σ.σ. Ο αγαπητός μας π. Αθανάσιος Μυτιληναίος εδώ ασχολείται κυρίως με την θεολογική συζήτηση και τον διάλογο μεταξύ των πιστών. Άκρως επίκαιρη η ομιλία του αυτή τούτη την συγχυσμένη εποχή που ζούμε.
Νομίζω
ότι όλοι μας έχουμε κάτι να διορθώσουμε στους εαυτούς μας εάν σκύψουμε
ειλικρινώς μέσα στην καρδιά μας. Ας πάψουμε επιτέλους να δίνουμε χαρά
στον διάβολο που διακαώς επιθυμεί να διασπάσει την Εκκλησία.
Μακαριστός Γέροντας π. Αθανάσιος Μυτιληναίος (1927 – 2006)
Απόσπασμα ομιλίας που εκφωνήθηκε την 7η Δεκ, του 1986.
..Υπάρχει μία προκατάληψις γύρω από το θέμα της θεολογικής συζητήσεως,
επειδή εις το το παρελθόν που προέκυπταν θέματα αιρέσεως, δηλαδή
ορθοδοξότητος, η θεολογική συζήτησις πολλές φορές έπαιρνε διαστάσεις
έριδος. Μάλωναν οι άνθρωποι, φωναζαν, ξεκινούσαν να συζητούν και
κατέληγαν σε μία έριδα. Όταν λέμε
όμως αγαπητοί μου θεολογική συζήτηση, δεν σημαίνει μ’ αυτό ότι
οπωσδήποτε πρέπει να έχομε αντιτιθεμένους ανθρώπους ή αιρετικούς για
να ανοίξουμε μία θεολογική συζήτηση. Η θεολογική συζήτησις ανοίγει
ωραιότατα έχοντας μπροστά μας πιστούς, οι οποίοι έχουνε ζωηρά θεολογικά
ενδιαφέροντα και αναζητούν να βαθύνουν περισσότερο εις αυτήν την
Αλήθειαν του Θεού και να βελτιώσουν την πνευματική τους ζωή.
Έχομε
πολλά τέτοια παραδείγματα μέσα στην Καινή Διαθήκη. Όταν ο Κύριος επί
παραδείγματι συζητά με τον Νικόδημο, εκείνον τον νομομαθή τον
νομοδιδάσκαλο που του λέγει, εσύ είσαι διδάσκαλος του Ισραήλ και αγνοείς
το θέμα της αναγεννήσεως; Που μου λες ότι πρέπει να ξαναμπεί κανείς
πάλι μέσα στα σπλάχνα της μάννας του για να ξαναγεννηθεί; Εσύ είσαι
διδάσκαλος του Ισραήλ; Τί κάνει με τον Νικόδημο; Θεολογικήν συζήτησιν.
Τί
κάνει με την Σαμαρείτιδα γυναίκα ο Κύριος; Ακούστε. Πολύ υψηλή
θεολογική συζήτηση. Τέτοια που δεν την έκανε ούτε με τους Φαρισαίους,
ούτε με τους Γραμματείς. Πολύ υψηλή θεολογική συζήτηση. Και είναι δύο, ο
Κύριος και μια γυναίκα. Μια γυναίκα που είναι ζήτημα αν ήξερε να γράφει
και να διαβάζει, αλλά είχε όμως θεολογικά ενδιαφέροντα. Μια γυναίκα του
λαού, και κάτι περισσότερο· και πόρνη. Αλλά είχε όμως θεολογικά
ενδιαφέροντα και συζητάει με τον Κύριον. Το καταπληκτικόν είναι ότι την
θεολογική συζήτηση -αυτό είναι ένα κέρδισμα του Χριστού στη συζήτηση-
την ξεκινάει η γυναίκα, Εκείνος. ο Κύριος, έδωσε την αφορμή: Δωσ’ μου να
πιω νερό. Και εκείνη λέει, μπα, εσύ Ιουδαίος ζητάς από μένα να πιεις
νερό; Που δεν έπρεπε να αγγίξει ο Ιουδαίος τον Σαμαρείτη. Κι όμως, λέει,
αν ήξερες ποιος είναι Εκείνος που σου λέει δωσ’ μου να πιω.. Και αμέσως
λέει η γυναίκα, οι πατέρες μας μας είπαν ότι πρέπει να προσκυνούμε τον
Θεό στο όρος Γαριζίν, εσείς λέτε εις το όρος Σιών, ποιό είναι το σωστό;
Αμέσως η γυναίκα μπαίνει σε θεολογική συζήτηση. Η γυναίκα μπήκε σε
θεολογική συζήτηση. Βέβαια την έφερε ο Κύριος έτσι για να ανοιχθεί αυτή η
συζήτησις.
Και
οδηγεί αγαπητοί μου την Σαμαρείτιδα γυναίκα ο Κύριος σε υψηλά νοήματα,
και τα υψηλά αυτά νοήματα χρησιμοποιούν την μέθοδον του διαλόγου. Όχι
του διαλόγου της ευρέσεως της Αληθείας που είναι ο φιλοσοφικός
διάλογος, αλλά ο διάλογος που δημιουργεί την κατανόησιν της
αποκεκαλυμμένης Αληθείας. Ας
το προσέξομε το σημείο αυτό. Η θεολογία δεν είναι φιλοσοφία. Δεν
συζητούμε να βρούμε την Αλήθεια κατά τρόπον λογικόν αλλά συζητούμε για
να βρούμε την Αλήθειαν κατά αποκάλυψιν. Δηλαδή θα πάμε σε εκείνο τον οποίον υπάρχει κατατεθειμένο για να το αποκαλύψομε. Η αποκάλυψις η κατατεθειμένη να αποκαλυφθεί και σε μας.
Ακόμη
ο Κύριος ομιλεί και με τους Γραμματείς, και με τους Φαρισαίους·
θεολογικά θέματα. Πώς, λέγει, εν Πνεύματι είπε ο Δαυίδ εκείνο το, εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου.. 109 Ψαλμός κτλ. Αλλά κυρίως όμως, ο Ιησούς Χριστός ομιλεί θεολογικά με τους μαθητάς Του. Εκεί είναι η πολλή θεολογία..
Όταν όμως λέμε αγαπητοί μου «θεολογική συζήτηση» δεν εννοούμε τις ηθικές παραινέσεις -το να πούμε στον άλλον να είναι καλός άνθρωπος , να προσέχει, να έχει υπομονή- αλλά ούτε και αναζητήσεις του νου κενόδοξες.
Διότι πολλές φορές εκείνοι οι οποίοι μπορεί να γνωρίζουν κάτι από
θεολογία, ξεκινούν να συζητήσουν όχι δια να οικοδομήσουν αλλά δια να
κενοδοξήσουν και να δείξουν στους άλλους ότι είναι σπουδαίοι αυτοί. Αυτό
είναι πάρα πολύ κακό. Δεν πρέπει ποτέ μία θεολογική συζήτηση να μας
φτάσει σε μία επίδειξη γνώσεων. Εκεί πια δεν υπάρχει το Πνεύμα του Θεού.
Και πολλές φορές μια τέτοια συζήτησις δεν καταλήγει ποτέ σε καλό
αποτέλεσμα. Δείγμα, ότι έλειπε το Πνεύμα του Θεού. Ότι το ελατήριον μιας
τέτοιας συζητήσεως ήτο η κενοδοξία.
Όταν λοιπόν λέμε «θεολογική συζήτηση» .. θα [την] κάνομε με πάρα πολλή ταπείνωση και με .. διάθεση τη μάθηση και τη βίωση [και τότε] θα βαθύνομε στο περιεχόμενον της Πίστεώς μας. Θα το σκαλίσουμε το περιεχόμενον της Πίστεως για να ιδούμε τί μπορούμε από εκεί να αντλήσουμε.
Η θεολογική ακόμα συζήτησις πρέπει να γίνεται προς οικοδομή και όχι προς βλάβη ή σκανδαλισμό.
Πολλές φορές, όταν κανείς έμαθε μερικά πράγματα αλλά δεν έχει την
διάκριση, μπορεί να πει στους άλλους θεολογικά πράγματα και τελικά να
τους σκανδαλίσει. Γιατί δεν είναι σε θέση, έχοντες μιαν απλότητα, να
αντιληφθούν εκείνα τα οποία θα τους πει αυτός ο κάποιος. Εκείνα που θα
μαθαίναμε στο πανεπιστήμιον, επί παραδείγματι, με έναν τρόπον που θα
μπορούσε ίσως να πει κανείς, μα αυτά μαθαίνετε; Βέβαια, μπορεί να μάθει
κανείς κάτι και να μοιάζει για έναν απλόν άνθρωπο σκάνδαλο και να μην
είναι σκάνδαλο ωστόσο.. αλλά δεν είναι σε θέση όμως αυτός να
παρακολουθήσει μια τέτοια συζήτηση. Γι’ αυτό θέλει πάντοτε προσοχή και
πρέπει να είναι πάντα προς οικοδομή και ποτέ προς βλάβη.
Σε μία θεολογική συζήτηση είναι αδιανόητος ο διαπληκτισμός και η έρις. Μόνο
και μόνο γιατί ο άλλος δεν καταλαβαίνει ή έχει κάποιες άλλες απόψεις
επειδή ακριβώς δεν καταλαβαίνει. Μπορεί να έχει αυτές τις κάποιες άλλες
απόψεις, εδώ, γιατί να μαλώσουμε; Δεν πειράζει αν πιστεύει κάτι
διαφορετικό. Θα μου πείτε, δεν πειράζει; Ναι, δεν πειράζει. Δεν το λέγω
εγώ, το λέει ο Απόστολος Παύλος. Λέει στους Φιληππησίους,
καὶ εἴ τι ἑτέρως φρονεῖτε,
εάν φρονείτε κάτι διαφορετικόν,
καὶ τοῦτο ὁ Θεὸς ὑμῖν ἀποκαλύψει.
και αυτό, θα σας το αποκαλύψει ο Θέος.
πλὴν εἰς ὃ ἐφθάσαμεν, τῷ αὐτῷ στοιχεῖν κανόνι, τὸ αὐτὸ φροινεῖν.
Ό,τι ξέρομε, ό,τι καταλάβαμε, πρέπει να συμφωνούμε. Αν υποτεθεί ότι υπάρχει σημείον που ο άλλος δεν συμφωνεί μόνο και μόνο γιατί δεν το καταλαβαίνει,
δεν θα μαλώσουμε. Θα το καταλάβει. Θα έρθει σε μίαν ωριμότητα και θα το
καταλάβει. Μπορεί να πει επί παραδείγματι, μα είναι δυνατόν να δεχτούμε
τα Άγια Λείψανα; Όταν φθάσει να ωριμάσει, θα το δεχθεί.
Θα
σας πω ένα δικό μου αμάρτημα αγαπητοί μου. Και άμα τα λέει κανείς και
δημοσίως.. και στην εξομολόγησή του, βεβαίως.. Όταν ήμουν νεαρός
καθηγητής, 20 χρονών, κι έπρεπε να κάνω στα παιδιά [μάθημα] για την
δημιουργία του Αδάμ και της Εύας, πείτε επηρεασμένος από αυτά που
κυκλοφορούσαν, πείτε ό,τι θέλετε, ντρεπόμουνα να μιλήσω για την
δημιουργία του Αδάμ και της Εύας. Κάτι δηλαδή σαν μύθος μου φαινόταν και
προσπαθούσα στα παιδιά να μην μιλάω για τα θέματα αυτά. Αν έχετε
προσέξει, δεν υπάρχει θέμα που να μην κάνω την αναφορά μου στην
δημιουργία των πρωτοπλάστων. Πως
έγινε αυτό; Απλούστατα, τότε δεν καταλάβαινα. Όχι διότι είχα διάθεση να
αρνηθώ κάτι, αλλά δεν είχα ωριμάσει να αντιληφθώ αυτό το κάτι. Αυτό
εννοεί ο Απόστολος Παύλος.
Πάρα
πολλά πράγματα λοιπόν δεν μπορούμε να τα καταλάβουμε, δεν θα μαλώσουνε
οι άλλοι μαζί μας ή δεν θα μαλώσουμε εμείς με τους άλλους εάν δεν
καταλαβαίνουμε. Δεν είναι η περίπτωση που έχουμε τον αιρετικόν απέναντί μας. Και
πάλι, θα πούμε και στον αιρετικό, θα του πούμε αυτή είναι μία άποψή σου
εσφαλμένη, διάθεση να μαλώσουμε δεν έχομε, αυτό είναι το σωστό. Δι’
ευχών τον Αγίων Πατέρων ημών, τελειώσαμε την συζήτηση. Τι λέει ο
Απόστολος Παύλος; ..μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ.
Δεν θα μαλώσεις, δεν θα τσακωθείς, δεν θα ξεμαλλιαστείτε. Αλλά τί;
Άφησέ τον αφού επιμένει σ’ αυτό, και πες του ότι είναι λανθασμένη η
θέσις που βρίσκεται και τίποτε άλλο. Δεν θα μαλώσουμε, το ξαναλέγω άλλη
μία φορά.
Θα ‘θελα ακόμα να σας πω ότι η θεολογική συζήτησις προϋποθέτει ακροατάς και συζητητάς. Να
ξέρεις, πότε πρέπει να μιλήσεις, τι θα ακούσεις, πως θα ακούσεις και
πότε πρέπει να σιωπήσεις. Δηλαδή, η συζήτησις προϋποθέτει καλλιέργεια. Δεν μπορούμε να μιλάμε για συζήτηση αν δεν έχουμε κάποιες προϋποθέσεις συζητήσεως.
Βλέπετε, έχετε προσέξει σ’ ένα τραπέζι όταν βρεθούμε πως μιλούμε; ή σε
ένα σαλόνι που πηγαίνομε πως μιλούμε; Όλοι μαζί μιλάμε. Όλοι μαζί. Όλοι μιλούν κανείς δεν ακούει, γιατί δεν μάθαμε ούτε να μιλάμε ούτε να ακούμε.
Ένας θα ομιλεί. Όταν σταματήσει ο ένας θα πιάσει ο άλλος να ομιλεί, ο
τρίτος, ο δέκατος αλλά όχι όλοι μαζί. Και θα μάθομε να ακούμε και χωρίς
να διακόπτουμε τον άλλον, θα τον ακούσουμε. Τί λέγει ο Απόστολος Παύλος
που βάζει μία τάξη μέσα εις την Εκκλησίαν. Τι λέγει; Όταν, λέγει, δοθεί
πνεύμα προφητείας σε περισσοτέρους από έναν, δεν θα σηκωθούν όλοι μαζί
αλλά ο καθένας θα περιμένει την σειρά του για να μιλήσει.
Ακόμα, η θεολογική συζήτησις δεν είναι πολυτέλεια αλλά είναι μία ανάγκη της ψυχής. Πιστέψτε
με, είναι μία ανάγκη της ψυχής. Όταν κάποτε μπορεί κανείς να ανασύρει
από εκείνο το ορυχείον της θεολογίας, του λόγου του Θεού, κάποιο ψήγμα
χρυσού, αχ να ξέρατε… Τι χαρά αισθάνεται εκείνος που είναι αρχαιολόγος
και ευρίσκει ένα εύρημα πολύτιμο; Πολύ περισσότερη χαρά νοιώθει εκείνος
που βρήκε μέσα στον λόγο του Θεού ένα θεολογικόν εύρημα. Τι να σας πω!
Είναι άλλο πράγμα, και άμα το πει και έχει συντροφιά, και πει αυτό το
κάτι που θα βρει, οι άλλοι θα χαροποιηθούν εις σε υπερβολικόν βαθμόν.
Αυτό θα πει γόνιμη θεολογική συζήτηση, με προϋποθέσεις, σαν ανάγκη της
ψυχή και όχι σαν πολυτέλεια.
Ας
θυμηθούμε αγαπητοί μου, σαν παράδειγμα το λέω αυτό, όταν ο Κύριος
συνήντησε τους δύο προς Εμμαούς. Ξέρετε τί έκαναν αυτοί πηγαίνοντας στο
χωριό τους; Μιλούσαν θεολογικά. Γι’ αυτό και τους λέγει ο Κύριος,
τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες καί ἐστε σκυθρωποί;
οἱ λόγοι … οὓς ἀντιβάλλετε, τους αντιθέτετε. Μιλάει ο ένας και μετά μιλάει ο άλλος.
Ποιοί
είναι αυτοί οι λόγοι που συζητείτε; Κι εκείνοι είπαν, περὶ Ἰησοῦ τοῦ
Ναζωραίου. Και μετά από την συζήτηση που κάνουν αγαπητοί μου με τον
Κύριο διαπιστώνουν ότι η καρδιά των ήτο καιομένη στο άνοιγμα των Γραφών.
Μία
γόνιμη θεολογική συζήτηση ή ανάγνωση δημιουργεί φλόγα μέσα στην καρδιά.
Δημιουργεί αισθήματα που τα δημιουργεί το Πνεύμα του Θεού. Σε μία
συζήτηση τέτοια, είτε μιλάμε είτε ρωτάμε όπως σας είπα, δεν θα πρέπει να
γινόμεθα ενοχλητικοί ή κενόδοξοι, αλλά διακριτικοί. Θα έχουμε ευγένεια.
Η ευγένεια είναι ένα προσόν μέσα σε μία συζήτηση και η ταπείνωσις.