει ἡ Χαναναία, «τὸ γνωρίζω καὶ ἐγώ, πλὴν ὅμως αὐτὸ σὲ τίποτε δὲν ἐμποδίζει ἐμένα, ποὺ εἶμαι σκυλάκι. Διότι ἂν δὲν εἶναι σωστό τὸ σκυλάκι νὰ πάρει, οὔτε στὰ ψίχουλα θὰ εἶναι σωστὸ νὰ ἔχει μερίδιο· ἂν ὅμως πρέπει νὰ ἔχει ἔστω καὶ μικρὸ μερίδιο, τότε οὔτε ἐγὼ ἐμποδίζομαι, ἔστω καὶ ἂν εἶμαι σκυλάκι. Ἀλλὰ ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δικαιοῦμαι νὰ ἔχω μερίδιο σὲ αὐτήν, ἐπειδὴ εἶμαι σκυλάκι».
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀνέβαλλε ὁ Χριστός· διότι γνώριζε ὅτι θὰ μιλοῦσε ἔτσι. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀρνιόταν τὴ δωρεά, γιὰ νὰ φανερώσει τὴν ὅλη εὐσέβειά της. Διότι ἐὰν δὲν ἐπρόκειτο νὰ τῆς δώσει, οὔτε καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ θὰ τῆς ἔδινε, ἀλλὰ καὶ οὔτε πάλι θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ τὴν ἀποστομώσει. Αὐτὸς ὅμως ὅπως κάνει στὴν περίπτωση τοῦ ἐκατόνταρχου ποὺ τοῦ λέγει: «Ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν (:Θὰ ἔλθω ἐγὼ στὸ σπίτι σου καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω)» [Ματθ. 8,7], γιὰ νὰ μάθουμε τὴν εὐλάβειά του καὶ νὰ τὸν ἀκούσουμε νὰ λέγει: «Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου (:Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ εἰσέλθεις κάτω ἀπὸ τὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ μου. Ἀλλὰ πὲς αὐτὸ ποὺ θέλεις μόνο μ᾿ ἕναν ἁπλὸ λόγο, καὶ θὰ γιατρευθεῖ ὁ δοῦλος μου)» [Ματθ. 8,8].
Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ κάνει καὶ στὴν αἱμορροοῦσα, ποὺ τῆς λέγει: «ἥψατὸ μου τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ (:Κάποιος μὲ ἄγγιξε· διότι ἐγὼ κατάλαβα ὅτι βγῆκε ἀπὸ πάνω μου δύναμη θαυματουργική)» [Λουκ. 8,46], γιὰ νὰ κάνει φανερὴ σὲ ὅλους τὴν πίστη της καὶ ὅπως ἐνήργησε στὴν περίπτωση τῆς Σαμαρείτιδας, γιὰ νὰ δείξει πὼς δὲν ἀπομακρύνεται οὔτε καὶ μετὰ τὸν ἔλεγχο ποὺ τῆς ἔκανε, τὸ ἴδιο κάνει καὶ στὴν περίπτωση αὐτήν· διότι δὲν ἤθελε νὰ μείνει κρυμμένη ἡ τόσο μεγάλη ἀρετὴ τῆς γυναίκας. Ὥστε δὲν ἦσαν λόγια προσβλητικὰ τὰ ὅσα τῆς ἔλεγε, ἀλλὰ λόγια προκλητικὰ μὲ σκοπὸ νὰ ἀποκαλύψει τὸν κρυμμένο θησαυρό.
Ἐσὺ ὅμως σὲ παρακαλῶ, πρόσεξε μαζὶ μὲ τὴν πίστη της καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη της· διότι ὁ μὲν Κύριος ὀνόμασε «παιδιὰ» τοὺς Ἰουδαίους, αὐτὴ ὅμως δὲν ἀρκέστηκε μόνο σὲ αὐτό, ἀλλὰ τοὺς ὀνομάζει καὶ «κυρίους». Τόσο πολὺ ἀπεῖχε ἀπὸ τὸ νὰ λυπᾷται γιὰ τὰ ἐγκώμια γιὰ τοὺς ἄλλους. Διότι λέγει: «Ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν (:Ναί, Κύριε˙ δέχομαι ὅτι εἶμαι σκυλάκι· διότι καὶ τὰ σπιτίσια σκυλάκια τρῶνε ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν κυρίων τους)» [Ματθ. 15,27]. Εἶδες σύνεση γυναικός, ποὺ οὔτε κἂν τόλμησε νὰ φέρει ἀντίρρηση, ποὺ οὔτε κἂν πληγώθηκε ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους τῶν ἄλλων, καὶ οὔτε ἀγανάκτησε ἀπὸ τὴν προσβολή; Εἶδες ὑπομονή; Αὐτὸς ἔλεγε «δὲν εἶναι καλό», ἐνῶ ἐκείνη ἀπαντοῦσε «ναί, Κύριε». Αὐτὸς ὀνόμαζε τοὺς Ἰουδαίους «παιδιά», ἐνῶ ἐκείνη «κυρίους». Αὐτὸς τὴν ὀνόμασε «σκυλάκι», ἐνῶ ἐκείνη πρόσθεσε καὶ τὸ ἔργο τοῦ σκυλιοῦ.
Εἶδες τὴν ταπεινοφροσύνη της; Ἄκουσε τώρα καὶ τὴν καυχησιολογία τῶν Ἰουδαίων: «Σπέρμα Ἀβραὰμ ἐσμεν καὶ οὐδενὶ δεδουλεύκαμεν πώποτε· πῶς σὺ λέγεις ὅτι ἐλεύθεροι γενήσεσθε; (:Τοῦ ἀποκρίθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι μέσα στὴν ἔξαψη καὶ τὴν παραφορά τους λησμόνησαν τὴ δουλεία τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Βαβυλώνας, καὶ τὸ ρωμαϊκὸ ζυγό: ''Ἐμεῖς εἴμαστε ἀπόγονοι καὶ κληρονόμοι τοῦ Ἀβραάμ, προορισμένοι νὰ κατακτήσουμε ὁλόκληρο τὸν κόσμο, καὶ δὲν γίναμε ποτὲ ἕως τώρα δοῦλοι σὲ κανέναν. Μόνο κυβερνήτη καὶ Κύριό μας ἔχουμε τὸν Θεό. Πῶς ἐσὺ λὲς ὅτι «θὰ ἐλευθερωθεῖτε»'';)» [Ἰω. 8,33] καί: «ἡμεῖς ἐκ πορνείας οὐ γεγεννήμεθα· ἕνα πατέρα ἔχομεν, τὸν Θεόν (:Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε γεννηθεῖ ἀπὸ ἀθέμιτη καὶ πορνικὴ ἐπιμειξία μὲ εἰδωλολάτρες, ὥστε νὰ ἔχει νοθευθεῖ ἡ καταγωγὴ μας ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Δὲν ἀνήκουμε στὴν οἰκογένεια τοῦ σατανᾶ, τοὺς εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ ἀνήκουμε στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Ἕναν πατέρα ἔχουμε, τὸν Θεό)» [Ἰω. 8,41].
Ἀλλὰ αὐτὴ δὲν ἐνεργεῖ ἔτσι· ἀντιθέτως ὀνομάζει τὸν ἑαυτό της «σκυλάκι» καὶ ἐκείνους «κυρίους»· καὶ ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἔγινε τέκνο. Τί λέγει λοιπὸν ὁ Χριστὸς πρὸς αὐτήν; «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις (:Ὦ γυναῖκα, εἶναι μεγάλη ἡ πίστη σου. Ἄς γίνει σὲ σένα ὅπως τὸ θέλεις)» [Ματθ. 15,28]. Ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀνέβαλλε, γιὰ νὰ βροντοφωνάξει αὐτὸν τὸν λόγο, γιὰ νὰ στεφανώσει τὴ γυναῖκα: «Ἄς γίνει ὅπως ἀκριβῶς θέλεις». Ἡ σημασία αὐτῶν τῶν λόγων Του εἶναι ἡ ἑξῆς: «Ἡ μὲν πίστη σου μπορεῖ καὶ μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτὰ νὰ ἐπιτύχει, ἀλλὰ ὅμως τώρα ἂς γίνει ὅπως θέλεις». Αὐτὸς ὁ λόγος ὁμοιάζει μὲ τὴ φωνὴ ἐκείνη ποὺ ἔλεγε: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος καὶ ἔστω διαχωρίζον ἀνὰ μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος. καὶ ἐγένετο οὕτως (:Καὶ εἶπε ὁ Θεός: ''Νὰ γίνει ὁ οὐράνιος θόλος τῆς γῆς μεταξὺ τῶν ὑδάτων ποὺ καλύπτουν τὴν ἐπιφάνειά της καὶ τῶν νεφῶν ποὺ αἰωροῦνται στὴν ἀτμόσφαιρα, καὶ νὰ διαχωρίζει μεταξὺ τῶν ὑδάτων τῆς γῆς καὶ τῶν ὑδάτων τοῦ οὐρανοῦ)» [Γέν. 1,6]. «Καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης (:Καὶ πράγματι ἀπ᾿ τὴν ὥρα ἀκριβῶς ἐκείνη γιατρεύτηκε ἡ κόρη της)» [Ματθ. 15,28].
Εἶδες πόσο πολὺ βοήθησε καὶ ἐκείνη γιὰ τὴ θεραπεία τῆς κόρης της; Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λοιπὸν δὲν εἶπε ὁ Χριστὸς «ἂς γίνει καλὰ τὸ κορίτσι σου», ἀλλὰ «εἶναι μεγάλη ἡ πίστη σου, ἂς γίνει ὅπως θέλεις», γιὰ νὰ μάθεις ὅτι δὲν ἦσαν τὰ λόγια της τυχαῖα, οὔτε ἦσαν λόγια κολακείας, ἀλλὰ ὅτι ἦταν μεγάλη ἡ δύναμη τῆς πίστεως. Τὸν ἀκριβῆ λοιπὸν ἔλεγχο καὶ τὴν ἀπόδειξή της τὰ ἄφησε στὴν ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων στὴ συνέχεια· διότι ἀμέσως θεραπεύτηκε ἡ κόρη της.
Ἐσὺ ὅμως σὲ παρακαλῶ, πρόσεξε πώς, ἐνῶ νικήθηκαν οἱ ἀπόστολοι καὶ δὲν κατόρθωσαν τίποτε, αὐτὴ πέτυχε τόσο μεγάλη ὠφέλεια. Τόσο μεγάλη δύναμη ἔχει ἡ ἐπιμονὴ στὴν προσευχή. Καθόσον θέλει γιὰ τίς δικές μας ὑποθέσεις νὰ Τὸν παρακαλοῦμε μᾶλλον ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε οἱ ἄμεσα ἐνδιαφερόμενοι, παρὰ νὰ Τὸν παρακαλοῦν ἄλλοι γιὰ ἐμᾶς. Μολονότι βέβαια οἱ ἀπόστολοι εἶχαν περισσότερο θάρρος, ὅμως αὐτὴ ἔδειξε περισσότερη ὑπομονή. Μὲ τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα μάλιστα ὁ Κύριος δικαιολογήθηκε πρὸς τοὺς μαθητές Του γιὰ τὴν ἀναβολὴ καὶ τοὺς ἀπέδειξε ὅτι δικαιολογημένα ἀρνήθηκε ὅταν αὐτοί Τοῦ τὸ ζήτησαν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.
ΠΗΓΕΣ:
• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
• Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 11, Ὑπόμνημα στὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο, ὁμιλία ΝΒ΄, σελίδες 108-123.
• Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 67, σελ. 11-18 .
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Π. τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016.
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm