Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

παπα-Παῦλος Καλλίκας: Οὐκ ἑάλω ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλλάς. (Σκέψεις πρός Ἱερέα)



παπα-Παύλος Καλλίκας

Τοὺς εἶδες στὴν Βουλή, παππᾶ μου. Τοὺς ἄκουσες νὰ μπουρδολογοῦν καὶ νὰ μιξοκλαῖνε οἱ ψεῦτες, οἱ ἠθοποιοί. Ψήφισαν οἱ «δημοκράτες». Χλωροφόρμιο μὲ μιᾶς ἡ αἴθουσα τῆς Ἑλληνικῆς Βουλῆς μύρισε. Βουτιὰ πίσω, σὲ βάραθρο αἰώνων. Νέκρα καὶ σιγή.

Ἦταν βράδυ Θὰ γύρισες νὰ κοιτάξῃς τὰ σπλάγχνα σου, ποὺ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ζητᾶς νὰ ἀναστήσῃς, τὰ σταύρωσες καὶ ἀναρωτήθηκες σὲ τί κοινωνία, Θεέ μου, θὰ μεγαλώσουν; Θὰ τὰ ἀφήσῃς νὰ γίνουν ραγιᾶδες – νενέκηδες μιᾶς ἀνώμαλης ἀτζέντας; Μὴ γένοιτο, εὐχήθηκες καὶ ἡσύχασες κοιτῶντας τὸ καντήλι στὰ εἰκονίσματα.

Ἄγρια σκυλιὰ καὶ προβατόσχημοι λύκοι χύμηξαν λυσσασμένα στὸ μαντρί σου, παππᾶ μου. Ἔστερξες νὰ δῇς τοὺς προεστῶτες νὰ τρέχουν, νά..., νά... Μά, ὄχι. Κάτι ψέλλισαν, κάτι σοῦ ἀπέκρυψαν, ἄρωμα ἀγαπολογίας, αὐτονόητα μισόλογα, φλυαρίες, μισὲς ἀλήθειες. Κρύφτηκαν οἱ λαγοὶ πίσω ἀπὸ τὸν κενὸ λόγο – σύνθημα ποὺ δόθηκε: «Ἐγὼ θὰ τὸ λύσω;». Ἀνακινήθηκαν ἀδιάφορα καὶ σπασμωδικὰ οἱ γερασμένοι ὦμοι. Νὰ τινάξουν λὲς τὴν εὐθύνη, ποὺ σὰν σκόνη ἔλαχε ἐπάνω τους νὰ καθίσει.

Σοῦ μίλησαν χθὲς γιὰ ἀπροϋπόθετη ἀγάπη καὶ ὑπακοή. Εἰσπράττουμε σήμερα ὅλοι μας τὰ ἐπίχειρα. Αὔριο διπλᾶ καὶ τριπλὰ θὰ κλάψουμε. Ἐκκλησιαστικὸς ἀχταρμᾶς προμηνύεται. Κρίνανε μὲ τὰ μέτρα τους. Σὲ κατηγόρησαν γιὰ ἐμπάθεια, γιὰ ἐγωισμὸ καὶ Φαρισαϊσμό. Σὲ εἰρωνεύτηκαν: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ σωστός, καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι λάθος;». Δὲν εἶδα ὅμως κανένα «Φαρισαῖο» ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ κατηγόρησαν, νὰ καλοπερνάῃ καὶ νὰ στέκεται στὸ ἀπυρόβλητο, ἀγκάλα καὶ συναγελαζόμενος μὲ τὴν ἐξουσία μέχρι καὶ σήμερα. Μᾶλλον το ἀντίθετο. Εἴδα τόν «Φαρισαῖο» τους νὰ ὑβρίζεται, νὰ ἐκβιάζεται, νὰ συκοφαντεῖται, νὰ διώκεται καὶ νὰ φιμώνεται. Νὰ ἀπειλεῖται μὲ καθαίρεση. Ὡραίους «Φαρισαίους» ἐπινόησαν.

Παππᾶ μου,200 χρόνια περᾶσαν ἀπὸ τὸ ἔνδοξο 21΄ καὶ οἱ γκραβοῦρες τῶν Ἀγωνιστῶν ἀκόμα στέκουν ἐκεῖ ἀγριωπὲς νὰ κοιτάζουν μὲ θυμό, γιὰ νὰ σκιάζουν καὶ σήμερα τοὺς ἐχθροὺς τῆς Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδας μας. Θυμὸ μὰ καὶ παράπονο μαζί. Ἀφουγκράζομαι. Θαρρῶ ὅτι μοῦ ἀπευθύνονται: «Ὠρέ, γιὰ σᾶς σήμερα δώσαμε ψυχὴ καὶ σῶμα; Ἐμεῖς δὲν εἴχαμε οἰκογένειες νὰ ἀναστήσουμε; Σάμπως ὑπολογίσαμε περιουσίες; Δὲν εἴχαμε λέτε Χριστὸ ἐμεῖς; Δὲν εἴχαμε ἀγάπη μέσα μας γιὰ τὸν συνάνθρωπό μας; Δὲν προσευχόμασταν γονατιστοὶ στὰ εἰκονίσματα; Δὲν κοινωνούσαμε Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ; Δὲν κληθήκαμε σάμπως νὰ πάρουμε γενναῖες ἀποφάσεις; Κόντρα στὰ προνόμια δὲν πήγαμε; Ὅλα τὰ δώσαμε γιὰ τὴν Πατρίδα καὶ τὴν Ἁγία Πίστη μας, χωρὶς φόβο καὶ ἀναστολές... Ἐσεῖς τί κάνετε;». Κι ἀναρωτήθηκα ὁ δόλιος: σήμερα δὲν φθάνει νὰ μὲ συγκινήσῃ ἕνας Παπαφλέσσας, ἕνας Διάκος, ἕνα Γρηγόριος Πατριάρχης, ἕνας πατρο-Κοσμᾶς; Τόσοι ἱερωμένοι, ποὺ μάτωσαν τὸ ράσο τους; Ποὺ θυσίασαν τὰ πάντα γιὰ ἐμένα τὸν παππᾶ τοῦ 21ου αἰῶνα; Μὲ συγκινοῦν, μὲ ἐλέγχουν καὶ μὲ λυπᾶμαι γιὰ τὴν σιωπή μου.

Δὲν θὰ τοὺς κοινωνήσω, λέω. Μὰ κάποιος ποὺ ὑποθετικά ἐπιζητεῖ νὰ κοινωνῇ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, θὰ Τὸν ἔφτυνε ποτὲ ἔτσι γιὰ ἕνα ξέχειλο ἀπὸ χρυσᾶ «ἄσπρα» κορβανᾶ; Θὰ τὸν πρόδιδε ὡς ὁ Ἰούδας, μάλιστα δημοσίως καὶ μὲ τὸ περίβλημα νόμου; Θὰ νομοθετοῦσε τὴν ἁμαρτία ἀνερυθριάστως καὶ θὰ χειροκροτοῦσε τὴν διαστροφή;

Δὲν θὰ τὸν βάλω στὴν Ἐκκλησία, λέω. Μὰ ρωτᾶς ἂν ὁ ἴδιος βολεύεται νὰ τὸν κοιτοῦν αὐστηρὰ οἱ ἱστορημένοι Ἅγιοι, Μάρτυρες, Ὁμολογητές, Ὅσιοι καὶ Δίκαιοι στοὺς τοίχους τῶν Ἐκκλησιῶν; Νομίζεις ὅτι δὲν νοιώθει τὴν ἀνατριχίλα στὴν ραχοκοκαλιά του; Γι᾿ αὐτὸ δὲν κορδώνεται ἀγέρωχα μὴ καὶ τὸν καταλάβουν ὅτι σκιάζεται; Δὲν ἀναρωτιέσαι γιατί ἔρχονται λίγο πρό του «Δι᾿ εὐχῶν», κάθε τέσσερα χρόνια; Ἤ «Ὅπου γάμος καὶ χαρά...»;

Λέω, καλὴ μετάνοια. Αὐτὸ θὰ τὸ εὐχηθῶ ὁλόψυχα σὲ ἐμένα πρῶτα ποὺ καθ᾿ ἑκάστην πέφτω, μὰ ποὺ δὲν δημοσιοποιῶ, οὔτε δικαιολογῶ, οὔτε διαφημίζω τὴν πτώση μου. Θὰ τὸ εὐχηθῶ ὁλόκαρδα σὲ ἐσένα τὸν συνάνθρωπό μου, ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ τοῦ ἔτους. Περισσότερο δὲ στὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου, ποὺ κοντοζυγώνει. Ὅλοι ἁμαρτωλοὶ εἴμαστε. Πανέμορφη εὐχή. Ὅμως; Γιὰ τὴν περίπτωση ποὺ κάνει κάποιος νόμο ἑνὸς Ὀρθόδοξου Κράτους τὸν κολοφῶνα (τὸ ἀποκορύφωμα) τῆς κακίας; Ἀρκεῖ; Ὅταν δὲν ὑπάρχει χρονικὰ καὶ τοπικὰ ἀνάλογο βδέλυγμα σὲ ὀρθόδοξη πατρίδα, ἀρκεῖ αὐτὴ ἡ εὐχὴ γιὰ νὰ συνέλθῃ ὁ ἐπισήμως διαστροφέας καὶ καθαιρέτης κάθε ἠθικῆς καὶ φυσιολογίας; Δὲν τρέχει καὶ τίποτε σοβαρό;

Τὸ «εἶστε ἀνεπιθύμητοι» μπορεῖ νὰ τὸ πῇ καὶ ὁ λαϊκός, μὲ παρρησία καὶ σταθερότητα μάλιστα. Οὔτε θὰ γίνῃ ὁμοτράπεζός του, οὔτε κομματοκύνας τους, ἀπὸ δαύτους ποὺ αὐγάτεψαν στὶς μέρες μας. Θὰ τοὺς περιφρονήσῃ καὶ θὰ τοὺς ἐλέγξῃ δημόσια στὶς δημόσιες τους ἐμφανίσεις.

Δὲν ξεσηκώνεται ὁ λαϊκὸς ὅμως, ἄν δὲν δεῖ πρῶτα μπαρουτοκαπνισμένο τὸν παππᾶ του. Δὲν θὰ σηκωθῇ ὁ λαϊκός ἔστῳ καὶ ἂν ἀκούσει δακρύβρεχτα κηρύγματα ἀπὸ ἄμβωνος, ἄνευ ὅμως πράξεως. Μάλιστα δὲ ὅταν ὑπονοεῖται ἀπὸ τὸν ὁμιλοῦντα καὶ μετάθεση εὐθύνης...στὸν λαό. Γιατί; Διότι ἄμβωνες, ποὺ ὁ ἀείμνηστος Καντιώτης μὲ τὸ πριόνι του πρὶν χρόνια ἀφαίρεσε τοὺς ξύλινους λέοντες καὶ τοὺς ἀντικατέστησε, κατὰ τὴν ρήση του, μὲ ξύλινους λαγωούς, δὲν ξεσηκώνουν πλέον, εἶναι ἐκκωφαντικὰ βουβοί.

Γυρνῶ τὸν χρόνο στὰ περασμένα. Τότε ποὺ στάθηκα στὴν Ἅγια Τράπεζα ἀπὸ πίσω, κρατῶντας στὰ τρεμάμενα, ἀνάξια καὶ γυμνά μου χέρια γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Σῶμα Του. Ἤχησε τότε δυνατὰ στὰ αὐτιά μου τὸ φοβερὸ καὶ ἅγιο «Λάβε τὴν παρακαταθήκην ταύτην, καὶ φύλαξον αὐτήν, ἕως τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτε παρ᾿ αὐτοῦ μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι αὐτήν». Μὲ τὴν Χάρη σου Κύριε, ψέλλισα. Δὲν θὰ ἀφήσω τὰ Ἅγια στὰ σκυλιά. Ἔδωσα ὑπόσχεση ἱερή. Ὑποχρέωση ἁγία. Θὰ μοῦ ἀπαιτηθῇ, λέει, ἡ παρακαταθήκη ἀπὸ τὸν Δωρεοδότη Χριστό, ἀπὸ κανέναν ἄλλον.

Μοῦ δόθηκε τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα. Δὲν μποροῦν νὰ μὲ πείσουν ὅτι εἶμαι ἕνας ὑπάλληλος ποὺ ὀφείλει ὑποταγή. Δὲν μποροῦν νὰ μὲ παρασύρουν οἱ μικρόνοες, ποὺ ἐμπαίζουν τὴν ἐκ Θεοῦ δοσμένη σὲ ἐμὲ πνευματικὴ ἐξουσία. Τὴν διακωμωδοῦν μὲν ἀπὸ ἐσώτερο φόβο, δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν, ἐνδόμυχα ὅμως τρέμουν.

Ἄλλη λοιπόν, ἡ θέση μου. Εἶναι θέση ποιμένα ποὺ θὰ ξεχωρίσῃ τώρα τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ ἐρίφια, μὴ καὶ τὰ δεύτερα μαγαρίσουν τὰ πρῶτα. Θὰ ἀναθεματίσω τὸ ψέμα ποὺ χύνεται ἀπὸ τὶς φαρμακερὲς αὐτὲς ὑπάρξεις. Τὸ θράσος τους νὰ λέγονται Χριστιανοί, οἱ καταφανῶς σήμερα πολέμιοι τοῦ Χριστιανισμοῦ. Θὰ τοὺς παραδώσω ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση καὶ ὀργὴ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας. Μήπως καὶ ἔρθουν σὲ συναίσθηση, καὶ γλυτώσουν τὸν ἀφορισμὸ τῆς Κρίσεως, ὅπως τὸ ἀψευδὲς στόμα τοῦ Χριστοῦ ὁρίζει στὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο. Αὐτὸ δείχνει τὴν ἐν πολλοῖς ξεχασμένη ἐκκλησιαστικὴ ἀγάπη, ἐκκλησιαστικὴ πρόνοια, ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα πρὸς τοὺς πολεμίους τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν εἶναι ἀγάπη νὰ συγκαλύπτῃς, νὰ ἀφήνεις θολὸ τοπίο ἐπειδὴ ἔτσι σὲ βολεύει. Νὰ ἐπινοῇς σοφιστεῖες. Δὲν ὑπάρχει χρόνος γιά, «ναὶ μὲν ἀλλά». Δὲν ὑπάρχει τόπος γιὰ δειλούς.

Ὡς καλὸς γιατρὸς θὰ πάρω τὸ νυστέρι μου καὶ θὰ κόψω τὸ σάπιο μέλος, θὰ ξεχωρίσω τὴν γάγγραινα, μὴ καὶ μιανθοῦν ψυχὲς κρεμάμενες στὸ πετραχήλι μου. Παρακαταθήκη εἶναι νὰ φυλάξῃς Ἁγία, Ἐφημέριε. Δὲν εἶναι παῖξε – γέλασε. Ποιός εἶναι Αὐτός, ποὺ θὰ σοῦ τὴν ζητήσῃ ἄφθορη καὶ ἀλώβητη; Σὲ Ποιόν θὰ δώσῃς λόγο τελικά, ἀναλογίζεσαι; Ἀλλάζει ὁ Χριστός; Ἀλλάζει τὸ Εὐαγγέλιο Του; Ἐπειδὴ τάχατες πλεόνασε ἡ ἁμαρτία; Ἐπειδὴ ὁ κολοφῶνας της γίνηκε νόμος, θὰ κάνεις τώρα δόγμα ξεχειλώνοντας ἔτι καὶ ἔτι τὸ «κατ᾿ οἰκονομίαν»; Μὴ γένοιτο!

Αὐτὰ τὰ αὐτονόητα μὰ ἀπαραίτητα, τὸ λίγα μὰ μὲ πολὺ πόνο καὶ ἀγάπη γραμμένα ἀπὸ ΕΦΗΜΕΡΙΟ ΠΡΟΣ ΕΦΗΜΕΡΙΟ. Τὴν εὐχή σου.

Ὁ συνεφημέριος σου
παπα-Παῦλος ἀπὸ Κύθηρα

ὑ.γ. «… τέλος διὰ τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, οἱ ὁποῖες στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐντέλλονται διὰ τοὺς ἱερεῖς τὰ ἑξῆς : «Πρεσβύτερος εὐλογεῖ, οὐκ εὐλογεῖται, εὐλογίας δέχεται παρά Ἐπισκόπου καί συμπρεσβυτέρου, ὡσαύτως ἐπιδίδωσιν συμπρεσβυτέρῳ· χειροθετεῖ, οὐ χειροτονεῖ, οὐ καθαιρεῖ, ἀφορίζει δέ τούς ὑποβεβηκότας, ἐάν ᾦσιν ὑπεύθυνοι τῇ τοιαύτῃ τιμωρίᾳ» (Ἀποστ. Διαταγαί 8,28 –ΒΕΠΕΣ 2,162).

«Πᾶνος»