Τοῦ Ἀδαμάντιου
Τσακίρογλου
Τὸν τελευταῖο καιρὸ ἀκοῦμε
καὶ διαβάζουμε, ἐμεῖς οἱ πιστοί, λόγους γιὰ διάφορα ἐνδιαφέροντα καὶ σίγουρα ψυχωφελῆ
θέματα. Τὸ πιὸ σημαντικὸ ὅμως θέμα, δυστυχῶς ἀποφεύγεται –κυρίως ἀπὸ τοὺς
ποιμένες– νὰ ἀναφερθεῖ:
Ποιά εἶναι τὰ προβλήματα ποὺ θὰ ἀντιμετωπίσει ὁ πιστός, ὅταν ἀποφασίσει νὰ ἀποτειχιστεῖ,
νὰ ἀντισταθεῖ στὴν αἵρεση καὶ νὰ διατηρήσει τὴν πίστη του καὶ πῶς πρέπει νὰ τὰ ἀντιμετωπίσει.
Ἤδη ἀπὸ τὰ παραπάνω διακρίνεται τὸ βασικὸ πρόβλημα ἑνὸς ἀγῶνος
ἐνάντια στὴν αἵρεση: Ὁ ἀγῶνας εἶναι πολυμέτωπος, σύνθετος καὶ ἀγγίζει ὅλες τὶς
πλευρὲς τῆς ζωῆς μας, ἄνευ ἐξαιρέσεως. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ τὸν καθιστᾶ ὡς
τὸν πιὸ δύσκολο ἀγῶνα τῆς ζωῆς μας, ἀλλὰ καὶ ὡς τὴν πιὸ μεγάλη εὐκαιρία νὰ ἀποδείξουμε,
ἂν πραγματικὰ παρὰ τὶς ἁμαρτίες μας ἀγαποῦμε τὸν Χριστό, ὅπως Aὐτὸς θέλει νὰ τὸν ἀγαποῦμε, ἐν πλήρῃ ἐπιγνώσει τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἀδυναμιῶν
μας, ἐν πλήρει ἐπιγνώσει τοῦ ἐλέους Του, ἐν πλήρει ἐπιγνώσει τῆς Ἀληθείας Του
καὶ τῆς ἀδιαπραγμάτευτης φύσης της, μισούμενοι μὲν ἀλλὰ ἀγαπῶντες, διωκώμενοι μὲν ἀλλὰ εὐχαριστοῦντες,
ὑβριζόμενοι μὲν ἀλλὰ εὐλογοῦντες, πέφτοντας μὲν ἀλλὰ καὶ πάλι ἀνυψούμενοι ὁμολογώντας
τὸ ὄνομά Του.
Τὰ προβλήματα τῶν ἀποτειχισμένων θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὰ
χωρίσει σὲ τρεῖς κατηγορίες: Τὰ πνευματικά, τὰ κοινωνικά, τὰ προσωπικά.
Τὰ πνευματικὰ
προβλήματα ἐντοπίζονται στὸ γεγονός, ὅτι λόγῳ τῆς ἀποτείχισης δὲν ἔχει πιὰ ὁ
πιστὸς τὴν εὐκαιρία
καὶ εὐκολία νὰ ἀσκεῖ τὰ πνευματικά του καθήκοντα, ὅπως τὰ ἀσκοῦσε
πρῶτα. Οἱ ἀποτειχισμένοι ἱερεῖς καὶ πνευματικοὶ εἶναι λίγοι, ἴσως ἐλάχιστοι, οἱ
ναοὶ ἀκόμα λιγότεροι καὶ συχνὰ σὲ μεγάλες ἀποστάσεις. Ὁ πιστὸς δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ
ἐξομολογεῖται μὲ τὴν συχνότητα ποὺ τὸ ἔκανε πρῶτα, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ κοινωνάει
μὲ τὴν συχνότητα ποὺ κοινωνοῦσε πρῶτα, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ ἔχει μία εὐρεῖα
δυνατότητα ἐπιλογῆς πνευματικοῦ, ὅπως τὴν εἶχε πρῶτα.
Σημειωτέον ὅτι καὶ οἱ ἀποτειχισμένοι ρασοφόροι ὡς ἄνθρωποι
κι αὐτοί, ὅπως κι ἐμεῖς, μπορεῖ νὰ μὴν μᾶς ἱκανοποιοῦν μὲ τὴν πνευματική τους
κατάσταση, μπορεῖ νὰ ζητοῦν νὰ ἀκολουθοῦμε αὐτοὺς κι ὄχι τὸν Χριστό, μπορεῖ οἱ
διχόνοιες ποὺ προκαλοῦνται μέσῳ αὐτῶν νὰ μᾶς ἀποθαρρύνουν, γεγονὸς ποὺ κάνει τὴν
δυνατότητα ἐπιλογῆς ἀκόμα πιὸ δύσκολη. Ἔτσι ὁ πιστὸς καλεῖται πολλὲς φορὲς νὰ ἀσκεῖ
τὰ καθήκοντά του στὸ σπίτι του, μόνος καὶ ταραγμένος, ἀβέβαιος γιὰ τὸ μέλλον μὲ
μόνους ὁδηγοὺς τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρες.
Τὰ κοινωνικὰ προβλήματα εἶναι συνδεδεμένα μὲ τὰ
πνευματικά. Ἐπειδὴ ὁ πιστὸς προσπαθεῖ νὰ
διατηρήσει αὐτὴν τὴν σταθερὴ στὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας στάση, ἔρχεται
σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ κοινωνικό του περιβάλλον καὶ καταλήγει στὴν κοινωνικὴ ἀπομόνωση,
γίνεται δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο: Ἐπειδὴ ὁμολογεῖ τὸν
Χριστό, γίνεται ἀποσυνάγωγος «ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται» (Ἰω. 9,22). Ἐδῶ ἡ
λέξη ἀποσυνάγωγος δὲν ἔχει μόνο θρησκευτικὸ ἀλλὰ καὶ κοινωνικὸ περιεχόμενο. Ὁ εὐρὺς
κοινωνικὸς κύκλος τὸν καταδικάζει, ἡ πρώην ἐνορία του τὸν θεωρεῖ σχισματικὸ ἢ
πλανεμένο. Οἱ αἱρετικοὶ ψευδοεπίσκοποι καὶ οἱ λυκοποιμένες πνέουν μένεα ἐναντίον
του. Φίλοι τὸν ἐγκαταλείπουν, συγγενεῖς τὸν ἀρνοῦνται, στὸν στενὸ οἰκογενειακό του
κύκλο δημιουργοῦνται διαμάχες μὲ πολλὲς φορὲς ὀδυνηρότατο καὶ ἀφόρητο νὰ ἀντιμετωπιστεῖ
ἀποτέλεσμα.
Τὰ προσωπικὰ προβλήματα εἶναι ἀπόλυτα συνδεδεμένα μὲ τὰ δύο
παραπάνω. Ὁ πιστὸς παράλληλα μὲ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως ἔχει νὰ πολεμήσει
ἄλλον ἕναν τρομερὸ ἀντίπαλο, τὸν ἑαυτό του τὸν ἴδιο. Τώρα μάλιστα λόγῳ τῶν
πνευματικῶν καὶ κοινωνικῶν προβλημάτων καὶ δυσκολιῶν, ὁ πόλεμος αὐτὸς εἶναι πιὸ
δύσκολος καὶ ἀδυσώπητος. Ὁ πιστὸς βλέπει τὴν προσωπική του πνευματικὴ φτώχεια.
Βλέπει τὰ πολλὰ πάθη του, τὰ ὁποῖα φυσικὰ δὲν ἀνήκουν σὲ ἕναν ὁμολογητὴ τῆς
Πίστεως, ἀνήκουν ὅμως στὴν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ πιστὸς βρίσκεται πολλὲς φορὲς ἀντιμέτωπος
μὲ τρομερῆς σημασίας γιὰ τὴν ζωή του διλήμματα, πρέπει νὰ πάρει μόνος του –ἀφοῦ
ὁ πνευματικὸς ἢ βρίσκεται μακριὰ ἢ πρὸ στιγμῆς δὲν ὑπάρχει– σημαντικὲς ἀποφάσεις.
Βομβαδίζεται καὶ βασανίζεται ἀπὸ ἀμφιβολίες, ἐρωτήσεις, πειρασμούς, κρίσεις καὶ
κατακρίσεις. Ἀπὸ τὴν μία τὸν βασανίζει ἡ ἀνάγκη ἀπόδοσης δικαιοσύνης καὶ
καταπολέμησης τῆς ἀδικίας ποὺ γίνεται. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη καλεῖται σὲ αὐτὲς τὶς
καταστάσεις νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Πατέρες χωρὶς πολλὲς φορὲς ἀκόμα
νὰ εἶναι ἕτοιμος.
Ἰδίως γιὰ τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο τῆς ἄνεσης, τῆς
καλοπέρασης, τοῦ καταναλωτισμοῦ, τοῦ ναρκισσισμοῦ, τῆς εὐσεβοφάνειας, τῆς ἐκκοσμίκευσης,
τῆς ἀνάγκης ἀναγνώρισης ἀπὸ τὸν ἄλλον, τῆς ἀνασφάλειας καὶ τῆς φοβίας, τῆς
πνευματικῆς ἀποχαύνωσης σὲ σχέση μὲ τοὺς Χριστιανοὺς τῶν παλαιοτέρων χρόνων, ὅλα
αὐτὰ εἶναι διπλὰ πιὸ δύσκολα, ναὶ φαίνονται ἀσήκωτα ἢ ἀκατόρθωτα. Πῶς θὰ ἀντιμετωπίσει
ὁ ἀποτειχισμένος πιστὸς ὅλα αὐτά; Ἡ λύση ἔρχεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν
διαχρονικὴ ἀπόδειξη τῶν λόγων Του στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Χριστὸς προειδοποίησε τοὺς Χριστιανούς, ὅτι τοὺς
στέλνει ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων (Ματθ. 10, 16). Μᾶς προειδοποίησε: «προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια,
καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς· καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς
ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν... παραδώσει δὲ ἀδελφὸς
ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ
θανατώσουσιν αὐτούς· καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται...
Οὐκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον οὐδὲ δοῦλος ὑπὲρ τὸν κύριον αὐτοῦ. ἀρκετὸν
τῷ μαθητῇ ἵνα γένηται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ, καὶ ὁ δοῦλος ὡς ὁ κύριος αὐτοῦ. εἰ
τὸν οἰκοδεσπότην Βεελζεβοὺλ ἐκάλεσαν, πόσῳ μᾶλλον τοὺς οἰκιακοὺς αὐτοῦ; Μὴ οὖν φοβηθῆτε αὐτούς·... καὶ μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα,
τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε
δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ. οὐχὶ δύο
στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν ἄνευ τοῦ
πατρὸς ὑμῶν. ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί. μὴ οὖν φοβηθῆτε· πολλῶν στρουθίων διαφέρετε
ὑμεῖς. Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν
αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ’ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν
τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν
γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλὰ μάχαιραν. ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ
τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς
αὐτῆς· καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ
αὐτοῦ. Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν
ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ
ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος. ὁ
εὑρὼν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ
εὑρήσει αὐτήν (Ματθ. 10, 16-39).
Εἶναι συγκλονιστικὸ πόσες φορὲς
μᾶς λέει ὁ Κύριος «μὴ φοβηθεῖτε» καὶ ἐπίσης συγκλονιστικὴ εἶναι ἡ μία μόνο φορὰ
ποὺ μᾶς λέει «νὰ φοβηθοῦμε»: Ὅταν ὑπάρχει ἡ πιθανότητα νὰ χαθοῦμε, νὰ χάσουμε τὸν
Χριστὸ καὶ τὴν αἰώνια κοινωνία μαζί Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ διακύβευμα στὴν ζωή μας ὡς
Χριστιανοί. Πρέπει νὰ πάθουμε γιὰ νὰ βροῦμε, νὰ συσταυρωθοῦμε γιὰ νὰ ἀντέξουμε.
Καὶ αὐτὸ πρέπει να προσπαθήσουμε παρὰ τὶς ἁμαρτίες μας νὰ μὴ χάσουμε. Οἱ
προγονοί μας Χριστιανοὶ ὑπέφεραν περισσότερα ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ
βάσανά τους καὶ ἡ ὑπομονὴ ποὺ ἔδειξαν εἶναι ἡ παρακαταθήκη ποὺ μᾶς ἄφησαν: «Κεφάλαιον δέ τοῦ κακοῦ οἱ λαοί, τοὺς τῶν
προσευχῶν καταλιπόντες οἴκους ἐν ταῖς ἐρήμοις
συνάγονται θέαμα ἐλεεινόν, γυναῖκες καὶ παιδία καί γέροντες καὶ οἱ ἄλλως ἀσθενεῖς
ἐν ὄμβροις λαβροτάτοις καὶ νιφετοῖς καί ἀνέμοις καὶ παγετῷ τοῦ χειμῶνος, ὁμοίως
δὲ καὶ ἐν θέρει ὑπὸ τὴν φλόγα τὴν τοῦ ἡλίου, ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ταλαιπωροῦντες. Καὶ
ταῦτα πάσχουσι διὰ τὸ τῆς πονηρᾶς ζύμης Ἀρείου γενέσθαι μὴ καταδέχεσθαι»
(Μ. Βασιλείου ἐπιστ. 242, Τοῖς Δυτικοῖς, ΕΠΕ 2, 28). Καὶ ἀλλοῦ: «ἐβεβηλώθη τὰ ἅγια, φεύγουσι τοὺς εὐκτηρίους
οἴκους οἱ ὑγιαίνοντες τῶν λαῶν ὡς ἀσεβείας διδασκαλεῖα, κατὰ δὲ τὰς ἐρημίας πρὸς
τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς Δεσπότην μετὰ
στεναγμῶν καὶ δακρύων τάς χεῖρας αἴρουσιν...» (Μ. Βασιλείου, ἐπιστ. 92,
Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους Ἐπισκόπους, ΕΠΕ 3, 86 ΒΕΠΕΣ 55, 122).
Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξουν παρεξηγήσεις, αὐτὰ ποὺ παραθέτω,
τὰ παραθέτω πρῶτα γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Τὰ γράφω γιὰ νὰ τὰ ἀκούω πρῶτος ἐγώ.
Ἡ τιμὴ ποὺ ἐκφράζει ὁ 15ος Κανόνας γιὰ τοὺς ἀποτειχισμένους,
ἐκφράζεται γιατὶ ἡ ἀποτείχιση εἶναι μαρτύριο, εἶναι ἀγώνας, εἶναι πόλεμος μὲ μὴ
σίγουρη τὴν ἐν ζωῇ ἐμπειρία τῆς νίκης. Εἶναι τιμὴ ποὺ κερδίζεται μὲ θυσίες καὶ
μὲ αὐταπάρνηση. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ οἱ Ἅγιοι μᾶς προειδοποίησαν γιὰ αὐτοὺς
τοὺς ἔσχατους καιρούς, μᾶς εἶπαν, ὅτι λόγῳ τῶν δυσκολιῶν θὰ δικαιωθεῖ, ὅποιος ἀντέξει,
ἀκριβῶς ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν δυσκολιῶν μέχρι τέλους. Ὑπομονὴ πρέπει νὰ δείξουμε
καὶ πίστη «ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται». Κι ἂν μᾶς ἐγκαταλείψουν
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, μόνοι μας δὲν θὰ εἴμαστε. Διότι ὁ Κύριος καὶ Σωτήρ μας, ὁ
μόνος ποὺ δὲν παίρνει τὸν λόγο Του πίσω, μᾶς ὑποσχέθηκε:
«Ἰδοὺ ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως
τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 20).
Χριστὸς ἀνέστη
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου