(Ιω.ζ΄37-52 και η΄12)
Eπιλεγμένα
αποσπάσματα από τον υπομνηματισμό του αγίου Ιωάννου, αρχιεπισκόπου
Κων/πόλεως του Χρυσοστόμου στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής
της Πεντηκοστής (ομιλία ΝΑ΄ από το υπόμνημα του αγίου στο Κατά Ιωάννην
Ευαγγέλιο)
«Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος (:Κατά την τελευταία και επισημότερη από τις άλλες ημέρες της εορτής[της Σκηνοπηγίας] στάθηκε όρθιος ο Ιησούς και με δυνατή φωνή είπε· "εάν κανείς αισθάνεται πόθο και δίψα, όχι για αγαθά υλικά και φθαρτά,
αλλά για πνευματικά και αιώνια, για την εσωτερική γαλήνη και τη
μακαριότητα της θείας ζωής, ας έλθει κοντά Μου δια της πίστεως και ας
πίνει την αλήθεια που προσφέρω, για να ικανοποιηθούν έτσι οι πλέον
μύχιοι και ευγενείς πόθοι του. Εκείνος που πιστεύει σε Εμένα, όπως
σύμφωνα με τους λόγους της Γραφής, θα γίνει αστείρευτη πνευματική πηγή·
και από την καρδιά και τα βάθη της ψυχής του θα αναβλύζουν ποταμοί από
ολόδροσο τρεχούμενο νερό, για να ξεδιψά όχι μόνο ο ίδιος αλλά και όλοι
όσοι έρχονται σε επικοινωνία με αυτόν")» [Ιω. 7,37-38] [Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτου Τρεμπέλα].
Εκείνοι οι οποίοι
προσέρχονται για να ακούσουν το θείο κήρυγμα και είναι προσεκτικοί στα
θέματα της πίστης, πρέπει να επιδεικνύουν τον έντονο πόθο όσων διψούν
για να ξεδιψάσουν και ανάλογη επιθυμία να ανάπτουν μέσα τους, διότι έτσι
θα μπορέσουν να συγκρατήσουν με ασφάλεια όσα λέγονται. Άλλωστε και οι
διψασμένοι, όταν πάρουν στα χέρια τους ένα ποτήρι με νερό, το πίνουν με
μεγάλη προθυμία και τότε πια σβήνουν τη δίψα τους και ησυχάζουν.
Κατά όμοιο λοιπόν τρόπο
και οι ακροατές των θείων λόγων, εάν τους ακούνε και τους δέχονται με
πραγματική δίψα, δε θα κουραστούν ποτέ , μέχρις ότου να μάθουν τα πάντα.
Για το ότι πρέπει συνεχώς να διψάμε και να πεινάμε για τα πνευματικά
λέγει ο Κύριος: «μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται (:Μακάριοι
είναι εκείνοι οι οποίοι με σφοδρό εσωτερικό πόθο σαν πεινασμένοι και
διψασμένοι επιθυμούν τη δικαιοσύνη και την τελειότητα, διότι αυτοί θα
χορτάσουν καθώς θα ικανοποιηθούν πλήρως οι πόθοι τους)» [Ματθ. 5,6]. Και εδώ λέγει ο Χριστός· «ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Οι λόγοι αυτοί έχουν την ακόλουθη σημασία· «Κανέναν
δεν προσελκύω αναγκαστικά και με τη βία, αλλά εάν κανείς έχει μεγάλη
προθυμία, εάν φλέγεται από τον πόθο για τα αιώνια αγαθά, αυτόν προσκαλώ
εγώ».
Και για ποιον λόγο επεσήμανε ο Ευαγγελιστής ότι αυτό συνέβη «κατά την τελευταία ημέρα τη μεγάλη της εορτής»;
Διότι η πρώτη και η τελευταία μέρα της εορτής αυτής της Σκηνοπηγίας
ήταν μεγάλες και επισημότερες, ενώ τις ενδιάμεσες περισσότερο τις
κατανάλωναν σε διασκέδαση και τρυφή.
Και γιατί ομιλεί «κατά την τελευταία»
ημέρα; Διότι κατ’ αυτήν ήσαν όλοι συγκεντρωμένοι. Βέβαια την πρώτη
ημέρα δεν είχε παρευρεθεί ο Ιησούς στην εορτή [της Σκηνοπηγίας] και είχε
πει στους αδελφούς Του την αιτία [πρβλ. Ιω.7,1-9.: «Καὶ μετὰ ταῦτα περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ γὰρ ἤθελεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ περιπατεῖν͵ ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι. ἦν δὲ ἐγγὺς ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία. εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ͵ Μετάβηθι ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν Ἰουδαίαν͵ ἵνα καὶ οἱ μαθηταί σου θεωρήσουσιν [σοῦ] τὰ ἔργα ἃ ποιεῖς· οὐδεὶς γάρ τι ἐν κρυπτῷ ποιεῖ καὶ ζητεῖ αὐτὸς ἐν παρρησίᾳ εἶναι. εἰ ταῦτα ποιεῖς͵ φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ. οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς͵ Ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν͵ ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος. οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς͵ ἐμὲ δὲ μισεῖ͵ ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν. ὑμεῖς ἀνάβητε εἰς τὴν ἑορτήν· ἐγὼ οὐκ ἀναβαίνω εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην͵ ὅτι ὁ ἐμὸς καιρὸς οὔπω πεπλήρωται. ταῦτα δὲ εἰπὼν αὐτὸς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ (:Και
ύστερα από τα γεγονότα αυτά περιόδευε ο Ιησούς στη Γαλιλαία. Διότι δεν
ήθελε να περιέρχεται για να κηρύττει στην Ιουδαία, επειδή ζητούσαν οι
Ιουδαίοι να Τον θανατώσουν. Πλησίαζε λοιπόν τότε η εορτή των Ιουδαίων, η
Σκηνοπηγία,κατά την οποία οι Ιουδαίοι για επτά ημέρες παρέμεναν στις
σκηνές,σε ανάμνηση της ζωής την οποία ως σκηνίτες πέρασαν οι πρόγονοί
τους στην έρημο. Είπαν λοιπόν προς Αυτόν οι θεωρούμενοι από τους άλλους
ανθρώπους ως αδελφοί Του-τα τέκνα δηλαδή του Ιωσήφ και της γυναίκας που
είχε προτού αρραβωνιασθεί με τη Μαρία:’’Φύγε από εδώ και πήγαινε στην
Ιουδαία, ώστε να δουν τα θαύματα τα οποία κάνεις και οι εκεί μαθητές σου.
Διότι κανείς δεν κάνει τίποτε στα κρυφά και μάλιστα όταν ζητεί να γίνει
φανερά γνωστός και να αναγνωριστεί η αξία του από όλους. Αφού τέτοια
έργα κάνεις, φανέρωσε τον εαυτό Σου στον πολυπληθή κόσμο, που θα
μαζευτεί στην Ιερουσαλήμ κατά την εορτή’’. Του φέρονταν δε έτσι οι
αδελφοί Του, διότι ούτε αυτοί δεν Τον πίστευαν ως Μεσσία. Λέγει λοιπόν
σε αυτούς ο Ιησούς: ‘’ο δικός μου καιρός, για να φανερωθώ στους
Ιουδαίους ως Μεσσίας οπότε και θα σταυρωθώ, δεν ήλθε ακόμη, ο δικός σας
όμως καιρός, που πρέπει να ανεβείτε ως προσκυνητές στα Ιεροσόλυμα, είναι
πάντοτε έτοιμος. Εσάς δεν μπορεί και δεν έχει κανένα λόγο να σας μισεί ο
κόσμος, εμένα όμως με μισεί, διότι εγώ μαρτυρώ και φανερώνω ότι τα έργα
του είναι πονηρά. Εσείς να ανεβείτε στα Ιεροσόλυμα για την εορτή αυτή·
εγώ δεν ανεβαίνω ακόμη φανερά και επίσημα στην εορτή αυτή,διότι δεν
έχει συμπληρωθεί ακόμη ο κατάλληλος καιρός. Δεν έφθασε ακόμη η ώρα της
μεγάλης θυσίας’’. Αυτά λοιπόν αφού τους είπε, έμεινε στη Γαλιλαία)».
Αλλά ούτε και κατά τη
δεύτερη και την τρίτη ημέρα λέγει ο Ιησούς κάτι παρόμοιο, για να μη
λησμονηθούν οι λόγοι Του, αφού αυτοί σκόπευαν να το ρίξουν στις
διασκεδάσεις. Κατά την τελευταία όμως ημέρα, όταν θα αναχωρούσαν για τις
οικίες τους, τους δίνει εφόδια για τη σωτηρία
και φωνάζει δυνατά, αφενός μεν για να δείξει την παρρησία Του, αφετέρου
δε χάριν του μεγάλου πλήθους που είχε συγκεντρωθεί, για να ακουστεί από
όλους.
Για να καταστήσει όμως σαφές ότι έκανε λόγο για πνευματική πόση, προσθέτει: «Εκείνος που πιστεύει σε Εμένα, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνει αστείρευτη πνευματική πηγή· και από την καρδιά του θα αναβλύζουν και τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό’’)». «Κοιλία» εδώ ονομάζει την καρδιά, όπως λέγει και ο Ψαλμωδός αλλού: «(ἥκω)τοῦ ποιῆσαι τὸ θέλημά σου, ὁ Θεός μου, ἐβουλήθην καὶ τὸν νόμον σου ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου (:έχω
έρθει για να εκτελώ το θέλημά Σου, ω Θεέ μου. Πόθησα και θέλησα τον
Νόμο σου με όλη την καρδιά μου, με όλα μου τα σπλάχνα,
Κύριε)»[Ψαλμ. 39,9].
Πού όμως είπε η Γραφή ότι «θα τρέξουν από την κοιλία του ποταμοί ύδατος ζώντος»; Πουθενά. Τι σημαίνει λοιπόν «εκείνος που πιστεύει σε Εμένα, καθώς είπε η Γραφή»; Εν προκειμένω πρέπει να χωρίσουμε με σημείο στίξεως, ώστε το «θα τρέξουν από την κοιλία του ποταμοί» να εξαρτάται από την απόφασή του. Επειδή δηλαδή έλεγαν πολλοί «μήποτε ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός; (:Μήπως πραγματικά κατάλαβαν οι άρχοντες ότι Αυτός αληθώς είναι ο Χριστός;)» [Ιω.7,26] και ότι «ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλθῃ, μήτι πλείονα σημεῖα τούτων ποιήσει ὧν οὗτος ἐποίησεν; (:ο Χριστός,όταν έλθει, μήπως θα κάνει περισσότερα θαύματα από όσα έκανε Αυτός;)» [Ιω. 7,30] υποδεικνύει ότι πρέπει να έχουν ορθή γνώση και να μην πιστεύουν τόσο από τα θαύματα, όσο από τους λόγους της Γραφής που εκπληρώνονται όλοι. Διότι πολλοί, μολονότι Τον είδαν να θαυματουργεί, δεν Τον δέχονταν ως Μεσσία. Επρόκειτο μάλιστα να λένε: «οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται;(:Δεν
είπε η Γραφή ότι ο Χριστός κατάγεται από το γένος του Δαυίδ και έρχεται
από το χωριό Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε και έζησε ο Δαυίδ;)» [Ιω. 7,42]. Και τους λόγους τους αυτούς τούς διακήρυσσαν προς πάσα κατεύθυνση.
Επειδή λοιπόν ήθελε
να τους αποδείξει ότι δεν αποφεύγει την δια της Γραφής απόδειξη της
μεσσιανικής Του ιδιότητας, πάλι τους παραπέμπει στις Γραφές. Και παραπάνω άλλωστε τους έλεγε: «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς (:πρέπει να ερευνάτε τις Γραφές και να συλλαμβάνετε τα βαθύτερά τους νοήματα)» [Ιω. 5,39] και ότι «ἔστι γεγραμμένον ἐν τοῖς προφήταις· καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ. πᾶς ὁ ἀκούων παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν ἔρχεται πρός με (:Κοντά
μου έρχονται μόνο όσοι ελκύονται από τον Πατέρα μου. Αυτό άλλωστε έχει
προφητευθεί στην Αγία Γραφή. Είναι γραμμένο στα προφητικά βιβλία το
εξής: ‘’Και όλοι όσοι πιστέψουν και θα ακολουθήσουν τον Μεσσία, θα έχουν
διδαχτεί από τον ίδιο τον Θεό’’. Καθένας που ακούει την εσωτερική
πρόσκληση του Πατρός μου και δέχεται τον φωτισμό, ώστε να κατανοήσει
αυτά που ο Πατέρας μου τον διδάσκει και μαθαίνει έτσι την αλήθεια,
έρχεται σε Εμένα) [ερμην. απόδοση Παν. Τρεμπέλα]» [Ιω. 6,45· πρβλ Ησ.54,13 «καὶ πάντας τοὺς υἱούς σου διδακτοὺς Θεοῦ καὶ ἐν πολλῇ εἰρήνῃ τὰ τέκνα σου(:και όλα τα τέκνα σου θα διδαχτούν κατευθείαν από τον Θεό, θα ζουν σε αδιατάρακτη και πολλή ειρήνη)»]· και «μὴ δοκεῖτε ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν πατέρα· ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωϋσῆς, εἰς ὃν ὑμεῖς ἠλπίκατε (: Μη
νομίσετε ότι εγώ θα σας κατηγορήσω στον Πατέρα. Υπάρχει άλλος που σας
κατηγορεί και αυτός είναι ο Μωυσής, στον οποίο εσείς έχετε στηρίξει τις
ελπίδες σας)» [Ιω.5,45].
Και εδώ λέγει: «όπως είπε η Γραφή, θα τρέξουν από την κοιλία του ποταμοί», για να υποδείξει τον πλούτο και την αφθονία της θείας χάριτος. Όπως και σε άλλο σημείο λέγει: «τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον (:το
νερό που εγώ θα του δώσω θα μεταβληθεί μέσα του σε αστείρευτη πηγή
πνευματικού ύδατος, που θα αναβλύζει πάντοτε και θα του χαρίζει αιώνια
ζωή)» [Ιω.4,14], δηλαδή θα έχει άφθονη τη χάρη του Θεού. Αλλού λέγει «ζωὴν αἰώνιον» και εδώ « ὕδωρ τὸ ζῶν» το αποκαλεί. «Ζῶν ὕδωρ» ονομάζει εκείνο που κινείται, τρέχει συνεχώς. Διότι η
χάρις του Αγίου Πνεύματος, όταν εισέλθει στην ψυχή κάποιου και
εγκατασταθεί μόνιμα σε αυτήν, αναβλύζει περισσότερο από κάθε άλλη πηγή
και δεν κάνει διακοπές, ούτε αδειάζει ούτε στερεύει ποτέ.
Για να καταστήσει
φανερό λοιπόν συγχρόνως και το ανελλιπές της χορηγίας και το απερίγραπτο
της ενεργείας, την αποκάλεσε πηγή και ποταμούς, όχι έναν ποταμό, αλλά
απείρους. Και εκεί επίσης [Ιω.4,14] παρέστησε την αφθονία με διαρκή
ανάβλυση, όταν χρησιμοποίησε τη λέξη «ἁλλομένου (:το οποίο θα αναπηδά)».
Και θα μπορέσει
κανείς να καταλάβει καθαρά αυτόν τον λόγο, εάν λάβει υπόψη του τη σοφία
του Στεφάνου και τη γλώσσα του Πέτρου και τη ρητορική δεινότητα του
Παύλου.
Αυτούς τίποτε δεν τους παρέσυρε, τίποτε δεν τους φόβιζε, ούτε ο θυμός
του πλήθους, ούτε οι επαναστάσεις των τυράννων, ούτε οι επιβουλές των
δαιμόνων, ούτε οι καθημερινές απειλές του θανάτου, αλλά ως ποταμοί, που τρέχουν ορμητικοί, έτσι πέρασαν και παρέσυραν τα πάντα.
«Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη (:Αυτό το είπε ο Κύριος για το Άγιο Πνεύμα, το οποίο έμελλαν να λάβουν όσοι θα πίστευαν σε Αυτόν,
διότι η χάρη του Αγίου Πνεύματος που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη
δοθεί σε κανένα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθεί με τη μεγάλη
θυσία και με την ένδοξη ανάληψή Του)» [Ιω. 7,39].
Πώς λοιπόν προφήτευσαν
οι προφήτες και επιτέλεσαν τόσα θαύματα; Οι απόστολοι βέβαια δεν
εκδίωκαν τα δαιμόνια με το Άγιο Πνεύμα, αλλά με τη δύναμη που τους έδωσε ο Ιησούς, όπως λέγει ο ίδιος: «καὶ εἰ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἐν τίνι ἐκβαλοῦσι; διὰ τοῦτο αὐτοὶ κριταὶ ἔσονται ὑμῶν (:Και
εάν εγώ βγάζω τα δαιμόνια, όπως εσείς λέγετε, με τη βοήθεια του
Βεελζεβούλ, τα πνευματικά σας τέκνα με τη δύναμη τίνος τα βγάζουν; Γιατί
δεν τους κατηγορείτε; Για τούτο αυτοί θα σας καταδικάσουν για τη
μοχθηρία σας και την υποκρισία)» [Ματθ. 12,27]. Αυτό το έλεγε για να δείξει ότι δεν εκδίωκαν όλοι τα δαιμόνια με το Άγιο Πνεύμα, πριν από τη σταύρωσή Του αλλά με τη δύναμη και εξουσία που τους χορηγούσε Αυτός. Όταν όμως σκόπευε να τους αποστείλει στον κόσμο, τότε έλεγε: «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον» [Ιω. 20,22]. Και πάλι: «ήλθε σε αυτούς το Άγιο Πνεύμα και τότε έκαναν τα θαύματα».
Όταν μάλιστα τους απέστειλε ο Ιησούς να κηρύξουν, δεν είπε ο Ευαγγελιστής: «έδωσε σε αυτούς Πνεύμα Άγιο», αλλά «ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν (:έδωσε σε αυτούς εξουσία)» [Ματθ. 10,1], λέγοντάς τους τα :«ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε (:Σας
δίδω εξουσία να θεραπεύετε ασθενείς, να καθαρίζετε λεπρούς, να
ανασταίνετε νεκρούς, να διώχνετε δαιμόνια. Προσέχετε μην εμπορευθείτε
ποτέ το χάρισμα αυτό· δωρεάν λάβατε, δωρεάν δώστε)» [Ματθ. 10,8].
Ως προς τους προφήτες όμως κατά γενική ομολογία τούς είχε δοθεί το Άγιο Πνεύμα, αλλά η χάρις αυτή είχε συσταλεί και μετακινηθεί και είχε εγκαταλείψει τη γη από την ημέρα εκείνη κατά την οποία ειπώθηκε το εξής: «ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος (:Ιδού, προς τιμωρία της κακίας σας και καταστροφή, σας αφήνεται έρημη και απροστάτευτη από τον Θεό η πόλις σας και ο ναός)» [Ματθ. 23,38]. Αλλά και
πριν από τη ρήση αυτή είχε αρχίσει να παρουσιάζεται σπάνια το Άγιο
Πνεύμα, διότι δεν υπήρχε πλέον προφήτης σε αυτούς, ούτε επόπτευε τα άγιά
τους η θεία χάρις.
Επειδή λοιπόν είχε
ανασταλεί η δωρεά του Αγίου Πνεύματος και επρόκειτο στο μέλλον να δοθεί
με αφθονία, και αυτής της διανομής η αρχή έγινε μετά την σταύρωση, δεν
έγινε μόνο η αρχή αυτής της αφθονίας, αλλά και μεγαλύτερων χαρισμάτων(διότι πραγματικά η δωρεά ήταν περισσότερο άξια θαυμασμού, όπως όταν λέγει: «οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε ὑμεῖς (:δεν
ξέρετε ακόμη ποιων διαθέσεων και ποιας πνευματικής καταστάσεως είστε
εσείς. Δεν είστε άνθρωποι του πνεύματος της οργής και της τιμωρίας, που
κυριαρχούσε στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά του πνεύματος της αγάπης και της συγνώμης, που σώζει)» [Λουκ. 9,55]· και πάλι: «οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας (:Εσείς
λοιπόν όταν πιστέψατε και βαπτισθήκατε, δεν λάβατε ψυχική κατάσταση και
φρονήματα δουλείας, για να περιπέσετε πάλι σε φόβο, αλλά λάβατε από το
Πνεύμα το Άγιο ψυχική κατάσταση και φρονήματα υιών του Θεού κατά χάριν)» [Ρωμ. 8,15]. Και οι παλαιοί βέβαια είχαν Πνεύμα, αλλά δεν μπορούσαν να το δώσουν και στους άλλους. Οι απόστολοι όμως μυριάδες ανθρώπων ενέπλησαν με το Άγιο Πνεύμα. Επειδή λοιπόν επρόκειτο να λάβουν αυτή τη χάρη, που δεν είχε ακόμη δοθεί, γι' αυτό λέγει: «οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον (:διότι η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθεί σε κανένα) δηλαδή δεν είχε δοθεί, «ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη (:επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθεί με τη μεγάλη σταυρική θυσία και την ένδοξη ανάληψή Του)» [Ιω. 7,39]. «Δόξαν» ονομάζει τον Σταυρό.
Επειδή δηλαδή ήμασταν
εχθροί απέναντι στον Θεό και αμαρτωλοί και είχαμε στερηθεί τη δωρεά του
Θεού και ήμασταν θεοστυγείς, ενώ η χάρις ήταν απόδειξη συμφιλιώσεως,
διότι το δώρο δεν δίδεται στους εχθρούς και τους μισούμενους, αλλά στους
φίλους και στους αγαπητούς, έπρεπε
προηγουμένως να προσφερθεί η θυσία προς χάριν μας και να καταλυθεί η
έχθρα δια της σαρκός και να γίνουμε φίλοι του Θεού και τότε να λάβουμε
τη δωρεά.
Διότι εάν συνέβη αυτό κατά την επαγγελία, την υπόσχεση προς τον Αβραάμ,
πολύ περισσότερο θα συνέβαινε και όταν δόθηκε η χάρη του Αγίου
Πνεύματος.
Και ο Παύλος για να δηλώσει αυτό έλεγε: «εἰ γὰρ οἱ ἐκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται ἡ πίστις καὶ κατήργηται ἡ ἐπαγγελία· ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν κατεργάζεται· οὗ γὰρ οὐκ ἔστι νόμος, οὐδὲ παράβασις (:Διότι
εάν κληρονόμοι του πνευματικού κόσμου γίνονται αυτοί μόνο που έλαβαν
και τηρούν τον Νόμο, τότε έχει καταστεί αδειανή και ανωφελής η πίστη και
έχει καταργηθεί πλέον η υπόσχεση του Θεού, ότι η κληρονομία αυτή θα
δοθεί δωρεάν δια της πίστεως στον Χριστό·
[η παράβασις του Νόμου του Θεού είναι αμαρτία. Ως τέτοια λοιπόν
συνεπάγεται την οργή του Θεού και την καταδίκη του αμαρτωλού].Ο Νόμος,
επειδή βέβαια δεν τηρείται από τους ανθρώπους, επιφέρει ως συνέπεια την
οργή του Θεού εναντίον των παραβατών, τους οποίους φυσικά και αποξενώνει
από τις πνευματικές δωρεές. Όπου όμως δεν υπάρχει νόμος, εκεί φυσικό είναι να μην υπάρχει ούτε παράβαση)» [Ρωμ. 4, 14-15]. Ό,τι λέγει έχει την ακόλουθη σημασία: «Υποσχέθηκε
ο Θεός να δώσει τη γη στον Αβραάμ και τους απογόνους του, αλλά οι
απόγονοι ήσαν ανάξιοι της επαγγελίας και δεν μπορούσαν να ευχαριστήσουν
τον Θεό με τα δικά τους έργα. Γι' αυτό εισήλθε η πίστη, πράγμα εύκολο, για να προσελκύσει τη χάρη και να μην καταργηθούν οι επαγγελίες».
Και ο Παύλος στη συνέχεια λέγει: «διὰ τοῦτο ἐκ πίστεως, ἵνα κατὰ χάριν, εἰς τὸ εἶναι βεβαίαν τὴν ἐπαγγελίαν παντὶ τῷ σπέρματι, οὐ τῷ ἐκ τοῦ νόμου μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ ἐκ πίστεως Ἀβραάμ, ὅς ἐστι πατὴρ πάντων ἡμῶν (: για τον λόγο αυτό η
σωτηρία και η κληρονομία των αγαθών δίδεται διαμέσου της πίστεως δωρεάν
και κατά χάριν και όχι ως ανταμοιβή έργων του Νόμου. Έτσι λοιπόν είναι
σταθερή και ασφαλής η υπόσχεση του Θεού περί δικαιώσεως σε όλους τους
απογόνους του Αβραάμ·
όχι μόνο σε εκείνους, που είχαν τον Νόμο, αλλά και σε εκείνους που
χωρίς τον Νόμο είχαν την πίστη του Αβραάμ, ο οποίος κατ’ αυτόν τον τρόπο
είναι πατέρας όλων μας, των Εβραίων και των εθνικών, εφόσον έχουν την
πίστη)» [Ρωμ. 4,16]. Για τον λόγο αυτό «η υπόσχεση είναι ως δώρο της χάριτος, επειδή δεν μπόρεσαν να επιτύχουν τίποτε με τα έργα τους».
Γιατί όμως, όταν είπε «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος (:Εκείνος
που πιστεύει σε εμένα, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνει αστείρευτη
πνευματική πηγή· και από την καρδιά και όλο τον εσωτερικό του κόσμο θα
αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό”) [Ιω. 7,38] δεν πρόσθεσε και την μαρτυρία της Γραφής; Διότι η γνώμη τους ήταν διεφθαρμένη: Άλλοι έλεγαν: «οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης (:“Αυτός είναι πράγματι ο προφήτης, που έχει προαναγγείλει ο Μωϋσής’’) [Ιω. 7,40] και «ἄλλοι ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ὄχλον (:άλλοι έλεγαν όχι, δεν είναι αγαθός,αλλά πλανά τον λαό). [Ιω. 7,12].Επίσης «ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται;(:Άλλοι
έλεγαν: "αυτός είναι πράγματι ο Χριστός". Άλλοι έλεγαν: "δεν είναι ο
Χριστός, διότι μήπως από τη Γαλιλαία θα έλθει ο Χριστός; Δεν είπε η
Γραφή ότι ο Χριστός κατάγεται από το γένος του Δαβίδ και έρχεται από το
χωριό Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε και έζησε ο Δαυίδ;")» [Ιω. 7,41-42], ενώ «ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν (:αλλά
αυτόν εδώ γνωρίζουμε καλά από πού και από ποιους κατάγεται. Ο Χριστός
όμως όταν έλθει, κανείς δε γνωρίζει από πού και πότε έρχεται’’)»
[Ιω. 7,27].Και γενικά η γνώμη τους διέφερε, όπως συμβαίνει στα πλήθη που
βρίσκονται σε αναταραχή· διότι δεν πρόσεχαν με ακρίβεια τα λεγόμενα,
ούτε είχαν καμία πρόθεση να μάθουν.
Για τον λόγο αυτόν, δεν τους δίδει καμία απάντηση, αν και λέγουν: «Μήπως έρχεται από τη Γαλιλαία ο Χριστός;», ενώ τον Ναθαναήλ, που ρώτησε με τόνο σφοδρό και αυστηρό «ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;(:από τη Ναζαρέτ είναι δυνατόν να βγει κάτι καλό;)» [Ιω. 1,47], τον επαίνεσε ως αληθινό Ισραηλίτη: «εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι (:Είδε
ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται προς Αυτόν και λέγει περί Αυτού:’’
ιδού ένας γνήσιος Ισραηλίτης, στον οποίο δεν υπάρχει πονηρία’’)[Ιω.1,48]. Αυτοί όμως που είπαν προς τον Νικόδημο· «μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται (:Μήπως και εσύ είσαι από τη Γαλιλαία; Ερεύνησε και μάθε ότι προφήτης δεν έχει έως τώρα βγει από τη Γαλιλαία)» [Ιω. 7,52], δεν τα έλεγαν αυτά επειδή ήθελαν να μάθουν, αλλά για να ανατρέψουν απλώς τη γνώμη που υπήρχε για τον Χριστό. Εκείνος όμως [ο Νικόδημος δηλαδή]
ήταν ο εραστής της αλήθειας και έλεγε αυτά, επειδή γνώριζε με ακρίβεια
όλα τα παλαιά. Αυτοί όμως ένα σκοπό είχαν, να ανατρέψουν την αντίληψη
ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός.
Γι' αυτό τίποτε δεν τους αποκάλυπτε. Διότι αυτοί που αντέφασκαν προς τον εαυτό τους και άλλοτε μεν έλεγαν «ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν (:αλλά
αυτόν εδώ γνωρίζουμε καλά από πού και από ποιους κατάγεται. Ο Χριστός
όμως όταν έλθει, κανείς δε γνωρίζει από πού και πότε έρχεται’’) [Ιω. 7,27], άλλοτε δε «από την Βηθλεέμ έρχεται», είναι ευνόητο ότι, και όταν θα μάθαιναν, πάλι θα έφεραν αντιρρήσεις.
Διότι ας δεχτούμε ότι δε γνώριζαν τον τόπο, ότι δηλαδή καταγόταν από τη
Βηθλεέμ, επειδή ανατράφηκε και έζησε στην Ναζαρέτ (μολονότι και αυτή η
άγνοιά τους δεν συγχωρείται, επειδή δε γεννήθηκε εκεί), δε γνώριζαν όμως το γένος Του, ότι καταγόταν από τον οίκο και τη γενεά του Δαυίδ; Τότε πώς έλεγαν: «Δεν έρχεται από το σπέρμα του Δαβίδ ο Χριστός;». Αλλά και αυτό ήθελαν να το συσκιάσουν και τα πάντα έλεγαν με κακή διάθεση.
Γιατί λοιπόν δεν Τον πλησίασαν για να Τον ρωτήσουν· «Επειδή
ως προς όλα τα άλλα σε θαυμάζουμε, αλλά μας προτρέπεις να πιστέψουμε σε
Εσένα σύμφωνα με τις Γραφές, απάντησέ μας, πώς οι Γραφές λέγουν ότι ο
Χριστός πρέπει να έλθει από τη Βηθλεέμ, ενώ εσύ έχεις έλθει από τη
Γαλιλαία;». Τίποτε από αυτά όμως δεν είπαν, αλλά τα πάντα τα έλεγαν με πονηρία. Το ότι βέβαια δεν αναζητούσαν, ούτε ήθελαν να μάθουν, το πρόσθεσε αμέσως ο Ευαγγελιστής, όταν είπε: «τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ᾿ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας (:Μερικοί από αυτούς ήθελαν να Τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν άπλωσε επάνω Του χέρι)» [Ιω. 7,44].
Εάν λοιπόν τίποτε άλλο δεν υπήρχε, αυτό το γεγονός ήταν αρκετό να τους
οδηγήσει σε κατάνυξη. Δε συγκινήθηκαν όμως, όπως λέγει ο Προφήτης: «διεσχίσθησαν καὶ οὐ κατενύγησαν (:Διασκορπίστηκαν από τον Θεό και όμως δεν μετανόησαν. Δεν αισθάνθηκαν κανένα κέντημα της συνειδήσεώς τους.)» [Ψαλμ. 34,15].
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλία ΝΑ΄, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 13α, σελίδες 426-437 .
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 73, σελ. 252-260 (ή: 122-126 του PDF) .
https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLdVNrLW9BNGRWcm8/view
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm