Οἱ εἰκόνες πού χρησιμοποιοῦμε στή λατρεία μας, ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, εἶναι ἱερά σύμβολα καί τύποι, μέ τή βοήθεια τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά κατανοήσει πράγματα καί γεγονότα τά ὁποῖα δέ μπορεῖ νά δεῖ καί νά ψηλαφήσει. Γιά τοῦτο ἀπό τήν αὐγή τῆς ἰστορίας του ὁ ἄνθρωπος, χρησιμοποίησε τά μέσα αὐτά γιά τή λατρεία τοῦ ὑπέρτατου Ὄντος, εἴτε μονοθεϊστής ἦταν εἴτε εἰδωλολάτρης.
Τά ἴδια μέσα πού χρησιμοποιοῦσε ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιοῦσαν καί οἱ εἰδωλολάτρες, ἀλλά μέ τή διαφορά ὅτι οἱ εἰδωλολάτρες λάτρευαν ψεύτικους καί ἀνύπαρκτους θεούς ἐνῶ οἱ Ἑβραῖοι λάτρευαν τόν ἀληθινό Θεό.
Τίς εἰκόνες καί τά σύμβολα πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἑβραῖοι τά κατασκεύαζαν μέ ἐντολή καί ὁδηγίες τοῦ Θεοῦ καί τά σέβονταν σάν ἱερά καί ἅγια.
Γεννᾶται ὅμως τό ἐρώτημα: μποροῦμε παράλληλα νά τιμοῦμε ἤ και νά προσκυνοῦμε αὐτά τά ὑλικά σύμβολα; Ἡ ἀπάντηση θά δοθεῖ, ὅταν μελετήσει κάποιος προσεχτικά τή σύντομη αὐτή μελέτη.
Ἀνάμεσα στά ἱερά σύμβολα πού τιμοῦσαν οἱ Ἑβραῖοι τήν ἐποχή τῆς Π.Δ., ἦταν καί ἡ Κιβωτός τοῦ Μαρτυρίου καί ἄλλα τέτοια. Τήν Κιβωτό τοῦ Μαρτυρίου οἱ Ἑβραῖοι τήν κατασκεύασαν μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ πού τούς ἔδωσε μάλιστα καί τά μέτρα. Σ’ αὐτή τή μικρή Κιβωτό πού ἦταν κατασκευασμένη μέ καθαρό χρυσάφι, φυλάγονταν οἱ πλάκες τοῦ νόμου καί ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών. Μέ τήν περιφορά αὐτῆς τῆς Κιβωτοῦ, γύρω ἀπό τήν Ἱεριχώ ἔπεσαν θαυματουργικά τά ἰσχυρά τείχη τῆς πόλεως. Ἑνώπιόν της ἀκόμα ὑποχώρησαν τά νερά τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ καί πέρασαν ἀπέναντι οἱ Ἰσραηλῖτες ( Ἰησ. Ναυῆ δ΄ κεφ.).
Σύμφωνα μέ τόν Ἰππόλυτο Ρώμης (εἰς τόν Δανιήλ Δ, ΧΧΙΔ), ἡ Κιβωτός ἐκείνη συμβόλιζε τήν Παρθένο Μαρία καί τό ἄθροισμα τῶν μέτρων, συμβόλιζε τά χρόνια μετά τή πάροδον τῶν ὁποίων θά ἐρχόταν ὁ Μεσσίας.
Ἄν ψάξει κανείς στήν Π.Δ. θά βρεῖ σωρεία τέτοιων εἰκονων καί συμβόλων πού εἰκόνιζαν καί συμβόλιζαν τά μέλλοντα νά συμβοῦν, ὅπως καί συνέβησαν στόν καιρό τῆς Καινῆς Διαθήκης. Οἱ Ἰουδαῖοι, παρ’ ὅλο πού χρησιμοποιοῦσαν ἀρκετά ὑλικά σύμβολα καί γιά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ, δέν κατηγορήθηκαν γιά εἰδωλολάτρες, γιατί σκοπός τῶν πράξεών τους ἦταν ἡ δόξα καί ἡ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Ὅταν τέλειωσε ἡ ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μέ τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνες οἱ εἰκόνες καί τά σύμβολα ἔδωσαν τή θέση τους σέ κάποια ἄλλα πού ἦταν ἀναγκαῖα γιά τή θρησκευτική ζωή τοῦ νέου Ἰσραήλ τῆς χάριτος, τῶν χριστιανῶν. Στήν Κ.Δ. ὅλα ἀνακαινίσθηκαν καί τελειώθηκαν μέ τό φωτισμό τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου βλέπομε νά ἐμφανίζεται καί νά καθιερώνεται ὁ Σταυρός, πού μαρτυρεῖ τό πάθος τοῦ Κυρίου, τό Εὐαγγέλιο, πού κηρύσσει τή σωτηρία, ἡ εἰκόνα τῆς ἅγιας μορφῆς Του, πού μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά ἔχουμε πάντοτε τόν Κύριο ἀνάμεσά μας νά τόν προσκυνοῦμε καί νά τόν λατρεύομε.
Γιά νά διδάξουμε κυρίως τά παιδιά μας καί τούς ἀδελφούς μας πού δέν ξέρουν νά διαβάζουν, ἔχουμε τίς διάφορες στιγμές τῆς ζωῆς τοῦ Λυτρωτῆ μας σέ εἰκόνες. Γιά νά τιμήσουμε τήν Παναγία Μητέρα Του καί τούς ἁγίους πού τόν ἀκολούθησαν πιστά, φτειάχνουμε τίς ἅγιες μορφές τους σέ σανίδι, σέ χαρτί, σέ τοῖχο καί σέ ὕφασμα. Ὅλα αὐτά τά σύμβολα εἶναι ἱερά καί ἅγια γιά τόν ὀρθόδοξο χριστιανό. Καί τά σεβόμαστε ὅπως ἁρμόζει στό καθένα. Δέν τά λατρεύομε ὅμως σάν θεούς, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια.
3. ΠΟΤΕ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΑΝ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Εἰκόνες καί σύμβολα ἐμφανίστηκαν στό χριστιανικό βίο πολύ ἐνωρίς. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί, τόν καιρό τῶν διωγμῶν, γιά νά κάνουν γνωστή τήν παρουσία τους, ἀπό ἐκεῖ πού περνοῦσαν σχημάτιζαν στή γῆ τό ψάρι καί στή μέση τή λέξη ΙΧΘΥΣ, πού σημαίνει, Ἰησοῦς Χριστός, Θεοῦ Υἱός Σωτήρ. Ἐπίσης στά λειτουργικά τους σκεύη ζωγράφιζαν τόν Καλό Ποιμένα καί ἄλλες σκηνές ἀπό τή ζωή τοῦ Κυρίου, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Τερτυλλιανός (160-245 μ.Χ). Ἡ ἀρχαιολογική σκαπάνη ἀπέδειξε ὅτι οἱ Κατακόμβες τῆς Ρώμης ἦταν διακοσμημένες μέ διάφορα θέματα τῆς Ἁγ. Γραφῆς.
Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀμασείας Ἀστέριος, ἀναφέρει ὅτι ἐπί Διοκλητιανοῦ (288 μΧ), ζωγράφος ἀπεικόνισε τό μαρτύριο τῆς ἁγίας Εὐφημίας. Καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος (354-430), μαρτυρεῖ ὅτι σέ πολλά μέρη ἦταν ζωγραφισμένες εἰκόνες τῶν ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου καί τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ.
Ὑπάρχει πληροφορία ὅτι καί ὁ Μέγας Βασίλειος ἀγαποῦσε νά προσεύχεται μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παρθένου πού ἦταν ἑνωμένη μέ ἐκείνην τοῦ Ἁγίου Μερκουρίου καί δέν παρέλειπε νά ἐπαινεῖ τό ζωγράφο πού ζωγράφισε τήν εἰκόνα.
Ἀπό αὐτές τίς πληροφορίες, συμπαι-ρένουμε ὅτι ἡ εἰκόνα μπῆκε πολύ ἐνωρίς στή θρησκευτική ζωή τῶν χριστιανῶν σάν μιά ἀναγκαιότητα πού ὑπηρετοῦσε τήν καλύτερη κατανόηση καί ἐκδήλωση τῆς πίστεώς τους .
Ἐπειδή ἡ εἰκόνα ἐπηρεάζει τόν ἄνθρωπο ἀνάλογα μέ τή σύνθεση καί τό περιεχόμενό της ἀλλά καί μέ τή δική της γλῶσσα μιλᾶ στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γνῶστες αὐτῆς τῆς ψυχολογίας, ἐπέτρεψαν τήν εἰκόνα σάν βοηθητικό μέσο γιά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ καί τήν τιμή τῶν ἁγίων.
4. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ
Τί εἶναι ἡ θρησκευτική εἰκόνα
Θρησκευτική εἰκόνα εἶναι ἡ περιγραφή μέ χρώματα τῆς μορφῆς καί τῆς ἔκφρασης τῶν προσώπων ἤ τῶν πράγματων ἤ τῶν γεγονότων τά ὁποῖα γιά μᾶς ἔχουν σημασία καί χρησιμεύουν στή θρησκευτική μας ζωή καί βοηθοῦν στήν πνευματική μας πρόοδο. Ὅσον ἀφορᾶ τούς ἁγίους εἶναι ἡ ἀπεικόνιση πού μοιάζει μέ τόν χαρακτῆρα τοῦ εἰκονιζομένου Ἁγίου.
Εἰκόνα ἐπίσης εἶναι καί ἡ σκιαγράφιση συμβολικῶν μελλοντικῶν πραγμάτων, ὅπως ἡ σκιαγράφηση στήν Π.Δ, τῆς Κιβωτοῦ πού συμβόλιζε τήν Παρθένο κλπ.
Γιά νά κατασκευαστεῖ μιά θρησκευτική ὀρθόδοξη εἰκόνα θά πρέπει ἀπαραίτητα νά ὑπάρχει τό ἀληθινό, τό πραγματικό πρότυπο, πρόσωπο ἤ γεγονός˚ διαφορετικά δέ θά εἶναι ὀρθόδοξη εἰκόνα ἀλλά ἕνα εἴδωλο τό ὁποῖον ἐμπίπτει στήν ἀπαγόρευση τῆς δεύτερης ἐντολῆς τοῦ Δεκαλόγου. Ἡ ὀρθόδοξη Παράδοση δέ ζωγραφίζει πρόσωπα φανταστικά καί ἀνύπαρκτα ἀλλά εἰκονίζει συγκεκριμένα ὑπαρκτά πρόσωπα, πού ἄφησαν τά ἴχνη τους στή ζωή αὐτή μέ τό βίο καί τά ἔργα τους, ὅπως ὁ Χριστός καί Σωτατῆρας μας, ἡ Παναγία Μητέρα Του καί οἱ διάφοροι Ἅγιοί Του πού ἀκολούθησαν τή ζωή καί τό παράδειγμά Του.
Οἱ ἅγιες εἰκόνες μας δέν εἶναι ἁπλά θρησκευτικές ζωγραφιές, ἀλλά ἁγιογραφίες ὑπαρκτῶν ἀνθρώπων πού κατόρθωσαν μεγάλα καί θαυμαστά ἔργα, ἐπειδή ἀγάπησαν τό Θεό καί ἔδωκαν τό πᾶν γιά τή δόξα Του ἀφήνοντας κατά μέρος τήν προσωπική τους δόξα. Ἔτσι κάθε ἁγιογραφία ἔχει τό δικό της χαρακτήρα καί γραμμή ἐργασίας, ἀνάλογα μέ τή ζωή αὐτοῦ πού θά εἰκονιστεῖ καί εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἀκολουθήσει ὁ ἁγιογράφος μένοντας πιστός στή παραδοσιακή τεχνοτροπία.
Ἡ εἰκόνα εἶναι μιά ἔκφραση τῆς θείας οἰκονομίας πού συνοψίζεται στή διδασκαλία τῆς ὀρθόδοξης μας Ἐκκλησίας, πού λέγει: «Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός».
Ἡ εἰκόνα ἀποκαλύπτει τή ζωή τοῦ Χριστοῦ στήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας καί συνδέει μέ τόν οὐρανό τή λατρεία μας καί τή λειτουργική μας ζωή πού γίνεται στή γῆ. Ἡ εἰκόνα ἀπεικονίζει ἀκόμακαί τις διάφορες στιγμές ταῆς ἁγίας ἱστορίας, μεταδίδει με ὀπτικό τρόπο το νόημα και τη ζωτική σημασία της και διδάσκει την ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεός δεν εἶναι μόνο ἀκουστός, ἀλλά ἔγινε και ὁρατός διά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ δόξα τῆς Τριάδος ἀποκαλύφθηκε μέσα ἀπό τήσάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Γιά τήν ὀρθόδοξη Παράδοση ἡ εἰκόνα εἶναι ἡ γλῶσσα πού ἐκφράζει τά δόγματα καί τίς ἐντολές τῆς χριστιανικῆς ζωῆς τόσο καλά ὅσο καί ὁ λόγος τοῦ κηρύγματος. Εἶναι μιά θεολογία πού ἐκφράζεται μέ χρώματα καί σχήματα πού τά βλέπει τό μάτι καί κατανοεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου τά σωτήρια μηνύματα. Ὅ, τι εἶναι τό βιβλίο γι’ αὐτούς πού ξέρουν νά διαβάζουν, τό ἴδιο εἶναι καί ἡ εἰκόνα γιά τού ἀγράμματους ἤ ὁλιγογράμματους πιστούς.
Ὁ ἔνθερμος ὑποστηρικτής τῶν εἰκόνων, Ἰωάννης Δαμασκηνός λέγει: « Μιά ἅγια εἰκόνα δέν παρουσιάζει ἁπλά ἕνα ἱστορικό γεγονός ἤ ἕνα ἄνθρωπο ἀνάμεσα στούς ἄλλους. Ἀλλά μᾶς δείχνει ἀπό αὐτό τό γεγονός ἤ ἀπό αὐτή τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη τήν αἰώνια ὄψη τους, μᾶς ἀποκαλύπτει τό δογματικό χαρακτήρα τους καί τήν τάξη πού κατέχουν στήν κλίμακα τῶν σωτηρίων γεγονότων τῆς θείας οἰκονομίας. Οἱ εἰκόνες τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας Μητέρας Του, μόνες τους, ἀπαυγάζουν τό πλήρωμα τῆς θείας αὐτῆς οἰκονομίας. Βλέποντας τήν εἰκόνα ἑνός ἁγίου, βλέπομε τή θέση καί τή σημασία πού ἔχει ὁ ἅγιος αὐτός μέσα στήν Ἐκκλησία, καθώς καί τόν ἰδιαίτερο τρόπο πού αὐτός ὑπηρέτησε τό Θεό, ὡς Προφήτης, ὡς Μάρτυρας, ὡς Ἀπόστολος κ.λ.π., πού ἐκφράζονται μέ τά εἰκονογραφικά γνωρίσματα καί μέ τά συμβολικά χρώματα κάθε ἁγίου. Μ’ αὐτό τόν τρόπο ἡ εἰκόνα, ὅπως καί ἡ Ἁγία Γραφή, μᾶς δείχνει τό ἔσχατο ὅριο καί τή βαθειά ἔννοια ὅλης τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Τή ζωή τοῦ Μάρτυρα τή θεωρητική, ἐνεργητική ἤ ὄχι. Μᾶς ἀποκαλύπτει τό δρόμο πού πρέπει νά ἀκολουθήσουμε καί τά μέσα μέ τά ὁποῖα θά τόν φέρουμε σέ πέρας καί μᾶς βοηθᾶ νά βροῦμε τήν ἔννοια τῆς δικῆς μας ζωῆς». Καί κάπου ἀλλοῦ, γράφει ὁ ἴδιος: « Ἡ εἰκόνα εἶναι μέρος τοῦ συνόλου τῶν στοιχείων καί τῆς ἁρμονίας τῆς λειτουργικῆς μας ζωῆς. Χωρίς τήν εἰκόνα ἡ λατρευτική μας ζωή θά εἶχε ἕνα μεγάλο κενό, γιατί ἡ εἰκόνα εἶναι τό συμπλήρωμα, ἡ ἑρμηνεία τοῦ λόγου τοῦ κηρύγματος καί τῆς Ἐκκλησίας».
Ὡστόσο, ἡ εἰκόνα δέν ἐκφράζει μονάχα τή δογματική καί πνευματική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί καθρεφτίζει τόν πολιτισμό καί τήν τέχνη μιᾶς ἐποχῆς. Εἶναι δηλαδή καί μέρος τῆς ἱστορίας καί τοῦ πολιτισμοῦ μας.
Μέ τά δεδομένα αὐτά θά πρέπει ἡ τέχνη τῆς ἁγιογραφίας νά τυγχάνει πολλῆς προσοχῆς ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί οἱ ἁγιογράφοι νά μήν ἀπομακρύνονται ἀπό τήν Παράδοση. Ἐπιβάλλεται νά ἀποσυρθοῦν ἀπό τούς διάφορους Ναούς τά κακέκτυπα εἰκόνων πού δυστυχῶς ὑπάρχουν καί χαλοῦν τήν καλαισθησία τοῦ ἱεροῦ χώρου.
5.Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ.
Οἱ θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γνώριζαν ὅτι ὁ Θεός καθοδηγοῦσε τό λαό Του μέ σύμβολα καί εἰκόνες, καί ἐπέτρεψαν νά χρησιμοποιήσει καί ἡ Ἐκκλησία τά ἴδια μέσα γιά νά καθοδηγηθεῖ ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ὁ νέος Ἰσραήλ, οἱ χριστιανοί, στό δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἔτσι ἔγινε καί ἡ εἰκόνα ἀναπόσπαστο μέρος καί στοιχεῖο τῆς λατρευτικῆς μας ζωῆς.
Τήν εἰκόνα τήν χρησιμοποιοῦμε γιά διάφορους σκοπούς.
1) Γιά τή λατρεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ὅταν βλέπει κάποιος τήν ἀνθρώπινη μορφή τοῦ Κυρίου βεβαιώνεται ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Καί τότε ποιός δέ θά θαυμάσει τή συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ Λόγου νά γίνει ἄνθρωπος γιά τή σωτηρία μας; Ὅταν βλέπει κανείς ζωγραφισμένα τά πάθη, τό Σταυρό, τό θάνατο καί τήν ταφή, δέ θά συγκινηθεῖ καί δέ θά δακρύσει μπροστά στό πόνο Του; Αὐτό σίγουρα βοηθᾶ νά γεννηθεῖ στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἀγάπη καί ἡ λατρεία πρός τό Θεό καί ἡ τιμή πρός τή θυσία τοῦ Κυρίου. Καί ὁ ἀγράμματος ἀντικρύζοντας τήν εἰκόνα τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου διδάσκεται καί κατανύσσεται καί ἐνισχύεται ἡ πίστη του πρός τόν Χριστό.
Ἀλλά καί ὅλα ἐκεῖνα τά γεγονότα πού ὑπάρχουν στή Γραφή ἀναφορικά μέ τήν ἀγάπη καί τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο τά περιγράφομε μέ χρώματα στίς εἰκόνες καί βλέποντάς τα διδασκόμαστε καί εὐγνωμονοῦμε τό Πλάστη μας καί τόν λατρεύομε. Πολύ περισσότερο δέ οἱ ἀγράμματοι.
Γεγονότα πού ἔγιναν πολλά χρόνια πρίν καί δέν εἴχαμε καμιά σχέση μαζί τους, ἡ εἰκόνα τά ἀποκαλύπτει, τά ζωντανεύει, τά ἐξηγεῖ καί μᾶς βοηθᾶ νά δημιουργήσομε ἄμεση σχέση μαζί τους. Μέ τή βοήθεια λοιπόν, τῆς εἰκόνας ὁδηγούμαστε στή λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
2) Γιά νά τιμήσωμε τά εἰκονιζόμενα πρόσωπα.
Μέ τήν παρουσίαση τῆς εἰκόνας στή γιορτή ἑνός ἁγίου, σίγουρα κατανοοῦμε καλύτερα τόν ἀγώνα του καί τιμοῦμε τόν εἰκονιζόμενο ἅγιο καί ζητοῦμε τή βοήθειά του. Γιά νά τιμήσουμε τούς ἀγωνιστές τῆς πίστεώς μας παρουσιάζομε τίς εἰκόνες τῆς μορφῆς τους τήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τους καί χαιρόμαστε καί πανηγυρίζομε καί δοξάζομε τό Θεό πού δόξασε τούς ἁγίους μας μέ τή χάρη τῶν θαυμάτων. Ἀφοῦ πρῶτα ὁ Θεός τούς τίμησε, ἐμεῖς γιατί νά μήν τούς τιμοῦμε; Εἶναι καί δίκαιο καί ἐπιβεβλημένο καθῆκο μας.
3) Γιά ὑπενθύμιση, μίμηση καί ἀνάμνηση γεγονότων.
Χρησιμοποιοῦμε τίς εἰκόνες καί γιά συνεχή ὑπενθύμιση ὅτι θά πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε καί νά ἀγρυπνοῦμε γιά τή σωτηρία μας ὅπως καί οἱ ἅγιοί μας.
Ὅταν βλέπομε ἤ ἀσπαζόμαστε τήν εἰκόνα κάποιου ἁγίου καί θυμόμαστε τό μαρτύριο καί τήν προσπάθειά του νά εὐαρεστήσει στό Θεό, σίγουρα ἀναζωπυρώνουμε τήν πίστη μας καί ἀνανεώνουμε τήν ἀπόφασή μας νά προσπαθήσουμε νά μιμηθοῦμε τή ζωή τοῦ ἐκονιζομένου ἁγίου. Γιατί πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι «τιμή ἁγίου, μίμηση ἁγίου» Γιά νά τιμᾶς κάποιον Ἅγιο, πρέπει νά προσπαθεῖς νά μιμηθεῖς τόν ἀγώνα του, τή ζωή του.
Ἡ εἰκόνα εἶναι ἀκόμα μιά διαρκής ὑπενθύμιση σωτηριωδῶν γεγονότων ὅπως ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἡ εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς καί ἄλλων γεγονότων πού πρέπει νά μήν τά ξεχνοῦμε. Ὅλα ἐκεῖνα τά ὡραῖα καί ὠφέλιμα καί χρήσιμα πράγματα, γεγονότα καί πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, διά μέσου τῆς εἰκόνας ζωντανεύουν καί διατηροῦνται στή μνήμη μας.
Ὃπως γιά παράδειγμα φυλᾶμε στό σπίτι μας τή φωτογραφία ἑνός ἀγαπημένου μας προσώπου καί τή βλέπομε καί τό θυμόμαστε καί διατηροῦμε παντοτινό τό σύνδεσμο μαζί του, μέ τόν ἴδιο τρόπο ἔχομε καί τίς εἰκόνες τῶν ἁγίων μας καί ἐπικοινωνοῦμε μαζί τους καί ζητοῦμε ἀκόμα καί τή βοήθειά τους, γιατί ἔχουν παρρησία στό θρόνο τοῦ Θεοῦ.
4) Ἕνας ἄλλος σκοπός τῆς εἰκόνας εἶναι καί γιά διδασκαλία.
Ἡ εἰκόνα εἶναι ἐποπτικό μέσο διδασκαλίας καί μάθησης. Πολύ σωστά λέχθηκε ὅτι ἡ εἰκόνα εἶναι τό βιβλίο τῶν ἀγραμμάτων καί τῶν μικρῶν παιδιῶν. Μιλᾶμε στό μικρό παιδί ἤ σέ κάποιο πού δέ γνωρίζει νά διαβάζει γιά τά πάθη τοῦ Χριστοῦ.Ὅταν ὅμως παρουσιάσουμε καί τή σχετική εἰκόνα, τότε σίγουρα γίνεται πιό ἀποτελεσματική ἡ διδασκαλία, γιατί μεταφέρουμε ὀπτικά στήν ψυχή τοῦ διδασκομένου αὐτά πού θέλομε νά τοῦ μεταδώσουμε. Ἡ εἰκόνα βοηθᾶ στήν κατάρτιση καί στήν πνευματική μας πρόοδο καί γιά τοῦτο εἶναι πολύ χρήσιμη.
Σκοπός λοιπόν τῆς εἰκόνας εἶναι νά προσφέρει βοήθεια στόν ἄνθρωπο νά πετύχει τή σωτηρία του ἔχοντας πρότυπα γιά μίμηση τά εἰκονιζόμενα πρόσωπα πού εἶναι ὁ Κύριος, ἡ Μητέρα Του, ἡ Παρθένος Μαρία, καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι τῆς πίστεώς μας. Ἡ εἰκόνα εἶναι ἕνα σπουδαῖο ἐργαλεῖο στά χέρια τῶν ποιμένων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν συνδιάζεται μέ τό γραπτό λόγο, τότε ἐπιτυγχάνει μεγάλο ἔργο.
Ἀναφέραμε λίγα πράγματα γιά τό σκοπό πού ἔχει ἡ εἰκόνα στή χριστιανική μας ζωή. Στή συνέχεια θά ἀναφερτοῦμε στόν «Ὅρον» τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού καθορίζει τόν τρόπο κατασκευῆς τῆς εἰκόνας καί τά ὅρια τῆς τιμῆς πού πρέπει νά τῆς ἀποδίδουμε,γιά νά μήν παρασυρθοῦμε στήν ἀνθρωπολατρεία. Θά δοῦμε ἐπίσης τί οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διδάσκουν μέ τόν «Ὃρον» πού ἐξέδωκαν καί ποιά θα εἶναι ἡ τιμή τῶν εἰκόνων σέ σχέση μέ τή Β΄ ἐντολή τοῦ Δεκαλόγου. Ἔτσι θά ἔχομε σωστή γνώση τῶν πραγμάτων.
6. Ο «ΟΡΟΣ» ΤΗΣ Ζ΄. ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Εἶναι γνωστόν ὅτι τό θέμα τῶν ἁγίων εἰκόνων εἶχε ταλαιπωρήσει πολύ τήν Ἐκκλησία κατά τόν 7ο καί 8ο αἰώνα. Οἱ αἱρετικοί, ἐπειδή ἤθελαν νά πλήξουν τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου, βρῆκαν τό πρόσχημα ὅτι γινόταν κατάχρηση στήν τιμή τῶν εἰκόνων καί κήρυξαν μεγάλο πόλεμο ἐναντίον κάθε θρησκευτικῆς εἰκόνας. Ἐξαπέλυσαν σφοδρό διωγμό ἐναντίον κάθε χριστιανοῦ πού τιμοῦσε τίς εἰκόνες. Γιά μεγάλο χρονικό διάστημα φυλάκιζαν καί βασάνιζαν πολλούς. Γιά νά δοθεῖ λύση σωστή στό πρόβλημα, μαζεύτηκαν στή Νίκαια τῆς Βυθυνίας 348 Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλεσαν τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο πού κατεδίκασε τήν αἵρεση τῶν εἰκονομάχων καί ἀπέδωσε στήν Ἐκκλησία τίς ἅγιες εἰκόνες. Αὐτό ἔγινε τό 787 μ.Χ.
Ἡ μεγάλη ἐκείνη Σύνοδος, γιά νά βάλει τά πράγματα στή σωστή τους θέση καί νά προφυλάξει τούς πιστούς καί νά τούς κρατήσει μέσα στά σωστά πλαίσια τῆς τιμῆς τῶν εἰκόνων, ἐξέδωσε τόν πιό κάτω «Ὅρο».
« Ὁρίζομεν σύν ἀκριβείᾳ πάσῃ καί ἐμμελείᾳ, παραπλησίως τοῦ τύπου τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἀνατίθεσθαι τάς σεπτάς, καί ἁγίας εἰκόνας, τάς ἐκ χρωμάτων ἤ ψηφίδος καί ἑταίρας ὕλης ἐπιτηδείως ἐχούσης, ἐν ταῖς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαις, ἐν ἱεροῖς σκεύεσι καί ἐσθῆσι, τοίχοις τε καί σανίσιν, οἴκοις τε καί ὁδοῖς, τῆς τε τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί τῆς ἀχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τιμίων τε Ἀγγέλων καί πάντων Ἁγίων καί ὁσίων ἀνδρῶν, ὅσῳ γάρ συνεχῶς δι’ εἰκονικῆς ἀνατυπώσεως ὁρῶνται, τοσοῦτον καί οἱ ταύταις θεώμενοι διανίστανται πρός τήν τῶν πρωτοτύπων μνήμην τε καί ἐπιπόθησιν, οὐ μήν τήν κατά πίστιν ἀληθινήν λατρείαν, ἧ πρέπει μόνῃ τῆ θείᾳ φύσει ἀλλ’ ὅν τρόπον τῶ τύπῳ τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί τοῖς ἁγίοις Εὐαγγελίοις καί τοῖς λοιποῖς ἀναθήμασι, καί θυμιαμάτων καί φώτων προσαγωγήν πρός τήν τούτων τιμήν ποιεῖσθαι, καθώς καί τοῖς ἀρχαίοις εἴθισται. « Ἡ γάρ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπο διαβαίνει», καί ὁ προσκυνῶν τήν εἰκόνα, προσκυνεῖ ἐν αὐτῆ τοῦ ἐγγραφομένου τήν ὑπόστασιν. Οὕτω γάρ κρατύνεται ἡ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν διδασκαλία, εἴτουν παράδοσις τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας τῆς ἀπό περάτων εἰς πέρατα δεξαμένης τό Εὐαγγέλιον».
Δηλαδή οἱ Πατέρες ἀποφαίνονται ὅτι μποροῦν οἱ χριστιανοί νά κατασκευάζουν εἰκόνες τῶν ἁγίων, μέ χρώματα ἤ ψηφίδες, πάνω σέ ροῦχο, σέ σανίδι, σέ τοῖχο. Δηλαδή ζωγραφιές καί ὄχι ἀγάλματα.
Οἱ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων μας μποροῦν νά τοποθετοῦνται στούς ναούς στά σπίτια, ἀκόμα καί στούς δρόμους καί στίς πλατεῖες τῆς ὀρθόδοξης κοινότητας, ὅπως εἶχε τοποθετηθεῖ ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ σέ μιά πύλη τῆς Κωνσταντινούπολης τότε, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου « ἐγώ εἰμί ἡ πύλη».
Μέ τή χρήση τῶν εἰκόνων καί τά εἰκονιζόμενα πρόσωπα τιμοῦμεν, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ἀλλά καί προτρεπόμαστε στή μίμηση τῆς ζωῆς τους. Βλέποντας τίς εἰκόνες τῶν ἡρώων τῆς πίστεώς μας θυμούμαστε τά κατορθώματά τους καί ποθοῦμε νά τούς τιμοῦμε, νά τούς μιμούμαστε καί νά τούς ἔχομε παντοτινά πρότυπα στή ζωή μας.
Καθορίζει ἀκόμα αὐτό τό κείμενο τῶν Πατέρων καί τό βαθμό τῆς τιμῆς πού πρέπει νά ἀποδίδομε σέ κάθε μορφή εἰκόνας ἀνάλογα μέ τό πρωτότυπο. Θά ἀπονέμομε, λέγει, στούς ἁγίους τῆς πίστεώς μας φίλημα καί τιμητική προσκύνηση καί ὄχι λατρεία, γιατί ἡ λατρεία ἀνήκει μόνο στόν Τριαδικό Θεό καί σέ κανένα ἄλλο. Και διευκρινίζεται ὅτι αὐτός πού τιμᾶ μιά ἅγια εἰκόνα τιμᾶ τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο καί ὄχι τό σανίδι ἤ ὅ,τι ἄλλο ὑλικό στό ὁποῖο εἶναι ζωγραφισμένη ἡ εἰκόνα. Αὐτά καί ἄλλα σχετικά θά τά ἐξετάσομε στό ἑπόμενο κεφάλαιο.
Αὐτή εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστη γιά τίς εἰκόνες καί ἄς κλείσουν τά αἱρετικά στόματα πού μᾶς κατηγοροῦν γιά εἰδωλολατρεία.
7. Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΔΕΚΑΛΟΓΟΥ
«Οὐ ποιήσης σεαυτῷ εἴδωλον οὐδέ παντός ὁμοίωμα ὅσα ἐν τῶ οὐρανῷ ἄνω καί ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω, οὐ προσκυνήσης αὐτοῖς οὐδέ μή λατρεύσης αὐτοῖς· ἐγώ γάρ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου»(῎Εξοδ.20.)
Ἡ ἐντολή αὐτή τοῦ Θεοῦ ἀπαγορεύει κυρίως τήν κατασκευή εἰδώλων,ψεύτικων καί φανταστικῶν θεοτήτων, καί τή λατρευτική προσκύνησή τους. Τό ὅτι σίγουρα πρόκειται γιά εἴδωλα ψεύτικων καί ἀνύπαρκτων θεῶν φαίνεται ἀπό τή ρητή ἐντολή ῾῾ ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου᾿᾿, γιατί ὁ Κύριος ἤθελε νά προστατεύσει τούς νήπιους στήν πίστη ᾿Ιουδαίους ἀπό τήν εἰδωλολατρεία, ἐπειδή προέβλεπε τήν ἀσυνέπειά τους, ὅπως γιά παράδειγμα συνέβηκε μέ τό μόσχάρι τό χρυσό στό ὄρος Σινά.(Ἔξοδος κεφ.32)
῎Αδικα μᾶς κατηγοροῦν οἱ αἱρετικοί γιά εἰδωλολάτρες γιατί ἐμεῖς δέν κατασκευάζουμε εἴδωλα φανταστικῶν θεῶν, ἀλλά ζωγραφίζουμε καί τιμοῦμε ἐκεῖνα πού τά χέρια μας ἄγγιξαν καί τά μάτια μας εἶδαν κατά τόν ἀπόστολο, δηλαδή, τόν σαρκωθέντα Θεό Λόγο καί αὐτούς πού τόν ἀκολούθησαν καί τόν μιμήθηκαν στή ζωή τους. Σχετικά λέγει καί ὁ ἀρχιεπισκοπος Φιλαδελφείας Μακάριος ὁ Χρυσοκέφαλος(14ος αἰώνας). ῾῾ ᾿Εντεῦθεν ἡμῖν ἡ πρός Θεόν ἀγάπη, καί ὁ διάπυρος ἔρως τοῦ κτίσαντος ἄνωθεν, καί ὕστερον ἀνακτίσαντος· καί τοῦ πόθου παραμύθιον, ἡ σχετική προσκύνησις τοῦ Χριστοῦ, καί χρωματουργοῦμεν τήν ὁραθεῖσαν τοῦ Θεανθρώπου μορφήν, καί διατυποῦμεν τήν ἔνυλον τοῦ Δεσπότου οὐσίαν καί προσκυνοῦμεν τοῦ ἀνθρωπίνου εἴδους αὐτοῦ τήν ἐμφέρειαν, ἐξ ἧς καί εἰς τό πρωτότυπον κάλλος, τόν νοῦν ἀναφέρομεν, καί δι᾿ ἦς τήν προσκύνησιν εἰς τόν δι᾿ ἡμᾶς σαρκωθέντα ἀναπέμπομεν. Οὐ γράφομεν θεότητος φύσιν, οὐ σχηματίζομεν τήν ἀσχημάτιστον οὐσίαν,… ἀλλ᾿ ὅ ἑωράκαμεν μαρτυροῦμεν, καί ὅ ἐθεασάμεθα τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, τοῦτο καί ἐν εἰκόσι προσκυνοῦμεν καί ζωγραφοῦμεν, τῆς ἀνθρωπότητος τό ὁρώμενον, καί βλέπομεν τόν χαρακτῆρα, τῆς προσληφθείσης τῷ Θεῷ Λόγῳ σαρκός, καί προσκυνοῦμεν τῆς θεανδρικῆς μορφῆς τό ἐκτύπωμα, οὐ προσκυνοῦμεν τῇ κτίσει, παρά τόν κτίσαντα, ἀλλά προσκυνοῦμεν τόν κτίστην κτισθέντα τό καθ᾿ ἡμᾶς… ἵνα τήν ἡμῶν δοξάση φύσιν καί θείας κοινωνούς ἀπεργάσηται ἀνθρώπους φύσεως᾿᾿.
Εἶναι σίγουρα, φανερό ὅτι ὁ Θεός, μέ τή Δεύτερη ἐντολή, ἀπαγορεύει τήν κατασκευή εἰδώλων καί ὄχι τῶν εἰκόνων μας. ᾿Απόδειξη εἶναι ἡ διαταγή πρός τό Μωϋσῆ νά κατασκευάσει τήν Κιβωτό τοῦ Μαρτυρίου καί νά τήν καλύψει μέ χρυσό καθαρό καί ἐπί πλέον τόν διατάσσει νά κατασκευάσει καί χερουβείμ χρυσᾶ῾῾ Καί ποιήσης δύο χερουβείμ χρυσᾶ τορευτά καί ἐπιθήσεις αὐτά ἐξ ἀμφοτέρων τῶν κλιτῶν τοῦ θυσιαστηρίου…᾿᾿καί βεβαιώνει ὁ Θεός :῾῾ γνωσθήσομαί σοι ἐκεῖθεν᾿᾿, δηλαδή, στή μέση τῶν δύο αὐτῶν χερούβείμ θά βρισκόταν ὁ Θεός καί ἀπ᾿ ἐκεῖ θά τούς μιλοῦσε καί, ὅπως ἦταν φυσικό, ἐκεῖ θά προσκυνοῦσαν οἱ ἱερεῖς. ᾿Ασφαλῶς δέ λάτρευαν τήν Κιβωτό ἤ τά χερουβείμ, ἀλλά τά εὐλαβοῦνταν καί τά τιμοῦσαν σάν μέσα διά τῶν ὁποίων ἐκδηλωνόταν ἡ θεία παρουσία καί σάν ἀγωγό τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.(῎Εξοδος 25,10).
᾿Από αὐτά καί ἀπό ἄλλα γεγονότα πού ἀναφέρονται στή Γραφή γίνεται ξεκάθαρο ὅτι ἡ Δεύτερη ᾿Εντολή τοῦ Δεκαλόγου ἀφορᾶ μόνο τήν προσκύνηση τῶν εἰδώλων καί ὅχι τίς εἰκόνες καί τά σύμβολα τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας. Αὐτό ἐνισχύεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός διάλεξε καί τόν τεχνίτη τῶν ἰουδαϊκῶν συμβόλων πού θά χρησιμοποιοῦσεν ὁ λαός στή λατρεία τοῦ Θεοῦ.῾῾ ᾿Ιδού ἀνακέκλημαι ἐξ ὀνόματος τόν Βεσελεήλ τόν τοῦ Οὐρίου… καί ἐνέπλησα αὐτόν πνεῦμα θεῖον σοφίας καί συνέσεως καί ἐπιστήμης ἐν παντί ἔργῳ διανοεῖσθαι καί ἀρχιτεκτονεῖσθαι καί ἐργάζεσθαι τό χρυσίον καί τό ἀργύριον…᾿᾿( ῎Εξοδος 31 κεφ.) ῞Ολα τά Ἰουδαϊκά σύμβολα, ἄν καί ἦταν ὑλικά πράγματα, ἐντούτοις οἱ ῾Εβραῖοι τά θεωροῦσαν ἱερά καί τά εὐλαβοῦνταν καί τά πρόσεχαν, γιατί μέσῳ αὐτῶν λάτρευαν τόν ἀληθινό Θεό. Καί ἐάν ἐκεῖνα ἦταν ἅγια, πόσο περισσότερο ἅγια πρέπει νά εἶναι τά δικά μας πού ἀναφέρονται στό Χριστό μας, τήν Παναγία καί τούς ἁγίους μας!
῾Η ᾿Εκκλησία μας ἀπό ἀποστολική παράδοση ζωγραφίζει τίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων καί μαρτύρων τῆς πίστεώς μας. Σύμφωνα μέ τήν Παράδοση, πρῶτος ὁ Κύριος παρέδωσε στούς ὑπηρέτες τοῦ βασιλιᾶ Αὔγαρου τήν ἀχειροποίητη εἰκόνα Του σέ ροῦχο, ἀφοῦ πρῶτα σκούπισε τό πρόσωπό Του. Μόλις τήν εἶδε καί τήν ἀσπάστηκε ὁ ἄρρωστος βασιλιάς, ἀμέσως θεραπεύτηκε.
Οἱ εἰκόνες μας δέν εἶναι εἴδωλα, ἀλλά συγκεκριμένα ἄτομα, πράγματα ἤ γεγονότα τά ὁποῖα ἐκφράζουν εἴτε τή θεία οἰκονομία εἴτε πρότυπα ἁγίας ζωῆς πού τιμήθηκαν πρῶτα ἀπό τό Θεό καί ἔχουν τή δύναμη τῆς θαυματουργίας.
῾Η προσκύνηση καί λατρεία τῶν εἰδώλων ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό, ἐνῶ ἡ ἁγιογραφημένη εἰκόνα ὁδηγεῖ τό χριστιανό στό Θεό καί τόν σώζει. Τιμώντας τούς ἁγίους πού δόξασαν τό Θεό μέ τή ζωή τους, τιμοῦμε αὐτό τό Θεό πού τούς ἔδωσε τή δύναμη τής ἀντοχῆς καί τῆς καρτερίας στόν ἀγώνα τους.
Τιμώντας τούς ἁγίους μας ἀκόμα, ἀποδεικνύουμε ἀκόμα τή σχέση πού ἔχουμε μέ τή Θριαμβεύουσα ᾿Εκκλησία, σχέση ἀπαραίτητη καί ἀναγκαία.
Τελειώνουμε τό κεφάλαιο αὐτό μέ τά λόγια τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ. Αὐτοί, λέγει, πού ἐπικαλοῦνται τή Δεύτερη ῾Εντολή ἀπομονώνοντάς την ἀπό τό κείμενο τῆς Γραφῆς, ὄντως πλανῶνται μή εἰδότες τάς Γραφάς, γιατί ἀπό τήν ἀρχή φαίνεται ὁ σκοπός τοῦ Θεοῦ σχετικά μέ τήν ἀπαγόρευση τῆς Δεύτερης ἐντολῆς «ὡς τῆς εἰδωλολατρείας ἕνεκα ἀπαγορεύει τήν εἰκονογραφία καί ὅτι ἀδύνατον εἰκονίζεσθαι Θεόν ἄποσον καί ἀπερίγραπτον», ἀλλά ἐμεῖς ζωγραφίζομε αὐτά πού εἴδαμε καί εἶναι περιγραπτά, ἐπειδή φαίνονται μέ τή μορφή τῆς ὕλης. Δέ ζωγραφίζομε φανταστικά καί ἀνύπαρκτα πρόσωπα καί πράγματα καί θεούς, ἀλλά αὐτά πού εἴδαμε καί ψηλαφήσαμε, αὐτά ἀπεικονίζομεν.
8.Η ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ
῾῾ … εἰσελεύσομαι εἰς τόν οἶκον σου, προσκυνήσω πρός ναόν τόν ἅγιόν σου ἐν φόβῳ σου᾿᾿
᾿Επί τῶν ἁγίων εἰκόνων ὅταν λέμε « προσκυνῶ» ἤ «ἀσπάζομαι», εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα. Στήν ἀρχαία ῾ελληνική γλῶσσα τό ῾῾ κυνῶ᾿᾿ σημαίνει ἀσπάζομαι καί φιλῶ. ῾Η δέ πρόθεση ῾῾ πρός᾿᾿ φανερώνει τό ἔντονο συναίσθημα τοῦ ἀσπασμοῦ καί τοῦ πόθου καί τῆς φιλίας πρός τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο. ῾Η προσκύνηση εἶναι σύμβολο ταπείνωσης καί τιμῆς. Διακρίνεται δέ στή λατρευτική προσκύνηση καί στήν τιμητική προσκύνηση.
α) Λατρευτική προσκύνηση προσφέρομε μόνο στόν Τριαδικό μας Θεό καί σέ κανένα ἄλλο. ῾Η προσκύνηση αὐτή εἶναι δεῖγμα ταπείνωσης, ἐξάρτησης καί μόνης ἐλπίδας τοῦ ἀδύνατου πλάσματος πρός τό Δημιουργό του, στόν ὁποῖον ἐναποθέτει ὅλη του τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα γιά τελική καί βέβαιη σωτηρία.
β) Τιμητική προσκύνηση προσφέρουμε στούς φίλους τοῦ Θεοῦ, στούς ὑπηρέτες καί λειτουργούς Του πού ἀφιέρωσαν καί θυσίασαν τή ζωή τους γιά νά ἐφαρμόσουν τό θέλημα του γενόμενοι ἔτσι εὐάρεστοι στόν Κύριο.῞Ενεκα τῆς σχέσης τους αὐτῆς μέ τό Θεό σίγουρα μποροῦν νά μᾶς βοηθήσουν στόν ἀγώνα τῆς ζωῆς μας. Γιά τό λόγο αὐτό κι ἐμεῖς τούς τιμοῦμε ὡς φίλους Θεοῦ. Λέγει σχετικά ὁ Δαυΐδ: ῾῾ ἐμοί λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου ὁ Θεός᾿’,(ψαλ. 138,7). Τούς τιμοῦμε σάν φίλους Θεοῦ καί ὅχι σάν θεούς, σάν σύνδουλούς μας καί εὐεργέτες τοῦ κόσμου, ὅπως φαίνεται στή δισχιλιετῇ ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτή ἡ προσκύνηση ὄχι μόνο δέν ἀπαγορεύεται ἀλλά καί ἐπιβάλλεται γιά λόγους εὐγένειας καί εὐγνωμοσύνης καί ἀδελφικῆς σχέσης.
῞Ο,τι προσκυνοῦμε δέ σημαίνει ὅτι κατ᾿ ἀνάγκη τό λατρεύομε. Παραδείγματα ἀπό τή Γραφή τό ἐπιβεβαιώνουν. ῾Ο ᾿Ιακώβ ἐπροσκύνησε τό ἄκρο τῆς ράβδου τοῦ Ἰωσήφ εἰς ἔνδειξη τιμῆς,(Γέν. 47, 31) τιμώντας ἔτσι τό γιό του τόν ᾿Ιωσήφ, ὅπως κι ἐμεῖς προσκυνοῦντες τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ δοξάζομε τό Χριστό. ῾Ο ᾿Αβραάμ ἐπροσκύνησε τούς ἀλλοφύλους πού τοῦ πούλησαν τόν τάφο, γιά νά θάψει τή γυναῖκα του γονατίζοντας στή γῆ, χωρίς βέβαια νά τούς προσκυνήσει σάν θεούς.(Γέν 23, 7–12). Καί τόν ᾿Ησαῦ ἔπεσε καί προσκύνησε ἀλλά δέν τόν λάτρεψε. ῾Ο ᾿Ιησοῦς τοῦ Ναυῆ(5, 14) καί ὁ Δανιήλ (8, 17) ἐπροσκύνησαν ἀγγέλους ἀλλά δέν τούς λάτρεψαν. Ποῦ βρίσκεται λοιπόν τό κακό στήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων;
῎Ας μήν ξεχνοῦμε ἀκόμα πώς καί ἐκεῖ ὅπού ἐκδηλώνεται ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, παρακινεῖ ὁ Δαυΐδ νά προσκυνοῦμε:῾῾ εἰσελευσώμεθα εἰς τά σκηνώματα αὐτοῦ, προσκυνήσωμεν εἰς τόν τόπον οὗ ἔστησαν οἱ πόδες αὐτοῦ᾿᾿ ( Ψαλ.131, 7).Γιά τοῦτο προσκυνοῦμε τό Γολγοθᾶ, τήν ᾿Αποκαθήλωση, τόν Πανάγιο Τάφο τοῦ Κυρίου μας καί τά ἄλλα ἱερά μας προσκυνήματα. Προσκυνώντας αὐτά προσκυνοῦμε καί τιμοῦμε Αὐτόν τόν Κύριο πού γιά μᾶς ἔπαθε γιά νά σωθοῦμε∙ δέν προσκυνοῦμε τήν ὕλη ἀλλά τό Δημιουργό μέσον τῆς ὕλης.
Ὁ Σταυρός, λοιπόν, καί οἱ ἅγιες μορφές τῶν εἰκόνων δέν προσκυνοῦνται λατρευτικά σάν θεοί, ἀλλά τιμητικά καί εἶναι γιά μᾶς σάν βιβλία ἀνοιγμένα πού μᾶς ὑπενθυμίζουν καί μᾶς ὑποδεικνύουν τό καθῆκον μας πρός τό Θεό καί Δεσπότη μας.
Νά προσκυνᾶς, Χριστιανέ, λατρευτικά μόνο τόν Κύριο καί Θεό σου, τιμητικά τή μητέρα τοῦ Κυρίου καί τούς ἁγίους σάν φίλους Θεοῦ καί ἐργάτες τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἔτσι σίγουρα θά εὐαρεστήσεις στόν Κύριο καί Θεό σου, γιατί πολύ τοῦ ἀρέσει νά τιμοῦμε αὐτούς πού καί Αὐτός τιμᾶ καί ἀγαπᾶ.
9.ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ
1) ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός.
῾Ο μεγάλος αὐτός λόγιος Μοναχός ἔζησε τόν ὄγδοο αἰώνα καί πολέμησε μέ θάρρος καί ἀνδρεία ὑπέρ τῶν ἁγίων εἰκόνων. ῎Εγραψε ἀρκετά ὑπέρ τῆς προσκυνήσεως τῶν εἰκόνων καί συνέβαλε τά μέγιστα στό νά νικήσει ἡ ᾿Ορθοδοξία τούς αἱρετικούς εἰκονομάχους.᾿Από τό βιβλίο του,῾῾ ῎ΕΚΔΟΣΙΣ ΑΚΡΙΒΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ᾿᾿, μεταφέρουμε ἐδῶ ἀπόσπασμα σέ μετάφραση.῾῾ ᾿Επειδή μᾶς κατηγοροῦν μερικοί ὅτι προσκυνοῦμεν καί τιμῶμεν τήν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος καί τῆς Δεσποίνης μας, καί ἀκόμη τάς εἰκόνας τῶν ὑπολοίπων ἁγίων καί ὑπηρετῶν τοῦ Χριστοῦ, ἄς ἀκούσουν ὅτι ἀπό τήν ἀρχήν ἐδημιούργησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον σύμφωνα μέ τήν ἰδικήν Του εἰκόνα. Διατί ἄλλο λοιπόν προσκυνοῦμεν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, παρά μόνον ὅτι ἔχομεν δημιουργηθῆ κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ;᾿᾿ Καί στή συνέχεια ὑπενθυμίζει ὅτι καί ὁ Μωϋσῆς κατά διαταγή τοῦ Θεοῦ κατασκεύασε γλυπτά χερουβείμ· ῾῾ Λέγει ὁ Θεός στόν Μωϋσή: ῞Ορα ποιήσεις πάντα κατά τόν τύπον τόν δειχθέντα σοι ἐν τῷ ὄρει᾿᾿« Καί τά χερουβείμ πάλιν πού ἔριχναν τήν σκιάν των εἰς τό ἱλαστήριον, δέν ἦταν κατασκεύασμα ἀνθρωπίνων χεριῶν;» Πιό κάτω δικαιολογεῖ τή χρήση τῆς εἰκόνας ὡς ἑξῆς:῾῾ ᾿Επειδή ὅμως δέν γνωρίζουν ὅλοι γράμματα, οὔτε καταγίνονται μέ τήν ἀνάγνωσιν, οἱ Πατέρες ἀπεφάσισαν νά παρασταθοῦν αὐτά μέ εἰκόνας διά συνοπτικήν ὑπενθύμιση, ὅπως μερικά ἀνδραγαθήματα. Χωρίς ἀμφιβολίαν ἐνῶ πολλές φορές δέν ἔχομεν τό πάθος τοῦ Κυρίου στό νοῦ μας, μόλις ἰδοῦμε τήν εἰκόνα τῆς σταυρώσεως, ἐνθυμούμεθα τό σωτήριον πάθος… Παρόμοια δέ καί τά ἀνδραγαθήματα τῶν ἁγίων ἀνδρῶν τά ὁποῖα μᾶς παρακινοῦν εἰς τήν ἀνδρείαν καί τόν ζῆλον καί τή μίμησιν τῆς ἀρετῆς των καί τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Διότι, ὅπως εἴπαμε, ἡ τιμή ἀπό τούς συνδούλους ἀποδεικνύει τήν καλήν διάθεσιν πρός τόν κοινόν Δεσπότην, καί ἡ τιμή τῆς εἰκόνας καταλήγει εἰς τό πρωτότυπο.᾿᾿ Καί ἀπό τόν πρῶτο λόγο του γιά τίς εἰκόνες μεταφέρουμε μόνο μιά ἀπολογητική παράγραφο: ῾῾ Δέν προσκυνῶ τήν κτίση ἀντί γιά τόν κτίστη, ἀλλά προσκυνῶ τόν Κτίστη πού κτίσθηκε κατά τήν ἀνθρώπινη φύση καί κατέβηκε στήν κτίση χωρίς νά μειωθεῖ καί νά ἀλλοιωθεῖ, γιά νά δοξάσει τή δική μου φύση καί νά μέ κάνει κοινωνό τῆς θείας φύσεως…Γι᾿αὐτό παίρνω τό θάρρος καί εἰκονίζω τόν ἀόρατο Θεό, ὄχι ὡς ἀόρατο, ἀλλ᾿ ὡς ὁρατόν πού ἔγινε γιά μᾶς προσλαμβάνοντας σάρκα καί αἷμα. Δέν εἰκονίζω τήν ἀόρατη Θεότητα, ἀλλά εἰκονίζω τή σάρκα τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε ὁρατή…᾿᾿..
2) Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, (8ος αἰώνας).
῎Αλλος γενναῖος ὁμολογητής καί αγωνι-στής ὑπέρ τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὁ ὁποῖος φυλακίστηκε καί βασανίστηκε ὑπερασπιζόμενος τήν ᾿Ορθόδοξη πίστη, σύμφωνος μέ τούς ἄλλους Πατέρες, λέγει· ῾῾Τόν μέν γάρ εἰκονιζόμενον Χριστόν λατρευτικῶς προσκυνοῦμεν, τήν δέ εἰκόνα Αὐτοῦ, σχετικῶς διά τήν πρός Ἐκεῖνον ἀναφοράν. Τούς μέν ἁγίους αὐτοῦ καί τά λείψανα αὐτῶν, ὡς θεράποντας καί δούλους Χριστοῦ προσκυνοῦμεν μέ δουλοπρεπῆ (πού ἁρμόζει σέ δούλους) προσκύνησιν, διά τήν πρός τόν Χριστόν οἰκείωσιν, τάς δέ εἰκόνας αὐτῶν σχετικῶς προσκυνοῦμεν, διά τήν ἀναφοράν πού ἔχουν πρός αὐτούς, ἐκ τῆς ὁμοιώσεως τῆς ὑποστάσεώς των καί τοῦ ἐπιγραφομένου ὀνόματός των᾿᾿. Δηλαδή, ἐπειδή τό εἰκονιζόμενο στήν εἰκόνα πρόσωπο μοιάζει μέ τήν ὑπόσταση καί τό χαρακτῆρα τοῦ ἁγίου τοῦ ὁποίου φέρει τό ὄνομα, ἐμεῖς τιμοῦμε αὐτήν τήν εἰκόνα καί ἡ τιμή μεταβαίνει στόν εἰκονιζόμενο ἅγιο. Καί αὐτή ἡ τιμή εἶναι ἡ ἴδια τιμή πού δίνουμε στούς δούλους τοῦ βασιλέα, καί σίγουρα δέν εἶναι λατρεία εἰδώλων.
3) Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,(14ος αἰώνας)
῾Ο Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὑπέρμαχος τῆς ᾿Ορθόδοξης διδασκαλίας καί πίστεως, στό ἔργο του ῾῾ Δεκάλογος τῆς κατά Χριστόν νομοθεσίας᾿᾿ λέγει ῾῾Θά κάνεις λοιπόν τήν εἰκόνα αὐτοῦ πού ἔγινεν ἄνθρωπος γιά τή σωτηρία μας, ἀπό ἀγάπη πρός Αὐτόν, καί μέσῳ τῆς εἰκόνας νά θυμᾶσαι καί νά προσκυνεῖς ᾿Εκεῖνον, ἀνυψώνοντας τό νοῦ σου μέσῳ αὐτῆς στό ἄξιο προσκυνήσεως ἐκεῖνο σῶμα τοῦ Σωτῆρα, τό ὁποῖο κάθεται στά δεξιά τοῦ Πατέρα στόν οὐρανό. Θά κάνεις ἐπίσης καί τίς ἀπεικονίσεις τῶν ἁγίων καί θά τίς προσκυνήσεις, ὄχι σάν θεούς, γιατί αὐτό εἶναι ἀπαγορευμένο, ἀλλ᾿ ἐξ᾿ αἰτίας τῆς σχέσεως καί τῆς διαθέσεως καί τῆς ὑπερβολικῆς τιμῆς πρός αὐτούς. ῞Οπως ὁ Μωϋσῆς ἔκανε τίς εἰκόνες Χερουβείμ καί τίς τοποθέτησε μέσα στά ἅγια… ὄχι γιά νά δοξάσει τά κτίσματα ἀλλά νά δοξάσει μέσῳ αὐτῶν τό Θεό. Καί σύ λοιπόν δέ θά θεοποιήσεις τίς εἰκόνες τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων, ἀλλά μέσῳ αὐτῶν θά προσκυνήσεις ᾿Εκεῖνον πού μᾶς ἔπλασε πρῶτα κατ᾿ εἰκόνα Του…Καί τίς εἰκόνες τῶν ἁγίων θά προσκυνήσεις, γιατί αὐτοί σταυρώθηκαν μέ τόν Κύριον, κάνοντας στό πρόσωπό σου τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί φέρνοντας στή μνήμη σου τή συμμετοχή τους στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ…Κάνοντας ἔτσι καί δοξάζοντας ἐκείνους πού δόξασαν τό Θεό,ἐπειδή φάνηκαν τέλειοι μέ τά ἔργα τους στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θά δοξασθεῖς καί σύ μαζί τους ἀπό τό Θεό καί θά ψάλλεις σάν τόν Δαυΐδ ῾῾τίμησα πάρα πολύ τούς φίλους σου, Θεέ μου᾿᾿ (ψαλ. 138, 7).
4)Μακάριος Χρυσοκέφαλος(14ος αἰώνας).
῾Ο ᾿Αρχιερέας αὐτός τῆς Φιλαδέλφειας, στό λόγο του στήν Κυριακή τῆς ᾿Ορθοδοξίας, λέγει:῾῾ ᾿Εκεῖνα πού πολλοί προφῆτες ἐπεθύμησαν νά δοῦν καί δέν εἶδαν, ἐμεῖς τά βλέπουμε στίς εἰκόνες καί τά ἀντιλαμβανόμαστε ἀληθινά καί ἀναφερόμενος στά πάθη τοῦ Χριστοῦ προσθέτει: «Αὐτά ζωγραφίζουμε στίς εἰκόνες καί βλέπουμε σάν σέ καθρέφτη τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς καί ἀφοσιωνόμαστε σ᾿ Αὐτόν…Τό μεγάλο Μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, διακηρύττομεν στόν κόσμο διά τῶν εἰκόνων. Καί αὐτός τόν ὁποῖο σεβόμεθα ὡς Σωτῆρα Θεάνθρωπο, τούτου καί τήν εἰκόνα τιμοῦμεν… Ἔτσι γίνεται γιά μᾶς χαρά ἀνεκλάλητη, στήριγμα πίστεως καί βίου κατόρθωση ὁ ἀσπασμός τῶν εἰκόνων. Βλεπόμενος ὁ χαρακτῆρας τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ στήν εἰκόνα γίνεται τῶν πιστῶν ἀγαλλίαση, δογμάτων ἔρεισμα καί προτροπή πρός κατόρθωση τῶν ἀρετῶν. Τῶν θείων εἰκόνων ἡ ἐκτύπωση εἶναι θύρα σωτηρίας καί ἁγιαστήριο Θεοῦ.»
5) Συμεών Θεσσαλονίκης 15ος-16ος αἰώνας.
῾Ο ᾿Αρχιερέας αὐτός τῆς Θεσσαλονίκης, εἰδικός στά λειτουργικά καί λατρευτικά θέματα τῆς ᾿Ορθόδοξής μας ᾿Εκκλησίας, στό ἐπιχείρημα τῶν αἱρετικῶν, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀόρατος καί ἀκατάληπτος καί δέν μποροῦμε νά τόν εἰκονίζομε, ἀπαντᾶ· ῾῾ Ναί, ὁ Θεός εἶναι ἀόρατος, καθώς εἶναι καί ἀσώματος καί ἄσαρκος καί ἀσχημάτιστος καί διά τοῦτο δέν εἶναι μήτε περιγραπτός, πλήν μ᾿ ὅλο τοῦτο τόν εἴδαμε πολλάκις περιγραφόμενον εἰς τούς προφήτας καί σχηματιζόμενον, καί εἰκονικῶς θεωρούμενον, διότι καί ὁ ᾿Αβραάμ εἶδε τό Θεό, καί ὁ ᾿Ιακώβ ἐπάνω εἰς τήν κλίμακα, καί ὁ Μωϋσῆς εἰς τή βάτον καί εἰς τό ὄρος. ῾Ο ᾿Ησαΐας ἐπί θρόνου ὑψηλοῦ καθήμενον. ὁ ᾿Ιεζεκιήλ ὁμοίως ἐν μέσῳ ζώων, ὁ Δανιήλ ἐπί τῶν νεφελῶν, ὡς παλαιόν τῶν ἡμερῶν, καί πολλοί ἄλλοι ἀπό τούς προφήτας. ῎Ας τούς ἐρωτήσωμεν λοιπόν, αὐτά εἶναι ἀληθῇ ἤ ψεύδη; Θέλουν ὁμολογήσει νομίζω ὅτι αὐτά εἶναι θεῖα… Ἐπειδή λοιπόν αὐτά εἶναι ἐκ Θεοῦ, καθότι καί ὁ ἴδιος λέγει, ῾῾ ἐγώ ὁράσεις ἐπλήθυνα καί ἐν χερσίν προφητῶν ὁμοιώθην᾿᾿ (῎Εξοδ. 20, 4) καί εἶναι Θεοῦ ὀπτασίαι εἶναι λοιπόν καί σεβάσμιαι, καί προσκυνηταί αὗται αἱ ὁράσεις, καί καθώς εἰς τάς θείας βίβλους, οὕτῳ καί εἰς εἰκόνας ἅγιαι μορφαί ζωγραφίζονται καί καθώς ὅταν μέ τό νοῦν ἐννοῶνται, καί μέ τό λόγο λέγονται,τοιουτοτρόπως καί εἰς σανίδας καί εἰς τοίχους καί εἰς ἐνδύματα, ὅταν εὐσεβῶς καί θείως γράφονται καί καλῶς καί εὐσεβῶς εἶναι ἐζωγραφισμέναι, διά νά ἴδωμεν καί ἡμεῖς ὁρατῶς εἰς τάς ζωγραφισμένας θείας εἰκόνας, καθώς εἰς τάς βίβλους μέ τόν νοῦν, ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἶδον οἱ προφῆται καί τά ὁποῖα εἶναι ὄντως ὁράσεις καί ὀπτασίαι θεῖαι, νά ἁγιασθῶμεν…᾿᾿.Καί συμβουλεύει ὁ ἅγιος Πατήρ τόν πιστό νά προσκυνᾶ καί νά τιμᾶ τίς εἰκόνες τῶν ἁγίων.῾῾ προσκυνητά καί σεβάσμια νόμιζε ὅσα περιέχουσιν εἴτε ὁράσεις προφητικάς, εἴτε ὡς ἄνθρωπον τόν τοῦ Θεοῦ Λόγον δι᾿ ἡμᾶς ἐνανθρωπήσαντα εἰκονίζουσιν, ἤ τήν Θεοτόκον.. καί τούς θεράποντας αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἀποστόλους, ἱεράρχας, μάρτυρας ἤ ἁγίους, ζήσαντας ἀσκητικῶς καί παρθενικῶς, οἴτινες ἔτι ζῶντες σκεύη ἀπεδείχθησαν Θεοῦ᾿᾿.
6) Δοσίθεος ῾Ι εροσολύμων. (16ος αἰώνας)
῾Ο Πατριάρχης ῾Ιεροσολύμων Δοσίθεος, σέ ἀπάντηση σ᾿ ὅσους κατηγοροῦν τούς ᾿Ορθόδοξους ἐπειδή προσκυνοῦν τίς ἅγιες μορφές τῶν εἰκόνων, ἀπαντᾶ.῾῾ ῾Ημεῖς γάρ μόνῳ τῷ ἐν Τριάδι Θεῷ λατρεύομεν καί οὐδενί ἑτέρῳ, τούς δέ ἁγίους τιμῶμεν διττῶς. Πρῶτον μέν κατά τήν πρός τόν Θεόν ἀναφοράν, ἐπειδή ᾿Εκείνου ἕνεκα τιμῶμεν αὐτούς, καί καθ᾿ ἑαυτούς ὅτι ζῶσαι εἰσιν εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. τό δέ καθ᾿ ἑαυτούς διώρισται δουλικόν. τάς δέ ἁγίας εἰκόνας σχετικῶς ὡς τῆς πρός ἐκείνας τιμῆς ἐπί τά πρωτότυπα ἀναφερομένης. ῾Ο γάρ τήν εἰκόνα προσκυνῶν διά τῆς εἰκόνος τό πρωτότυπον προσκυνεῖ᾿᾿.
῾Η ἀπόκριση αὐτή τοῦ Πατριάρχη εἶναι σύμφωνη μέ τῶν ἄλλων Πατέρων, ὅτι δηλαδή, μόνο τόν Τριαδικό Θεό λατρεύομε καί κανένα ἄλλο. Τούς ἁγίους τούς τιμοῦμε σάν φίλους Θεοῦ πού τιμοῦνται καί ἀπό τό Θεό. ῾Η τιμή πού τούς ἀπονέμομε εἶναι τιμή πού ἁρμόζει σέ βασιλικούς δούλους καί σίγουρα δέν τούς λατρεύουμε, ὅπως μᾶς συκοφαντοῦν οἱ πλανεμένοι αἱρετικοί, Προτεστάντες , Χιλιαστές καί ἄλλοι.
7) Νεκτάριος Πενταπόλεως (20ος αἰώνας)
῾Ο ἅγιος τοῦ αἰῶνα μας ἔχει γράψει μελέτη γιά τίς ἅγιες εἰκόνες μέ πολλά ἐπιχειρήματα ὑπέρ αὐτῶν, ἐδῶ ὅμως θά μεταφέρουμε λίγα σχόλιά του πάνω στόν ῾῾ ῞Ορο᾿᾿ τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου,πού ἔχουν ὡς ἑξῆς· ῾῾ Διά τοῦ ῞Ορου αὐτοῦ ἀπαγορεύεται κάθε λατρεία πρός τίς εἰκόνες, διότι ἡ λατρεία μόνο στό Θεό ἀνήκει…῾Ο ῞Ορος αὐτός τῆς Συνόδου διατάσσει ἀπλῶς νά κρεμαστοῦν οἱ εἰκόνες στήν ᾿Εκκλησία γιά νά προσκυνοῦνται καί ὄχι νά λατρεύονται. Αὐτοί πού θά βλέπουν καί προσκυνοῦν τίς εἰκόνες, νά φέρνουν στή μνήμη τους τούς εἰκονιζόμενους ἁγίους, νά τούς ποθοῦνε καί νά τούς μιμοῦνται. ῎Ετσι καθιερώθηκε ἡ ἀρχή πού ἁρμόζει στήν εὐλάβεια τῆς ᾿Εκκλησίας πού ἔχει γιά τούς ἀγωνιστές τῆς πίστεώς μας,τούς μάρτυρες καί τούς ῾Οσίους. Γιατί ἡ ἀνθρώπινη ἀσθένεια χρειάζεται τά ἐξωτερικά αὐτά σημεῖα γιά νά μή λησμονεῖ τούς ἥρωες τῆς πίστεώς μας.
῾Ο ἅγιος ἱεράρχης παραθέτει καί ἕνα ἐπιχείρημα τοῦ ᾿Επισκόπου Παυλίνου(5ος αἰ.) πού λέγει.῾῾ ῾Ο σκοπός τῶν εἰκόνων μέσα στήν ᾿Εκκλησία εἶναι ἡ οἰκοδομή τῶν πιστῶν διά τῶν αἰσθήσεων. Βλέποντας τίς εἰκόνες οἱ πιστοί, θά βλέπουν σάν ἀπό ἕνα μεγάλο καθρέφτη τίς ἀρετές καί τά κατορθώματα τῶν ἁγίων, τά ὁποῖα θά μιμοῦνται καί θά ἀποφεύγουν τήν κακία᾿᾿.
8) Χρῆστος ᾿Ανδροῦτσος.
῾Ο ἀείμνηστος καθηγητής τῆς Δογματικῆς Χρῆστος ᾿Ανδροῦτσος, γράφει στή Δογματική του πώς κανένα χωρίο τῆς Γραφῆς δέν εἶναι κατά τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων εἰκόνων, διότι οἱ ἀπαγορεύσεις πού περιέχονται στήν Π.Δ. ἀναφέρονται στήν εἰδωλολατρική προσκύνηση, ἡ ὁποία δέν ἔχει κανένα κοινό μέ τήν προσκύνηση τῶν εἰκόνων μας. Καί προσθέτει: «Μή τις δ᾿ εἴπῃ ὅτι ἡ πρός τά λείψανα καί πρός τάς εἰκόνας τιμή εἶναι εἰδωλολατρεία, ὡς ἤδη ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος παρετήρησεν καί ἡ Ζ᾿ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐθέσπισεν. Ὁ εἰς τά ἱερά λείψανα καί εἰκόνας ἀσπασμός, προσκύνησις σχετική οὖσα δέν ἀναφέρεται εἰς αὐτά θεωρούμενα, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς σχέσεως αὐτῶν πρός τά ἅγια πρόσωπα»᾿᾿ (Δογμ. Χρήστου ᾿Ανδρούτσου).
10.ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οἱ εἰκόνες καί τά σύμβολα τῆς ῾Εκκλησίας μας εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς λατρείας μας καί δέν μποροῦμε νά τά ἐγκαταταλείψουμε γιατί χωρίς αὐτά ἡ λατρευτική μας προσφορά πρός τό Θεό καί ἡ τιμητική μας διάθεση πρός τούς ἀγωνιστές τῆς πίστεώς μας θά εἶναι ἐλλειπής γιά τούς λόγους πού προαναφέρονται στίς σελίδες τοῦ τεύχους αὐτοῦ.
῾Η εἰκόνα μέσα στήν ᾿Εκκλησία παριστάνει τήν πραγματικότητα τῆς βασιλείας πού δέν εἶναι « ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ ᾿Εκκλησία μας.
Μέ ἄλλα λόγια, ἡ εἰκόνα παριστάνει μέ σύμβολα αὐτόν τόν ἴδιο κόσμο τῶν αἰσθήσεων καί τῶν συγκινήσεων, ἀπαλλαγμένον ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀνακαινισμένο μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ.
Γι᾿ αὐτό, ἀγαπητέ ἀναγνώστη κλεῖσε τά αὐτιά σου στούς λογῆς, λογῆς αἱρετικούς. Μεῖνε στά ὅσα παρέλαβες ἀπό τήν μακρόχρονη Παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας μας καί δόξαζε τόν Κύριο γιά τήν εὐλογία πού μᾶς χάρισε νά εἴμαστε ὀρθόδοξοι χριστιανοί .
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ῾Αγία Γραφή,
Π.Δ. ᾿Αθανασίου Π. Χαστούπη ἔκδοση 1954.
Κ.Δ. ἔκδοση ῾῾ ΖΩΗΣ᾿᾿ ᾿Αθῆναι 1964.
2. ᾿Ιωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ ἔργα, 1 καί 3.
Πατερικαί ᾿εκδόσεις ῾῾ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς Θεσσαλονίκη 1990.
3. Λεωνίδα Οὐσπένσκη, ῾῾ Η ΕΙΚΟΝΑ᾿᾿ μετά φραση ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ. ῾Αθῆναι 1952.
4. Μακαρίου Χρυσοκεφάλα, Λόγος στήν Κυριακή τῆς ᾿Ορθοδοξίας .
5. Συμεών Θεσσαλονίκης, ῾῾ ΤΑ ΑΠΑΝΤΑ᾿᾿
Καί μικρά ἀποσπάσματα ἀπό ἄλλα ἔργα πού ἔχουμε μελετήσει κατά καιρούς.