Παρασκευή 11 Μαΐου 2018

Φίλος μεν ο Χριστός φίλτατος δε ο γέρων


Ἡ σημερινὴ θλιβερὴ κατάσταση καὶ οἱ θεραπευτικὲς συμβουλὲς τοῦ Μ. Βασιλείου

Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

ν μελετήσει κάποιος τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς ἀγῶνες Της ἐνάντια στὶς αἱρέσεις, θὰ παρατηρήσει, ὅτι αὐτοὶ οἱ ἀγῶνες –ἀνεξαρτήτως χρόνου, τόπου καὶ προσώπων– εἶχαν ὡς κοινὰ χαρακτηριστικὰ τὴν προσεκτικὴ μελέτη καὶ ἐφαρμογὴ τῆς προφορικῆς καὶ γραπτῆς Ἱερᾶς Παράδοσης μας, τὴν ἀπολυτότητα τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας, τὴν συμφωνία τῶν ἑκάστοτε ἀγωνιστῶν μὲ τὴν διδασκαλία ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς ἀσφαλῶν ὁδοδεικτῶν γιὰ τὴν ἀποφυγὴ λαθῶν καὶ λοξοδρόμησης ἀπὸ τὸν ἀσφαλῆ δρόμο.

Ὅσον ἀφορᾶ τὸ θέμα τῆς Ἀληθείας δὲν ὑπάρχει καμμία ἀπολύτως ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια εἶναι ἀπόλυτη καὶ ἀκέραιη. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας Προφήτης, οὔτε ἕνας Ἀπόστολος, οὔτε ἕνας Ἅγιος, ὁ ὁποῖος ἔκανε συμβιβασμοὺς στὸ θέμα τῆς Ἀληθείας. Ἀντιθέτως ὑπέφεραν, βασανίστηκαν, διώχθηκαν, θυσιάστηκαν ἐξ αἰτίας τῆς πλήρους ἀφοσιώσεώς τους σὲ αὐτήν, δηλ. ἀκριβῶς στὴν ἀπολυτότητα καὶ στὴν ἀκεραιότητα τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας. Ἔτσι τὴν παρελάβαμε κι ἐμεῖς σήμερα ἀπόλυτη καὶ ἀκέραιη καὶ ἀγωνιζόμαστε νὰ τὴν διατηρήσουμε ἀκριβῶς ὅπως τὴν παρελάβαμε.

Δυστυχῶς ὅμως ἐνῶ ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν Ἀλήθεια ἀφήνουμε τὰ ἄλλα δύο χαρακτηριστικά, τὴν μελέτη τῆς Ἱ. Παραδόσεως καὶ τὴν συμφωνία μὲ τοὺς ἁγ. Πατέρες, ἀνεκμετάλλευτα καὶ ἔτσι, στερούμενοι τῶν ἀσφαλῶν ὁδοδεικτῶν, τείνουμε νὰ ἀποτύχουμε καὶ στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἴδιας τῆς Ἀληθείας. Ἀκολούθως τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ ἐπικρατοῦν σήμερα εἶναι: διαμάχη, ἀντιγνωμία, ἄρνηση τοῦ ἐλέγχου, μυστικότητα, αὐθαιρεσία ἐνεργειῶν καὶ ἀποφάσεων, καπήλευση νοημάτων, ὅρων καὶ τίτλων, ἐμπάθεια, ἔπαρση καὶ πρωτοκαθεδρίες. Τὸ χειρότερο μάλιστα εἶναι ὅτι ἀντὶ νὰ μεριμνοῦμε γιὰ ὅλο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε σκανδαλιζόμενη καὶ σὲ κίνδυνο βρισκόμενη ψυχή ξεχωριστά, οἱ προσπάθειες μας ἀναλώνονται στὴν ἐξυπηρέτηση τῶν ἡμετέρων καὶ στὴν αὐτοδικαίωση καὶ αὐτοπροβολὴ ὡς αὐθεντία καὶ στὴν δῆθεν μίμηση τῶν ἁγίων, ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ μίμηση εἶναι διότι «Τοιαῦτα τῶν ἁγίων τὰ σπλάγχνα, μὴ τὰ ἑαυτῶν μεριμνῶν μόνον, ἀλλ’ ὥσπερ περὶ μιᾶς οἰκίας, τῆς οἰκουμένης, ἢ σώματος ἑνός, τοῦ τῶν ἀνθρώπων πλήθους, οὕτω παρακαλεῖν τὸν Θεόν» (Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς Θ΄ Ψαλμ. 8, ΕΠΕ 490-492 – MPG 55, 134). Ἡ προώθηση τῆς γεροντολατρείας, ποὺ ὁμολογουμένως ἔχει ἀναδειχθεῖ ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ δεκανίκια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁμολογουμένως, παρόλα αὐτά, προωθεῖται ἀπὸ τοὺς περισσοτέρους ρασοφόρους, μᾶς ἔχει θολώσει τὰ μυαλά. Φθάσαμε πιὰ νὰ ἀλλάζουμε τὶς ἀναλογίες καὶ ἀδιακρίτως πλὴν σαφῶς νὰ πρεσβεύουμε φίλος μὲν ὁ Χριστὸς φίλτατος δὲ ὁ γέρων.

Μάλιστα σ’ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ κατηφόρα ποὺ βρισκόμαστε, ἀρνούμεθα τὸν λόγο καὶ τὸν ἀγῶνα γιὰ τὸν Χριστὸ ἁμαρτωλῶν μὲν ἀλλὰ δυστυχῶς ὑποτιθέμενων «ὑποδεέστερων» ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους μάλιστα μερικοί, γιὰ νὰ ὑπερασπίσουν τὸν ἑκάστοτε «γίγαντα» γέροντά τους, ὀνομάζουν «πατάτα», χωρὶς ὅμως νὰ φέρουν περὶ αὐτοῦ ἁγιοπατερικὲς ἀποδείξεις καὶ ξεχνώντας τό «Ραάβ πόρνη ἦν ἀλλ’ ἐσώθη· καὶ ὁ ληστὴς ἀνδρόφονος ἦν ἀλλὰ παραδείσου πολίτης ἐγένετο. Καὶ ὁ μεν Ἰούδας, μετὰ τοῦ διδασκάλου ὤν, ἀπώλετο, ὁ δὲ ληστής ἐν σταυρῷ ὤν, μαθητὴς ἐγένετο. Ταῦτα τοῦ Θεοῦ τὰ παράδοξα» (Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθ., ὁμιλ. ΞΖ΄, 4-5, ΕΠΕ 11, 636 –MPG 58, 638).

Ἐπειδή, λοιπόν, πληθαίνουν καὶ καθιερώνονται αὐτὲς οἱ νοοτροπίες, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ δοῦμε τί ἀπαντοῦν οἱ Πατέρες στὰ ἐρωτήματα, ἂν τὸ κριτήριο ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας εἶναι ἡ ὀρθότητα τῆς Πίστεως, ἂν πρέπει νὰ ἀσκεῖται ἔλεγχος στοὺς ποιμένες καὶ ἂν αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀσκοῦν εἶναι καταδικαστέοι, ἂν οἱ ποιμένες ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ λειτουργοῦν μονομερῶς καὶ ἄνευ γνωστοποίησης καὶ κοινῆς ἀποφάσεως, ἄν οἱ Ποιμένες δικαιοῦνται νὰ μὴν ἀπαντοῦν στὰ ἐρωτήματα τῶν πιστῶν, ἀκόμα κι ἂν αὐτὰ εἶναι λανθασμένα, ἂν ἡ ἔλλειψη ὁμονοίας σκανδαλίζει τοὺς πιστοὺς καὶ μέσῳ αὐτῆς ἐξασθενεῖ τὸ φρόνημά τους, ἂν εἶναι ἀναγκαία μία σύναξη καὶ ἡ συνεχὴς ἐπικοινωνία μεταξὺ τῶν ἀγωνιζομένων πατέρων.

Ὡς πατερικὸ παράδειγμα καταθέτω τὸν Μέγα Βασίλειο οἱ σαφέστατες θέσεις τοῦ ὁποίου εἶναι ἐπίκαιρες καὶ λειτουργοῦν θεραπευτικὰ στὴν συγκυρία τῆς συγχύσεως ποὺ διερχόμαστε καὶ εἶναι οἱ ἑξῆς (ἀκολουθεῖ ἡ μετάφραση τοῦ κειμένου τοῦ Ἁγίου):

Α) Ὁ Μ. Βασίλειος, λοιπόν, συνιστᾶ στοὺς Ἐπισκόπους καὶ ἀσφαλῶς στοὺς σημερινοὺς πατέρες, ὅτι ἡ ὀρθοτομία καὶ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα ὄχι μόνο λόγοις ἀλλὰ καὶ πράξεσι εἶναι ἡ προϋπόθεση ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Ὅταν δὲν ὑπάρχει ὀρθοτομία δὲν ὑπάρχει κοινωνία. Πόσο διαφέρει ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνακαλύψει καὶ ἄλλες προϋποθέσεις καὶ κοινωνοῦν μὲ αὐτοὺς ποὺ ὁ Ἅγιος καταδικάζει ὡς ἀκοινώνητους.

Β) Ὅτι εἶναι ἀσφαλέστερο οἱ κρίσιμες γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀποφάσεις νὰ λαμβάνονται ὄχι μονομερῶς, ἀλλὰ ἀπὸ κοινοῦ καὶ ἐκ συμφώνου. Πρῶτα πρέπει νὰ ἀποφασίζουν ἀπὸ κοινοῦ καὶ μετὰ ἀπὸ σωστὴ θεώρηση τῶν πραγμάτων οἱ Πατέρες καὶ μετὰ νὰ προβαίνουν σὲ ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχουν ἀποφασιστεῖ ἀπὸ κοινοῦ, δὲν θὰ σκανδαλίζουν. Πόσο διαφέρει ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ χωρὶς νὰ γνωρίζει κανεὶς κάτι ὄχι μόνο ἐνεργοῦν μονομερῶς, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ συνάξεις κάνουν γιὰ ἐμᾶς χωρὶς ἐμᾶς.

Γ) Ὅτι εἶναι δικαιολογημένος ὁ ἔλεγχος (ἀκόμα καὶ στὸν ἴδιο τὸν Μ. Βασίλειο) καὶ ἁρμόζει σὲ πνευματικὸ ἀδελφό, πόσῳ μάλιστα ὅταν συμβαίνει σὲ καιροὺς αἱρέσεως, στοὺς ὁποίους ἡ σύγχυση εἶναι μεγάλη. Ὁ ἔλεγχος, ἀκόμα καὶ ὁ δημόσιος, γίνεται γιατὶ οἱ Ποιμένες μὲ τὶς ὅποιες πράξεις ἢ ἀποφάσεις προβληματίζουν ἢ σκανδαλίζουν καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀπαντοῦν μὲ παρρησία καὶ χαρὰ σὲ ὅ,τι τοὺς ρωτοῦν καὶ ὄχι νὰ διαμαρτύρονται. Πόσο διαφέρει ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κατηγοροῦν, ὅσους ἐλέγχουν, ὡς διασπαστές, ἐριστικοὺς καὶ «πατάτες».

Δ) Ὁ Μ. Βασίλειος ἀναφέρει καὶ στὶς δύο ἐπιστολές (265 καὶ 266) τὴν ὀδυνηρὴ ἐμπειρία τῆς ἐπιθέσεως καὶ ἐχθρότητος, ἀναφερόμενος (τὸ τονίζω) σὲ ρασοφόρους, ποὺ ἀντὶ νὰ ὁμονοοῦν καὶ νὰ συνομιλοῦν καθ’ ὅλα μὲ φιλοφροσύνην καὶ πραότητα, κατηγοροῦν καὶ ὑβρίζουν, χωρίζουν σὲ ὁμάδες καὶ σκανδαλίζουν. Σημειώνει μάλιστα ὅτι καὶ οἱ πλέον σπουδαῖοι ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς δὲν κατορθώνουν νὰ εἶναι εὐπροσήγοροι καὶ κατάλληλοι γιὰ αὐτὸ ποὺ ἐτάχθησαν καὶ δημιουργοῦν προβλήματα ποὺ μειώνουν τὸν ἀγῶνα. Πόσο διαφέρει ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου ἀπὸ ὅσους οἰκειοποιοῦνται τὸ βραβεῖο τῆς αὐθεντίας, τὴν τιμὴ τοῦ ἀξιώματος καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ εὐταξία γιὰ νὰ ἰσοπεδώσουν τὸν ἄλλο καὶ νὰ καλύψουν τὶς δικές τους ἀδυναμίες, χωρίζοντας καὶ ταράζοντας τὸ ποίμνιο (βλ. καὶ Περί κρίματος Θεοῦ 1-2, PG 31, 653-656: «ἑκάστου τῆς μέν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ διδασκαλίας ἀφισταμένου, λογισμούς δέ τινας καί ὅρους ἰδίους ἐκδικοῦντος ἐξ αὐθεντίας, καί μᾶλλον ἄρχειν ἀπ՚  ἐναντίας τοῦ Κυρίου ἢ ἄρχεσθαι ὑπό τοῦ Κυρίου βουλομένου…Καί τό φρικωδέστατον, αὐτούς τούς προεστῶτας αὐτῆς (τῆς Ἐκκλησίας) ἐν τοσαύτῃ μέν τῇ πρός ἀλλήλους διαφορᾷ γνώμης τε καί δόξης καθεστῶτας, τοσαύτῃ δέ τῇ πρός τάς ἐντολάς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐναντιότητι χρωμένους, καί διασπῶντας μέν ἀνηλεῶς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἐκταράσσοντας δέ ἀφειδῶς το ποίμνιον αὐτοῦ»).

Ε) Ὁ Ἅγιος καλεῖ τοὺς πιστούς, ποιμένες καὶ λαϊκούς, σὲ ἑνότητα καὶ συμπόρευση, δὲν προωθεῖ τὴν ὁμαδοποίηση, δὲν διεκδικεῖ πρωτεῖα, δὲν ἐπιδεικνύει τὴν γνώση του, δὲν ἀποκλείει κανέναν πρὸ συνάξεως καὶ κοινῶν ἀποφάσεων. Πόσο διαφέρει ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ρωτοῦν ποιανοῦ εἶσαι, σὲ ποιόν πηγαίνεις, ποιόν ἀκολουθεῖς, ἀναφερόμενοι στοὺς ἀνθρώπους καὶ ξεχνώντας τὸν Χριστό.

ΣΤ) Δὲν πρέπει οἱ πιστοὶ νὰ χάνουν τὸ θάρρος τους, τὴν ἀντίστασή τους ἀπέναντι στὴν αἵρεση καὶ τὴν ὁμολογία τους, ἐπειδὴ κάποιοι λοξοδρομοῦν. Ὄλα γίνονται λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων μας, ἀλλὰ στὸ τέλος ὁ Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ θα δικαιώσει τὴν ὀρθότητα τῆς Πίστεως.

Τὸ κείμενο ἀπὸ τὰ «Ἅπαντα τῶν Ἁγ. Πατέρων, Μ. Βασιλείου Ἅπαντα, Ἔκδ. «Ὠφελίμου Βιβλίου», τόμ. 7ος, σελ. 130-139. Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ μακαριστοῦ μοναχοῦ Νικοδήμου Μπιλάλη· ὁ τονισμὸς χωρίων εἶναι δικός μου:

ΕΠΙΣΤΟΛΗ 265 (ZΞE'-CCLXV)

ΠΡΟΣ ΕΥΛΟΓΙΟΝ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ ΚΑΙ ΑΔΕΛΦΟΚΡΑΤΙΩΝΑ, ΕΠIΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΕΞΩΡIΣΜΕΝΟΥΣ

«Ἀφοῦ λοιπὸν μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐπληροφορήθημεν διὰ τὴν ὀρθότητα τῆς πίστεώς σας καὶ τὸ ἐνδιαφέρον σας διὰ τοὺς ἀδελφούς, καθὼς καὶ ὅτι δὲν παραμελεῖτε μὲ ἐπιπολαιότητα καὶ ἀδιαφορίαν τὰ εἰς ὅλους ὠφέλιμα καὶ ἀναγκαία πρὸς σωτηρίαν, ἀλλ' ὅτι προθυμοποιεῖσθε νὰ πράττετε κάθε τι πρὸς οἰκοδομὴν τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐκρίναμεν ὅτι εἶναι δίκαιον νὰ γίνωμεν κοινωνοί (καὶ μέτοχοι) τῆς ἀγαθῆς μερίδος σας καὶ νὰ συνδέσωμεν τοὺς ἑαυτούς μας μὲ τὴν εὐλάβειάν σας διὰ μέσου τῆς ἐπιστολῆς.... Πάρα πολὺ μᾶς ἐνίσχυσε τὴν ἐπιθυμίαν τῆς ἐπικοινωνίας μαζί σας ἡ πληροφορία περὶ τοῦ ζήλου σας ὡς πρὸς τὴν ὀρθότητα τῆς εὐσεβοῦς πίστεως, ὅτι δηλαδὴ οὔτε ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν συγγραμμάτων οὔτε ἀπὸ τὴν ποικιλίαν τῶν σοφισμάτων παρεσύρθη ἡ σταθερότης τῆς καρδίας σας. Τουναντίον, ἀφ' ἑνὸς ἀνεγνωρίσατε ὅσους καινοτομοῦν ἀντίθετα πρὸς τὰς ἀποστολικὰς διδασκαλίας καὶ ἀφ' ἑτέρου δὲν ἠνέχθητε νὰ συγκρατήσετε (καὶ ἀναχαιτίσετε ἁπλῶς) μὲ σιωπὴν τὴν βλάβην ἡ ὁποια γίνεται ἀπὸ αὐτούς... Πράγματι, ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ἠλπίσαμεν ὅτι θὰ ἔχωμεν συνυπερασπιστὴν τῆς ἀληθείας, αὐτὸν εὑρήκαμεν τώρα εἰς πολλὰ σημεῖα νὰ ἐμποδίζῃ ὅσους σῴζονται (ἐν Χριστῷ), καθ' ὅτι τοὺς ἀναστατώνει τὸν νοῦν καὶ τοὺς ἀποσπᾷ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξον διδασκαλίαν... Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ἐνημερώνωνται καλῶς ὅλοι ὅσοι εἶναι ἡνωμένοι μαζί σας, ὥστε καὶ ὅ,τι γίνεται περισσότερον νὰ εἶναι σταθερὸν μὲ τὴν συγκατάθεσιν τῶν περισσοτέρων, ἄλλα καὶ ἡ εἰρήνη νὰ μὴ διασπασθῆ μὲ τὴν ἀποδοχὴν μερικῶν (εἰς κοινωνίαν), ἐνῷ ἄλλοι (ἕνεκα τούτου) ἀποχωρίζονται. Διὰ τοῦτο ἔπρεπε νὰ σκεφθῆτε σοβαρῶς καὶ ἠρέμως διὰ ζητήματα τὰ ὁποῖα ἐνδιαφέρουν ὅλας τὰς Ἐκκλησίας τῆς Οἰκουμένης. Διότι δὲν εἶναι ἀσφαλῶς ἀξιέπαινος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποφασίζει κάτι ταχέως, ἀλλ' ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τὸ κάθε τι εἰς ὅλα κανονίζει σταθερῶς καὶ ἀμετακινήτως, ὥστε καὶ εἰς τὸν μετέπειτα χρόνον, ὅταν θὰ κρίνεται ἡ ἀπόφασίς (του), νὰ ἀποδεικνύεται δοκιμωτέρα (καὶ περισσότερον ἀποδεκτή). Αὐτὸς εἶναι εὐπρόσδεκτος (καὶ εὐάρεστος) εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καθ' ὅτι «οἰκονομεῖ τοὺς λόγους του μὲ κρίσιν» (καὶ σύνεσιν).

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ 266 (ΣΞϚ'-CCLXVl)

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΕΤΡΟΝ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

1. Καλῶς καὶ ὡς ἁρμόζει εἰς πνευματικὸν ἀδελφόν, ὁ ὁποῖος ἔχει διδαχθῆ τὴν ἀληθινὴν ἀγάπην ἀπὸ τὸν Κύριον, μὲ κατηγόρησες, διότι δὲν σοῦ γνωστοποιοῦμεν ὅλα, εἴτε τὰ ἀσήμαντα εἴτε τὰ σοβαρότερα ἀπὸ τὰ ἐδῶ γεγονότα. Διότι πράγματι ἐπιβάλλεται καὶ εἰς σὲ νὰ φροντίζῃς διὰ τὰ ζητήματά μας, ἀλλὰ καὶ εἰς ἡμᾶς νὰ τὰ ἀναφέρωμεν εἰς τὴν ἀγάπην σου. Μάθε ὅμως, τιμιώτατέ μας καὶ λίαν ἀγαπητὲ ἀδελφέ, ὅτι αἱ συνεχεῖς θλίψεις καὶ ὁ μέγας οὗτος σάλος, ὁ ὁποῖος τώρα σαλεύει τὰς Ἐκκλησίας, συντελοῦν ὥστε νὰ μὴ παραξενευώμεθα ἀπὸ τίποτε ἐξ ὅσων γίνονται. Ὅπως δηλαδὴ ὅσοι ἐργάζονται εἰς τὰ σιδηρουργεῖα, λόγῳ τοῦ ὅτι συνεχῶς θορυβοῦνται τὰ ὦτα των, συνηθίζουν τοὺς κρότους, τοιουτοτρόπως καὶ ἡμεῖς, λόγῳ τῆς συχνότητος τῶν παραδόξων εἰδήσεων, ἐσυνηθίσαμεν πλέον νὰ ἔχωμεν ἀτάραχον καὶ ἄφοβον τὴν καρδίαν ἀπὸ τὰ παράλογα (συμβαίνοντα).

Ὅσα λοιπὸν ἀφ' ἑνὸς δολιεύονται οἱ Ἀρειανοὶ ἀνέκαθεν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, μολονότι εἶναι πολλὰ καὶ μεγάλα καὶ διατυμπανισμένα εἰς ὅλην τὴν Οἰκουμένην, παρὰ ταῦτα μᾶς εἶναι ὑποφερτά, λόγῳ τοῦ ὅτι γίνονται ἀπὸ φανεροὺς ἐχθροὺς καὶ πολεμίους τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας. Μάλιστα τοὺς θαυμάζομεν, ὅταν δὲν κάμουν ὅ,τι συνηθίζουν καὶ ὄχι ὅταν τολμήσουν κάτι σοβαρὸν καὶ θρασὺ ἐνάντιον τῆς εὐσεβοῦς πίστεως. Ἀφ' ἑτέρου ὅμως μᾶς λυποῦν καὶ μᾶς ταράσσουν ὅσα γίνονται ἀπὸ τοὺς ὁμοψύχους καὶ ὁμοδόξους.

Ὅσα λοιπὸν ἀφ' ἑνὸς δολιεύονται οἱ Ἀρειανοὶ ἀνέκαθεν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, μολονότι εἶναι πολλὰ καὶ μεγάλα καὶ διατυμπανισμένα εἰς ὅλην τὴν Οἰκουμένην, παρὰ ταῦτα μᾶς εἶναι ὑποφερτά, λόγω τοῦ ὅτι γίνονται ἀπὸ φανεροὺς ἐχθροὺς καὶ πολεμίους τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας. Μάλιστα τοὺς θαυμάζομεν, ὅταν δὲν κάμουν ὅ,τι συνηθίζουν καὶ ὄχι ὅταν τολμήσουν κάτι σοβαρὸν καὶ θρασὺ ἐνάντιον τῆς εὐσεβοῦς πίστεως. Ἀφ' ἑτέρου ὅμως μᾶςλυποῦν καὶ μᾶς ταράσσουν ὅσα γίνονται ἀπὸ τοὺς ὁμοψύχους καὶ ὁμοδόξους. 

Ἀλλ' ὅμως καὶ αὐτὰ ἀκόμη, λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι πολλὰ καὶ συνεχῶς φθάνουν εἰς τὰ ὦτα μας, οὐδόλως καὶ αὐτὰ μᾶς φαίνονται παράδοξα. Διὰ τοῦτο οὔτε (ἡμεῖς οἱ ἴδιοι) συνεκινήθημεν δι' ὅσας ἀταξίας ἔγιναν τελευταίως οὔτε τὰ ὦτα σου ἠνωχλήσαμεν, ἐπειδὴ ἀφ' ἑνὸς ἤμεθα βέβαιοι ὅτι μόνη της ἡ φήμη θὰ μεταφέρῃ τὰ γεγονότα, ἀφ' ἑτέρου διότι ἀνεμένομὲν ἄλλους νὰ γίνουν ἀγγελιαφόροι τῶν λυπηρῶν (αὐτῶν γεγονότων), καὶ τέλος διότι δὲν ἐκρίναμεν ὅτι εἶναι λογικὸν νὰ δυσαρεστούμεθα ἐξ αἰτίας παρομοίων ζητημάτων, ὡσὰν ἀκριβῶς νὰ ἐλυπούμεθα διατὶ παρεβλέφθημεν.

Ἐν τούτοις εἰς αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι διέπραξαν αὐτὰ ἐγράψαμεν τὰ πρέποντα καὶ τοὺς παρακαλοῦμεν, ἐπειδὴ συνέβη νὰ διχονοήσουν κάπως οἱ ἐκεῖ ἀδελφοί, νὰ μὴ ἀποχωρισθοῦν βεβαίως ἀπὸ τὴν ἀγάπην, ἀλλὰ νὰ περιμένουν νὰ γίνῃ ἡ (ἀνάλογος) ἀποκατάστασις ἀπὸ ὅσους δύνανται ἐκκλησιαστικῶς νὰ θεραπεύουν τὰ σφάλματα. Ὅταν μάλιστα τὸ ἴδιον ἔκαμες καὶ σύ, καλῶς καὶ κανονικῶς ἐνεργῶν, σὲ ἐπηνέσαμεν καὶ ηὐχαριστήσαμεν τὸν Κύριον, διότι συμβαίνει νὰ διατηρῆται εἰς σὲ κάποιο λείψανον τῆς παλαιᾶς εὐταξίας καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχασε τὴν δύναμίν της μὲ τὸν ἰδικόν μας διωγμόν. Διότι ἀσφαλῶς δὲν ἐδιώχθησαν μαζί μας καὶ οἱ Κανόνες.

Ἐνῷ λοιπὸν πολλάκις ἠνωχλήθην ἀπό τους Γαλάτας, δὲν ἠδυνήθην ποτὲ νὰ τοὺς ἀπαντήσω, καθ' ὅτι ἀνέμενον τὰς ἰδικάς σου ἀποφάσεις. Καὶ τώρα ὅμως, ἐὰν ὁ Κύριος ἐπιτρέψῃ καὶ θελήσουν νὰ μᾶς ἀναμείνουν, ἐλπίζομεν νὰ (ἐπανα)φέρωμεν τὸν λαὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ νὰ μὴ κατηγορούμεθα ἡμεῖς οἱ ἴδιοι ὅτι ἔχομεν προσχωρήσει εἰς τοὺς Μαρκελλιανούς, ἀλλ' ἀντιθέτως ἐκεῖνοι νὰ γίνουν μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, εἰς τρόπον ὥστε ἡ κακόφημος μομφή, ἡ ὁποία ἔχει διαδοθῆ (εἰς βάρος των) λόγῳ τῆς αἱρέσεως, νὰ ἐξαφανισθῇ μὲ τὴν ἰδικήν μας ἀποδοχήν των καὶ νὰ μὴ καταισχυνθῶμεν (καὶ κατηγορηθῶμεν) ἡμεῖς ὅτι προσεχωρήσαμεν εἰς αὐτούς.

2. Ἐξ ἄλλου μᾶς ἐλύπησεν ὁ ἀδελφὸς Δωρόθεος, διότι, ὅπως ὁ ἴδιος ἔγραψες, δὲν συνωμίλησε καθ' ὅλα μὲ φιλοφροσύνην καὶ πραότητα πρὸς τὴν κοσμιότητά σου. Καὶ τοῦτο ἐπίσης τὸ καταλογίζω εἰς τὴν δυσκολίαν τῶν περιστάσεων. Διότι φαινόμεθα ὅτι ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας εἰς τίποτε δὲν πηγαίνομεν καλῶς, ἐφόσον βεβαίως (καί) οἱ πλέον σπουδαῖοι ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς δὲν κατορθώνουν νὰ εἶναι εὐπροσήγοροι καὶ κατάλληλοι διὰ τὰς ἀποστολάς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ κάμνουν τὰ πάντα συμφώνως μὲ τὴν γνώμην μας.

Οὗτος (ὁ Δωρόθεος), ἀφοῦ ἐπανῆλθεν (ἀπὸ τὴν Ρώμην), μᾶς διηγήθη περὶ τῶν συνομιλιῶν τοῦ σεβασμιωτάτου ἐπισκόπου Δαμάσου μὲ τὴν τιμιότητά σου καὶ μᾶς ἐλύπει ἀναφέρων ὅτι συγκατηριθμοῦντο (κατὰ τὰς συνομιλίας) μὲ τοὺς Ἀρειομανίτας καὶ οἱ θεοφιλέστατοι ἀδελφοί μας καὶ συλλειτουργοὶ Μελέτιος καὶ Εὐσέβιος. (Ἀλλά) καὶ ἂν ἀκόμη τίποτε ἄλλο δὲν ἐδείκνυε τὴν ὀρθοδοξίαν των, τουλάχιστον ὁ (ἐναντίον των) πόλεμος ἐκ μέρους τῶν Ἀρειανῶν ἀποτελεῖ ὄχι μικρὰν ἀπόδειξιν τοῦ ὀρθοῦ φρονήματός (των) εἰς ὅσους σκέπτονται φρονίμως. Ἄλλωστε τὴν εὐλάβειάν σου πρέπει νὰ συνδέῃ εἰς ἑνότητα ἀγάπης καὶ ἡ (συμ)μετοχὴ εἰς τὰ παθήματα χάριν τοῦ Χριστοῦ.

Παντως περὶ τοῦ ἑξῆς πρέπει νὰ εἶσαι πεπεισμένος, ὄντως τιμιώτατε, ὅτι δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει κάποιος λόγος τῆς ὀρθοδοξίας ὁ ὁποῖος νὰ μὴ ἐκηρύχθη μὲ κάθε παρρησίαν ἀπὸ τοὺς ἄνδρας αὐτούς, μὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν καὶ ἀκροατὰς ἡμᾶς. Διότι ἡμεῖς τουλάχιστον οὔτε κἂν μίαν ὥραν δὲν θὰ ἐσυνεχίζομεν νὰ δεχώμεθα τὴν ἐπικοινωνίαν μαζί των, ἐὰν συνέβαινε νὰ διαπιστώσωμεν ὅτι οὗτοι χωλαίνουν ὡς πρὸς τὴν πίστιν.

Ὅμως, ἐὰν νομίζῃς, ἂς ἄφησωμεν τὰ περασμένα καὶ ἂς δώσωμεν εἰς τὰ μέλλοντα κάποιαν εἰρηνικὴν ἀρχήν. Διότι ὅλοι χρειαζόμεθα ὁ εἷς τὸν ἄλλον, συμφώνως μὲ τὸν νόμον τῆς κοινωνίας τῶν μελῶν (τοῦ σώματος), καὶ μάλιστα τώρα, ὅτε αἱ Ἐκκλησίαι τῆς Ἀνατολῆς ἔχουν ἐστραμμένα τὰ βλέμματα εἰς σᾶς. Καὶ ἀσφαλῶς αὗται τὴν ἰδικήν σας ὁμοφροσύνην (μαζί των) θὰ λάβουν ὡς μέσον πρὸς στηριγμὸν καὶ στερέωσίν των, ἐνῷ ἀντιθέτως, ἐὰν σᾶς ἀντιληφθοῦν ὅτι κάπως ὑποπτεύεσθε ὁ εἷς τὸν ἄλλον, θὰ παραλύσουν καὶ θὰ ἀφήσουν τὰς χεῖρας των νὰ πέσουν κάτω, ὥστε νὰ μὴ δύνανται νὰ ἀντισταθοῦν εἰς τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως».


Καὶ ἐπειδή, μετὰ καὶ ἀπὸ αὐτά, κάποιοι θὰ ἐμμένουν στὶς ἰδιογνωμίες τους, παραθέτω καὶ ἕνα κείμενο ἀπὸ τὸν Μ. Φώτιο μὲ τὶς ἑξῆς ἐπισημάνσεις:

Συζητοῦμε γιὰ τὴν Ἀκρίβεια καὶ τὴν Οἰκονομία, καὶ ἀποδίδουμε ταμπέλες στὸ ποίμνιο χωρίζοντάς τους σὲ «οἱ τῆς Ἀκριβείας» καὶ «οἱ τῆς Οἰκονομίας» παρόλο ποὺ γνωρίζουμε ὅτι καὶ οἱ πρῶτοι κάνουν κατὰ περίπτωση οἰκονομίες καὶ οἱ δεύτεροι ὀφείλουν νὰ τηροῦν τὴν ἀκρίβεια, διότι αὐτὴν εἶναι ἡ γραμμὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἁπλῶς ἡ Οἰκονομία ἔγινε γιὰ κάποιο μόνο χρόνο, γιὰ κάποιους ἀδελφοὺς προσωπικὰ ποὺ ὁ πνευματικὸς διαπίστωσε ὅτι, ἐπειδὴ τὴν ἀκρίβεια δὲν τὴν ἀντέχουνε, θὰ τοὺς βλάψει κι ὄχι ἀπροϋπόθετα καὶ γενικά, καὶ φυσικὰ ὄχι εἰς βάρος τῆς ἀκριβείας, μάλιστα μερικὲς φορές λανθασμένα. Καὶ ἐπίσης μὴ ἀποκρύπτων στοὺς ἐξομολογούμενους ὅτι ἡ οἰκονομία εἶναι εἰς βάρος τους· εἶναι ἀναγκαῖο κακό· ἡ οἰκονομία δὲν ἀποτελεῖ ἀποφυγὴ τῶν κινδύνων τῆς αἱρέσεως, μιᾶς καὶ ἐπιτρέπει τὴν ὑπ’ ὅρων κοινωνία μὲ αἱρετικούς· ἡ οἰκονομία ἐπειδὴ σημαίνει, παρέκκλιση ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πορεία (βλ. «Πηδάλιο»), ἀποτελεῖ φυσικὰ μία χρονικὰ περιορισμένη ἐπιλογὴ γιὰ λόγους ἀγάπης, δὲν εἶναι ὅμως ἡ ἀναδεδειγμένη ἐς ἀεὶ τακτικὴ γιὰ τὴ τήρηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ! Μάλιστα ἀποδεικνύεται καθημερινὰ τὸ γεγονὸς ὅτι, στὴν συγκεκριμένη περίπτωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ Οἰκονομία (ἡ ὁποία σημειωτέον ἐφαρμόζονταν καὶ πρὶν την Ψευτοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου) ἀποδεικνύεται πιὰ ἕνα ἀναποτελεσματικό ὅπλο, ἀφοῦ «ἀναπαύει» τοὺς ἀναποφάσιστους καὶ οἱ Οἰκουμενιστές, ὅσο χρόνο βλέπουν ἕνα μεγάλο ποσοστὸ τῶν "αποτειχισμένων" νὰ κοινωνοῦν μαζί τους, συνεχίζουν ἀνέμελοι τὴν κακόδοξη πορεία τους.

Ὁ Μ. Βασίλειος ἔκανε οἰκονομία μὴ ὀνομάζοντας γιὰ κάποιο διάστημα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Θεό, σκανδάλισε ὅμως μὲ αὐτή του τὴν ἐπιλογὴ πιστούς, ἀκόμη καὶ τὸν νεότερο ἀγαπημένο του Ἀμφιλόχιο, ἀλλὰ καὶ τὸν φίλο του Γρηγόριο τὸν Θεολόγο. Τὸν σκανδαλισμὸ αὐτὸν ὁ Μ. Βασίλειος τὸν δέχτηκε ὡς φυσιολογικὸ καὶ δὲν κατεδίκασε τοὺς σκανδαλισμένους, ἀντιθέτως μὲ τὴν συγγραφή του «Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἐξαφάνισε κάθε ἀμφιβολία. Ἐνῶ δὲ ὁ ἴδιος ἀκολουθοῦσε αὐτή του τὴν ἐπιλογή, ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅπως π.χ. ἀπὸ τὸν Εὐστάθιο Ἀντιοχείας, τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴν ὑπογραφὴ μάλιστα ὀρθοδόξου ὁμολογίας. Αὐτὸ δὲν πρέπει, πιστεύω, νὰ μείνει ἀπαρατήρητο.

Τελικὴ ἐπισήμανση· ὁ Μ. Φώτιος δὲν μᾶς ἀποκρύπτει τὸ γεγονὸς ὅτι, πολλοὶ Πατέρες ἐνδεχομένως νὰ ἔκαναν καὶ λάθη στὴν τακτικὴ ποὺ ἐφάρμοσαν· καὶ ἄρα ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ λαμβάνουμε ὡς παράδειγμα μιὰ τέτοια τακτική, ἀλλὰ τὴν σύμφωνη γνώμη τῶν Ἁγίων Πατέρων (consensus partum).

Γράφει περὶ αὐτῶν ὁ ἅγιος Φώτιος:

«...Ἀκόμη, πόσες ἰδιαίτερες περιστάσεις ἀνάγκαζαν πολλοὺς Πατέρες ἄλλα νὰ τὰ παραποιοῦν, ἄλλα νὰ τὰ λένε μὲ πνεῦμα οἰκονομίας, ἄλλα νὰ τὰ λένε ὅταν ξεσηκώνονταν οἱ ἀπείθαρχοι, ἄλλα νὰ τὰ λένε ἀπὸ ἄγνοια, καθὼς βέβαια εἶναι ἀνθρώπινο νὰ σφάλει κανείς. Καὶ ἂν παραποίησαν κάτι ἤ, γιὰ κάποιο λόγο ποὺ ἐμεῖς τώρα ἀγνοοῦμε, παρεξέκλιναν ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πορεία, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ δὲν τοὺς ζητήθηκε νὰ ἐκφέρουν ἄποψη οὔτε κανεὶς τοὺς παρακάλεσε νὰ τοῦ διδάξουν τὴν ἀλήθεια, τοὺς ἀναγνωρίζουμε τὸ ἴδιο ὡς Πατέρες, ὅπως θὰ τοὺς ἀναγνωρίζαμε καὶ ἄν δὲν ἐξέφραζαν αὐτὴ τὴν ἄποψη... τὴ διδασκαλία τους στὴν ὁποία πλανήθηκαν δὲ θὰ τὴν ἀκολουθήσουμε...» (…Πόσαι δὲ περιστάσεις πραγμάτων πολλούς (=πατέρες) ἐξεβιάζοντο, τὰ μὲν παραφθέγξασθαι, τὰ δὲ πρὸς οἰκονομίαν εἰπεῖν, τὰ δὲ καὶ τῶν ἀπειθούντων ἐπαναστάντων, τὰ δὲ καὶ ἀγνοία, οἵα δὴ περιολισθῆσαι ἀνθρώπινον... Εἰ δὲ παρεφθέξαντο μὲν ἢ διά τινα αἰτίαν νῦν ἀγνοουμένην ἡμῖν τῆς εὐθύτητος ἐξετράπησαν, οὐδεμία δὲ ζήτησις αὐτοῖς προσενήνεκται, οὐδ’ εἰς μάθησιν τῆς ἀληθείας οὺδεὶς αὐτοὺς παρακάλεσε, πατέρας μὲν οὐδὲν ἐλλάτον αὐτούς, εἰ καὶ μὴ τοῦτο εἶπον, ἐπιγραφόμεθα... τοῖς λόγοις τούτων, ἐν οἷς παρηνέχθησαν, οὐχ ἑψόμεθα…» (Φωτίου, Ἐπιστολὴ Ε΄, Πρὸς τὸν Ἀκυλουΐας Ἰωάννην ι΄, εἰς Ἰ. Βαλέττα, Φωτίου Ἐπιστολαί, Λονδίνο 1864, σ. 196).


    Χριστὸς ἀνέστη


Ἀδ