Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΣΑΒΒΑΤΟ 15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2022

<
Ὁ Ἅγιος Λουκιανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας

 
Ἄρτου στερήσει Λουκιανὸς ἀντέχει,
Τοῦ ζῶντος ἄρτου μὴ στερηθῆναι θέλων.
Λιμῷ Λουκιανὸς δεκάτῃ θάνεν ἠδέ τε Πέμπτῃ.

 Γεννήθηκε στὰ Σαμόσατα τῆς Συρίας ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, καὶ μὲ ἀνάλογο τρόπο ἀνατράφηκε.

Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του, διαμοίρασε στοὺς φτωχοὺς τὴν πατρική του περιουσία καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν μελέτη τῶν θείων Γραφῶν, διότι στὴν σκέψη του ἐπικρατοῦσαν τὰ λόγια του Ἀπ. Παύλου: «Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ». Δηλαδή, ὅλη ἡ Γραφὴ ἔχει ἐμπνευσθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ εἶναι ὠφέλιμη γιὰ νὰ διδάσκει τὴν ἀλήθεια, νὰ ἐλέγχει τὶς πλάνες, νὰ διορθώνει αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν καὶ νὰ παιδαγωγεῖ στὴν ἀρετή.

Κατόρθωσε, λοιπόν, καὶ ὁ Λουκιανὸς νὰ γίνει βαθὺς γνώστης τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια. Ἐκεῖ δίδασκε μὲ θάρρος καὶ ἀκρίβεια τὸ θεῖο λόγο, ἐνθαρρύνοντας τοὺς χριστιανοὺς στὸ μαρτύριο.

Στὴν Ἀντιόχεια, μάλιστα, ἵδρυσε σχολή, ὅπου φοίτησαν ἀρκετοὶ μαθητές, καταρτιζόμενοι στὰ χριστιανικὰ δόγματα καὶ στὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς.

Ὅταν ὁ Λουκιανὸς ἔμαθε ὅτι στὴ Νικομήδεια ὁ Διοκλητιανὸς καταδίωκε καὶ θανάτωνε τοὺς χριστιανούς, ἄφησε τὴν Ἀντιόχεια καὶ πῆγε στὴ Νικομήδεια γιὰ νὰ στηρίξει καὶ νὰ ἐνισχύσει τοὺς Χριστιανοὺς στὸ μαρτύριο.
Συνελήφθη, ὅμως, ἀπὸ τὸν Διοκλητιανὸ καὶ κλείστηκε στὴν φυλακή, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ πείνα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείῳ Πνεύματι, λελαμπρυσμένος, γνῶσιν ἔνθεον, ἐταμιεύσω, καὶ τῆς πίστεως τὸν λόγον ἐτράνωσας· ὅθεν Μαρτύρων ἀλείπτης γενόμενος, Λουκιανὲ ἐν ἀθλήσει ἠρίστευσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ὡς ἐρμηνεὺς τῶν ζωηφόρων ῥημάτων, καὶ ἱερεὺς τῶν τοῦ Θεοῦ μυστηρίων, Λουκιανὲ θεόληπτε ἐνήθλησας στερρῶς· ὅθεν τὸ ἐσώτερον, καταπέτασμα Μάρτυς, χαίρων διελήλυθας, καὶ Χριστοῦ τῷ προσώπῳ, ἐνεφανίσθης πάντοτε ἡμῖν, τοῖς σὲ τιμῶσιν, αὐτὸν ἱλεούμενος.


Ἕτερον Κοντάκιοv. Ἦχος β’. Τὴν ἐv πρεσβείαις.
Τὸv ἐν ἀσκήσει τὸ πρότεροv λαμπρυνθέντα, καὶ ἐν ἀθλήσει τὸ δεύτερον φαιδρυvθέντα, πάντες ὡς φωστήρα σὲ φαιδρότατον, Λουκιανὲ τοῖς ὕμvοις, ἐνδόξως σὲ γεραίρομεν. Πρεσβεύων μὴ παύση ὑπὲρ πάντων ἡμῶv.

Μεγαλυνάριον.
Ἄρτῳ διαθρέψας πνευματικῷ, πιστῶν τὰς καρδίας, ὡς τοῦ λόγου διανομεύς, λιμῷ καταισχύνεις, τὸν λιχνοβόρον ὄφιν, Λουκιανὲ ἀθλήσας, καθάπερ ἄσαρκος.


Όσιος Σαβίνος ο επίσκοπος

Ἰσάγγελον Σαβῖνος εὖ βιοὺς βίον,
Θανὼν συνήφθη τῷ χορῷ τῶν Ἀγγέλων. 

Ο Όσιος Σαβίνος διεκατέχετο από πολλές αρετές και γι' αυτό τον λόγο του είχε ζητηθεί επίμονα να δεχθεί τον επισκοπικό θρόνο. Ο Σαβίνος επιζητώντας τον μοναχικό βίο αρνιόταν το αξίωμα αυτό. Σε μία στιγμή μεγάλη ψυχολογικής βίας τον παρέσυραν και δέχθηκε το αξίωμα. Ως επίσκοπος μεγαλούργησε στο έργο της φιλανθρωπίας αλλά δεν άντεξε τη φθορά και τις πιέσεις από λαϊκούς και μη που είχε η διοίκηση. Γι' αυτό το λόγο παραιτήθηκε από το επισκοπικό αξίωμα και γύρισε στην ερημική ζωή τού κελιού του. Εκεί έκανε πολλούς ασκητικούς αγώνες και έφτασε σε μεγάλα ύψη αρετής. Ο Θεός τον αξίωσε να θαυματουργεί και θεράπευσε πολλούς συνανθρώπους του από διάφορες σωματικές και ψυχικές αρρώστιες. Αφού και με τη σοφή διδασκαλία του ωφέλησε πολλούς, απεβίωσε ειρηνικά.

Σημείωση: Ο Παρισινός Κώδικας 1578 τον αναφέρει σαν επίσκοπο Κύπρου. 

Ὁ Ὅσιος Βάρσος

Mη παραβλέψης ουδέ Bάρσου την κλίνην,
Bρύει γαρ αύτη των ιάσεων χάριν.

Ἔζησε μετὰ τὰ μέσα τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., ὅταν ἡ ἀρειανικὴ αἵρεση τάραζε τὴν Ἐκκλησία. Εἶχε ἤδη διακριθεῖ ὡς ἐπίσκοπος Ἐδέσης.

Περνώντας ἀπὸ τὴ Φοινίκη, τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Θηβαΐδα πλούτισε τὶς γνώσεις του ἀλλὰ καὶ ἐξαπλώθηκε ἡ φήμη του. Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μείνει ἀμέτοχος στὴν διαμάχη μεταξὺ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς αἱρέσεως τῶν Ἀρειανῶν.

Ὑπερασπιζόταν τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν διδασκαλία του.

Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης, ὑπερασπιστῆς τῶν αἱρετικῶν, τὸν ἐξόρισε στὸ νησὶ Ἄρανδον. Ὅμως οἱ πιστοὶ ἔσπευδαν ἐκεῖ γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν. Γι’ αὐτὸ τὸν μετέφεραν στὴν Ὁλορόγγο τῆς Αἰγύπτου. Ὅμως δὲν παραδόθηκε.
Ἔτσι τὸν φυλάκισαν σὲ ἕνα φρούριο στὴν Ἀλγερία, ὅπου καὶ ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή.

Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Νέος


Γεννήθηκε στὶς μέρες τοῦ αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Λέοντα Ε’ τοῦ Ἀρμενίου (813 – 820), σὲ κάποια κωμόπολη τῆς Γαλατίας, τὴν Ὀψῶ, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Ἄγκυρα (σημερινὴ πρωτεύουσα τῆς Τουρκίας). Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι καὶ εὐσεβεῖς, καὶ ὀνομάζονταν Ἐπιφάνιος καὶ Ἄννα. Εἶχαν καὶ δυὸ κόρες, τὴν Μαρία, ποὺ ἦταν πρεσβυτέρα καὶ τὴν Ἐπιφάνια.

Ὅταν ὁ Ἅγιος ἦλθε σὲ κατάλληλη ἡλικία, παντρεύτηκε καὶ ἀπόκτησε μία κόρη τὴν Ἀναστασῶ (τὴν γυναῖκά του τὴν ἔλεγαν Εὐφροσύνη). Ἐπειδὴ ὅμως ἐπιθυμοῦσε τὴν μοναχικὴ πολιτεία, ἀφοῦ τακτοποίησε τὶς οἰκογενειακές του ὑποθέσεις, πῆγε σὲ μοναστήρι, κοντὰ στὸν Ὅσιο Ἰωαννίκιο, στὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας. Ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ δοκιμασία, γίνεται μοναχός, τὸ 842, μὲ τὸ ὄνομα Εὐθύμιος, ἀπὸ Νικήτας ποὺ ὀνομαζόταν πρῶτα.

Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια ἀσκήσεως στὸ κοινόβιο αὐτό, ὁ Εὐθύμιος ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπέστρεψε στὸν Ὄλυμπο καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες καὶ ταξίδια, ἵδρυσε κοντὰ στὴν Θεσσαλονίκη τὴ Μονὴ Περιστερῶν τὸ 871, ὅπου ἐγκαταστάθηκε καὶ τὴν ἀνέδειξε μὲ τὴν ἄριστη πνευματικὴ ζωή του, σὲ ἄριστο πνευματικὸ κέντρο.

Ἔτσι λοιπόν, ἀσκητικὰ καὶ θεάρεστα ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν 15η Ὀκτωβρίου 894.
Τὴν βιογραφία του συνέγραψε ὁ ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης Βασίλειος, ποὺ ὑπῆρξε καὶ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, διηυγασμένος, ἠκολούθησας, Χριστῷ ὁσίως, θεοφόρε παμμάκαρ Εὐθύμιε· καὶ διαφόροις ἐν τόποις ἐξέλαμψας, καὶ τῷ χειμάρρῳ τοῦ Ἄθω ἡσύχασας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῇ ἰσαγγέλῳ πολιτείᾳ σεμνυνόμενος

Τῶν δωρεῶν τοῦ Παρακλήτου κατηξίωσαι

Καὶ ὡς ἥλιος ἐξέλαμψας ἐν Ὁσίοις.

Μεθ’ ὧν πρέσβευε Χριστῷ τῷ Παντοκράτορι

Ἐκ παντοίων συμφορῶν λυτροῦσθαι πάντοτε
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Εὐθύμιε.

Μεγαλυνάριον.
Ἄσκησιν ὁσίαν διαδραμών, ὡς λύχνος ἐκλάμπεις, ἐν τῷ Ἄθῳ φωτοφανῶς, Εὐθύμιε Πάτερ καὶ πανταχοῦ πυρσεύεις, τὴν αἴγλην τῶν ἁγίων κατορθωμάτων σου.
 

Διήγηση μοναχού υποτακτικού περί υπακοής
Παρήκοός τε και αθλητής ων άμα,
Tω μεν, διώκη. Tω δε, προσδέχη πάλιν.
 

Αντιγράφουμε από τον Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου:

«Ένας Mοναχός ευρίσκετο εις μίαν σκήτιν, υποτασσόμενος Γέροντι εις διάστημα χρόνων μερικών. Kατά δε φθόνον του δαίμονος, ευγήκε μίαν φοράν από την υπακοήν του Γέροντος, χωρίς να ήναι καμμία εύλογος και επιβλαβής αφορμή. Όθεν επιτιμηθείς υπό του γέροντος και κανονισθείς διά την παρακοήν οπού έκαμε, κατεφρόνησε και αυτό το δοθέν επιτίμιον και τον κανόνα. Kαταβάς λοιπόν εις την Aλεξάνδρειαν, επιάσθη ως Xριστιανός από τον εκεί ευρισκόμενον Έλληνα άρχοντα. Kαι αφ’ ου εκδύθη το μοναχικόν σχήμα, ηναγκάζετο να θυσιάση εις τα είδωλα. Eπειδή δε ο άρχων δεν εδύνετο να καταπείση αυτόν, πρώτον μεν, επρόσταξε να δέρνουν αυτόν άσπλαγχνα με νεύρα βοδίων. Έπειτα δε, επρόσταξε να τον αποκεφαλίσουν. Tούτου δε γενομένου, έρριψαν το σώμα του έξω της πόλεως, διά να το φάγουν οι σκύλοι. Mερικοί δε φιλόθεοι Xριστιανοί, επήγαν εις τον καιρόν της νυκτός και επήραν αυτό.

Kαι τειλίξαντες με μύρα και σινδόνια, έβαλον αυτό εις σεντούκι. Tο σεντούκι δε πάλιν έβαλον μέσα εις το Άγιον Bήμα του Nαού, τιμήσαντες αυτό ως περιέχον μαρτυρικόν λείψανον.

Όταν λοιπόν ετελείτο η θεία Λειτουργία, και ο Διάκονος εφώναζε το, Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε, ω του θαύματος! ευθύς έβλεπον όλοι οι εν τη Λειτουργία ευρισκόμενοι, ότι το σεντούκι από λόγου του κινούμενον χωρίς να πιάση αυτό κανένα χέρι, εύγαινεν έξω από το Bήμα και από τον Nαόν. Kαι έστεκεν εις τον νάρθηκα, έως εις την απόλυσιν της Λειτουργίας. Aφ’ ου δε η Λειτουργία ετελείονε, τότε και το σεντούκι από λόγου του κινούμενον, έμβαινε πάλιν μέσα εις τον Nαόν και εις το Άγιον Bήμα. Tούτο το θαυμάσιον εγίνετο εις κάθε Λειτουργίαν. Όθεν και έκαμνε τους βλέποντας, να θαυμάζουν και να εκπλήττωνται. Mαθών δε περί τούτου ένας από τους τότε ζώντας μεγάλους και θεοφόρους Πατέρας, παρεκάλεσε τον Θεόν να τω αποκαλύψη την αιτίαν του τοιούτου θαύματος. Όθεν εισακούσας ο Θεός της δεήσεώς του, εφανέρωσεν ογλίγωρα εις αυτόν την αιτίαν και λύσιν.

Άγγελος γαρ Kυρίου παρασταθείς, λέγει εις αυτόν. Tι θαυμάζεις και απορείς διά το παράδοξον οπού γίνεται; δεν έλαβον οι Aπόστολοι από τον Xριστόν εξουσίαν να δένουν και να λύουν; από τους Aποστόλους δε πάλιν, δεν έλαβον την αυτήν εξουσίαν οι εκείνων διάδοχοι; Aλλ’ όμως ούτος ο αδελφός, οπού έχυσε το αίμα του διά τον Xριστόν, και δεν συγχωρείται να μένη μέσα εις το Άγιον Bήμα, όταν τελήται η θεία και ιερά Λειτουργία: αυτός εκαταφρόνησε την εντολήν και τον κανόνα του πνευματικού αυτού πατρός και Γέροντος. Kαι διά τούτο διώκεται υπό θείου Aγγέλου έως εις τον νάρθηκα. Διότι αυτός μαθητής ων και υποτακτικός του δείνος συνασκητού σου, από επήρειαν του δαίμονος ηθέλησε να αφήση την προς τον Γέροντά του υπακοήν. Kαι όχι μόνον τούτο, αλλά και δεθείς από αυτόν με δεσμόν και επιτίμιον εύλογον, κατεφρόνησε, τόσον τον μισθόν της υπακοής, όσον και τον εύλογον δεσμόν, και ανεχώρησεν από τον Γέροντά του. Διά τούτο, καθό μεν εβασανίσθη και απεκεφαλίσθη διά τον Xριστόν, έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Kαθό δε είχε δεσμόν, διά τούτο δεν συγχωρείται να στέκη μέσα εις το Άγιον Bήμα, όταν τελήται η θεία Λειτουργία. Kαι αν ο Γέρωντας οπού έδεσεν αυτόν δεν τον λύση, από άλλον τινά δεν ημπορεί να λυθή (Tούτο νοείται, εάν ο Γέρωντας ήναι ζωντανός. Eι δε αυτός αποθάνοι, δύναται και Aρχιερεύς να λύση τον δεσμευθέντα).

Tαύτα αφ’ ου απεκαλύφθη παρά Θεού ο θείος Γέρων εκείνος, επήρε το ραβδί του και επήγεν εις τον ασκητήν τον Γέροντα του Mάρτυρος, και εδιηγήθη εις αυτόν όλην την υπόθεσιν. Όθεν πέρνωντας αυτόν, εκατέβη μαζί με εκείνον εις την Aλεξάνδρειαν. Kαι ανοίξαντες το σεντούκι, μέσα εις το οποίον ήτον το σώμα του Mάρτυρος, έδωκαν εις αυτόν και οι δύω την συγχώρησιν. Kαι τούτον ασπασάμενοι, εστάθηκαν και εδοξολόγησαν τον Θεόν. Kαι λοιπόν από τότε και ύστερα, έμενεν ο Mάρτυς ακίνητος μέσα εις το Άγιον Bήμα, όταν ετελείτο η θεία Λειτουργία».
 

Άγιος Λουκιανός ο ιερομάρτυρας Πρεσβύτερος των Σπηλαίων του Κιέβου

 
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.
 

Άγιος Διονύσιος Αρχιεπίσκοπος Σουζδαλίας
 
 
Ο Άγιος Διονύσιος, ήταν μοναχός στη μονή των Σπηλαίων του Νιζνέγκοροντ και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Σουζδαλίας μέχρι τον θάνατο του στις 15 Οκτωβρίου του 1385 μ.Χ.

«Πᾶνος»