Η θεσμική αρχηγός του έθνους μας, η κυρία Σακελλαροπούλου,
Του Ιωάννη Μπούτση Αρχιδιακόνου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών
Διαβάζουμε πως αμέσως μετά την υπερψήφιση του νομοσχεδίου για τον ριζικό επανακαθορισμό του κοινωνικού και νομικού περιεχομένου του γάμου και της οικογένειας, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου γιόρτασε μαζί με κυβερνητικά στελέχη και πολίτες-ακτιβιστές υπέρ του νομοσχεδίου τα επινίκια σε οινοπωλείο πέριξ της οδού Φιλελλήνων, με εξαιρετική θέα στον πασίγνωστο για τις κουφικές διακοσμήσεις του Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος της ρωσόφωνης παροικίας.
Ως πολίτης, ομολογώ ότι κοντοστάθηκα στην είδηση. Εξ επόψεως νηστείας, την Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου είχαμε «κατάλυσιν εις πάντα»: δεν είναι αυτή η αφορμή της έκπληξής μου.
Αλλά δεν μπορώ να μετρήσω τις φορές που έχω ακούσει πως το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι υπερκομματικό, ενωτικό, αξίωμα εγγύησης της ενότητας, αξίωμα εξ ορισμού μακριά από τις καθημερινές μάχες των νομοσχεδίων του κοινοβουλίου.
Και, σημειωθήτω, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν επέλεξε να στείλει ένα μήνυμα εορτάζοντας δημοσίως τα επινίκια ενός οποιοδήποτε νομοσχεδίου, λαμβάνοντας στεντορείως θέση υπέρ του.
Αλλά ενός νομοσχεδίου κατά γενική ομολογία βαθύτατα διχαστικού για την κοινωνία μας∙ και, για την ακρίβεια, πρωτοφανώς διχαστικού στα μεταπολιτευτικά χρονικά για την ίδια την κυβερνώσα παράταξη.
Προκειμένου να κατανοήσουν οι αναγνώστες γιατί εξεπλάγην, ας αναλογιστούν το αντίστροφο ενδεχόμενο.
Να είχε συνδειπνήσει η Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνο το βράδυ με τους πενήντα κυβερνητικούς βουλευτές που είτε ρητώς καταψήφισαν είτε σιωπηρώς απέφυγαν να υπερψηφίσουν το κυβερνητικό νομοσχέδιο.
Ή, σε παλαιότερα παραδείγματα, να είχε δημοσιοποιήσει Πρόεδρος της Δημοκρατίας εόρτια επινίκια μετά τις υπερψηφίσεις εφαρμοστικών νόμων των μνημονίων, ή το βράδυ των αποφάσεων αφαίρεσης αμυντικού οπλισμού από τα ελληνικά νησιά για αποστολή σε ξένες αμυνόμενες χώρες. Δεν θα ήταν αλλόκοτο;
Κάποιες ώρες νωρίτερα, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε δηλώσει από το βήμα της Βουλής των Ελλήνων: «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς». Προσπαθώ να εξεικονίσω στο νου μου πώς φαντάζονται όσοι επαναλαμβάνουν τα παρόμοια τον «παπά» που όμως δεν είναι και «ζευγάς», και ομολογώ τη δυσκολία μου.
Φανταζόμαστε κληρικούς που εξομολογούν ιδιωτικά, τελούν τη Θεία Ευχαριστία, κάνουν αγιασμούς, αλλά πέραν τούτων ουδέν;
Μιλάμε για έναν κλήρο που όταν το ποίμνιο ζητεί την καθοδήγησή του θα σιωπά, μην τυχόν και καταστεί «ζευγάς» και εκφύγει ορίων;
Μα, αυτό θα ήταν σαφής προδοσία του λειτουργήματος του κλήρου, που διακονεί συγκεκριμένες κοινότητες πιστών (στο δημόσιο χώρο, όχι σε ιδιωτικά λαγούμια) και τη σύνολη κοινότητα της Εκκλησίας.
Διότι και η Εκκλησία κοινότητα ανθρώπων και πολιτών είναι: δεν υπάρχει μόνο η «κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ+» στην ελληνική επικράτεια…
Ή μήπως καλείται ο εφημέριος κληρικός και ο επίσκοπος να απωλέσει τα δικαιώματα του πολίτη, κατ’ εξοχήν δε την παρρησία; Και εάν ναι, επί ποιας βάσης;
Δεν τολμώ να υποθέσω πως συμπολίτες μου προσυπογράφουν την εμφανώς λανθασμένη αντίληψη πως «η θρησκεία είναι ιδιωτική υπόθεση», αντίληψη με ρίζες στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες και στην ανάγκη κατασίγασης των παθών μεταξύ καθολικών και προτεσταντών στα χρόνια μετά τη λουθηρανική Μεταρρύθμιση.
Η θρησκεία, ή εν πάση περιπτώσει η κοινότητα της Εκκλησίας, είναι εξ ορισμού δημόσια και όχι ιδιωτική υπόθεση — εξ ου και η «ιδιωτική προσευχή» δεν υποκαθιστά τη λειτουργική σύναξη.
Διερωτάται κανείς καλόπιστα, το «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς» δεν λειτουργεί και αντίστροφα;
Ή είναι απολύτως φυσιολογικό το να παροτρύνει σε τηλεοπτικό μήνυμα ο πρωθυπουργός ως προς το πώς ακριβώς θα προσευχηθούν οι πολίτες επί πανδημίας («ιδιωτικά», εν προκειμένω — ως διάκονος, επικροτώ το ότι η Πολιτεία προωθεί πολιτικά τα νοερά προσευχή) ή το να αποφαίνεται ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στην τακτική ενημέρωση συντακτών ως προς το τι συνιστά αμαρτία για την Εκκλησία και τι όχι (18 Ιανουαρίου 2024);
Επί τη ευκαιρία, ας σημειωθεί εδώ πως η Εκκλησία της Ελλάδος όντως δεν χρειάζεται τις επιτροπές της Βουλής για να κοινοποιήσει τις θέσεις της στην κοινωνία και στους άρχοντες του τόπου: θα ήταν εμφανώς εκ του περισσού.
Αξίζει όμως να θυμηθούμε πως όταν συζητήθηκε σε αυτές τις επιτροπές το να κληθεί εκπρόσωπος της Ιεράς Συνόδου δίπλα στον εντυπωσιακό αριθμό ενώσεων ΛΟΑΤΚΙ+ που εκλήθησαν για ακρόαση, ούτως ώστε να εκφράσει τοποθέτηση, η κυβερνητική απάντηση ήταν (ορθώς) πως η Εκκλησία έχει γνωστοποιήσει τις θέσεις της και τις γνωρίζουμε.
Προσωπικά είχα την αίσθηση πως οι θέσεις και τα αιτήματα των οργανώσεων της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητος ως προς το εν θέματι νομοσχέδιο ήταν επίσης αρκούντως γνωστά και επαρκώς κατατεθειμένα στο δημόσιο λόγο.
Αλλά εν πάση περιπτώσει, εάν κάτι επεσήμανε δημόσια η Εκκλησία της Ελλάδος πέρα από τη θεολογική της τοποθέτηση, αυτό είναι το γεγονός ότι όταν μεταβαίνει κανείς από ρυθμίσεις συμφώνων συμβίωσης σε πολιτικό γάμο, αυτό συνεπάγεται γραμμικά πως οποιοδήποτε έλλειμμα απόλυτης εξίσωσης μεταξύ εγγάμων σχέσεων διαφορετικού ή ίδιου φύλου πέπρωται να καταπέσει στα ευρωπαϊκά δικαστήρια με την πρώτη προσφυγή δυνάμει της ήδη διαθέσιμης νομολογίας, όπως π.χ. το ζήτημα της παρένθετης μητέρας (εγκύκλιο σημείωμα 18ης Δεκεμβρίου 2023) ή των όρων «πατέρας–μητέρα» που συνιστούν διάκριση που δεν εντοπίζεται στο πιο ουδέτερο «γονέας Α΄–γονέας Β΄».
Στα ίδια ακριβώς συμπεράσματα ως προς το τι μέλλει γενέσθαι κατέληξαν και άλλοι από τηλοψίας, όπως ο αξιότιμος κ. Γρηγόρης Βαλλιανάτος εξ επόψεως ΛΟΑΤΚΙ+.
Εάν διδόταν λίγη προσοχή στο τι επισημαίνουν οι «παπάδες-ζευγάδες», ενδεχομένως δεκάδες βουλευτές θα απέφευγαν τηλεοπτικές δηλώσεις που μπορεί να τους ακολουθούν στο μέλλον, όπως οι άπειρες παραλλαγές του «αρχικά είχα δεύτερες σκέψεις, αλλά το ότι δεν θα προβλέπεται παρενθεσία στο νομοσχέδιο εν τέλει με έπεισε» που ακούσαμε από τους εξερχομένους των κυβερνητικών φροντιστηρίων.
Επιστρέφοντας στην αφετηριακή αφορμή. Παρά τις παρανοήσεις και τις τακτικά αναμασώμενες ανακρίβειες, ο «παπάς» είναι εξ ορισμού και «ζευγάς» του δημοσίου χώρου, αφού διακονεί ένα γεγονός κατ’ εξοχήν συλλογικό και δημόσιο: τη ζωή και την κοινότητα της Εκκλησίας, με ζωντανές ενορίες ανθρώπων από την Ορεστιάδα μέχρι τη Γαύδο.
Οι οποίοι άνθρωποι, οι χριστιανοί, τα μέλη της Εκκλησίας, αν μη τι άλλο δικαιούνται να φέρουν και τα δικά τους «θέλω» στη δημόσια ζωή του τόπου, διαλεγόμενοι με το σύνολο της κοινωνίας σε κρίσιμα ζητήματα. Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας όμως; Μπορεί να είναι «και ζευγάς»;
Είναι κάποια «νίκη των δικαιωμάτων» η έκπτωση του αξιώματος της Προέδρου της Δημοκρατίας από τον ενωτικό, υπερκομματικό χαρακτήρα του, η εν τοις πράγμασι αποχώρηση από το λειτούργημα της εγγύησης της ενότητας, και η συμμετοχή με δημόσια επινίκια σε ένα από τα πιο πολωτικά και διχαστικά χαρακώματα του δημοσίου λόγου τα τελευταία πολλά χρόνια;
Επειδή, εκτός από διάκονος, είμαι και πολίτης της χώρας μου, το ερώτημα με απασχολεί και με αφορά με δριμύτητα. Και, ως πολίτης της χώρας μου, καταθέτω τη γνώμη ότι αξίζει να μη χαθεί ανεπίστρεπτα η μάχη της ύπαρξης και της λειτουργίας ενός υπερκομματικού θεσμού με επαγγελία εγγύησης της ενότητας του λαού μας.
Οι «παπάδες» ας είναι και «ζευγάδες», όπως επιτάσσει εξ ορισμού ο ρόλος τους μέσα στην απολύτως δημόσια κοινότητα της Εκκλησίας, η οποία καλείται να συνυπάρξει διαλεκτικά με το σύνολο της κοινωνίας.
Θα με ανέπαυε όμως ως Έλληνα πολίτη το να απέχει η ανώτατη, υπερκομματική και ενωτική αρχή του κράτους μου από το καθημερινό ζευγολατιό των εκάστοτε κυβερνητικών νομοσχεδίων. Αυτά, ως ταπεινές σκέψεις ενός διακόνου.
https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/61850-i-proedros-tis-dimokratias-i-zevgas-zevgas