Από την συνεδρίαση της Αναθεωρητικής Επιτροπής του Αστικού Κώδικα περί του τρόπου τελέσεως του γάμου (1930) στην ψηφοφορία της λοάτκειας νύχτας της ντροπής (2024)
Γράφει ο Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης
«… δεν πρόκειται να επιβάλωμεν εν δίκαιον, το οποίον θέλομεν ημείς, αλλά τας αντιλήψεις και τας πεποιθήσεις της κοινωνίας ν’ αποτυπώσωμεν εις τον Κώδικα»
Στάμος Παπαφράγκος, 1930
DIES NEFASTI
Η 15η Φεβρουαρίου 2024 αποτελεί για την Ελλάδα και την Ορθοδοξία μια dies nefasti, δηλ. μια αποφράδα ημέρα, αφού η Ελλάδα του σατανογνώμονος Φαρισαίου Κυριάκου Μητσοτάκη και των λοιπών υποκριτικών μαριονετόπουλων της Βουλής έγινε η πρώτη ορθόδοξη χώρα που μετέτρεψε σε νόμο του πάλαι ποτέ ελληνορθόδοξου και νυν ανθελληνικού και ανορθόδοξου κράτους τον έμφυλο παραλογισμό, νομοθετώντας ενάντια στις βουλές του Ύψιστου Νομοθέτη του σύμπαντος κόσμου¹.
Δείτε πώΣ ΚΑΤΑντησαν την Ελλάδα: από κέντρο Ορθοδοξίας έγινε κέντρο Ομοφυλοφιλίας!
Κατά την πάγια τακτική του, ο υποδυόμενος τον πρωθυπουργό της Ελλάδος Κυρ. Μητς., θλιβερό έρμαιο των εντολών που του δίνουν τα νεοταξίτικα κέντρα, έντυσε με τον χιλιοφορεμένο προπαγανδιστικό μανδύα της ανάποδης γλώσσας του την παραπλανητική φιλολοάτκεια επιχειρηματολογία, λέγοντας:
«Είμαστε εδώ για να αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί με ευθύνη μια υπαρκτή κοινωνική πραγματικότητα αίροντας με τόλμη μια σοβαρή για τη δημοκρατία μας ανισότητα».
Ακόμη, όμως, κι ένα παιδί γνωρίζει ότι ο αυτοκράτορας είναι γυμνός:
Καμία σοβαρή για την (ψευτο)δημοκρατία ανισότητα δεν υφίσταται, διότι παρά φύσιν δικαιώματα δεν υπάρχουν και γι’ αυτό δεν αναγνωρίζονται νομικά!
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΕΝ ΕΤΕΙ 1930
Αξίζει, λοιπόν, να ταξιδέψουμε έναν αιώνα πίσω, για να δούμε πώς ακριβώς είχαν τοποθετηθεί σχετικά με το ζήτημα του τρόπου τελέσεως του γάμου δύο νομικοί ογκόλιθοι εκείνης της εποχής στην συνεδρίαση της Αναθεωρητικής Επιτροπής του Αστικού Κώδικα που είχε πραγματοποιηθεί στις 20 Δεκεμβρίου 1930 (προεδρεύοντος του Κωνσταντίνου Δεμερτζή).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΛΗΣ
Ας ξεκινήσουμε με τον Γεώργιο Μπαλή (1879-1957), καθηγητή Αστικού Δικαίου στην Νομική Σχολή Αθηνών, ο οποίος είχε πει τα εξής:²
«η ιερολογία του γάμου είναι συνυφασμένη παρ’ ημίν με τον εθνικόν μας βίον, είνε συνυφασμένη με την εθνικήν μας από αιώνων εξέλιξιν, το δε γράμμα και το πνεύμα του πολιτεύματος δεν ανέχεται, όπως εξαλείψωμεν το θρησκευτικόν στοιχείον από τον γάμον. Τω όντι υπάρχει εν ωραίον άρθρον εις το νέον Σύνταγμα, το 24, αν δεν απατώμαι, το οποίον λέγει ότι ο γάμος αποτελεί το θεμέλιον του οικογενειακού βίου και της συντηρήσεως και προαγωγής του έθνους».
«Φυσικά το άρθρον τούτο ενόησε τον γάμον, όπως ούτος απ’ αιώνων μέχρι σήμερον τελείται, δηλαδή διά της συμπράξεως της Εκκλησίας, διότι ούτω πως, επαναλαμβάνω, έζησε και εξειλίχθη το έθνος. Όσον και αν το άρθρον αυτό θεωρηθή αναγράφον μίαν θεωρητικήν οδηγίαν, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ούτω πως εννοεί και προστατεύει τον γάμον, και θα ήτο αντίθετον προς το Σύνταγμα, αν απεγυμνούμεν τον γάμον από του θρησκευτικού στοιχείου. Αλλ’ ανεξαρτήτως της απόψεως ταύτης, ο γάμος είνε βεβαίως η σπουδαιοτέρα πράξις εις τον βίον του ανθρώπου, επομένως δε είνε επιβεβλημένον να υποβληθή εις μίαν επίσημον διατύπωσιν ασφαλίζουσαν το περιεσκεμμένον της πράξεως ταύτης. Αν ο τύπος έχη λόγον δι’ άλλας ολιγώτερον σπουδαίας νομικάς πράξεις, πολύ μάλλον επιβάλλεται διά τον γάμον. Αλλά τότε, αφού επιβάλλεται η καθιέρωσις ενός τύπου διά τον γάμον, διά ποίον τάχα λόγον ν’ αποστώμεν από τον εκκλησιαστικόν τύπον και να παραλάβωμεν τον πολιτικόν; Διά ποίον τάχα λόγον να εγκαταλείψωμεν τον τύπον της ιεροτελεστίας, την λαμπρότητα και μεγαλοπρέπειαν της εκκλησιασιτκής τελετής, η οποία επί τέλους επιδρά και ψυχολογικώς εις τους ερχομένους εις γάμον κοινωνίαν και καθιστά τον δεσμόν του γάμου άρρηκτον, καθό μυστήριον της Εκκλησίας, να εγκαταλείψωμεν, λέγω, την ιερουργίαν και να καθιερώσωμεν τον πολιτικόν τύπον;».
«Ουδείς βεβαίως αρνείται ότι εις τα πλείστα κράτη, και δη τα ευρωπαϊκά, επικρατεί ο πολιτικός τύπος του γάμου, αλλά δεν πρέπει να μας διαφεύγη ότι διά το ιδικόν μας Κράτος συντρέχουν δύο εξαιρετικοί λόγοι επιβάλλοντες άλλην πορείαν κατά το σημείον αυτό. Οι λόγοι αυτοί είνε πρώτον μεν η θρησκευτική ομογένεια του πληθυσμού μας, δεύτερον δε το αναμφισβήτητον γεγονός ότι η σύμπραξις της Εκκλησίας εις τον γάμον συνεδέθη αείποτε με την εθνικήν μας υπόστασιν και αναγέννησιν».
«Ένεκα των λόγων αυτών φρονώ ότι δεν πρέπει να καταργήσωμεν τον θρησκευτικόν γάμον καταφέροντες ούτως, άνευ καν σπουδαίων κοινωνικών λόγων, πλήγμα καίριον κατά της Εκκλησίας, αλλά πρέπει να δεχθώμεν τον θρησκευτικόν γάμον. Αλλά πρέπει να δεχθώμεν και μερικάς εξαιρέσεις: ήτοι πρώτον μεν εκείνην την οποίαν αφορά η υποβληθείσα πρότασις του κ. Πρωθυπουργού, δηλαδή όταν δηλώσουν οι μελλόνυμφοι ότι δεν ανήκουν εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, τότε δεν απαιτείται η θρησκευτική τελετή. Η δευτέρα εξαίρεσις είνε, όταν οι μελλόνυμφοι είνε ετερόδοξοι αμφότεροι, δηλαδή δεν ανήκουν εις το ορθόδοξον δόγμα. Και δι’ αυτούς πρέπει να τεθή μία εξαίρεσις, ότι αυτοί δεν υποβάλλονται εις την διατύπωσιν του θρησκευτικού γάμου».
«Η τρίτη εξαίρεσις είνε δι’ εκείνους οι οποίοι συνάπτουν γάμον εις το εξωτερικόν, αλλ’ εις τόπον εις τον οποίον είνε αδύνατον να ευρεθή εκκλησιαστικός λειτουργός προς ευλογίαν του γάμου. Εις τοιαύτην περίπτωσιν ευρίσκω εύλογον ότι τοιούτους γάμους πρέπει να τους απαλλάξωμεν του θρησκευτικού στοιχείου. Αλλά δεν πρέπει να προχωρήσωμεν και μέχρι του σημείου να απαλλάξωμεν γενικώς της ιερολογίας όλους τους εν τω εξωτερικώ τελουμένους γάμους, διότι δεν υπάρχει κανείς λόγος, αφού ως επί το πολύ η ιερολογία είνε δυνατή. Αυτάς τας τρεις εξαιρέσεις νομίζω ότι είνε λογικόν να τας δεχθώμεν, αλλά πέραν αυτών δεν ευρίσκω κανένα απολύτως λόγον να προχωρήσωμεν».
ΣΤΑΜΟΣ ΠΑΠΑΦΡΑΓΚΟΣ
Μετά τον Μπαλή, είχε πάρει τον λόγο ο Στάμος Αθ. Παπαφράγκος (1872-1942), που εκείνη την εποχή ήταν πρόεδρος του Β΄ τμήματος του ΣτΕ (αργότερα έγινε πρόεδρος αυτού, ενώ είχε διατελέσει πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και γενικός γραμματέας του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός”).
Ο Παπαφράγκος είχε τοποθετηθεί ως εξής:³
«Μετά την λαμπράν ομιλίαν του κ. Μπαλή, ο οποίος τόσον ζωηρώς απεικόνισε τας αντιλήψεις της κοινωνίας, ελάχιστα έχω να προσθέσω από της απόψεως ταύτης. Κυρίως ότι, αναθεωρούντες την αστικήν ημών νομοθεσίαν, δεν πρόκειται να επιβάλωμεν εν δίκαιον, το οποίον θέλομεν ημείς, αλλά τας αντιλήψεις και τας πεποιθήσεις της κοινωνίας ν’ αποτυπώσωμεν εις τον Κώδικα. Εάν δε τούτο θέλωμεν να πράξωμεν, δεν δυνάμεθα να απομακρυνθώμεν από την θεσμοθέτησιν της ιερολογίας ως συστατικού στοιχείου του γάμου, διότι αυτό θέλει η κοινωνία. Δεν υπάρχει περί τούτου καμμία αμφιβολία. Δύναται κανείς να είπη εν πεποιθήσει, εν ειλικρινεία, ότι, επειδή πιθανόν να υπάρχουν 15 άνθρωποι άθεοι, οι οποίοι εμπαίζουν τον γάμον και τα πάντα, δι’ αυτό πρέπει ολόκληρος η παμψηφία του Ελληνικού λαού να υποχωρήση, διά να ικανοποιήση την ιδιορρυθμίαν αυτών των 15;».
«Η πεποίθησις μου είναι ότι, εάν κάμωμεν Κώδικα, ο οποίος δεν περιέχει τον θρησκευτικόν γάμον, θα υποπέσωμεν εις δύο μέγιστα άτοπα· πρώτον θα υπονομεύσωμεν αυτόν τον Κώδικα, διότι δεν θα ανταποκρίνεται εις τα αισθήματα του Ελληνικού λαού και μάλιστα εις θέμα το οποίον πίπτει εις την αντίληψιν όλου του κόσμου· αλλά δεν θα υπονομεύσωμεν μόνον το ηθικόν κύρος του Κώδικα, θα υπονομεύσωμεν και την Εκκλησίαν παρά τω λαώ. Και μόνον το γεγονός ότι θα αποδεχθή τούτο η επιτροπή ημών, η οποία αποτελείται από πρόσωπα επίλεκτα και διαπρεπείς επιστήμονας, αυτό και μόνον, σας βεβαιώ ότι θα φέρη κλονισμόν κατά του θρησκευτικού αισθήματος του λαού».
«Αποκρούω λοιπόν τας προτάσεις ταύτας και αυτήν έτι την λύσιν εις την οποία ηναγκάσθη να καταλήξη ο κ. Τριανταφυλλόπουλος, να εκλέγη δηλαδή έκαστος είτε τον θρησκευτικόν είτε τον πολιτικόν γάμον. Και ο ίδιος δεν δύναται να αρνηθή ότι είνε πολύ άτοπον διά τους 15 αθέους, οι οποίοι θα υπάρχουν εις όλην την Ελλάδα, να καθιερώσωμεν διττόν τρόπον της καταρτίσεως του γάμου, να δημιουργήσωμεν δηλαδή διά την κοινήν αντίληψιν της κοινωνίας δύο ποιότητος γάμους, τον θρησκευτικόν και τον πολιτικόν. Έρχεται τούτο εις ριζικωτέραν αντίθεσιν προς τα αισθήματα της κοινωνίας και πάντως έινε αποκρουστέον. Το άρθρον 1ον του Συντάγματος είνε πολύ γνωστόν, διετυπώθη εις το Σύνταγμα του 1844, επανελήφθη αυτολεξεί εις το Σύνταγμα του 1864, έμεινεν άθικτον κατά το 1911 και περιελήφθη απαράλλακτα εις το τελευταίον Σύνταγμα. Το άρθρον αυτό, μένον αναλλοίωτον εις τέσσαρα Συντάγματα και μη μεταβαλλόμενον ουδέ κατά κεραίαν, σημαίνει ότι έχει κάποιαν αντοχήν, ότι έχει κάποιαν δύναμιν εσωτερικήν, την οποίαν ουδείς είνε δυνατόν να παρίδη. Η δύναμίς του είνε ότι απηχεί τα αισθήματα, την θέλησιν, την ακράδαντον βούλησιν του Ελληνικού λαού και οιοσδήποτε συνταγματικός νομοθέτης ηθέλησε να κάμη πολίτευμα σεβαστόν εις τον λαόν, δεν ηδύνατο να αποφύγη το άρθρο αυτό, διότι άλλως το Σύνταγμα δεν θα εστέκετο εις την συνείδησιν του Ελληνικού λαού, ο οποίος θέλει την περί θρησκείας διάταξιν και μάλιστα διατετυπωμένην μόνην κατά τοιούτον τρόπον».
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΜΠΑΛΗ ΚΑΙ ΠΑΠΑΦΡΑΓΚΟΥ ΣΤΗΝ GAYΛΟΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Αν ζούσαν σήμερα ο Γεώργιος Μπαλής και ο Στάμος Παπαφράγκος, το πιθανότερο είναι ότι, με βάση τις προαναφερθείσες θέσεις τους στην συνεδρίαση της 20ής Δεκεμβρίου 1930, θα αντιδρούσαν αρνητικά σε σχέση με τον αρτιγέννητο θεσμό του παρά φύσιν γάμου των ομοφυλόφιλων:
Ο μεν Μπαλής θα αποδοκίμαζε την gayλοιοποίηση του γάμου, αποφαινόμενος ότι προσκρούει στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος (αντίστοιχο προς το άρθρο 24 του Συντάγματος της δικής του εποχής), όπου προβλέπεται ότι:
«Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους».
Σημειωτέον ότι ο Μπαλής ανέλαβε το 1938 να ηγηθεί της προσπάθειας για την αναθεώρηση του σχεδίου του Αστικού Κώδικα, κατήρτισε δε το οριστικό σχέδιο, που ισχύει από το 1946 μέχρι και σήμερα. Άρα, υπό την επιρροή του, καθυστέρησε η διαζευκτική θέσπιση του πολιτικού γάμου κατά 36 χρόνια, δηλ. κατά μία περίπου γενεά.
Η μεταλλαγμένη Νέα Δημοκρατία που εν έτει 2024 πρωτοστάτησε υπέρ της νομοθετήσεως του γαμήλιου παραλογισμού, το 1982 είχε καταψηφίσει το αντίστοιχο νομοσχέδιο του ΠΑΣΟΚ για την αναγνώριση του πολιτικού γάμου. Βρε, πώς αλλάζουν οι καιροί…!
Ο δε Παπαφράγκος θα αποδοκίμαζε κι αυτός την θέσπιση του γάμου των ομοφυλόφιλων, υποστηρίζοντας ότι είναι άτοπο να κατοχυρωθεί νομικά η (ψευδο)ισότητα των φύλων για μια μικρή μειοψηφία που αυτοαποκαλείται ΛΟΑΤΚΙ+.
Ο νομοθέτης θα πρέπει να αποτυπώνει στον Αστικό Κώδικα τις κρατούσες αντιλήψεις και πεποιθήσεις της κοινωνίας, η πλειοψηφία της οποίας είναι ακόμη ετεροφυλοφυλική, και όχι να επιβάλει δικαιικούς κανόνες ικανοποιώντας τις ιδιορρυθμίες μιας ισχνής μεν αλλά θορυβώδους μειοψηφίας ομοφυλόφιλων και λοιπών ομάδων αποκλινόντων σεξουαλικών προτιμήσεων.
Αν κουμάντο κάνουν οι μειοψηφίες, τότε αργά ή γρήγορα θα ανοίξει η κερκόπορτα της θεσμοθέτησης και κάθε άλλης παρά φύσιν αξίωσης που θα προβάλουν οι κρυμμένες στο + του αρκτικόλεξου ΛΟΑΤΚΙ μειοψηφίες. Πρόκειται για το ονομαζόμενο στην επιστήμη «επιχείρημα της ολισθηρής κατωφέρειας» (slippery slope argument). Ο κατήφορος αυτός θα μας οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στο εσωτερικό της κολάσεως.
Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ
Για να συνειδητοποιήσουμε το βάθος του βορβόρου στο οποίο βυθιζόμαστε ολοένα και περισσότερο, με απρόβλεπτες, αλλά οπωσδήποτε καταστρεπτικές, συνέπειες εις βάρος όλων μας, αξίζει να θυμηθούμε τι έγραφε το 1901 ο Στάμος Παπαφράγκος στο δοκίμιό του «Η ιδέα της πατρίδος»⁴ :
«Κατοικούμεν χώραν πάσσης άλλης γλυκυτέραν και χαριεστέραν και υπέρ πάσαν άλλην ευνοούσαν την ανθρωπίνην πρόοδον και ανάπτυξιν· “υπό την σκέπην των διασχιζόντων την Ελλάδα αποκρήμνων ορέων”, έγραφεν ο μέγας φυσιοδίφης Cuvier, “εκ των σπλάγχνων των οποίων άφθονοι εκπέμπονται ρευμάτων πηγαί και εις τας περικαλείς και ευκάρπους αυτών κοιλάδας φυσικόν ήτο να βλαστήσωσι και ακμάσωσιν αι τέχναι και η φιλοσοφία και να γεννηθώσιν οι μεγαλοφυείς άνδρες, εφ’ οις σεμνύνεται η ανθρωπότης”. Λατρεύομεν θρησκείαν, ήτις είνε το διαυγέστατον και αγνότατον απαύγασμα της διδασκαλίας του Θεανθρώπου. Η γλώσσα, ην ομιλούμεν, είνε αυτή η θεία γλώσσα, εν η εγράφησαν όσα εις ουδεμίαν άλλην αριστουργήματα, εικόνες του λεπτοτάτου των πολιτισμών. Ανήκομεν εις έθνος, όπερ κατέχει εν τη παγκοσμίω ιστορία όσην ουδέν άλλο έθνος έκτασιν, απέδειξε δε διά των αιώνων καταπλήττουσαν αντοχήν και συνεκτικότητα. Εκληρονομήσαμεν από των αρχαιοτάτων χρόνων, αλλά και από των πάπων ημών, παραδόσεις ιστορικάς και αναμνήσεις ηρωικάς, διά μοναδικής εν τη ιστορία αίγλης περιβαλλούσας το εθνικόν ημών όνομα. Κατέχομεν απτά μνημεία δόξης, ανεφίκτου πλέον, άτινα, ως έγραφεν εσχάτως διαπρεπέστατος λόγιος, αποτελούσιν ασπίδας του βίου και της ελευθερίας της ευγενούς ταύτης χώρας, ένθα κατ’ επίζηλον μοίραν ετάχθημεν φύλακες, καρπούμενοι την δόξαν αειθαλών πατέρων. Αν ένεκα λόγων, ους ουδέ να θίξω πρέπει σήμερον, δεν εδείχθημεν εν παντί αντάξιοι των χαρισμάτων και των προνομίων τούτων, ουχ ήττον δυνάμεθα και ημείς μετά λόγου ν’ αξιώσωμεν ότι και η νεωτέρα Ελλάς βαδίζει εν τω πολιτισμώ και τη παγκοσμίω προόδω πορείαν έχουσάν τι το ιδάζον και το αυτοτελές και ότι ως κοινωνία τουλάχιστον και ως λαός έχομέν τι εν τη φυσιογνωμία και τω πνεύματι το μαρτυρούν της καταγωγής την ευγένειαν και των προθέσεων την ειλικρίνειαν. Ελπίσωμεν ότι μετά τα σφάλματα και τας δοκιμασίας, των οποίων πάντες υπήρξαμεν εν μέτρω βεβαίως διαφόρω έκαστος, αλλά και άνευ σχεδόν εξαιρέσεως, αίτιοι άμα και θύματα, θα κατισχύση πλέον η υπό σιδηράς ανάγκης και κοινοτάτης φιλοπατρίας επιβαλλομένη πορεία εν τω καθόλου εθνικώ και πολιτικώ βίω, εν τη πεποιθήσει ότι η θεία Πρόνοια, ήτις πάντοτε ηυδόκησε να παράσχη την σώτειραν αυτής προστασίαν εις το έθνος ημών, θα ενισχύση τον ημέτερον αγώνα και θα επικουρήση ημίν, όπως μη ημείς αποτελέσωμεν την διάψευσιν του αλαθήτου διά των αιώνων απάντων αποδειχθέντος δόγματος της αθανασίας του Ελληνικού Γένους. Εν τούτω έμβλημα και σημαία ημών έστω η ιδέα της πατρίδος και σύνθημα ο απλούστατος, αλλά και υψηλότατος των υπέρ πατρίδος ύμνων, ον προ είκοσι και τεσσάρων όλων αιώνων Ελληνική ετόνισε διάνοια, ης ομοίας δεν παρήγαγε πολλάς ο κόσμος· «Μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἀπάντων τιμιώτερόν ἐστιν ἡ Πατρὶς καὶ σεμνότερον καὶ ἁγιώτερον καὶ ἐν μείζονι μοίρᾳ καὶ παρὰ θεοῖς καὶ παρ’ ἀνθρώποις τοῖς νοῦν ἔχουσι”».
Αν τα παραπάνω λόγια προέρχονταν από έναν σημερινό δικαστή του Συμβουλίου της Επικρατείας, το πιθανότερο είναι ότι θα τον λοιδορούσαν ή, ακόμη χειρότερα, θα τον απέπεμπαν από το σώμα ως εθνικιστή, θρησκόληπτο και ψεκασμένο.
Ο κόσμος μας έχει ξεκάθαρα γυρίσει ανάποδα και η ασύλληπτη νύχτα της ντροπής που gayλοιοποίησε Ελλάδα και Ορθοδοξία θα ξεπλυθεί μόνο με βαρύτατη τιμωρία. Την ύβριν διαδέχεται νομοτελειακά η νέμεσις, εκτός κι αν ο Κυρ. Μητς και οι σφουγγοκωλάριοί του έχουν βρει τρόπο να ακυρώσουν και αυτόν τον φυσικό κανόνα…
Σχέδιον Αστικού Κώδικος εκπονηθέν υπό της συντακτικής επιτροπής, Ι. Οικογενειακόν Δίκαιον, Εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Δεκέμβριος 1933, σελ. 437 επ.
Σχέδιον Αστικού Κώδικος, ό.π., σελ. 439 επ.
Εν Τεργέστη, 1901, σελ. 21.