Του Κων/νου Αθ. Οικονόμου δασκάλου
«Ο δε της πορνείας [δαίμων] πολλάκις τον ηγεμόνα νουν σκοτίσας, και επί ανθρώπων ποιείν εκείνα παρασκευάζει, άπερ οι εξεστηκότες [οι
παράφρονες] μόνον εργάζονται».
ΓΕΝΙΚΑ: Πορνεία ονομάζεται η συνουσία με χρηματικό αντάλλαγμα. Νόμοι για
την πορνεία είχαν θεσπιστεί ήδη από τον Σόλωνα στην αρχαία Αθήνα. Το πάθος της
πορνείας συνίσταται στην παθολογική χρήση της σεξουαλικότητας ή γενετήσιου
ενστίκτου, από τον άνθρωπο. Η πορνεία δηλώνει, κυριολεκτικά, τη σεξουαλική
ικανοποίηση εκτός γάμου.
ΕΝΔΟΓΑΜΙΚΗ ΠΟΡΝΕΙΑ: Οι Πατέρες, ακολουθώντας το παράδειγμα του
Κυρίου, που ευλόγησε με την παρουσία Του το γάμο στην Κανά, αναγνωρίζουν την
αξία και την πλήρη νομιμότητα χρήσης της σεξουαλικότητας στο γάμο. Η Σύνοδος
της Γάγγρας (4ος αι.) καταδικάζει τη μομφή των συζυγικών σχέσεων. Στο πλαίσιο
του γάμου, η πορνεία έγκειται στην κατάχρηση και τη διαστροφή τής σεξουαλικής
λειτουργίας. Η έννοια τής κατάχρησης, σημαίνει κακή χρήση, διαστροφή, χρήση
αντίθετη στη φυσική σκοπιμότητα και γι’ αυτό παρά φύση, ανάρμοστη, παθολογική.
Υπάρχει κατάχρηση, όταν ο άνθρωπος κάνει χρήση της σεξουαλικότητας
καθιστώντας την ηδονή αυτοσκοπό. Η στόχευση αυτή είναι διαστροφική και
παθολογική, διότι αρνείται έναν πρωταρχικό σκοπό της σεξουαλικής λειτουργίας, την
τεκνογονία. Ωστόσο ο σκοπός αυτός δεν είναι ο σημαντικότερος. Η σεξουαλική
ένωση είναι εκδήλωση αμοιβαίας αγάπης του ζεύγους, που μεταφέρει την αγάπη στο
σωματικό επίπεδο. Η αγάπη συνιστά τον πρώτο σκοπό της συνεύρεσης, παράλληλα
με τους υπόλοιπους τρόπους της συζυγικής ένωσης. Η ένωση επισφραγίζεται με τη
χάρη του Αγίου Πνεύματος διά του μυστηρίου του γάμου. Η συνουσία, όπως και οι
υπόλοιποι τρόποι ένωσης των συζύγων υποτάσσονται στην πνευματική διάσταση της
αγάπης τους. Όταν η συνεύρεση βιώνεται μόνο για την αισθητή ηδονή, διαταράσσει
τη φυσιολογική σχέση με το Θεό, τον εαυτό του και τον σύντροφό του. Η επιθυμία
σεξουαλικής ηδονής αποκλειστικά, κινητοποιεί την επιθυμητική δύναμη του
ανθρώπου αποστρέφοντάς την από το Θεό, που έπρεπε ν’ αποτελεί τον ουσιαστικό
στόχο του. Σκοτισμένος από την ηδονή του πάθους, ο άνθρωπος στερείται
πνευματικής απόλαυσης ανώτερων αγαθών, ενώ λησμονεί το Θεό και Τον αρνείται
“αντικαθιστώντας” Τον με την ηδονή των αισθητών. Έτσι η σεξουαλικότητα
καθίσταται, καθαρά, σαρκική πράξη. Με την πορνεία, ο άνθρωπος γίνεται είδωλο
απόλαυσης. Ο αλλοιωμένος άνθρωπος, δε βλέπει το κέντρο της ύπαρξής του στην
εικόνα του Θεού, της οποίας είναι φορέας, αλλά στις σεξουαλικές του λειτουργίες,
που υποκαθιστούν την αγάπη με τη ζωώδη, ενστικτώδη επιθυμία. Η τάξη των
δυνάμεων του ανθρώπου αναστατώνεται κι έτσι νους, θέληση, ευαισθησία και
διάθεση παύουν να υπηρετούν το πνεύμα και να καθοδηγούνται απ’ αυτό, ενώ
γίνονται υπηρέτες ατέρμονης αναζήτησης ηδονής. Ο άνθρωπος κυβερνιέται από
ένστικτο εξομοιούμενος με ζώο.
ΨΥΧΙΚΗ ΝΟΣΟΣ: Με την πορνεία, πολλές σωματικές λειτουργίες βρίσκονται
μακριά από το φυσιολογικό σκοπό, καθώς γίνονται όργανα σεξουαλικής ηδονής
(παρά φύση). Το σώμα, έτσι, εκτρέπεται από τη φύση του. Ο Απόστολος Παύλος
δηλώνει ότι ο άνθρωπος κάνει παρά φύση και ανάρμοστη χρήση του σώματος, που
το χαρακτηρίζει “ναό του εν υμίν Αγίου Πνεύματος”, παραδίδοντάς το στο πάθος τήςπορνείας. Υποβιβάζοντας το σώμα του σε εργαλείο σεξουαλικής ηδονής, ο άνθρωπος
βεβηλώνει το εκ φύσεως θεόμορφο, κάνοντάς το κρησφύγετο φαύλων, μετατρέπει σε
πόρνο, αυτό που μαζί με την ψυχή καλούνται να συναφθούν με το Χριστό στην
Εκκλησία και μέσα στο γάμο που είναι εικόνα αυτής. Ο πόρνος αγνοεί, ή θέλει να
αγνοεί, το θείο θέλημα σ’ ό,τι αφορά τη χρήση του σώματός του, αμαρτάνοντας «εις
το ίδιον σώμα» (Α’ Κορ. στ΄ 18) και «αθετεί τον Θεόν» (Α’ Θεσ. δ΄8). Η πορνεία
θεωρείται πηγή θανάτου, καθόσον οδηγεί τον άνθρωπο ν’ απαρνείται την ίδια του τη
φύση, απορρίπτοντας Εκείνον, που του δίνει νόημα και ζωή. Η σεξουαλικότητα είναι
πρώτα ψυχικής υφής, πριν να είναι φυσικής. Το σώμα, συχνότατα, οδηγείται στην
αμαρτία από επιθυμία-λαγνεία, που γεννιέται στην καρδιά (Μάρκ. ζ’ 21). Και αν η
επιθυμία υποκινείται και γεννάται από σωματικές κινήσεις (λαγνείας), η ψυχή
διατηρεί την πρωτοβουλία, διότι μπορεί να αρνηθεί να δώσει συνέχεια σ’ αυτές. Το
πάθος μπορεί να επιτελείται με τη σκέψη, μέσω της ηδονής των (ανα)παραστάσεων,
δηλαδή των εικόνων. «Και ο νους πορνεύει μετά του νοήματος της γυναικός δια της
φαντασίας» (Μάξιμος Ομολιγητής). Οι παραστάσεις μπορεί να επινοούνται από τη
φαντασία, αποτελώντας αφορμή για πραγματικές φαντασιώσεις ή παραισθήσεις,
συχνά με δαιμονική υποβολή. Ο δαίμονας της πορνείας «λέγειν τινά ρήματα και πάλιν
ακούειν ποιεί, ως ορωμένου δήθεν και παρόντος του πράγματος» (Ευάγριος). Η
πορνεία οδηγεί αυτόν, τον οποίον έχει καταλάβει, να ζει σε κόσμο ειδώλων και
φαντασμάτων, τον βυθίζει σε χώρο μη πραγματικό, τον παραδίδει σε παραλήρημα
και δαιμονικές δυνάμεις. Η αγάπη είναι άνοιγμα προς τον άλλο και ελεύθερο δόσιμο
εαυτού. Η πορνεία είναι φίλαυτη διάθεση και εγωιστική (αυτ)αγάπη. Εμποδίζει κάθε
αμοιβαιότητα καθώς ο εμπαθής βλέπει μόνο το συμφέρον του, θέλοντας
αποκλειστικά να λαμβάνει από το άλλον, ανταποκρινόμενος στις εμπαθείς επιθυμίες.
Ό,τι λαμβάνει, το θεωρεί κατάληξη της επιθυμίας του παρά δώρο του άλλου. Η
πορνεία καθιστά το υποζύγιό της, τον πάσχοντα δηλαδή, περίκλειστο στον κόσμο της
σαρκικής σεξουαλικότητας, αποκλείοντάς τον από τον πνευματικό κόσμο της
αγάπης. Ο άλλος δεν κατανοείται στο «κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργήμα.
Υποβιβάζεται σ’ αυτό, που “ταιριάζει” στην ηδονική επιθυμία του εμπαθούς,
καθιστάμενο απλό όργανο ηδονής. Ο εμπαθής αγνοεί την ελευθερία και επιθυμία τού
άλλου, διότι αντιλαμβάνεται μόνο την ικανοποίηση της δικής του επιθυμίας, που του
παρουσιάζεται ως απόλυτη ανάγκη. Φαίνεται λοιπόν, ότι υπό την επήρεια της
πορνείας, ο άνθρωπος αποκτά φαντασιακή και παραληρηματική θέαση, εκείνων που
το πάθος τον οδηγεί να συναντήσει. Έκτοτε οι σχέσεις του είναι διεστραμμένες.
ΠΑΤΕΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Οι Πατέρες αξιολογούν την πορνεία ως νόσο βλέποντας
μανία και αφροσύνη. Ο Αγιος Γρηγόριος Νύσσης ομιλεί για «νόσον τής ηδονής», ενώ
ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει: «Οφθαλμία χαλεπή μοιχεία: των οφθαλμών
εστί το νόσημα, ου των του σώματος, αλλά πρότερον των της ψυχής». Ο Αγιος Ιωάννης
της Κλίμακος συμπληρώνει: «Ο δε της πορνείας [δαίμων] πολλάκις τον ηγεμόνα νουν
σκοτίσας, και επί ανθρώπων ποιείν εκείνα παρασκευάζει, άπερ οι εξεστηκότες [οι
παράφρονες] μόνον εργάζονται». Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αποδεικνύει πώς
το πάθος εξαπατά τη διάνοια σκοτίζοντας την ψυχή. Οι πατερικές διδαχές οδηγούν
στο συμπέρασμα ότι τρία είναι τα κύρια παθολογικά αποτελέσματα του πάθους:
Πρώτον, αταξία και ταραχή της ψυχής από τη γέννηση της επιθυμίας μέχρι τον
κορεσμό της. Δεύτερον, η ανησυχία στην αναζήτηση του αντικειμένου του και στηνεπεξεργασία των μέσων που επιτρέπουν να το φθάσει. Παρόμοια ανησυχία
ακολουθεί την ικανοποίηση της επιθυμίας. Η ηδονή εξαφανίζεται αμέσως μετά την
εμφάνισή της, αφήνοντας πικρή γεύση στερητικού συνδρόμου. Ο πάσχων πιστεύει
ότι θα θεραπεύσει την επακόλουθη βιούμενη οδύνη, με ανανέωση της ηδονής. Έτσι,
η μόλις ικανοποιηθείσα επιθυμία ξαναγεννιέται μαζί με τις αντίστοιχες ανησυχίες.
Και τρίτο αποτέλεσμα, σκοτισμός νου, συνείδησης και απώλεια κρίσης. Το πάθος
τυραννά, περισσότερο από άλλα πάθη, εξαιτίας τής ισχύος του (Γρηγόριος Νύσσης).
Γενικότερα, η πορνεία καταστρέφει τις αρετές, γεννώντας στην ψυχή: απουσία
φόβου Θεού, απέχθεια για προσευχή, φιλαυτία, αναισθησία, προσκόλληση στον
κόσμο, απελπισία. Τέλος, το πάθος ευνοείται στη γέννηση και την ανάπτυξή του
κυρίως από: την υπερηφανία και τη ματαιοδοξία, την κατάκριση του πλησίον, την
αφθονία τροφής και ύπνου (τρυφή).
Konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon
«Ο δε της πορνείας [δαίμων] πολλάκις τον ηγεμόνα νουν σκοτίσας, και επί ανθρώπων ποιείν εκείνα παρασκευάζει, άπερ οι εξεστηκότες [οι
παράφρονες] μόνον εργάζονται».
ΓΕΝΙΚΑ: Πορνεία ονομάζεται η συνουσία με χρηματικό αντάλλαγμα. Νόμοι για
την πορνεία είχαν θεσπιστεί ήδη από τον Σόλωνα στην αρχαία Αθήνα. Το πάθος της
πορνείας συνίσταται στην παθολογική χρήση της σεξουαλικότητας ή γενετήσιου
ενστίκτου, από τον άνθρωπο. Η πορνεία δηλώνει, κυριολεκτικά, τη σεξουαλική
ικανοποίηση εκτός γάμου.
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ: Στην Α. Γραφή η λέξη σημαίνει όχι μόνο την ακολασία μεταξύ
αγάμων αλλά και την ειδωλολατρεία, που άλλωστε από μόνη της αυτή έχει στενή
σχέση και με την καθαυτό πορνεία. Αυτό το καταλαβαίνουμε και από αναφορές της
Π. Διαθήκης σε πόρνες, όπου βλέπουμε πως αυτές ήταν συνήθως αλλοδαπές και
αλλόθρησκες, αποκαλούνται μάλιστα “ξέναι”, και η ακολασία τους ήταν μέρος της
λατρείας τους στα είδωλα. Έτσι στην Παλαιά Διαθήκη η εβραϊκή εκκλησία
παριστάνεται με νύμφη που έχει νυμφευτεί με τον Θεό Ιεχωβά και δίκαια
αποκαλείται από πολλούς Προφήτες ως πόρνη γιατί συχνά είχε διαρρήξει αυτή τη
συνθήκη – γάμο με το Θεό, πορνεύοντας ακολουθώντας τα είδωλα: “καὶ εἶδον διότι
περὶ πάντων ὧν κατελήφθη, ἐν οἷς ἐμοιχᾶτο ἡ κατοικία Ἰσραήλ, καὶ ἐξαπέστειλα αὐτὴν
καὶ ἔδωκα αὐτῇ βιβλίον ἀποστασίου εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς· καὶ οὐκ ἐφοβήθη ἡ
ἀσύνθετος Ἰούδα καὶ ἐπορεύθη καὶ ἐπόρνευσε καὶ αὐτή. καὶ ἐγένετο εἰς οὐθὲν ἡ
πορνεία αὐτῆς, καὶ ἐμοίχευσε τὸ ξύλον καὶ τὸν λίθον.” (Ιερ. γ΄8-9).
Ακόμη διαβάζουμε:”Και εἶπε Κύριος πρός με· ἔτι πορεύθητι καὶ ἀγάπησον γυναῖκα ἀγ απῶσαν
πονηρὰ καὶ μοιχαλίν, καθὼς ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ καὶ αὐτοὶ ἀποβλέπουσιν
ἐπὶ θεοὺς ἀλλοτρίους καὶ φιλοῦσι πέμματα μετὰ σταφίδων.” (Ωσηέ γ΄1). Συχνά, στην
Παλαιά, ακόμη και στην Καινή Διαθήκη, οι λέξεις πορνεία και μοιχεία είναι
συνώνυμες. Και στις δύο περιπτώσεις αυτές καταδικάζονται είτε εκλαμβανόμενες
κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Είναι ακόμη φανερό, ότι, σύμφωνα και με τους
λόγους του Κυρίου, είτε πνευματική είναι είτε σωματική η πορνεία ή η μοιχεία είναι
αξιόποινη. Γιά τη σχέση πορνείας (ακόμη και ομοφυλοφιλίας) με την ειδωλολατρεία
λέει ο Μέγας Αθανάσιος: “Γυναῖκες γοῦν ἐν εἰδώλοις τῆς Φοινίκης πάλαι
προεκαθέζοντο, ἀπαρχόμεναι τοῖς ἐκεῖ θεοῖς ἑαυτῶν τὴν τοῦ σώματος ἑαυτῶν
μισθαρνίαν, νομίζουσαι τῇ πορνείᾳ τὴν θεὸν ἑαυτῶν ἱλάσκεσθαι, καὶ εἰς εὐμένειαν
ἄγειν αὐτὴν διὰ τούτων. ἄνδρες δέ, τὴν φύσιν ἀρνούμενοι καὶ μηκέτι εἶναι θέλοντες
ἄρρενες, τὴν γυναικῶν πλάττονται φύσιν, ὡς ἐκ τούτων καταθύμια καὶ τιμὴν τῇ μητρὶ
τῶν παρ᾿ αὐτοῖς λεγομένων θεῶν ποιοῦντες. πάντες δὲ ὁμοῦ τοῖς αἰσχίστοις βιοῦσι, καὶ
τοῖς χείροσιν ἑαυτοῖς ἁμιλλῶνται”.ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ: Οι εκκλησιαστικοί Πατέρες, συμπεριλαμβάνουν στην πορνεία όλες τις μορφές σεξουαλικών παθών. Η χρήση της σεξουαλικότητας δεν είναι έμφυτη, αλλά συνέπεια του αμαρτήματος των πρωτοπλάστων. Αφού αποστράφηκαν το Θεό, Αδάμ και Εύα, επεθύμησαν ο ένας τον άλλο και ενώθηκαν σεξουαλικά, διδάσκουν οι Πατέρες στηριζόμενοι στη Βίβλο (Γέν. γ΄ 16, δ΄ 1). «Η παρθενία άνωθεν και εξ αρχής εφυτεύθη (…) εν παραδείσω παρθενία επολιτεύετο. Ότε δια της παραβάσεωςθάνατος εις τον κόσμον εισήλθε, τότε έγνω Αδάμ την γυναίκα αυτού και συνέλαβε και εγέννησε» (Ιωάννης Δαμασκηνός). Ο Άγιος Μάξιμος Ομολογητης διαβεβαιώνει ότι αν οι άνθρωποι είχαν παραμείνει στην προπτωτική κατάσταση, ο Θεός με άλλο τρόπο θα προέβλεπε το «πληθύνεσθε». Το γεγονός ότι, κατά τη δημιουργία, τους εφοδίασε με αναπαραγωγικά όργανα, ήταν πρόβλεψη μεταπτωτικών αναγκών τους, την οποία πτώση προγνώριζε, αλλά δεν προκαθόριζε. Στην μεταπτωτική κατάσταση, κανόνας τελειότητας παραμένει η παρθενία. Όμως, η χρήση της σεξουαλικότητας στο γάμο δεν καταδικάζεται: επιτρέπει τη διαιώνιση του ανθρώπινου γένους στη νέα κατάσταση, ευλογούμενη από το Θεό (Γέν. θ΄ 7).
αγάμων αλλά και την ειδωλολατρεία, που άλλωστε από μόνη της αυτή έχει στενή
σχέση και με την καθαυτό πορνεία. Αυτό το καταλαβαίνουμε και από αναφορές της
Π. Διαθήκης σε πόρνες, όπου βλέπουμε πως αυτές ήταν συνήθως αλλοδαπές και
αλλόθρησκες, αποκαλούνται μάλιστα “ξέναι”, και η ακολασία τους ήταν μέρος της
λατρείας τους στα είδωλα. Έτσι στην Παλαιά Διαθήκη η εβραϊκή εκκλησία
παριστάνεται με νύμφη που έχει νυμφευτεί με τον Θεό Ιεχωβά και δίκαια
αποκαλείται από πολλούς Προφήτες ως πόρνη γιατί συχνά είχε διαρρήξει αυτή τη
συνθήκη – γάμο με το Θεό, πορνεύοντας ακολουθώντας τα είδωλα: “καὶ εἶδον διότι
περὶ πάντων ὧν κατελήφθη, ἐν οἷς ἐμοιχᾶτο ἡ κατοικία Ἰσραήλ, καὶ ἐξαπέστειλα αὐτὴν
καὶ ἔδωκα αὐτῇ βιβλίον ἀποστασίου εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς· καὶ οὐκ ἐφοβήθη ἡ
ἀσύνθετος Ἰούδα καὶ ἐπορεύθη καὶ ἐπόρνευσε καὶ αὐτή. καὶ ἐγένετο εἰς οὐθὲν ἡ
πορνεία αὐτῆς, καὶ ἐμοίχευσε τὸ ξύλον καὶ τὸν λίθον.” (Ιερ. γ΄8-9).
Ακόμη διαβάζουμε:”Και εἶπε Κύριος πρός με· ἔτι πορεύθητι καὶ ἀγάπησον γυναῖκα ἀγ απῶσαν
πονηρὰ καὶ μοιχαλίν, καθὼς ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ καὶ αὐτοὶ ἀποβλέπουσιν
ἐπὶ θεοὺς ἀλλοτρίους καὶ φιλοῦσι πέμματα μετὰ σταφίδων.” (Ωσηέ γ΄1). Συχνά, στην
Παλαιά, ακόμη και στην Καινή Διαθήκη, οι λέξεις πορνεία και μοιχεία είναι
συνώνυμες. Και στις δύο περιπτώσεις αυτές καταδικάζονται είτε εκλαμβανόμενες
κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Είναι ακόμη φανερό, ότι, σύμφωνα και με τους
λόγους του Κυρίου, είτε πνευματική είναι είτε σωματική η πορνεία ή η μοιχεία είναι
αξιόποινη. Γιά τη σχέση πορνείας (ακόμη και ομοφυλοφιλίας) με την ειδωλολατρεία
λέει ο Μέγας Αθανάσιος: “Γυναῖκες γοῦν ἐν εἰδώλοις τῆς Φοινίκης πάλαι
προεκαθέζοντο, ἀπαρχόμεναι τοῖς ἐκεῖ θεοῖς ἑαυτῶν τὴν τοῦ σώματος ἑαυτῶν
μισθαρνίαν, νομίζουσαι τῇ πορνείᾳ τὴν θεὸν ἑαυτῶν ἱλάσκεσθαι, καὶ εἰς εὐμένειαν
ἄγειν αὐτὴν διὰ τούτων. ἄνδρες δέ, τὴν φύσιν ἀρνούμενοι καὶ μηκέτι εἶναι θέλοντες
ἄρρενες, τὴν γυναικῶν πλάττονται φύσιν, ὡς ἐκ τούτων καταθύμια καὶ τιμὴν τῇ μητρὶ
τῶν παρ᾿ αὐτοῖς λεγομένων θεῶν ποιοῦντες. πάντες δὲ ὁμοῦ τοῖς αἰσχίστοις βιοῦσι, καὶ
τοῖς χείροσιν ἑαυτοῖς ἁμιλλῶνται”.ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ: Οι εκκλησιαστικοί Πατέρες, συμπεριλαμβάνουν στην πορνεία όλες τις μορφές σεξουαλικών παθών. Η χρήση της σεξουαλικότητας δεν είναι έμφυτη, αλλά συνέπεια του αμαρτήματος των πρωτοπλάστων. Αφού αποστράφηκαν το Θεό, Αδάμ και Εύα, επεθύμησαν ο ένας τον άλλο και ενώθηκαν σεξουαλικά, διδάσκουν οι Πατέρες στηριζόμενοι στη Βίβλο (Γέν. γ΄ 16, δ΄ 1). «Η παρθενία άνωθεν και εξ αρχής εφυτεύθη (…) εν παραδείσω παρθενία επολιτεύετο. Ότε δια της παραβάσεωςθάνατος εις τον κόσμον εισήλθε, τότε έγνω Αδάμ την γυναίκα αυτού και συνέλαβε και εγέννησε» (Ιωάννης Δαμασκηνός). Ο Άγιος Μάξιμος Ομολογητης διαβεβαιώνει ότι αν οι άνθρωποι είχαν παραμείνει στην προπτωτική κατάσταση, ο Θεός με άλλο τρόπο θα προέβλεπε το «πληθύνεσθε». Το γεγονός ότι, κατά τη δημιουργία, τους εφοδίασε με αναπαραγωγικά όργανα, ήταν πρόβλεψη μεταπτωτικών αναγκών τους, την οποία πτώση προγνώριζε, αλλά δεν προκαθόριζε. Στην μεταπτωτική κατάσταση, κανόνας τελειότητας παραμένει η παρθενία. Όμως, η χρήση της σεξουαλικότητας στο γάμο δεν καταδικάζεται: επιτρέπει τη διαιώνιση του ανθρώπινου γένους στη νέα κατάσταση, ευλογούμενη από το Θεό (Γέν. θ΄ 7).
ΕΝΔΟΓΑΜΙΚΗ ΠΟΡΝΕΙΑ: Οι Πατέρες, ακολουθώντας το παράδειγμα του
Κυρίου, που ευλόγησε με την παρουσία Του το γάμο στην Κανά, αναγνωρίζουν την
αξία και την πλήρη νομιμότητα χρήσης της σεξουαλικότητας στο γάμο. Η Σύνοδος
της Γάγγρας (4ος αι.) καταδικάζει τη μομφή των συζυγικών σχέσεων. Στο πλαίσιο
του γάμου, η πορνεία έγκειται στην κατάχρηση και τη διαστροφή τής σεξουαλικής
λειτουργίας. Η έννοια τής κατάχρησης, σημαίνει κακή χρήση, διαστροφή, χρήση
αντίθετη στη φυσική σκοπιμότητα και γι’ αυτό παρά φύση, ανάρμοστη, παθολογική.
Υπάρχει κατάχρηση, όταν ο άνθρωπος κάνει χρήση της σεξουαλικότητας
καθιστώντας την ηδονή αυτοσκοπό. Η στόχευση αυτή είναι διαστροφική και
παθολογική, διότι αρνείται έναν πρωταρχικό σκοπό της σεξουαλικής λειτουργίας, την
τεκνογονία. Ωστόσο ο σκοπός αυτός δεν είναι ο σημαντικότερος. Η σεξουαλική
ένωση είναι εκδήλωση αμοιβαίας αγάπης του ζεύγους, που μεταφέρει την αγάπη στο
σωματικό επίπεδο. Η αγάπη συνιστά τον πρώτο σκοπό της συνεύρεσης, παράλληλα
με τους υπόλοιπους τρόπους της συζυγικής ένωσης. Η ένωση επισφραγίζεται με τη
χάρη του Αγίου Πνεύματος διά του μυστηρίου του γάμου. Η συνουσία, όπως και οι
υπόλοιποι τρόποι ένωσης των συζύγων υποτάσσονται στην πνευματική διάσταση της
αγάπης τους. Όταν η συνεύρεση βιώνεται μόνο για την αισθητή ηδονή, διαταράσσει
τη φυσιολογική σχέση με το Θεό, τον εαυτό του και τον σύντροφό του. Η επιθυμία
σεξουαλικής ηδονής αποκλειστικά, κινητοποιεί την επιθυμητική δύναμη του
ανθρώπου αποστρέφοντάς την από το Θεό, που έπρεπε ν’ αποτελεί τον ουσιαστικό
στόχο του. Σκοτισμένος από την ηδονή του πάθους, ο άνθρωπος στερείται
πνευματικής απόλαυσης ανώτερων αγαθών, ενώ λησμονεί το Θεό και Τον αρνείται
“αντικαθιστώντας” Τον με την ηδονή των αισθητών. Έτσι η σεξουαλικότητα
καθίσταται, καθαρά, σαρκική πράξη. Με την πορνεία, ο άνθρωπος γίνεται είδωλο
απόλαυσης. Ο αλλοιωμένος άνθρωπος, δε βλέπει το κέντρο της ύπαρξής του στην
εικόνα του Θεού, της οποίας είναι φορέας, αλλά στις σεξουαλικές του λειτουργίες,
που υποκαθιστούν την αγάπη με τη ζωώδη, ενστικτώδη επιθυμία. Η τάξη των
δυνάμεων του ανθρώπου αναστατώνεται κι έτσι νους, θέληση, ευαισθησία και
διάθεση παύουν να υπηρετούν το πνεύμα και να καθοδηγούνται απ’ αυτό, ενώ
γίνονται υπηρέτες ατέρμονης αναζήτησης ηδονής. Ο άνθρωπος κυβερνιέται από
ένστικτο εξομοιούμενος με ζώο.
ΨΥΧΙΚΗ ΝΟΣΟΣ: Με την πορνεία, πολλές σωματικές λειτουργίες βρίσκονται
μακριά από το φυσιολογικό σκοπό, καθώς γίνονται όργανα σεξουαλικής ηδονής
(παρά φύση). Το σώμα, έτσι, εκτρέπεται από τη φύση του. Ο Απόστολος Παύλος
δηλώνει ότι ο άνθρωπος κάνει παρά φύση και ανάρμοστη χρήση του σώματος, που
το χαρακτηρίζει “ναό του εν υμίν Αγίου Πνεύματος”, παραδίδοντάς το στο πάθος τήςπορνείας. Υποβιβάζοντας το σώμα του σε εργαλείο σεξουαλικής ηδονής, ο άνθρωπος
βεβηλώνει το εκ φύσεως θεόμορφο, κάνοντάς το κρησφύγετο φαύλων, μετατρέπει σε
πόρνο, αυτό που μαζί με την ψυχή καλούνται να συναφθούν με το Χριστό στην
Εκκλησία και μέσα στο γάμο που είναι εικόνα αυτής. Ο πόρνος αγνοεί, ή θέλει να
αγνοεί, το θείο θέλημα σ’ ό,τι αφορά τη χρήση του σώματός του, αμαρτάνοντας «εις
το ίδιον σώμα» (Α’ Κορ. στ΄ 18) και «αθετεί τον Θεόν» (Α’ Θεσ. δ΄8). Η πορνεία
θεωρείται πηγή θανάτου, καθόσον οδηγεί τον άνθρωπο ν’ απαρνείται την ίδια του τη
φύση, απορρίπτοντας Εκείνον, που του δίνει νόημα και ζωή. Η σεξουαλικότητα είναι
πρώτα ψυχικής υφής, πριν να είναι φυσικής. Το σώμα, συχνότατα, οδηγείται στην
αμαρτία από επιθυμία-λαγνεία, που γεννιέται στην καρδιά (Μάρκ. ζ’ 21). Και αν η
επιθυμία υποκινείται και γεννάται από σωματικές κινήσεις (λαγνείας), η ψυχή
διατηρεί την πρωτοβουλία, διότι μπορεί να αρνηθεί να δώσει συνέχεια σ’ αυτές. Το
πάθος μπορεί να επιτελείται με τη σκέψη, μέσω της ηδονής των (ανα)παραστάσεων,
δηλαδή των εικόνων. «Και ο νους πορνεύει μετά του νοήματος της γυναικός δια της
φαντασίας» (Μάξιμος Ομολιγητής). Οι παραστάσεις μπορεί να επινοούνται από τη
φαντασία, αποτελώντας αφορμή για πραγματικές φαντασιώσεις ή παραισθήσεις,
συχνά με δαιμονική υποβολή. Ο δαίμονας της πορνείας «λέγειν τινά ρήματα και πάλιν
ακούειν ποιεί, ως ορωμένου δήθεν και παρόντος του πράγματος» (Ευάγριος). Η
πορνεία οδηγεί αυτόν, τον οποίον έχει καταλάβει, να ζει σε κόσμο ειδώλων και
φαντασμάτων, τον βυθίζει σε χώρο μη πραγματικό, τον παραδίδει σε παραλήρημα
και δαιμονικές δυνάμεις. Η αγάπη είναι άνοιγμα προς τον άλλο και ελεύθερο δόσιμο
εαυτού. Η πορνεία είναι φίλαυτη διάθεση και εγωιστική (αυτ)αγάπη. Εμποδίζει κάθε
αμοιβαιότητα καθώς ο εμπαθής βλέπει μόνο το συμφέρον του, θέλοντας
αποκλειστικά να λαμβάνει από το άλλον, ανταποκρινόμενος στις εμπαθείς επιθυμίες.
Ό,τι λαμβάνει, το θεωρεί κατάληξη της επιθυμίας του παρά δώρο του άλλου. Η
πορνεία καθιστά το υποζύγιό της, τον πάσχοντα δηλαδή, περίκλειστο στον κόσμο της
σαρκικής σεξουαλικότητας, αποκλείοντάς τον από τον πνευματικό κόσμο της
αγάπης. Ο άλλος δεν κατανοείται στο «κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργήμα.
Υποβιβάζεται σ’ αυτό, που “ταιριάζει” στην ηδονική επιθυμία του εμπαθούς,
καθιστάμενο απλό όργανο ηδονής. Ο εμπαθής αγνοεί την ελευθερία και επιθυμία τού
άλλου, διότι αντιλαμβάνεται μόνο την ικανοποίηση της δικής του επιθυμίας, που του
παρουσιάζεται ως απόλυτη ανάγκη. Φαίνεται λοιπόν, ότι υπό την επήρεια της
πορνείας, ο άνθρωπος αποκτά φαντασιακή και παραληρηματική θέαση, εκείνων που
το πάθος τον οδηγεί να συναντήσει. Έκτοτε οι σχέσεις του είναι διεστραμμένες.
ΠΑΤΕΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Οι Πατέρες αξιολογούν την πορνεία ως νόσο βλέποντας
μανία και αφροσύνη. Ο Αγιος Γρηγόριος Νύσσης ομιλεί για «νόσον τής ηδονής», ενώ
ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει: «Οφθαλμία χαλεπή μοιχεία: των οφθαλμών
εστί το νόσημα, ου των του σώματος, αλλά πρότερον των της ψυχής». Ο Αγιος Ιωάννης
της Κλίμακος συμπληρώνει: «Ο δε της πορνείας [δαίμων] πολλάκις τον ηγεμόνα νουν
σκοτίσας, και επί ανθρώπων ποιείν εκείνα παρασκευάζει, άπερ οι εξεστηκότες [οι
παράφρονες] μόνον εργάζονται». Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αποδεικνύει πώς
το πάθος εξαπατά τη διάνοια σκοτίζοντας την ψυχή. Οι πατερικές διδαχές οδηγούν
στο συμπέρασμα ότι τρία είναι τα κύρια παθολογικά αποτελέσματα του πάθους:
Πρώτον, αταξία και ταραχή της ψυχής από τη γέννηση της επιθυμίας μέχρι τον
κορεσμό της. Δεύτερον, η ανησυχία στην αναζήτηση του αντικειμένου του και στηνεπεξεργασία των μέσων που επιτρέπουν να το φθάσει. Παρόμοια ανησυχία
ακολουθεί την ικανοποίηση της επιθυμίας. Η ηδονή εξαφανίζεται αμέσως μετά την
εμφάνισή της, αφήνοντας πικρή γεύση στερητικού συνδρόμου. Ο πάσχων πιστεύει
ότι θα θεραπεύσει την επακόλουθη βιούμενη οδύνη, με ανανέωση της ηδονής. Έτσι,
η μόλις ικανοποιηθείσα επιθυμία ξαναγεννιέται μαζί με τις αντίστοιχες ανησυχίες.
Και τρίτο αποτέλεσμα, σκοτισμός νου, συνείδησης και απώλεια κρίσης. Το πάθος
τυραννά, περισσότερο από άλλα πάθη, εξαιτίας τής ισχύος του (Γρηγόριος Νύσσης).
Γενικότερα, η πορνεία καταστρέφει τις αρετές, γεννώντας στην ψυχή: απουσία
φόβου Θεού, απέχθεια για προσευχή, φιλαυτία, αναισθησία, προσκόλληση στον
κόσμο, απελπισία. Τέλος, το πάθος ευνοείται στη γέννηση και την ανάπτυξή του
κυρίως από: την υπερηφανία και τη ματαιοδοξία, την κατάκριση του πλησίον, την
αφθονία τροφής και ύπνου (τρυφή).
Konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon