Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

«Το θεολογικό "θυμίαμα" του οικουμενισμού»!



«Θυμίαμα κατά την σύνθεσιν ταύτην ου ποιήσετε υμίν εαυτοίς∙ αγίασμα έσται υμίν Κυρίω»
(ΕΞΟΔΟΣ – ΚΕΦ. Λ, 37)
Τοῦ Ν. ΣΑΚΑΛΑΚΗ
Αναμφίβολα, όλη η αλήθεια της Ορθοδοξίας (Δογματική και Λατρευτική) είναι χαρτογραφημένη στις σελίδες της Αγίας Γραφής.
Στις σελίδες της αποκαλύπτεται η νοηματοδότηση του παρόντος βίου, που είναι καιρός «έργου» και πρόγευση του κόσμου, του καινού κόσμου. Μπορεί ο προορισμός του πιστού να υπερβαίνει τον κόσμο αυτό της υλικότητας, λαξεύεται όμως μέσα σ’ αυτόν, κατά το Θείο θέλημα–αλήθεια.
Όλες οι επί μέρους εκδηλώσεις της Λατρευτικής ζωής–συνειδήσεως συνθέτουν όχι μόνο το λειτουργικό ήθος αλλά και το Δογματικό, ως διασφάλισή του.
Στο βιβλίο της Εξόδου (Λ, 34 - 38) διαβάζουμε: «και είπε Κύριος προς Μωϋσήν∙ λάβε σεαυτώ ηδύσματα, στακτήν, όνυχα, και χαλβάνην ηδυσμού και λίβανον διαφανή ίσον ίσω έσται· και ποιήσουσιν εν εαυτώ θυμίαμα, μυρεψικόν έργον μυρεψού, μεμιγμένον, καθαρόν, έργον άγιον∙ και συγκόψεις εκ τούτων λεπτόν και θήσεις απέναντι των μαρτυρίων εν τη σκηνή του μαρτυρίου, όθεν γνωσθήσομαί σοι εκείθεν. Άγιον των αγίων έσται υμίν· θυμίαμα κατά την σύνθεσιν ταύτην ου ποιήσετε υμίν εαυτοίς∙ αγίασμα έσται υμίν Κυρίω∙ ος αν ποιήση ωσαύτως ώστε οσφραίνεσθαι εν αυτώ, απολείται εκ του λαού αυτού».
Όλες οι εντολές του Θεού σε παραπέμπουν στην αλήθεια του. Ακόμη και τις φυσικές ιδιότητες των δημιουργημάτων του τις φανερώνει–καθιστά ως δηλωτικές του σκοπού του. Στην περίπτωση αυτή δια του θυμιάματος μας οριοθετεί–δείχνει, ο φιλάνθρωπος Τριαδικός Θεός, μέσα στον λειτουργικό χωροχρόνο, την οφειλόμενη εσχατολογική ακεραιότητα της αλήθειας του και λατρείας του, έως δηλ. της συντέλειας των αιώνων.
Ο ορθόδοξος λειτουργικός ρεαλισμός του θυμιάματος θεμελιώνεται–στηρίζεται στην θεολογία των κτιστών, που απορρέει μέσα από την παραπεμπτικότητά τους.
«Τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ή τε αίδιος αυτού δύναμις και θειότης, εις το είναι αυτούς αναπολογήτους» (Ρωμ. Α΄, 20), υπογραμμίζει ο Απ. Παύλος, ενώ «ο δοξολογικός χαρακτήρας της άφωνης γης (είναι) πέλαγος αισθημάτων», σημειώνει ο Ν. Γ. Πεντζίκης στο «Υδάτων υπερεκχείλιση» σελ. 257.
Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης γράφει: «το θυμίαμα δηλοί την απ’ ουρανού και δωρεάν την εκχυθείσαν τω κόσμω δια Ιησού Χριστού και ευωδίαν του πνεύματος και πάλιν εις τον ουρανόν δι’ αυτού αναχθείσαν και τούτο, πάντοτε ημίν δια Ιησού Χριστού γίνεται».
Το θυμίαμα έχει μια μυστική στοιχείωση και έχει συνδεθεί περισσότερο με την προσευχητική διάσταση της Εκκλησίας. «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου», αναφέρει ο Ψαλμωδός (Ψαλμ. 140, 2).
Την ουρανοδρομική κίνησιν και φορά του θυμιάματος την βιώνουμε στο 1ο κεφάλαιο, 9 του Ευαγγελιστού Λουκά, ο οποίος «κατά το έθος της ιερατείας έλαχε του θυμιάσαι εισελθών εις τον Ναόν του Κυρίου».
Στο θυμίαμα της Π. Διαθήκης αντανακλάται το Δόγμα και το ήθος, οι δύο αυτές όψεις της ζωής της Εκκλησίας. Κάθε διαφοροποίηση–απόκλιση σε θέματα πίστεως επιφέρει και την αντίστοιχη αλλοίωση ήθους και αντίστροφα.
Αναμφίβολα, για να προλάβει ο Θεός κάθε είδους αυθαιρεσίας σε θέματα πίστεως–δόγματος εκφράσθηκε κατηγορηματικά προς τους Εβραίους: «θυμίαμα όμοιον προς την σύνθεσιν αυτού δεν θα κατασκευάσητε δι’ εαυτούς προς κοσμικήν χρήσιν. Θα είναι αφιερωμένον υφ’ ημών μόνον εις τον Κύριον. Εκείνος όμως ο οποίος θα κατασκευάση όμοιον προς αυτό, δια να οσφραίνηται δι’ αυτού θα εξολοθρευθή εκ του λαού του» (Εξ. 31, 37-38).
Καθορίζει ο Κύριος μια σταθερή εκδήλωση θεολογικής ενέργειας, ως προέκταση της λατρείας Του.
Εξηγείται η εντολή σε συσχετισμό με την θεολογική–εκκλησιολογική σφαίρα, που καθόρισε ο ίδιος ο Αληθινός Θεός.
Επιθυμεί ο Θεός την αληθινή βίωση της Λατρείας Του εις το ακέραιον, ως γνησιότητα στην αλήθεια και πληρότητα πίστεως, χωρίς προσθήκες ανθρώπινης πνοής ή δύναμης. Με απλά λόγια η δημιουργία και η χρήση του θυμιάματος πρέπει να λειτουργεί στην κατεύθυνση της δόξης του Θεού. Το θυμίαμα, ερμηνευτικά, υποδηλοί το Άγιο Πνεύμα.
Αρκετές προσευχές στο Άγιο Πνεύμα ερμηνεύουν στο ακέραιο την εντολή του θυμιάματος. Για παράδειγμα, σε προσευχή του Νομοφύλακος Ιωάννου του Ευγενικού διαβάζουμε: «Παράκλητε αγαθέ∙ το Πνεύμα το άγιον∙ το Πνεύμα της αληθείας∙ το εκ του Πατρός αφράστως και απερινοήτως εκπορευόμενον∙ το συμπληρωτικόν της αγίας και ζωαρχικής Τριάδος, του ενός Θεού ημών∙ το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον ο αληθώς αληθής Θεός και θεοποιός∙ ο αγιάζων και φωτίζων και ναοποιών σεαυτώ τους αξίους της σης υποδοχής και χάριτος».
Η ανθρώπινη παρέμβαση στην Θεϊκή αλήθεια–εντολή, ως προσπάθεια αναπροσαρμογής της στις ανθρώπινες ανάγκες και εκτός των ορίων που έθεσε ο Θεός, συνιστά πράξη απώλειας και το πνευματικό θυμίαμα της Πίστεως γίνεται «εαυτοίς» και όχι αγίασμα εν Κυρίω∙ γίνεται απλώς «μυρεψικόν έργον» και όχι «έργον άγιον»∙ γίνεται δηλ. για όσφρηση ανθρώπινη.
Παράδειγμα σημερινό ο οικουμενισμός, που χρησιμοποιεί τα θεμελιώδη Τριαδικά και Χριστιανικά δόγματα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας ως εφαπτόμενα της αλήθειας και όχι εντός της σφαίρας των Αγίων, εντός της Εκκλησίας. Χρησιμοποιείται η Ορθοδοξία, το θυμίαμά της, ως έργον «εαυτοίς», εις «όσφρησιν» και όχι ως η μοναδική Εκκλησία.
     Η εντολή του Κυρίου είναι σαφής: «θυμίαμα κατά την σύνθεσιν ταύτην ου ποιήσετε υμίν εαυτοίς». Τέτοιο, είναι το θεολογικό «θυμίαμα» του οικουμενισμού.
     «Εάν φέρητε σεμίδαλιν μάταιον· θυμίαμα βδέλυγμά μου εστί», υπογραμμίζει ο προφήτης Ησαΐας» (Ησ. α΄, 13).
Το εκκλησιαστικό σώμα δεν υστερεί, σήμερα, σε παραγωγή κακού πνευματικού θυμιάματος στα όρια του «εαυτοίς»:
- Καυχησιολογεί ως πνευματικό τέκνο των Πατέρων, ενώ αρνείται στην πράξη την αγωνιστικότητα–Εκκλησιολογία των Πατέρων (Αποτειχίσεις, Διακοπή μνημοσύνου).
- Επιδεικνύει τις δάφνες των Πατέρων, ενώ σιωπά–αδιαφορεί για την εξάπλωση της αιρέσεως του οικουμενισμού.
- Πανηγυρίζει λαμπρά στις εορτές των Πατέρων, ενώ καταφρονεί και διώκει εκείνους που η πολιτεία τους είναι μίμηση των Πατέρων.
- Ενδιαφέρεται για την ποιότητα του θυμιάματος στους ναούς, ενώ ανέχεται το θυμίαμα του οικουμενισμού.
Να υπενθυμίσουμε, ότι σπουδαία πνευματική ανάλυση της εντολής του θυμιάματος, υπάρχει στο βιβλίο «Αδολεσχία Φιλόθεος», του Επισκόπου Ευγενίου του Βουλγάρεως, ο οποίος προτρέπει: «Να μην μεταχειρίζεται (ο άνθρωπος) έξω του δέοντος καιρού και τόπου την μυρεψικήν σύνθεσιν των αγιαστικών της Ι. Γραφής ρήσεων τε και φράσεων, προς παράστασιν και έκθεσιν κοινών και βεβήλων, και όλως αλλοτρίων υποθέσεων».
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ, ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ