«Νεκτάριον ἐπίσκοπον Κων/πόλεως κεχειροτονήκαμεν…
ΠΑΝΤΟΣ ΤΕ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΠΙΨΗΦΙΖΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ»
(Ἐπιστολὴ Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πρὸς Ρώμης Δάμασον).
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὀφείλει νὰ εἶναι συνεπὴς
καὶ νὰ τηρήση ὅσα ὑπεστήριζε
ΑΝΑΔΕΙΞΙΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ
«ΨΗΦῼ ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΙ ΛΑΟΥ»!
Ὁ ἱεροκανονικὸς αὐτὸς τρόπος ἐκλογῆς,
ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ πλέον καὶ αἴτημα Ἱεραρχῶν,
θὰ ἀναβαθμίση τοὺς Ἀρχιερεῖς, θὰ ἐπανατάξη τὸ συνοδικὸν σύστημα
καὶ θὰ ἐπανασυνδέση κλῆρον καὶ λαὸν μὲ τὴν Ἐπισκοπήν.
Γράφει ὁ κ. Παναγιώτης Κατραμάδος, θεολόγος
Ἐπίκεινται ἐκλογαὶ νέων Μητροπολιτῶν εἰς τὴν Ἱεραρχίαν κατὰ τὴν προγραμματισμένην σύνοδον αὐτῆς, χωρὶς δυστυχῶς μετὰ ἀπὸ τόσας δεκαετίας βίου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νὰ ἔχη καταστῆ κοινὴ συνείδησις εἰς τοὺς Ἐπισκόπους ὅτι ἀποτελεῖ θεμελιώδη ἐκτροπὴν νὰ ἐκλέγη μόνη ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας, ὅπως ἀκριβῶς ἄλλοτε ἐδέχετο διορισμὸν Ἱεραρχῶν ἀπὸ τὴν Πολιτείαν.
Τὰ ἐδέχθη αὐτὰ ἡ Ἐκκλησία κατ’ οἰκονομίαν «ποιουμένην τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν», ὅταν ὅμως ἡ ἄλλοτε ἐξαίρεσις καθίσταται σύστημα, τότε προκύπτουν προβλήματα: εἴτε τῆς πολιτειοκρατίας, ὅπου τὸ κράτος διοικεῖ τὴν Ἐκκλησίαν, εἴτε τῆς κληρικοκρατίας, ὅπου οἱ Ἀρχιερεῖς διοικοῦν τὴν Ἐκκλησίαν ἐρήμην τοῦ πληρώματος. Ἡ Ἱ. Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι σαφής, ὁρίζουσα ὁμοφώνως τὸ «ψήφῳ κλήρου καὶ λαοῦ», τὸ ὁποῖον ἴσχυε ἀπ’ ἀρχῆς ἕως καὶ τῆς Ὀθωμανικῆς κατακτήσεως καθολικῶς, ὡς μαρτυροῦν τὰ τεκμήρια:«Μαρτυρίας περὶ τούτου (ἐνν. τῆς συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ εἰς τὴν ἐκλογὴν) παρέχει ἡμῖν ἐκ τῆς ΙΔ΄ ἑκατονταετηρίδος τὸ πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως, ἐξ ὧν ἡ διάταξις τοῦ πατριάρχου Φιλοθέου, ἐκδοθεῖσα κατὰ τὸν Νοέμβριον τοῦ ἔτους 1370, περὶ τῆς χειροτονίας τοῦ μοναχοῦ Ἀνθίμου εἰς μητροπολίτην Οὑγγροβλαχίας, γενομένης τῆς ΕΚΛΟΓΗΣ ΨΗΦῼ ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΙ ΛΑΟΥ, ἢ ἡ διάταξις τοῦ πατριάρχου Ματθαίου τοῦ Α΄ ἐκδοθεῖσα κατὰ Φεβρουάριον τοῦ 1400, δι’ ἧς ὁρίζεται ὅτι πρὸς συμπλήρωσιν τῆς χηρευσάσης ἀρχιεπισκοπῆς Ἀγχιάλου δέον ΝΑ ΠΡΟΒΗ Ο ΤΕ ΚΛΗΡΟΣ ΚΑΙ ΛΑΟΣ ΕΙΣ ΕΚΛΟΓΗΝ κατὰ τὰ διατεταγμένα, αὐτὸς δὲ εἶτα ἐξετάσας τὰς σχετικάς μαρτυρίας μέλλει νὰ ἐγκρίνῃ τὴν ἐκλογὴν εἰς ἐπίσκοπον τοῦ μάλιστα ἀξίου ἐκ τῶν τριῶν προταθησομένων αὐτῷ ὑποψηφίων» (Ν. Μίλας, Ἔπ. Ζάρας, Τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, σ.505).
Ἀπὸ τὰς παρατεθείσας μαρτυρίας εἶναι σαφὲς ὅτι εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἀνῆκε καὶ ἡ Ἑλλάς, ἐτηρεῖτο ἀπαρασαλεύτως ἡ κανονικὴ παράδοσις καὶ τάξις ἕως καὶ τὰς παραμονὰς τῆς Ἁλώσεως. Δυστυχῶς, ἡ περίοδος τῆς Τουρκοκρατίας ἠλλοίωσε τὸν τρόπον ἐκλογῆς τῶν Ἐπισκόπων, καθὼς ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία δὲν ἠδύνατο νὰ κινηθῆ ἐλευθέρως. Ἕνεκα αὐτῶν παρατηρεῖται εἴτε παρέμβασις ἐκ τοῦ πανισχύρου ἀλλοφύλου ὄχι μόνον διὰ κατάστασιν «ἐκλεκτῶν» Πατριαρχῶν, ἀλλὰ καὶ σύστασιν ἢ κατάργησιν αὐτοκεφάλων Ἀρχιεπισκοπῶν (πχ. Ἀχρίδος, Σερβίας κ.ἄ.), εἴτε περιορισμὸς τῆς ἐκλογῆς ἀπὸ σῶμα ἐλαχίστων Ἀρχιερέων.
Τὸ μὲν πρῶτον σήμερα εἶναι ἀπολύτως κατανοητὸν καὶ ἀπορριπτέον ὑπὸ πάντων, δηλ. νὰ ἀποφασίζη ὁ πολιτικὸς παράγων διὰ τὰ ἐσωτερικὰ ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ δεύτερον, δηλ. νὰ ψηφίζουν ὀλίγοι Ἀρχιερεῖς, ἀπητήθη ὀλίγος χρόνος, διὰ νὰ γίνη κατανοητὸν ὅτι εἶναι ἐπίσης ἀπορριπτέον. Ἀντικατεστάθη ὅμως ἐσφαλμένως μὲ τὴν διεύρυνσιν τοῦ σώματος τῶν ἐκλεκτόρων εἰς ὁλόκληρον τὴν Ἱεραρχίαν, σύστημα βεβαίως καλύτερον τοῦ προηγουμένου, ἀλλὰ ὄχι ἀπολύτως πιστοῦ πρὸς τὴν Ἱ. Παράδοσιν.
Ἡ διαδικασία, πάντως, διὰ νὰ φθάση ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἰς τὸ σημερινὸν σημεῖον εἶναι λίαν ἐνδιαφέρουσα, διότι καταδεικνύει ὅτι ἕως καὶ τὴν λεγομένην μεταπολίτευσιν, δηλ. προσφάτως, ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἐδέχετο τὴν ἐκλογὴν Ἱεραρχῶν εἴτε ἀπὸ τὴν Πολιτείαν εἴτε ἀπὸ μικρὰν Σύνοδον.
Εἶναι χαρακτηριστικὸν ὅτι ἀπὸ συστάσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ὥς τὸ 1923 ἡ Ἱ. Σύνοδος κατήρτιζε τὸ «τριπρόσωπον» καὶ ὁ Βασιλεὺς ἐπέλεγε τὸν ἕνα. Ἀπὸ τὸ 1923 ἕως τὸ 1925 ἡ ἐκλογὴ ἐγίνετο ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὴν ὁλομέλειαν τῆς Ἱεραρχίας. Ἀπὸ τὸ 1925 ἕως τὸ 1931 ἡ ἐπιλογὴ ἐπανῆλθεν εἰς τὴν Πολιτείαν. Ἀπὸ τὸ 1931 ἕως τὸ 1938 οἱ ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπολῖται ἀπέστελλον δύο ὀνόματα διὰ γράμματος, ὁ Πρόεδρος τῆς ΔΙΣ ἀπεσφράγιζε τοὺς φακέλους καὶ κατήρτιζε τὸ τριπρόσωπον τῶν πλειονοψηφισάντων καὶ ἔπειτα τὸν ἕνα ἐπέλεγεν ὁ Ὑπουργὸς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων. Τὸ 1938 ὥς τὸ 1940 ἡ κατάρτισις τοῦ τριπροσώπου ἐναπετέθη εἰς τὴν ΔΙΣ καὶ ὁ Βασιλεὺς ἐπέλεγε τὸν ἕνα. Ἀπὸ τὸ 1940 ὥς τὸ 1943 τὸ τριπρόσωπον ἐπανῆλθεν εἰς τὴν ὁλομέλειαν τῆς Ἱεραρχίας ἀλλὰ καὶ πάλιν τὸν ἕνα ἐπέλεγεν ἡ Πολιτεία. Ἀπὸ τὸ 1943 ὥς τὸ 1967 ἡ ἐκλογὴ τῶν Ἐπισκόπων ἀνετέθη εἰς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας. Ἀπὸ τὸν 1967 ἕως τὸ 1977 ἡ ἐκλογὴ ἐναπετέθη εἰς τὴν ΔΙΣ. Ἀπὸ τὸ 1977 ἕως σήμερα τὰς ἐκλογάς Ἐπισκόπων διενεργεῖ ἡ ὁλομέλεια τῆς Ἱεραρχίας.
Ὁ προσεκτικὸς μελετητὴς θὰ παρατηρήση πρῶτον ὅτι αἱ πολιτικαὶ μεταβολαὶ ἐπηρέαζον τὸν τρόπον ἀναδείξεως τῶν Ἀρχιερέων (Βασιλεία, Δικτατορίαι, Δημοκρατίαι κ.λπ.). Τὸ δεδομένον αὐτὸ ἔχει δύο ὄψεις: ἀφενὸς ἡ Πολιτεία ἐπεδίωκε τὸν ἔλεγχον τῆς Ἐκκλησίας, ἀφετέρου ἡ Ἐκκλησία ἀπεδέχετο ὅτι κάποιον ρόλον δύναται νὰ διαδραματίζη ἡ Πολιτεία, διὰ τοῦτο ἀκόμη καὶ σήμερα ἡ κατάστασις ἑνὸς Ἱεράρχου εἰς τὴν κληρωθεῖσαν ἐπαρχίαν του προϋποθέτει διάταγμα τοῦ Κράτους. Ἴσως αὐτὸ ἔχει εὐτελισθῆ σήμερα εἰς τὴν σκέψιν πολλῶν ὡς μία πρᾶξις ὑποδουλώσεως τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ Κράτος, διατηρεῖ ὅμως εἰς τὸ βάθος του τὴν συνείδησιν ὅτι διὰ τὴν ἐκλογὴν ἀπαιτεῖται σύμπραξις τοῦ λαοῦ, τὸν ὁποῖον ἐν προκειμένῳ ὑποτίθεται ὅτι ἐκφράζουν οἱ πολιτικοὶ ἀντιπρόσωποι. Διὰ αὐτό ἀκούομεν καὶ σήμερα οἱ Ἀρχιερεῖς νὰ ἐπαναλαμβάνουν τὸ σύνθημα «συναλληλία Ἐκκλησίας Πολιτείας», ἔστω βεβαίως καὶ ἂν δὲν κατανοοῦν οὔτε τὸ περιεχόμενόν του, οὔτε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀνεφάρμοστον. Ὑπ’ αὐτὸ ἀντιλαμβάνονται μόνον τὰ ὀφέλη, τά ὁποῖα δύνανται νὰ ἐπιδιώξουν ἀπὸ τὴν Πολιτείαν, χωρὶς νὰ συνειδητοποιοῦν τὴν ὑποχρέωσιν τῆς οὐσιαστικῆς συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ –ἰδίως εἰς τὰς ἀρχιερατικάς ἐκλογάς- ἢ μᾶλλον ὅτι κατ’ οὐσίαν πρόκειται περὶ ἀγκιστρώσεως εἰς ἀντιεκκλησιαστικοὺς πολιτικούς. Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν συναλλαγὴν μεταξὺ Διοικούσης Ἐκκλησίας καὶ Διοικούσης Πολιτείας, ὅπως ἀκριβῶς πράττουν δύο κλεισταὶ κάσται ἐξουσίας, τῶν ὁποίων Ἀρχιερεῖς καὶ Ἄρχοντες δὲν ἐκπροσωποῦν κανένα, ἀλλὰ ἔχουν ὑφαρπάξει ἀπατηλῶς τὴν ὑποτιθεμένην συμφωνίαν τοῦ λαοῦ.
Ὁ προσεκτικὸς μελετητὴς τῆς ἀλλαγῆς τῶν συστημάτων ἐκλογῆς θὰ παρατηρήση ἐπίσης -κατὰ δεύτερον- ὅτι αὐτὴ ἔφθασεν ἕως τοῦ σημείου νὰ ἐπέλθη ἡ διενέργεια ὁλοκλήρου τῆς διαδικασίας εἰς τὰς χεῖρας τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Μετὰ ἀπὸ ἀδυσώπητον πάλην μὲ τὸ Κράτος, πρόοδον, παλινδρόμησιν, ὀπισθοχωρήσεις κ.ἄ., ἐπέτυχε τουλάχιστον τὸν σημερινὸν τρόπον ἐκλογῆς, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἐτερμάτισεν ἐκεῖ, δηλ. ὅτι εἶναι τὸ τελικὸν στάδιον. Αὐτὸ τὸ ὁποῖον ὑφίσταται σήμερα καὶ ἐπαναλαμβάνουν ὑπερήφανοι Ἱεράρχαι ὡς τὸ «σπουδαῖον συνοδικὸν σύστημα τῆς Ἐκκλησίας», εἶναι μία καχεκτικὴ σκιὰ τοῦ παρελθόντος, ἡ ὁποία ὑπολείπεται κατὰ πολὺ ἀπὸ τὸ αὐθεντικὸν συνοδικὸν σύστημα. Τὸ χειρότερον εἶναι ὅτι -ὅπως κάθε σκιὰ- ἀποτελεῖ παγίδα, ἡ ὁποία καταστρέφει τὴν ἰδίαν τὴν συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ κατατρώγει τὸ σῶμα της. Ὀφείλουν ὅλοι νὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὴν παραζάλην καὶ νὰ ἴδουν ὅτι ὑπάρχει ἀκόμη δρόμος νὰ διανυθῆ διὰ νὰ ἐπιστρέψη τὸ συνοδικὸν σύστημα εἰς τὸ δέον, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ ἐνσωμάτωσις καὶ πάλιν τοῦ λαοῦ, ἡ συμμετοχὴ καὶ πάλιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν ἐκλογὴν διὰ ψήφου.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος κινδυνεύει, ἑπομένως, σήμερα ἀπὸ τὰς δύο προαναφερθείσας παγίδας. Ἡ μία εἶναι νὰ θεωρῆ ἐσφαλμένως ὅτι «συναλληλία» εἶναι τὸ δοῦναι καὶ λαβεῖν μὲ μίαν Πολιτείαν, ἡ ὁποία ἀποχριστιανίζει τὴν κοινωνίαν καὶ τὴν ὁδηγεῖ προοδευτικῶς εἰς τὴν ἀθεΐαν, ὡς συνέβη εἰς τὴν Δύσιν. Ἡ ἄλλη εἶναι νὰ πιστεύη πλανωμένη ὅτι «συνοδικὸν σύστημα» εἶναι ἡ σύναξις τῶν Μητροπολιτῶν, ἕνα Διοικητικὸν Συμβούλιον διαχειρίσεως θείας ἐξουσίας ἀποξενωμένον ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησιολογίαν, ὡς συνέβη εἰς τὸν Παπισμόν. Αἱ δύο αὐταὶ παγίδες ἀπονομιμοποιοῦν τὴν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν εἰς τὴν συνείδησιν τοῦ κόσμου καὶ ἀπομακρύνουν προϊόντος τοῦ χρόνου τὸν λαὸν ἀπὸ αὐτήν. Δὲν ἔχει ὑποπέσει ἀκόμη εἰς τὴν ἀντίληψιν τῶν Ἀρχιερέων, ἐπειδὴ τὰ μὲν ἔσοδα εἶναι ἐξησφαλισμένα ἀπὸ τὸ Κράτος, αἱ δὲ τιμαὶ καὶ κολακεῖαι ἀπὸ τὴν «κλίκα», ἡ ὁποία τοὺς πλαισιώνει.
Ὡστόσον, ἡ ἐμφανὴς μείωσις τῶν ἐκκλησιαζομένων μετὰ τὴν ἐπιδημίαν τοῦ κορωνοϊοῦ, ἀλλὰ καὶ τὰ πρόσφατα γεγονότα εἰς Θάσον, ὅπου ὁ λαὸς εἴτε ἦτο ἀπὼν εἴτε «γιουχάιζε» τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ταγούς, ἀποτελοῦν «κωδωνίσκους» ἀφυπνίσεως τῶν Ἱεραρχῶν ἔναντι τῆς περιφρονήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ὡς «ἀλόγων προβάτων». Ἐκτὸς βεβαίως ἂν οἱ ἴδιοι οἱ Ἐπίσκοποι ἐπιθυμοῦν νὰ κλιμακώσουν τὴν δυσαρέσκειαν τῶν πιστῶν δημιουργοῦντες διαιρέσεις καὶ σχίσματα, ἐφόσον δὲν ποιμαίνουν μὲ τρόπον, ὁ ὁποῖος νὰ ἀναπαύη ὅλους, ἀκόμη καὶ τοὺς δριμεῖς ἐπικριτάς των.
Ἀνεξαρτήτως ἀπὸ αὐτό, ἡ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ εἰς τὴν ἐκλογὴν τῶν Ἐπισκόπων του δὲν εἶναι «χατίρι», τὸ ὁποῖον ὡς παραχώρησιν θὰ πράξουν οἱ Ἱεράρχαι πρὸς τοὺς πιστοὺς, διὰ νὰ τοὺς «κανακεύσουν», ἀλλὰ στοιχειώδης ἐνέργεια ἀποδείξεως ὅτι δὲν εἶναι καταπατηταὶ τῶν ὅρκων, τοὺς ὁποίους ἔδωσαν κατὰ τὴν χειροτονίαν, ὑποσχόμενοι νὰ τηροῦν τοὺς Ἱ. Κανόνας καὶ τὴν Ἱ. Παράδοσιν, τὰ ὁποῖα κελεύουν ἀνάδειξιν «ψήφῳ κλήρου καὶ λαοῦ».
Οἱ Ἀρχιερεῖς μας ὅμως δὲν πράττουν τίποτε, ἐὰν δὲν ἔχουν κάτι νὰ κερδίσουν ἀπὸ αὐτό, διότι τὸ κέρδος τῆς συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ, τῆς συστοιχίσεως μὲ τὴν Ἱ. Παράδοσιν κ.ἄ. δὲν τὸ ἀντιλαμβάνονται, καθὼς ἀκριβῶς διακατέχονται ἀπὸ πλήρη ἄγνοιαν ἐκκλησιολογικῶς σχετικῶς μὲ τὸ ὅτι δὲν εἶναι ἐκπρόσωποι τῆς Ἱ. Συνόδου εἰς τὸν λαὸν, ἀλλὰ ἀντιπρόσωποι τοῦ λαοῦ εἰς τὴν Ἱ. Σύνοδον.
Ὅσο διὰ τὰς ἐνστάσεις περὶ ἐμπλοκῆς πολιτικῶν φορέων ἢ ὀχλοκρατίας κ.ἄ. αὐταὶ δύνανται νὰ ὑπερβληθοῦν μὲ διάλογον καὶ προετοιμασίαν. Ἤδη Ἱεράρχαι, κληρικοί, λαϊκοὶ ἔχουν δημοσιεύσει ἀξιολόγους προτάσεις, αἱ ὁποῖαι δύνανται νὰ τεθοῦν πρὸς διαβούλευσιν καὶ πιλοτικὴν ἐφαρμογήν.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὀφείλομεν νὰ συνειδητοποιήσωμεν ὅτι δὲν ἀρκεῖ νὰ προσμένωμεν ὅτι θὰ ἐκλεγοῦν Ἅγιοι κληρικοὶ διὰ Μητροπολῖται, ὅταν τὸ σύστημα ὅλον ὄζει! Τὸ σαπρὸν δένδρον ποιεῖ σαπροὺς καρπούς. Ὅσον δὲν κάνωμεν ὑπακοὴν εἰς τὴν Ἱ. Παράδοσιν νὰ ἐκλέγωνται «ψήφῳ κλήρου καὶ λαοῦ», τόσον θὰ γευώμεθα τοὺς καρποὺς τῆς ἀνυπακοῆς, τὴν πνευματικὴν νέκρωσιν τῶν Ἐπισκόπων καὶ τῶν Ἐπισκοπῶν.