Συνήθιζε ὁ τρελο-Γιάννης νά μήν ἀποκαλύπτει τίς πράξεις του. Σέ ἐσένα, κυρα-Χρυσούλα μου, ἔφερνε φαγητό, σέ ἐμένα ὅμως ἔφερε τόν ἴδιο τόν Θεό (πρώην τραβεστί.
Τοῦ Διονύση Μακρῆ
Θεολόγου-Δημοσιογράφου
Ο Κωνσταντῖνος, πού συνήθιζε νά κάθεται στίς τελευταῖες πάντα θέσεις τοῦ Ναοῦ, μέ ἐμφανῆ ἀρχικά δισταγμό σηκώθηκε καί πῆγε κοντά στόν κυρ-Ἀναστάση. Καθώς διάβαινε πρός τόν ἄμβωνα παρατήρησε τό πόσο περίεργα τόν κοιτοῦσαν ὅλοι. Εἶδε στά μάτια τῶν παρευρισκομένων νά καθρεφτίζεται μία ἀόριστη ἀπορία. Καί ἐκεῖνος ἀποροῦσε γιατί ὁ κυρ-Ἀναστάσης κάλεσε μόνο αὐτόν νά παρευρεθεῖ δίπλα του τήν ὥρα τῆς ἀνάγνωσης τῆς ἐπιστολῆς.
Κάτι ὅμως ἀσυνήθιστο τόν παρακίνησε καί, ἀφοῦ ἔριξε μία κλεφτή ματιά στήν ἀγαπημένη του Κατερίνα, παρακάλεσε τόν κυρ-Ἀναστάση νά πεῖ δυό λόγια στή μνήμη τοῦ τρελο-Γιάννη. Ὁ κυρ-Ἀναστάσης θέλησε νά διαβάσει πρῶτα τήν ἐπιστολή καί μετά νά τοῦ δώσει τό λόγο. Τότε ὁ παπα-Βασίλης παρενέβη στή συζήτηση καί εἶπε: «Ἄσε τό παιδί νά μιλήσει Ἀναστάση».
Ὁ Κωνσταντῖνος τότε μέ χαμηλωμένο τό πρόσωπο πῆγε μπροστά στό μικρόφωνο.
«Θεωρῶ καί ἐκλαμβάνω τόν ἑαυτό μου ὡς τό χειρότερο μίασμα, πού ὑπῆρξε ποτέ στήν ἀνθρωπότητα. Ξέρω ἀκόμη πώς ὡς “μίασμα” τῆς κοινωνίας μέ ἀντιμετωπίζετε ὅλοι, λόγῳ τῆς ἁμαρτωλῆς πρώην δραστηριότητάς μου. Ἔχετε ἀπόλυτο δίκιο. Ἔτσι μοῦ ἀξίζει νά μέ ἀντιμετωπίζετε, γιατί μέ τή ζωή πού ἔκανα ὄχι μόνο ἔβλαπτα τόν ἑαυτό μου, ἀλλά καί τούς πλησίον μου, ἐσᾶς δηλαδή, ἀλλά καί ὅλους αὐτούς πού ἔπιανα στά δίκτυα τῆς ἀνομίας. Παίρνω λοιπόν ὡς εὐκαιρία τή δυνατότητα αὐτή πού μοῦ ἔδωσε ὁ κυρ-Ἀναστάσης γιά νά ζητήσω ἀπό τόν καθένα προσωπικά νά μέ συγχωρήσει. Δέν ἀξίζω, βέβαια, οὔτε κἄν τή συγγνώμη, γιατί σᾶς ἔβλαψα ὅσο δέν μπορεῖτε νά φανταστεῖτε. Ἔβλαψα τήν πόλη μας, τή συνοικία, τή γειτονιά μας. Ἔβλαψα φίλους καί γνωστούς μου, γονεῖς καί συγγενεῖς, γιατί μετέφερα μέ τή βιοτή μου τό βοῦρκο τῆς ἀκολασίας στήν καθημερινότητά σας.
Στήν κατρακύλα αὐτή πού εἶχα πάρει ἔδωσε ὁριστικό τέλος ὁ τρελο-Γιάννης. Οἱ προσευχές τοῦ σαλοῦ μέ ἔβγαλαν ἀπό τήν παγίδα ὄχι ἑνός δαιμονίου, ἀλλά ὁλάκερης λεγεώνας πού εἶχε φωλιάσει μέσα μου.
Ἤμουν γιά σχεδόν δέκα χρόνια τραβεστί!
Πίστευα τότε ὅτι ἡ εὐτυχία βρίσκεται στήν ἐφήμερη ἀπόλαυση, πού προκαλεῖ ἡ σαρκική ἐπαφή. Ντυνόμουν προκλητικά, ὀργιζόμουν μέ τούς ἀνθρώπους. Ἀντιμετώπιζα τή ζωή ὡς ἕνα δοχεῖο ἡδονῆς, τό ὁποῖο θά ἔπρεπε καθημερινά νά φροντίζω νά γεμίζω. Ἔζησα τό βοῦρκο τῆς κολάσεως, ὅσο δέν μπορεῖ νά φανταστεῖ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς.
Συνήθιζα, λοιπόν, σέ τακτά διαστήματα νά ἀλλάζω κατοικία, ἀφοῦ μέ τό δίκιο της ἡ κοινωνία μέ ἐκλάμβανε ὡς ἀπόβλητο. Κι αὐτό στήν οὐσία ἤμουν. Οἱ τσακωμοί, οἱ βρισιές καί οἱ ἀπογοητεύσεις πίστευα ὅτι ἦταν ἡ καλύτερη ἄμυνα στήν παθιασμένη, κατά κυριολεξία, μανία μου νά ἀκολουθήσω κάτι πού διέφερε ἀπό τό κοινωνικά πρέπον, ἀπό τά ἰδανικά καί τίς ἀξίες τοῦ Εὐαγγελίου. Θεωροῦσα τότε ὡς ἀνθρώπινο δικαίωμα τήν ἀσθένειά μου καί εἶχα τήν ψευδαίσθηση πώς ἦταν πέρα ὡς πέρα φυσιολογικό. Κάτι πού εἴθισται σήμερα, ἀκόμη καί κάποιοι ἀνώτατοι ἄρχοντες, νά διαφημίζουν ὡς δῆθεν διαφορετικότητα.
Δέν ὑπῆρξε λοιπόν ἀστυνομικό τμῆμα στήν Ἀθήνα πού νά μή μέ γνωρίζει. Δέν ὑπῆρξε δικαστήριο πού νά μήν ἤμουν “πελάτης” του εἴτε ὡς κατηγορούμενος, ἐπειδή πρόσβαλα τά χρηστά ἤθη, εἴτε ὡς μάρτυρας κατηγορίας ἤ ὑπεράσπισης σέ διάφορες παρόμοιες ὑποθέσεις.
Εἶχα τήν ψευδαίσθηση πώς μέ τήν ὅλη ἀνήθικη δραστηριότητά μου ὑπηρετοῦσα μία σιωπηλή ἐπανάσταση κοινωνικῆς ἀποδοχῆς τῆς ὁμοφυλοφιλίας.
Κυνηγημένος ἔφθασα καί στή γειτονιά σας καί παρουσιάστηκα στήν καλή καί φτωχή γερόντισσα, τήν κυρά Χρυσούλα, προκειμένου νά ζητήσω τήν γκαρσονιέρα πού νοίκιαζε. Ἐκεῖ συνάντησα γιά πρώτη φορά τόν τρελο-Γιάννη, ὁ ὁποῖος εἶχε φέρει ψωμί στήν σχεδόν ἄπορη γιαγιούλα.
Μάτια βουρκωμένα
Ἡ κυρά Χρυσούλα σέ ἀντίθεση μέ ἄλλους ἐνοικιαστές δέν μέ ρώτησε πολλά πράγματα. Ἁπλῶς μοῦ εἶπε πώς οἱ 30.000 δρχ. πού ζητοῦσε γιά ἐνοίκιο, ἦταν καί τά μόνα χρήματά της γιά νά τά φέρει βόλτα καί μέ παρακάλεσε νά μήν τά καθυστερῶ γιατί μ’ αὐτά πληρώνει τή ΔΕΗ, τό νερό καί τά κοινόχρηστα καί ἀγοράζει τά ἀπαραίτητα πρός τό ζῆν.
− Ἄχ καλέ μου Κωνσταντῖνε, ὁ Θεός σέ ἔστειλε! Τρεῖς μῆνες ἔχω ξενοίκιαστο τό σπίτι καί ζῶ μέ τή βοήθεια τοῦ φούρναρη, τοῦ κυρ-Ἀποστόλη, καί τοῦ μπακάλη, τοῦ κυρ-Παντελῆ, πού μοῦ στέλνουν ψωμί καί τρόφιμα μ’ αὐτόν τόν σαλό, μοῦ εἶπε, δείχνοντάς μου τόν τρελο-Γιάννη».
− Μά ποτέ δέν ἔστειλα ψωμί, κυρα-Χρυσούλα, ἀφοῦ δέν ἤξερα γιά τήν κατάστασή σου, γύρισε τότε αὐθόρμητα καί τῆς εἶπε ὁ κυρ-Ἀποστόλης.
− Οὔτε ἐγώ ἔστειλα ποτέ τρόφιμα, συμπλήρωσε ὁ κυρ-Παντελῆς.
− Μά ἔτσι μοῦ ἔλεγε ὁ τρελο-Γιάννης, εἶπε ἐμφανῶς ἀπορημένη ἡ κυρα-Χρυσούλα.
Μετά τήν μικρή αὐτή «εὐχάριστη» παρέμβαση ὁ Κωνσταντῖνος συνέχισε.
«Συνήθιζε ὁ τρελο-Γιάννης νά μήν ἀποκαλύπτει τίς πράξεις του. Σέ ἐσένα, κυρα-Χρυσούλα μου, ἔφερνε φαγητό, σέ ἐμένα ὅμως ἔφερε τόν ἴδιο τόν Θεό», εἶπε ὁ Κωνσταντῖνος.
Τά μάτια του βούρκωσαν καί δάκρυα ἄρχισαν νά τρέχουν. Μαζί του ἔκλαιγαν ὅλοι. Πῆρε μία βαθιά ἀνάσα καί συνέχισε:
«Μετά τρεῖς ἡμέρες μετακόμισα στήν γκαρσονιέρα. Ὁ τρελο-Γιάννης μέ βοήθησε νά μεταφέρω τά πράγματα. Μάλιστα, ὅταν ὁ μεταφορέας ἄφησε κάποιο ὑπονοούμενο ἐξ ἀφορμῆς τῆς συμπεριφορᾶς καί τοῦ τρόπου ὁμιλίας μου ὁ τρελο-Γιάννης τόν ἀποστόμωσε λέγοντάς του πώς δέν ἔχει δικαίωμα νά σχολιάζει κάποιος πού συστηματικά ζοῦσε στή μοιχεία καί συμπεριφερόταν βάναυσα στά δυό παιδιά του. Ὁ μεταφορέας σάστισε καί σταμάτησε τότε νά εἰρωνεύεται. Πίστεψα πώς θά ἦταν γνωστοί, ἀλλά ἀπόρησα ὅταν φεύγοντας στράφηκε στόν τρελο-Γιάννη καί τοῦ εἶπε:
− Ἐσύ τί εἶσαι μάγος;
− Ναί, Γιῶργο, ἔχω “μαγευτεῖ” ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας, ἀπάντησε ὁ σαλός.
Ζήτησε μάλιστα ἀπό τόν μεταφορέα νά πάψει νά στεναχωράει τόν Χριστό πού, παρ’ ὅλη τή συμπεριφορά του, γιάτρεψε τήν κόρη του Θεοδώρα ἀπό σοβαρότατη ἀσθένεια. Μέ σκυμμένο τό κεφάλι ὁ Γιῶργος τότε ἔφυγε. Εἶναι ὁ κύριος πού κάθεται ἐκεῖ μαζί μέ τή γυναίκα του καί μπορεῖ νά ἐπιβεβαιώσει τό συμβάν. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὁ διάλογος ἀλλά τότε τόν λογάριασα ὡς τρέλες τοῦ σαλοῦ.
Τό βράδυ λοιπόν τῆς ἴδιας ἡμέρας ντύθηκα μέ γυναικεῖα ἐνδύματα, κατά τή συνήθειά μου, καί πῆγα σέ γνωστό στέκι τῶν τραβεστί στή λεωφόρο Συγγροῦ.
Φανταστεῖτε τήν ἔκπληξή μου, ὅταν εἶδα τόν τρελο-Γιάννη νά μέ κοιτᾶ ἀπό τήν ἀπέναντι γωνιά τοῦ τετραγώνου. Ἀπό τή σκέψη μου πέρασε πώς ἐπεδίωκε ἐρωτική συντροφιά. Ἀλλά, πῶς ἄραγε μέ βρῆκε; “Μέ παρακολούθησε ὁ σαλός καί τώρα θά τά πεῖ στήν κυρά Χρυσούλα. Ἄχ! πάλι θά ἀναζητῶ σπίτι”. Καθώς σκεφτόμουν ὅλα αὐτά σταμάτησε ἕνας ὑποψήφιος πελάτης μπροστά μου. Σάν ἐλατήριο τότε σηκώνεται ὁ τρελός καί ἀρχίζει νά φωνάζει.
− Αὐτός ἔχει AIDS, εἶναι ἄρρωστος καί θά σᾶς κολλήσει. Φύγετε-φύγετε.
Αἰφνιδιάστηκα ἀπό τήν ἀλλοπρόσαλλη αὐτή συμπεριφορά ἑνός ἀνθρώπου, πού οὔτε κἄν γνώριζα. Βέβαια ὁ ὑποψήφιος πελάτης ἔφυγε. Ἄρχισα τότε νά βρίζω τόν τρελο-Γιάννη. Μέ ἔπιασε μία ὑστερία… Αὐτό συνεχίστηκε σχεδόν γιά ἕνα μήνα. Δέν μπόρεσα νά καταλάβω ὡς σήμερα πώς ἀνακάλυπτε τά παράνομα στέκια. Ἕνα βράδυ τόν βάρεσα μάλιστα πολύ ἄσχημα!
Φάκελος Εὐλογίας
Φανταστεῖτε ὅμως τήν ἔκπληξή μου, ὅταν κάθε βράδυ πού γύριζα στό σπίτι, ἔβρισκα ἕνα φάκελο μέ σχεδόν τά διπλά χρήματα ἀπ’ αὐτά πού συνήθιζα νά εἰσπράττω ἀπό τή βρώμικη αὐτή δραστηριότητά μου καί ἀπέξω ἔγραφε: “Εὐλογία γιά τόν δοῦλο τοῦ Χριστοῦ Κωνσταντῖνο”. Δέν ἤξερα τότε τί νά ὑποθέσω μέ ὅλα αὐτά τά περίεργα πού ζοῦσα. Τά ἀπογεύματα πού συνήθιζα νά βγαίνω ἀπό τό σπίτι καί ἔβλεπα τόν τρελο-Γιάννη θύμωνα. Ἐκεῖνος ὅμως ἔλεγε.
− Κωνσταντῖνε μου, πάψε νά στεναχωρεῖς τόν Χριστό καί τήν Παναγιά μας, πού κλαῖνε ἀδιάκοπα γιά σένα.
Σκεπτόμουν ἀκόμη καί νά φύγω ἀπό τό σπίτι ἀλλά κάτι μέ κρατοῦσε ἐκεῖ.
− Ρέ, μήπως σέ ἐρωτεύτηκε καί συμπεριφέρεται ἔτσι ἀλλόκοτα; μοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι τραβεστί.
− Ὄχι, δέν δείχνει τέτοιες διαθέσεις, ἀπαντοῦσα.
Γιά νά μήν τά πολυλογῶ ἀποφάσισα νά προσκαλέσω τόν τρελο-Γιάννη στό σπίτι προκειμένου νά δώσω ἕνα τέλος σ’ ὅλα αὐτά. Νόμιζα πώς κάποιος τόν βάζει ἐπίτηδες γιά νά μέ τρελάνει. Στήν πρόσκλησή μου ὁ τρελο-Γιάννης, παρά τό γεγονός ὅτι ἐπανειλημμένως τόν εἶχα προπηλακίσει, ἀνταποκρίθηκε θετικά. Δέν ξέρω τί μέ ἔπιασε ἐκείνη τήν ἡμέρα καί καθάρισα τό σπίτι, μαγείρεψα κάτι πρόχειρο καί τό ἔριξα στό διάβασμα. Ξεφύλλιζα ἕνα περιοδικό ποικίλης ὕλης καί κέντρισε τήν προσοχή μου ἕνα δημοσίευμα γιά κάποιο γέροντα ὀνόματι Πορφύριο πού ὑπηρέτησε σέ παρεκκλήσιο νοσοκομείου στήν Ὁμόνοια.
Τό δαιμόνιο
Δέν πρόλαβα νά τό διαβάσω, ὅταν ἄκουσα τόν τρελο-Γιάννη νά χτυπᾶ τήν πόρτα. Μόλις τοῦ ἄνοιξα μοῦ εἶπε:
− Εὐλογημένος νά εἶσαι, Κωνσταντῖνε μου, στόν νῦν αἰῶνα καί στόν μέλλοντα.
Πρώτη φορά ἄκουγα αὐτόν τόν χαιρετισμό, ἀλλά καί γιά πρώτη φορά ἄκουσα τό δαιμόνιο νά μιλᾶ ἀπό μέσα μου.
− Ἦρθες καί ἐδῶ στό σπίτι μου, τρελέ, νά μέ ἐκδιώξεις; Δέν εἶμαι μόνος ἀλλά ἔχω συντροφιά καί ἄλλους 365 φίλους. Δέν πρόκειται νά φύγω. Φύγε ἐσύ, γιατί θά σέ σκοτώσω!
Ὁ τρελο-Γιάννης τότε ὕψωσε μπροστά μου ἕνα σταυρό καί εἶπε:
− Στό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί ὁμοουσίου Τριάδος…
Δέν ἄκουσα τίποτε ἄλλο, γιατί λιποθύμησα. Ὅταν συνῆλθα ἀντίκρυσα τόν σαλό νά μοῦ χαμογελάει. Ἔνιωθα μία χαρά πού βρισκόταν ἐκεῖ, ἀλλά δέν ἤξερα τήν αἰτία.
− Σοῦ ἔφερα ἕνα δῶρο, Κωνσταντῖνε μου. Εἶναι τό Ψαλτήριο, ἕνα βιβλίο πού ἔγραψε ὁ βασιλιάς καί Προφήτης Δαυίδ.
− Τί ἔγινε, τί συνέβη; ρώτησα.
− Κωνσταντῖνε μου, ἔχεις μεγάλη εὐλογία. Ὁ Χριστός σέ ἐπέλεξε. Σέ ἑτοιμάζει γιά μεγάλους ἄθλους. Ὅμως, θά πρέπει νά δώσεις μεγάλο ἀγώνα, γιατί αὐτό πού ἔχεις μέσα σου δέν πρόκειται νά φύγει εὔκολα.
Ἐάν βλέπατε τή λάμψη στό πρόσωπο τοῦ τρελο-Γιάννη, θά κατανοούσατε τό φόβο μου. Θεωροῦσα ἀηδίες τά περί δαιμονίων. Πίστευα ὅτι ἀποτελοῦν σκαρίφημα τῶν παπάδων καί τῆς θρησκείας, γιά νά φοβίζουν τόν κόσμο καί νά ἀπομυζοῦν εὔκολα χρήματα, νά περνοῦν καλά, νά πλουτίζουν καί ἄλλα τέτοια συναφῆ. Καί νά τώρα, πού ὑπῆρξα μάρτυρας τῆς φθονερῆς γιά τόν ἄνθρωπο δράσης τους.
Ὁ τρελο-Γιάννης ἀπό τότε ἔγινε ἀδελφός καί φίλος. Τό ἴδιο βράδυ μάζεψα ὅλα τά γυναικεῖα ροῦχα καί τά παπούτσια καί τά καλλυντικά καί τά πέταξα στά σκουπίδια. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ἄλλαξα τό τηλέφωνό μου. Μέ τή βοήθεια τοῦ σαλοῦ, μάλιστα, ἔπιασα δουλειά σέ λογιστήριο μίας μεγάλης ἐταιρίας. Ὁ ἰδιοκτήτης τῆς ἐταιρίας ἦταν φίλος τοῦ τρελο-Γιάννη. Μέ προσέλαβε μέ ἱκανοποιητικό μισθό.
Ταυτόχρονα, σχεδόν καθημερινά μέ τόν τρελο-Γιάννη πηγαίναμε σέ ἕνα ναό ψηλά στόν Ὑμηττό καί ὁ ἱερέας διάβαζε τίς εὐχές τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (ἐξορκισμούς), ἐνῶ ὁ τρελο-Γιάννης διάβαζε ψαλμούς. Δέν μπορῶ νά σᾶς περιγράψω τί ἔζησα.
Αὐτό πού μπορῶ τώρα νά βροντοφωνάξω ἀπό τήν ἐμπειρία αὐτή εἶναι πώς ἡ ὁμοφυλοφιλία καί ἐν γένει ἡ πορνεία δέν εἶναι διαφορετικότητα οὔτε ἀσθένεια· εἶναι ἕνα φοβερό δαιμόνιο, πού ἐξοργίζει τόν Παντοκράτορα. Αὐτό ἐπίσης πού θέλω νά σᾶς πῶ εἶναι πώς ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει τά κατάλληλα ὅπλα γιά νά ἐξολοθρεύει ὁλοσχερῶς ὅλα αὐτά πού σήμερα ἡ ἐκσυγχρονισμένη κοινωνία μας θεωρεῖ, ὅπως καί ἐγώ πίστευα κάποτε, ὅτι εἶναι βλακεῖες.
Οἱ προσευχές τοῦ ἁγίου τῆς γειτονιᾶς μας μέ γλύτωσαν. Ἄλλαξε τή ζωή μου ὁλάκερη ἡ γνωριμία μαζί του. Αὐτά πού ἔζησα τά τελευταῖα πέντε χρόνια στήν εὐλογημένη αὐτή γειτονιά συνθέτουν ἕνα ἀληθινό θαῦμα τοῦ τριαδικοῦ καί μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ξέφυγα μέσα ἀπό μία πραγματική κόλαση καί ζῶ μέσα σ’ ἕναν κόσμο πού οὔτε στά καλύτερα ὄνειρά μου δέν εἶχα ζήσει.
Μέ τή συνεχῆ συμπαράσταση τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ἀνθρώπου, πού κάθε ἄλλο παρά τρελός ἦταν, κατανόησα τό λάθος, συνειδητοποίησα πράγματα καί καταστάσεις πού ἀποτελοῦν τά θεμέλια τῆς κοινωνίας μας, γνώρισα τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Λειτουργοῦσα ὡς ἐθισμένος σέ τοξικές οὐσίες· δέν ξεχώριζα ἀπό τούς τοξικομανεῖς· ζοῦσα ἕναν ἐφιάλτη, στόν ὁποῖο ἔδωσε τέλος ὁ τρελο-Γιάννης, ὁ ὑπέροχος αὐτός ἅγιος τοῦ Θεοῦ. Δέν θέλω ἄλλο νά σᾶς κουράσω μέ τήν ἱστορία μου. Ἄλλωστε, καταγράφω, ὅπως πρότεινε ὁ κυρ-Ἀναστάσης, ὅλη τήν ἱστορία μου μέ λεπτομέρειες. Ζητῶ συγγνώμη καί ἀπό ἐσᾶς καί ἀπό τά πάμπολλα θύματα πού παρέσυρα στά δίκτυα τῆς ἀνομίας, ὅπου ἤμουν παγιδευμένος. Ζητῶ συγνώμη καί ἀπό τήν ἀγαπημένη μου Κατερίνα, ἡ ὁποία ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά της στόν πιό ἁμαρτωλό ὅλης τῆς οἰκουμένης, ἔκλεισε τά αὐτιά της στά δυσμενῆ σχόλια καί τίς δίκαιες κριτικές καί δέχτηκε τήν πρότασή μου νά προχωρήσουμε σέ γάμο. Δέχθηκε νά ζήσει μέ ἕνα μηδενικό, μέ ἕνα ἀπόβλητο, ἕνα μωρό. Καί στόν ἐπικείμενο γάμο μας εἶχε ἐπενδύσει μέ δάκρυα καί προσευχές ὁ ἅγιος τοῦτος ἄνθρωπος, ὁ τρελο-Γιάννης».
Τά τελευταῖα λόγια τοῦ Κωνσταντίνου χάθηκαν μέσα στούς λυγμούς του. Μαζί του ἔκλαιγε ὁ παπα-Βασίλης, πού ἔτρεξε καί τόν ἀγκάλιασε, ἀλλά καί ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι.
− Σκέφτομαι νά φύγω ἀπό τή γειτονιά ὄχι γιά μένα, ἀλλά γιά τήν Κατερίνα, ψέλλισε ὁ Κωνσταντῖνος μέ δυσκολία.
Τότε ὁ παπα-Βασίλης εἶπε:
− Ἀγαπητοί μου, ὁ Κωνσταντῖνος ἐξεδήλωσε τήν ἐπιθυμία νά φύγει ἀπό τή γειτονιά μας. Τί λέτε; Θά ἀφήσουμε μία ζωντανή μαρτυρία ἑνός ἐξαίσιου θαύματος τοῦ ἐκλιπόντος ἀδελφοῦ μας Ἰωάννη, τόν Κωνσταντῖνο μας, ἀλλά καί τήν Κατερίνα μας νά φύγουν;
−Ὄχι, ὄχι, φώναξαν ὅλοι.
− Γιά σταθεῖτε. Λέτε τυχαῖα νά φώναξα τόν Κωνσταντῖνο δίπλα μου; Ὄχι, καλοί μου χριστιανοί, δέν τόν φώναξα τυχαῖα, εἶπε τότε ὁ κυρ-Ἀναστάσης. Καί πρόσθεσε.
− Τόν φώναξα, γιατί ἔτσι ὁρίζει στήν ἐπιστολή του ὁ τρελο-Γιάννης.
Ἐπίκαιρο ἀπόσπασμα από τὸ βιβλίο “Ο τρελογιάννης, ο διά Χριστόν σαλός” τοῦ Διονυσίου Μακρῆ ἐκδόσεις Ἀγαθός Λόγος 2009. Το βιβλίο ἔχει μεταφραστεί καὶ στὴν ἀγγλική, ρωσική, σερβική, ρουμανική, βουλγαρική, ἰσπανική καὶ ἀραβική γλώσσα.